Φιλοσοφία

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Με τον όρο Φιλοσοφία αναφερόμαστε στην "αγάπη και...επιδίωξη της σοφίας" στην "έφεση για γνώση και μόρφωση" και κατά μία άλλη έννοια, στην "αναζήτηση της φύσης των πραγμάτων" και στην "προσπάθεια για ανακάλυψη της φύσης και της αλήθειας των όντων και των φαινομένων"[1]. Ο Πλάτωνας (427—347) ονόμαζε φιλοσοφία "της επιστήμης την κτήσιν, φιλόσοφον δε τον της σοφίας επιθυμητή"[2].

Η λέξη Φιλοσοφία "είχε στην αρχή το πολύ γενικό νόημα της επιδίωξης της πνευματικής τελειότητας"[3] και μάλλον αναφέρεται "για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα"[4] τον 6ο αι. π.Χ. Το επεισόδιο διηγείται ο Διογένης Λαέρτιος:

"Όταν ρωτήθηκε από τον Λέοντα, τον τύραννο των Φλιασίων, ποιος είναι, του απάντησε «φιλόσοφος»...έλεγε πως...στη ζωή άλλοι γεννιούνται δουλοπρεπείς κι άλλοι κυνηγοί της δόξας και της πλεονεξίας, ενώ οι φιλόσοφοι αναζητούν την αλήθεια"'[5].

Η σύγχρονη ιστοριογραφία της φιλοσοφίας ακολουθεί τη διαίρεση που αναγνωρίζει τρεις ή τέσσερις περιόδους[6]:

  • την Προσωκρατική φιλοσοφία που τελειώνει με τον διαφωτισμό του 5ου αιώνα.
  • την Αττική φιλοσοφία (Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης).
  • την μετα-Αριστοτελική φιλοσοφία που μπορεί να υποδιαιρεθεί:
  • στην Ελληνιστική φιλοσοφία (Στοά, Επίκουρος, Σκεπτικοί) και
  • τη φιλοσοφία της Αυτοκρατορικής περιόδου (μέσος πλατωνισμός και νεοπλατωνισμός).

Ο σκοπός της φιλοσοφίας ήταν και είναι πολυεπίπεδος αφού πολλές και διαφορετικές ήταν οι μορφές της ελληνικής φιλοσοφίας. Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε ότι η φιλοσοφία (σοφία) είναι η ανώτερη, αρχιτεκτονική μορφή της γνώσης (επιστήμη). Η γνώση προκύπτει από την αναζήτηση των αιτιών. Αντικείμενο της φιλοσοφίας είναι οι ανώτερες αρχές ή αιτίες που μπορεί να είναι οι έσχατες αρχές του σύμπαντος ή τα θεμέλια της γνώσης ή ο απώτερος σκοπός των ανθρώπινων πράξεων. Ως μεθοδική αναζήτηση των θεμελίων της γνώσης και ως έλεγχος των γενικά αποδεκτών αντιλήψεων η φιλοσοφία προσπαθεί να διαφωτίζει ασκώντας κριτική στην ηθική και τη θρησκεία ενώ ως αναζήτηση των αιτιών των φυσικών φαινομένων η φιλοσοφία αποτελεί την αρχή των φυσικών επιστημών[7].

Ιστορία

Αρχαιότητα

Η γένεση της φιλοσοφικής σκέψης, ως θετικό πνεύμα, συνέβη στις αποικίες της Ιωνίας τον 6ο π.Χ. αιώνα από τους πρώτους Έλληνες φιλοσόφους. Εκεί, οι Ίωνες αντικατέστησαν τους μύθους που είχε πλάσει η φαντασία των λαών της Ανατολής με την αντίληψη της αιώνιας ουσίας, που για τον Θαλή τον Μιλήσιο[8] ήταν το υγρό στοιχείο, για τον Αναξιμένη[9] ο αέρας, κατά τον Ηράκλειτο[10] η φωτιά και, κατά τον Αναξίμανδρο[11] το άπειρο.

Αρχίζει σταδιακά να διαφαίνεται η έννοια των φυσικών νόμων. Ο Ηράκλειτος, που διακήρυσσε ότι «τα πάντα ρει», αναγνώριζε μια κρυφή αρμονία σε όλες αυτές τις αντιθέσεις, έλλογη και θεία, έναν «μοναδικό θείο νόμο» ο οποίος είναι προσπελάσιμος με τον ορθό λόγο. Οι φιλόσοφοι της Ελεατικής Σχολής[12], με ιδρυτή τον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο[13] υποστήριξαν ότι το πραγματικό ον είναι ένα, αγέννητο και άφθαρτο, ακίνητο και χωρίς οριακές ιδιότητες, δηλαδή αΐδιον. Αυτή η αντίληψη έρχεται σε σύγκρουση με το μυθικό κοσμοείδωλο και καθορίζει την αναγκαιότητα των νόμων της φύσης και το αιώνιο της ουσίας, ιδέες που ο Δημόκριτος[14] τον επόμενο αιώνα, διατυπώνει με την ατομική θεωρία, κατά την οποία όλα τα σώματα είναι προϊόντα της ώθησης και της απώθησης των ατόμων.

Στο άλλο άκρο τού ελληνικού κόσμου, στην Σικελία και την νότια Ιταλία, όπου αυτοεξόριστος είχε καταφύγει ο Πυθαγόρας[15] και στα 530 π.Χ. ίδρυσε τη σχολή του, οι οπαδοί του, οι Πυθαγόρειοι συνεισέφεραν στον παγκόσμιο πολιτισμό την ιδέα να χρησιμοποιηθεί η ανάπτυξη των μαθηματικών στην γνώση της φύσης. Η βασική θεωρία της σχολής συνίστατο στη βεβαίωση ότι η ουσία των πραγμάτων βρίσκεται στους αριθμούς και στις μαθηματικές σχέσεις, ενώ η διδασκαλία κατά την οποία τα αισθητά υπάρχουν κατ’ απομίμηση ατελή του τέλειου νοητού κόσμου των αριθμών, εισάγει στην ελληνική φιλοσοφία την δυϊστική αντίληψη, που διακρίνει δύο κόσμους, νοητό και αισθητό.

Κατά την περίοδο ανάμεσα στην νικηφόρα έκβαση των Περσικών Πολέμων (449 π.Χ.) και στον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.). η φιλοσοφία εισήχθη στην κυρίως Ελλάδα και αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην Αθήνα. Είναι η περίοδος κατά την οποία έζησαν οι μεγάλες μορφές του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, η συμβολή τών οποίων στην διαμόρφωση της φιλοσοφικής σκέψης στην Δύση υπήρξε καθοριστική.

Ταυτόχρονα, παρατηρείται μια ρίξη ανάμεσα στην παράδοση και στο νέο πνεύμα που εκφράζουν οι Σοφιστές, οι οποίοι αμφισβήτησαν την θεία προέλευση των αρχαίων ηθικών κανόνων. Αν και ο όρος Σοφιστής είναι μέχρι σήμερα αρνητικά φορτισμένος από την αντισοφιστική πολεμική, που άσκησαν με πάθος ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας, στην πραγματικότητα το κίνημα των Σοφιστών συνδέεται με το πολιτικό και κοινωνικό κίνημα, που σχεδόν σε όλη την Ελλάδα και στις αποικίες έφερε στην εξουσία δημοκρατικά καθεστώτα και άνοιξε έναν μεγάλο δρόμο ανανέωσης και ριζοσπαστικής κριτικής όλης της παράδοσης με αποτέλεσμα να παραλληλίζεται με την εποχή του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα. Σημαντικές προσωπικότητες του κινήματος των Σοφιστών ήταν ο Πρωταγόρας[16] ο Πρόδικος[17], ο Ιππίας[18], o Γοργίας[19], o Αντιφώντας[20] και ο Κριτίας[21].

Ο Σωκράτης

Ο σημαντικός αυτός φιλόσοφος[22] ήταν ο θεμελιωτής της ηθικής επιστήμης και ο πρώτος φιλόσοφος με τη σύγχρονη σημασία του όρου. Με όργανο του το λόγο και μέθοδο την επαγωγή, προχωρούσε στην εννοιολογική οργάνωση των πραγμάτων αναζητώντας την ουσία τους. Μέσα από μακρές συζητήσεις με τον συνομιλητή του, δεν προσπαθούσε να τον οδηγήσει σε αυτοκριτική για τη διαγωγή του εν ονόματι κάποιας απόλυτης αρχής, αλλά επιθυμούσε να αποδείξει ότι για να έρθει κάποιος σε πλήρη συμφωνία με τον εαυτό του, θα έπρεπε να φτάσει μέσω του στοχασμού, στην αναγνώριση των πλανών και των αληθειών της προσωπικότητάς του, ώστε να γίνει ο ίδιος κριτής του εαυτού του. Έτσι, αυτή η ένωση της ηθικής συνείδησης με την νοητική συνείδηση του αληθούς και του ψευδούς θεμελιώνει την διδασκαλία του "ουδείς εκών κακός" (κανένας δεν κάνει κακό θεληματικά). Αν κάποιος κάνει κακό, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν ξέρει ποιο είναι το αληθινό καλό για τον εαυτό του, αφού, αν το ήξερε, η θέλησή του και η επιθυμία του θα επηρεάζονταν ακατανίκητα απ’ αυτό.

Ο Πλάτων

Ήταν ο φιλόσοφος[23] που με τον αντικειμενικό ιδεαλισμό του παρουσίασε μια δυναμική και πρωτότυπη σύνθεση των προγενέστερων διδασκαλιών και των κυρίαρχων τάσεων του ελληνικού πνεύματος. Στο έργο του συνυπάρχουν ο ορθολογισμός, ο μυστικισμός, η θεωρία της επιστήμης, η ηθική αναζήτηση και ο πολιτισμός στοχασμός. Αν και στα πρώτα του βήματα, τον απασχολούν τα προβλήματα που έθεσε ο δάσκαλός του, Σωκράτης (και έτσι οι νεανικοί του διάλογοι αποτελούν σημαντική πηγή για το σωκρατικό έργο), εντούτοις στην πορεία διαφωνεί με το δάσκαλό του. Ο Πλάτωνας, συνθέτει τις απόψεις του Ηράκλειτου και των Ελεατών: διέκρινε στον κόσμο δύο επίπεδα (δυαλισμός), το σύνολο των αισθητών πραγμάτων όπου "τα πάντα ρει" και την περιοχή των "ιδεών" που είναι αιώνιες και αμετάβλητες. Έτσι, οι αξίες που ο Σωκράτης πάντα αναζητούσε (ωραίο, καλό, δίκαιο, αρετή, ανδρεία κ.λπ.), για να έχουν καθολικότητα και σταθερότητα, θα πρέπει να αποτελούν μια αμετάβλητη και άφθαρτη πραγματικότητα. Μόνο έτσι μπορούν να συγκριθούν και να αξιολογηθούν τα αισθητά πράγματα. Σε αντίθεση με το Σωκράτη, πρεσβεύει ότι οι αξίες δεν πρέπει να αναζητούνται διαρκώς, αλλά να είναι γνωστές μέσω του ορθού λόγου και έτσι η αρετή αποτελεί υποχρέωση που η μή εφαρμογή της οδηγεί στο ηθικό κακό. Η διδασκαλία του παρουσιάζει έναν δυαλισμό ανάμεσα στο ασαφές είδωλο του αισθητού (που συνεπάγεται και μια καταφρόνηση του σώματος) και την γνήσια πραγματικότητα, το νοητό, την "Ιδέα". Για τον Πλάτωνα, η φιλοσοφία ήταν η κίνηση για την πραγμάτωση μιας πολιτείας που θα βρισκόταν σε μια αναλογία όσο το δυνατόν αντίστοιχη με τις σταθερές και αιώνιες σχέσεις που επικρατούν μεταξύ των Ιδεών. Στην ηθική του διδασκαλία ο Πλάτωνας παρουσίασε ακαμψία, με την απάρνηση κάθε ικανοποίησης που έχει σχέση με τις αισθήσεις.

Ο Αριστοτέλης

Ο Αριστοτέλης[24] υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα και το πλέον πολυσύνθετο και συστηματικότερο πνεύμα της αρχαιότητας. Υπήρξε μεταφυσικός, φυσιοδίφης, θεωρητικός της τέχνης, θεμελιωτής της λογικής, καθώς και ηθικός και πολιτικός στοχαστής. Οι δυσκολίες που συναντούσε η κατά τη γνώμη του λογικά αδύνατη θεωρία του Πλάτωνα, έπεισαν τον Αριστοτέλη ότι η αληθινή πραγματικότητα δεν μπορεί να υφίσταται έξω από τα αισθητά πράγματα, στον κόσμο των ιδεών, αλλά είναι ενσωματωμένη στα πράγματα που παρατηρούμε γύρω μας με τις αισθήσεις μας. Διέκρινε την ουσία (το βασικό χαρακτηριστικό ενός πράγματος) και τα συμβεβηκότα (δευτερεύουσες ιδιότητες που η μεταβολή τους δεν επηρεάζει την ύπαρξή του[25]). Για τον Αριστοτέλη, η δυνατότητα ενός πράγματος να υπάρχει όπως υπάρχει δεν οφείλεται σε κάτι έξω από αυτό, σε κάποια αντίστοιχη προς αυτό ιδέα (όπως ισχυρίστηκε ο Πλάτωνας), αλλά υπαγορεύεται από την ουσία του, από το συγκεκριμένο εκείνο χαρακτηριστικό που το κάνει να είναι αυτό που είναι. Κατά συνέπεια, η πραγματικότητα ενυπάρχει στον αισθητό κόσμο, η ουσία όμως του πράγματος δεν προϋπάρχει, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας τεσσάρων αιτιών: της ύλης, της μορφής, της ενέργειας και του σκοπού. Μετά από τη διαδικασία αυτή, το πράγμα αποκτά την εντελέχεια δηλ. φτάνει στον ανώτερο βαθμό ανάπτυξής του. Στα φυσικά όντα (ζώα, φυτά), που δεν γίνονται από ανθρώπινη τέχνη, o σκοπός ταυτίζεται με τη μορφή: κινούνται απλώς για να φτάσουν στην πλήρη μορφή τους που είναι προκαθορισμένη και αξεπέραστη. Δεν υπάρχει κινούσα αιτία στη διαδικασία αυτή, αλλά μόνο η έλξη της τελειότητας του τέλειου όντος. Ο Αριστοτέλης είχε μια τελολογική αντίληψη για τον κόσμο. Πίστευε ότι κάθε γεγονός υπαγορεύεται από ένα τέλος (σκοπό). Έτσι, για να εξηγήσουμε κάτι, χρειάζεται να ξέρουμε το σκοπό του. Στην ηθική του διδασκαλία, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι ο σκοπός κάθε ανθρώπινης πράξης προσδιορίζεται από την αναζήτηση της ευδαιμονίας, η οποία απορρέει από την ικανοποίηση του νου, χωρίς όμως να απορρίπτει μια ελεγχόμενη ικανοποίηση των φυσικών επιθυμιών.

Στωικοί - Επικούρειοι - Σκεπτικοί

Στην διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, η Αθήνα, αν και είχε παρακμάσει πολιτικά, παρέμεινε το κέντρο της φιλοσοφίας η οποία αντιπροσωπεύθηκε κυρίως από Έλληνες φοινικικής, συριακής ή και βαβυλωνιακής καταγωγής, οι οποίοι έφεραν ένα εντελώς διαφορετικό πνεύμα, με τεράστια απήχηση στο ευρύ κοινό και όχι μόνο σε μια αριστοκρατία σοφών. Οι λέξεις στωικός, επικούρειος και σκεπτικός εισήλθαν στην καθημερινή γλώσσα για να δηλώσουν γενικές στάσεις ζωής οι οποίες εξαπλώθηκαν σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο, στην αρχή τον ελληνικό και κατόπιν τον ρωμαϊκό. Οι τρεις αυτές σχολές είχαν τον ίδιο σκοπό, την αναζήτηση μιας ευδαιμονίας σταθερής και αιώνιας, ανεξάρτητης από τις εξωτερικές συνθήκες του πεπρωμένου ή της υγείας, ανεξάρτητης από την πολιτεία και τις μεταστροφές του καθεστώτος, δίνοντας η κάθε μια και διαφορετική λύση στο πρόβλημα.

Ο στωικισμός[26] πίστευε ότι θα επιτύγχανε την ευδαιμονία μέσω της σύνδεσης τοy ανθρώπου με τον κόσμο του οποίου αποτελούσε μέρος. Ο κόσμος κατά τους Στωικούς ήταν ένα ον, θείο και μοναδικό, με λογική και παντοδύναμη ψυχή η οποία ρυθμίζει σταθερές, διαδοχικές και αντίθετων κατευθύνσεων κινήσεις, την κίνηση ανάπτυξης του κόσμου και την κίνηση με την οποία επιστρέφει στην αρχική του αφετηρία. Οι στωικοί ονόμαζαν τον κόσμο αυτό Λογικό, Πεπρωμένο, Θεία Βούληση, Πρόνοια και πίστευαν ότι καθήκον του σοφού είναι να προσαρμοστεί με τις θελήσεις της μοίρας και της θείας πρόνοιας. Οφείλει επομένως να έχει γνώσεις και να ζει σύμφωνα με τη φύση, δηλαδή σύμφωνα με τη λογική, απορρίπτοντας καθετί που δεν είναι λογικό.

Στο πρόβλημα της αναζήτησης της ευδαιμονίας, οι Επικούρειοι[27] την αναζήτησαν στην ηδονή, την οποία εννοούσαν ως κατάσταση απουσίας του πόνου. Σύμφωνα με τη διδασκαλία τους, τα περισσότερα πάθη προκαλούνται από φόβους και αγωνίες που προέρχονται από εσφαλμένες αντιλήψεις για τον κόσμο (φόβος για το άγνωστο, για θεούς και δαίμονες, κακούς οιωνούς) που προέρχονται από ελλειπή γνώση των φυσικών φαινομένων. Επανέφεραν την θεωρία των ατόμων του Δημόκριτου και θεώρησαν τα πάντα, ακόμη και τους θεούς (αν υπάρχουν) αθροίσματα ατόμων χωρίς ενδιαφέρον για τους ανθρώπους. Η ηθική των Επικούρειων έχει υλιστική βάση και θέτει ως αξιολογικό κριτήριο, την ευχαρίστηση, όχι ως επιπόλαιη και ασύδοτη επιδίωξη απολαύσεων, αλλά επιλεκτική: περιορίζει τις αναγκαίες ηδονές στο ελάχιστο (φαγητό, ύπνο), επιτρέπει με μέτρο τις μη αναγκαίες (όπως τα εκλεκτά φαγητά) και απορρίπτει τις μη φυσικές και μη αναγκαίες όπως τα πλούτη και η δόξα.

Οι Σκεπτικοί[28], οι οποίοι διακήρυσσαν ότι όλα είναι αμφίβολα και ανέβαλλαν να εκφέρουν την κρίση τους, αναζητούσαν επίσης την ευτυχία και τη σοφία. Η αναζήτηση αυτή χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από την πολεμική εναντίον των άλλων φιλοσοφικών σχολών, εξαιτίας του ισχυρισμού τους ότι κατείχαν την αληθινή και αναμφισβήτητη απάντηση για τα βασικά προβλήματα της γνώσης και της συμπεριφοράς. Ενάντια στις θέσεις του επικουρισμού και του στωικισμού, πρόβαλαν αντίθετα, ισοδύναμα επιχειρήματα.

Νεοπλατωνισμός

Τους τελευταίους αιώνες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο κόσμος βυθιζόταν στις ανατολικές δεισιδαιμονίες. Ο αισθητός κόσμος, σε αντίθεση με όσα είχαν υποστηρίξει οι Στωικοί και οι Επικούρειοι, θεωρήθηκε ως ο τόπος δυνάμεων εχθρικών προς την ψυχή την οποία κρατούσαν φυλακισμένη. Στόχος και πάλι, ήταν η απολύτρωση, αυτή τη φορά όμως όχι εσωτερική, αλλά εξωτερική, και έτσι, για την αντιμετώπιση των μαγικών δυνάμεων που φυλάκιζαν τον άνθρωπο έπρεπε να βρεθεί μια ισχυρότερη δύναμη την οποία αναζητούσαν σε μυστηριακές, μυητικές τελετουργίες. Τότε εμφανίζεται ο Νεοπλατωνισμός, ο οποίος με τον Πλωτίνο[29] παρουσιάζει μια περίπλοκη μεταφυσική, πηγή κάθε μεσαιωνικής και νεώτερης μεταφυσικής. Εμπνευσμένη η μεταφυσική αυτή, εκτός άλλων, από τον ελληνίζοντα ιουδαϊσμό, διδάσκει την μία υπέρτατη αρχή, το Εν ή Αγαθόν. Η διάρθρωση της πραγματικότητας αποτελείται από το Εν, το Νου, την Ψυχή, τη φύση και την ύλη. Ο παγκόσμιος Νους και η παγκόσμια ψυχή διαχέονται στον κόσμο και τη ζωή, χωρίς όμως να μερίζονται, αλλά υπάρχουν σαν αποτυπώματα σφραγίδας σε κερί[30]. Οι επιμέρους ανθρώπινες ψυχές ποθούν το Εν (το οποίο δεν τίνει προς τον άνθρωπο, ούτε τον ποθεί) και κάθε ετερότητα για να κερδίσει την ύπαρξη, πρέπει μετέχει στο Νου και την ψυχή, να χάσει την ετερότητα αυτή και να ενωθεί με το Εν[31]. Ο Νεοπλατωνισμός, σταδιακά εισδύει στο Βυζάντιο όπου διαποτίζει μορφολογικά τη μυστική θεολογία της Ανατολής, η οποία είναι πλουτισμένη με την ορολογία της φιλοσοφίας αυτής[32].

Χριστιανισμός

Ο Χριστιανισμός, ως νέα θεωρία για την ανθρώπινη μοίρα, παρέμεινε εκτός του πεδίου τής φιλοσοφίας επειδή στηριζόταν στην αποκάλυψη. Χρησιμοποίησε ως όχημα διάδοσης του την κυρίαρχη γλώσσα και τις κυρίαρχες μορφές σκέψης του περιβάλλοντος του. Έτσι, χρησιμοποίησε όχι μόνο την ελληνική γλώσσα αλλά και εκλεκτικά, πολλούς από τους συμβολισμούς της αρχαίας σκέψης, καθώς πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας είχαν διαπαιδαγωγηθεί με την αρχαία ελληνική παιδεία. Έτσι στο Βυζάντιο αναπτύχθηκε μία ιδιότυπη φιλοσοφική σκέψη συνδεδεμένη πάντα με τον χριστιανικό στοχασμό και την θεία αποκάλυψη.

Στη Δύση, οι ιστορικές συγκυρίες οδήγησαν σε μια άκαμπτη στάση της θεολογίας. Η πολιτεία του Θεού, έργο του Αυγουστίνου (354-430), αντίδραση προς την πτώση της Ρώμης από τα φύλα των εισβολέων, δημιούργησε ένα πρότυπο αναφοράς για τη διοίκηση της πολιτείας από την εκκλησία. Όταν η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατέρρευσε από τις βαρβαρικές επιδρομές (5ος αιώνας μ.Χ.) η μόνη εναπομείνασα μορφωμένη τάξη ήταν ο κλήρος ο οποίος δεν περιορίσθηκε μόνο στο καθήκον του να μεταστρέψει στον Χριστιανισμό τους εισβολείς αλλά επιπλέον προμήθευσε τους νέους άρχοντες με εγγραμμάτους υπαλλήλους και ιδιαίτερα νομικούς. Οι Ρωμαίοι θεολόγοι απαιτούσαν ακριβείς φόρμουλες καί λογικά επιχειρήματα, για την εφαρμογή του χριστιανισμού από τους βάρβαρους αυτούς λαούς[33]. Έπειτα από τον Αυγουστίνο, οι συγγραφείς του 11ου αιώνα όπως ο Άνσελμος (1033-1109) είχαν εμπνευστεί κυρίως από τον Πλάτωνα, ενώ στην πορεία επικάτησε στον μεσαιωνικό Σχολαστικισμό, η παράδοση του Αριστοτέλη, κυρίως στην επιβλητική φιλοσοφική και θεολογική σύνθεση του Θωμά του Ακινάτη (1224-1274), ενώ η συνεχής χρήση της διαλεκτικής, έδωσε στον άνθρωπο της Δύσης την συνήθεια της ακρίβειας στις διατυπώσεις των χριστιανικών διδασκαλιών.

Αναγέννηση

Η μεγάλη ανάπτυξη των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών η οποία, από την Αναγέννηση, επανήλθε στην ελληνική παράδοση που είχε σχεδόν εγκαταλειφθεί μετά την εποχή του Αρχιμήδη και δημιούργησε νέες συνθήκες για την φιλοσοφία. Η κατάχρηση της μεθόδου συζήτησης με τα επιχειρήματα υπέρ και κατά, οδήγησε στον Σκεπτικισμό τον οποίο εξέθεσε ο Μονταίν (1533-1592) στα Δοκίμια του. Εκεί δέχεται την αδυναμία του ανθρώπινου νου να γνωρίσει το παν με βεβαιότητα αφήνει ωστόσο ανέπαφη τη δυνατότητα του ανθρώπου να γνωρίσει τον εαυτό του, κάτι που εφάρμοσε στην πράξη με υποκείμενο τον ίδιο. Η επιστήμη ήταν αυτή που αποδείκνυε τη δύναμη του ορθού λόγου ο οποίος φθάνει σε βεβαιότητες, ενώ η φιλοσοφία θέτει το ερώτημα πώς αποκτήθηκαν αυτές οι βεβαιότητες και σε ποιες συνθήκες είναι δυνατόν να επιτευχθούν νέες. Η εμπιστοσύνη στην ανθρώπινη πρόοδο αρχίζει να εδραιώνεται και η σκέψη στρέφεται προς το μέλλον και στην εξέλιξη. Η λογική του Αριστοτέλη, που έδινε μόνον τους κανόνες τής συζήτησης, δεν επαρκούσε πια. Ο Φράνσις Μπέικον ή Βάκων[34] αγωνίστηκε εναντίον της σχολαστικής φιλοσοφίας και της εκκλησιαστικής "αυθεντίας" και υποστήριζε ότι οι αισθήσεις μας και το πείραμα είναι η πραγματική πηγή των γνώσεών. Αναζήτησε τις πειραματικές αποδείξεις με σκοπό να δαμάσει την ίδια τη φύση και να αποσπάσει τα μυστικά της. Ο Άγγλος φιλόσοφος εντυπωσιάζει γράφοντας προφητικά: "Σκοπός μας είναι η ανάπτυξη της ανθρώπινης ισχύος έως το σημείο να πραγματοποιούμε όσα βρίσκονται μέσα στα όρια του δυνατού. Θα πετάμε σαν τα πουλιά και θα έχουμε πλοία που θα ταξιδεύουν κάτω από το νερό".

Καρτέσιος

Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία και Χριστιανισμός

Είναι γνωστό ότι ο Χριστιανισμός, από την εμφάνισή του έπρεπε να κινηθεί σε ένα τοπίο, ανάμεσα στον Ιουδαϊσμό, τον Γνωστικισμό και την Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία και εκεί να χαράξει τον δικό του δρόμο, να παραδώσει την εμπειρία Χριστού που είχε, διδάσκοντας ότι "ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος...αλλά...πάντα καί εν πάσιν Χριστός"[35] και να μεταδώσει "τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη εις μαρτύριον πάσιν τοις έθνεσι"[36].

Σε αυτή τη διαδρομή, "σε πλείστες όσες περιπτώσεις" βλέπουμε τη "φιλοσοφία από το ένα μέρος [να] αποκαλείται δαιμονική, και από το άλλο επωφελής. Κι αυτό ενίοτε συμβαίνει σ' ένα και το ίδιο έργο και στον αυτό συγγραφέα. Έτσι αρκετοί μελετητές της πατερικής σκέψης, προβληματιζόμενοι στό έπακρο, κάνουν λόγο πότε περί αντιφάσεων και πότε περί εξελικτικών αλλαγών στις ιδέες ενός και του αυτού θεολόγου πατρός!"[37]. Αυτή όμως η φαινομενική αντίφαση, στην πραγματικότητα έχει την εξήγησή της. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από το Συνοδικό της Ορθοδοξίας:

"Ανάθεμα σε όσους ασχολούνται με τα ελληνικά μαθήματα και δεν τα χρησιμοποιούν μόνο για τη μόρφωση τους, αλλά και ακολουθούν τις περιττές διδασκαλίες τους και τις δέχονται σαν αληθινές, και μάλιστα ομολογούν πίστη σ' αυτές"[38].

Εδώ η διαφοροποίηση και η τοποθέτηση των ορίων είναι σαφής: διαφορετικό πράγμα η παιδευτική χρήση των ελληνικών γραμμάτων και διαφορετικό η αποδοχή της ειδωλολατρικής θεολογίας που αυτά τυχόν περιέχουν. Είναι αποδεκτή η χρήση της φιλοσοφικής ορολογίας με νέο, αποκλειστικά χριστιανικό περιεχόμενο ώστε να μεταδωθεί στο ελληνιστικό περιβάλλον η διδασκαλία, απορρίπτεται όμως πλήρως, η κατανόηση του Θεού με φιλοσοφήματα και διανοητικές ασκήσεις. Αυτό είναι και το πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε η Ορθόδοξη Θεολογία διαμέσου των αιώνων.

βλ. περισσότερα στο άρθρο: Χριστιανισμός και Φιλοσοφία.

Υποσημειώσεις

  1. λήμμ. "Φιλοσοφία", Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, εκδ. Πάπυρος, ΑΘήνα 2005.
  2. Βορέας Θεόφιλος, Εισαγωγή εις την φιλοσοφίαν (Ακαδημεικά 3), 2η έκδ., εν Αθήναις 1972 (c1935), σελ. 23.
  3. λήμμ. "Φιλοσοφία", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 59, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.
  4. λήμμ. "Φιλοσοφία", εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ, τόμ. 32, Αθήνα 2004.
  5. Διογένης Λαέρτιος, Φιλοσόφων Βίοι, H',8 (μτφρ. από το Διογ. Λαέρτιος, Άπαντα, τόμ. 4, βιβλία 8-9, Κάκτος, Αθήνα 1994, σελ. 19).
  6. Στοιχεία από το Nesselrath Heinz-Gunther, Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία (τόμ. Α'-Αρχαία Ελλάδα), 2η έκδ., Παπαδήμας, Αθήνα 2003, σελ. 511.
  7. Nesselrath, Εισαγωγή..., ό.π..
  8. Tέλη 7ου – αρχές 6ου αι. π.Χ..
  9. Μίλητος 585/4 – 528/7 π.Χ..
  10. Έφεσος περ. 535 – 475 π.Χ..
  11. Μίλητος 611/10 – 547/6 π.Χ..
  12. O Παρμενίδης (ακμή, περίπου το 504-500 π.Χ.) και ο Ζήνων ο Ελεάτης (5ος αι. π.Χ.).
  13. B’ μισό 6ου αι. π.Χ. – α’ μισό 5ου αι. π.Χ..
  14. Άβδηρα περ. 460 – περ. 370 π.Χ..
  15. Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός (Σάμος 585 – 565 π.Χ. – ; Μεταπόντιον 500; π.X..
  16. Άβδηρα περ. 481 π.Χ. – περ. ;411.
  17. Ιουλίδα της Κέας, 5ος αι. π.X..
  18. O Ηλείος, 5ος αι. π.Χ..
  19. O Λεοντίνος, Λεοντίνοι Σικελίας – Λάρισα Θεσσαλίας, 5ος αι. π.Χ..
  20. O Αθηναίος, μέσα 5ου αι. π.Χ..
  21. Αθηναίος, περ. 460 – 403 π.Χ..
  22. Αθήνα 470 ή 469 - 399 π.Χ.
  23. Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του.
  24. Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ..
  25. Για παράδειγμα, ο άνθρωπος παραμένει άνθρωπος άσχετα με το φύλο του, το ύψος του, το χρώμα των μαλλιών του και άλλα χαρακτηριστικά που συμπτωματικά συνέβη να έχει (συμβεβηκότα).
  26. Οι Στωικοί ήταν αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, των οποίων το φιλοσοφικό σύστημα λέγεται και Στοά και διακρίνεται σε Αρχαία Στοά (Ζήνων, 333-262 π.Χ., Χρύσιππος, 280-210 π.Χ.), τη Μέση Στοά (Παναίτιος, 185-109 π.Χ., Ποσειδώνιος, 135-51 π.Χ.) και τη και Νέα Στοά ή Ρωμαϊκό στωικισμό (Επίκτητος, 50-135 μ.Χ., Μάρκος Αυρήλιος, 121-180 μ.Χ.).
  27. Ο Επίκουρος (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος, που κήρυξε την επιστροφή στην απλή ζωή. Συνεχίζει με ορισμένες παραλλαγές την ατομική θεωρία του Δημοκρίτου και δέχεται ως πηγή της γνώσης τις αισθήσεις, χωρίς να αποκλείει και τη συμβολή της νόησης.
  28. Η σκεπτική σχολή, ήταν τάση της ελληνιστικής φιλοσοφίας που ξεκινά με τον Πύρρωνα τον Ηλείο τον 4o αι. π.Χ..
  29. Λυκόπολις, Αίγυπτος 205 – Ρώμη 270.
  30. Εννεάδες, 4,9,4.
  31. Σε αντίθεση με την Τριαδική διδασκαλία της Εκκλησίας, το Εν, ο Νους και η Ψυχή παρουσιάζουν μόνο ταυτότητα ουσίας χωρίς ετερότητα υποστάσεων, ενώ οι ανθρώπινες ψυχές είναι ομοούσιες του υπέρτατου Εν. Στον Νεοπλατωνισμό δεν υπάρχουν οι τρεις θείες υποστάσεις που ταυτίζονται κατά την ουσία και την ενέργεια αλλά διακρίνονται κατά την αιτία και τον τρόπο υπάρξεως, όπως επίσης δεν υπάρχει ο διαχωρισμός κτιστού-ακτίστου, όπου το άκτιστο είναι ετερούσιο του κτιστού, ούτε δημιουργία εκ του μη όντος (δηλ. όχι από τη θεία ουσία). Στον χριστιανισμό όλος ο πνευματικός κόσμος (ψυχή, άγγελοι) είναι κτιστός και ετερούσιος του θεού, ενώ στον Νεοπλατωνισμό οι ψυχές είναι ομοούσιες με το Εν, το οποίο ουδέποτε κινείται προς τον κόσμο και μόνο ο κόσμος κινείται προς αυτό (βλ. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Φιλοσοφίας, 7η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 248-252).
  32. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Φιλοσοφίας, 7η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 252.
  33. Βλ. Runciman Steven, "Ορθοδοξία και ΕΛληνισμός", στο Ορθοδοξία - Ελληνισμός, Πορεία στην τρίτη χιλιετία, τόμ. Α', έκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, 2η έκδ., Άγιον Όρος 2002, σελ. 44.
  34. Φράνσις Μπέικον (Francis Bacon) ή Βάκων, Λονδίνο 1561–1626). Άγγλος φιλόσοφος.
  35. Κολ. 3:11.
  36. Ματθ. 24:14.
  37. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 30.
  38. Μτφρ. από το: Hunger Herbert, Βυζαντινή Λογοτεχνία-Η Λόγια Κοσμική Γραμματεία των Βυζαντινών, τόμ. Α', ΜΙΕΤ, Αθήνα 1987, σελ. 94.

Βιβλιογραφία

  • Nesselrath Heinz-Gunther, Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία (τόμ. Α'-Αρχαία Ελλάδα), 2η έκδ., Παπαδήμας, Αθήνα 2003
  • Μακρής Νίκος, Οι Έλληνες Φιλόσοφοι της αρχαιότητας και η Φιλοσοφία, τόμ. Α' + Β', εκδ. Κ. & Π. Σμπίλιας ΑΕΒΕ, Αθήνα 1995
  • Long A.A., Η ελληνιστική φιλοσοφία Στωικοί, Επικούρειοι, Σκεπτικοί, 3η έκδ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 1987
  • "Φιλοσοφία" > "Ιστορία", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 59, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005
  • e-δομή (Ηλεκτρονική Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM] (όλα τα λήμματα που αφορούν φιλοσόφους, φιλοσοφικές σχολές και κινήματα)
Επιπλέον, όλη η βιβλιογραφία που αναφέρεται στις υποσημειώσεις..