Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Σύμβολο της Πίστεως"
μ |
μ |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
− | '''Σύμβολο''' ή ''Κανών'' ή ''νόμος της πίστεως'', στην [[Ορθόδοξη Εκκλησία]] αποκαλείται «''πάσα ομολογία της δογματικής πίστεως, αυθεντικώς διατυπωθείσαν υπό της οικείας Εκκλησίας''»<ref>Ιω.Καρμίρης «''Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας''», Τόμος Α΄, Αθήνα 1960, σελίς 34</ref>. Το σύμβολον εν αρχή αποτελούσε γνώρισμα, εκ του οποίου διακρίνονταν «''οι ανήκοντες εις την χριστιανικήν θρησκείαν από των μη ανηκόντων εις αυτήν''»<ref> | + | '''Σύμβολο''' ή ''Κανών'' ή ''νόμος της πίστεως'', στην [[Ορθόδοξη Εκκλησία]] αποκαλείται «''πάσα ομολογία της δογματικής πίστεως, αυθεντικώς διατυπωθείσαν υπό της οικείας Εκκλησίας''»<ref>Ιω.Καρμίρης «''Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας''», Τόμος Α΄, Αθήνα 1960, σελίς 34</ref>. Το σύμβολον εν αρχή αποτελούσε γνώρισμα, εκ του οποίου διακρίνονταν «''οι ανήκοντες εις την χριστιανικήν θρησκείαν από των μη ανηκόντων εις αυτήν''»<ref>Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 182</ref>, γι'αυτό και αποκαλείται και ''[[Κανόνας]]'' ο οποίος περιέχει τη συνεπτυγμένη ομολογία της πίστεως<ref>ενθ.αν.</ref>. |
Ο όρος ''σύμβολο'' είναι μη βιβλικός, ενώ φαίνεται πως πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε από τον [[Κυπριανός Καρχηδόνος|Άγιο Κυπριανό]] [[Επίσκοπος|επίσκοπο]] Καρχηδόνος, κατά τον 3ο αιώνα, σε μια προσπάθεια να αποδόσει με μια σαφή ορολογία, την ομολογία πίστεως που επέδιδαν οι χριστιανοί, πριν το [[βάπτισμα]], ώστε να διαχωρίζονται από τους πιστούς άλλων ομολογιών<ref>Epistola Magnum. MPL 3, 1113 εξ. 1191</ref>. Τον 4ο αιώνα ο [[Ρουφίνος]], ονόμασε ως σύμβολο το λεγόμενο [[Σύμβολο των Αποστόλων]](Commentarius in symbolum Apostolorum), με αποτέλεσμα έκτοτε να καθιερωθεί ως όρος αυτός και για τα σύμβολα των πρώτων δύο [[Οικουμενικές Σύνοδοι|οικουμενικών συνόδων]]. | Ο όρος ''σύμβολο'' είναι μη βιβλικός, ενώ φαίνεται πως πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε από τον [[Κυπριανός Καρχηδόνος|Άγιο Κυπριανό]] [[Επίσκοπος|επίσκοπο]] Καρχηδόνος, κατά τον 3ο αιώνα, σε μια προσπάθεια να αποδόσει με μια σαφή ορολογία, την ομολογία πίστεως που επέδιδαν οι χριστιανοί, πριν το [[βάπτισμα]], ώστε να διαχωρίζονται από τους πιστούς άλλων ομολογιών<ref>Epistola Magnum. MPL 3, 1113 εξ. 1191</ref>. Τον 4ο αιώνα ο [[Ρουφίνος]], ονόμασε ως σύμβολο το λεγόμενο [[Σύμβολο των Αποστόλων]](Commentarius in symbolum Apostolorum), με αποτέλεσμα έκτοτε να καθιερωθεί ως όρος αυτός και για τα σύμβολα των πρώτων δύο [[Οικουμενικές Σύνοδοι|οικουμενικών συνόδων]]. |
Αναθεώρηση της 14:05, 20 Απριλίου 2008
Σύμβολο ή Κανών ή νόμος της πίστεως, στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποκαλείται «πάσα ομολογία της δογματικής πίστεως, αυθεντικώς διατυπωθείσαν υπό της οικείας Εκκλησίας»[1]. Το σύμβολον εν αρχή αποτελούσε γνώρισμα, εκ του οποίου διακρίνονταν «οι ανήκοντες εις την χριστιανικήν θρησκείαν από των μη ανηκόντων εις αυτήν»[2], γι'αυτό και αποκαλείται και Κανόνας ο οποίος περιέχει τη συνεπτυγμένη ομολογία της πίστεως[3].
Ο όρος σύμβολο είναι μη βιβλικός, ενώ φαίνεται πως πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε από τον Άγιο Κυπριανό επίσκοπο Καρχηδόνος, κατά τον 3ο αιώνα, σε μια προσπάθεια να αποδόσει με μια σαφή ορολογία, την ομολογία πίστεως που επέδιδαν οι χριστιανοί, πριν το βάπτισμα, ώστε να διαχωρίζονται από τους πιστούς άλλων ομολογιών[4]. Τον 4ο αιώνα ο Ρουφίνος, ονόμασε ως σύμβολο το λεγόμενο Σύμβολο των Αποστόλων(Commentarius in symbolum Apostolorum), με αποτέλεσμα έκτοτε να καθιερωθεί ως όρος αυτός και για τα σύμβολα των πρώτων δύο οικουμενικών συνόδων.
Ο στόχος θέσπισης των συμβόλων, ήταν η απόκρουση του «αμυθήτου πλήθους, αποκρύφων και νόθων γραφών»[5], από τη «συστηματική παρερμηνεία των γνήσιων αποστολικών έργων»[6], σε μία «συνεπτυγμένη μορφή». Ως Κανόνας, ταυτίστηκε πάντοτε με δογματικό περιεχόμενο, αφού κατά βάση αντιπαρέτασσε τις θεμελιώδεις αλήθειες της αποστολικής παραδόσεως εναντίον των πεπλανημέων δοξασιών και γι αυτό οι μη ομολογούντες πίστη στο εκάστοτε σύμβολο, θεωρούνταν αιρετικοί. Πρέπει να τονιστεί όμως, πως το περιεχόμενο των βαπτιστηρίων συμβόλων, δεν αναπτύχθηκε ομοιόμορφα σε κάθε περιοχή, αφού βάση του ήταν η αντιμετώπιση των εκάστοτε τοπικών αναφυέντων αιρέσεων.
Τα σύμβολα σήμερα κρίνεται πως αποτέλεσαν σημαντικό συνδετικό κρίκο της ενότητας της εκκλησίας, αφού κατόρθωσαν, να επιδείξουν με ευσύνοπτο τρόπο την αληθή ορθόδοξο πίστη, τόσο του Κανόνος της αληθείας (regula veritatis), που ήταν οι Γραφές, όσο και της προφορικής αυθεντικής αποστολικής παραδόσεως (traditio apostolica), η οποία κατεγράφη σε αυτά. Η δυσκoλία μάλιστα απόκτησης των Γραφών στην αρχαία εκκλησία, λόγω συντήρησης και κόστους, έδινε τη δυνατότητα σε διάφορες ομολογίες να παραθέτουν νοθευμένα κείμενα και διδασκαλίες κάτι που αντιμετώπισε επιτυχώς η θέσπιση των συμβόλων αυτών και ιδίως των Συμβόλων της Πίστεως, τα αποία απετέλεσαν τον οικουμενικά αποδεκτό κανόνα πίστεως της αυθεντικά βιούμενης αποστολικής παραδόσεως.
Δείτε επίσης
Υποσημειώσεις
- ↑ Ιω.Καρμίρης «Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», Τόμος Α΄, Αθήνα 1960, σελίς 34
- ↑ Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 182
- ↑ ενθ.αν.
- ↑ Epistola Magnum. MPL 3, 1113 εξ. 1191
- ↑ Ειρηναίου, κατά Αιρέσεων, Ι, 20, 1
- ↑ Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 180
Βιβλιογραφία
- Ιω.Καρμίρης, «Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», Τόμος Α΄, Αθήνα 1960.
- Βλ. Φειδάς, «Εκκλησιαστική Ιστορία», Τόμος Α΄, Εκδόσεις Διήγηση, Αθήνα 2002.