Ο Απόστολος Πέτρος γεννήθηκε στη Βηθσαϊδά, κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ, όπου με τον αδελφό του Ανδρέα, ασκούσαν το επάγγελμα του ψαρά, μαζί με δυο άλλους Αποστόλους, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, γιους του Ζεβεδαίου. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης ή Ιωνάς, ενώ ο ίδιος ονομαζόταν Σίμων. Ο Ματθαίος ονομάζει το Σίμωνα γιο του Ιωνά (Βαριωνά). Πιθανώς το όνομα Ιωνάς να είναι σύντμηση και απλογραφία του Ιωάννης.
Ο Απόστολος Πέτρος κατοικούσε στην Καπερναούμ από όπου καταγόταν η γυναίκα του και εκεί εγκαταστάθηκε μετά το γάμο του. Για τη γυναίκα του τίποτε δεν αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη και είναι γνωστό ότι ο Πέτρος ήταν έγγαμος, γιατί ο Χριστός θεραπεύσε την πεθερά του. Ειναι πολύ πιθανό ότι η σύζυγος του δεν ζούσε όταν τον κάλεσε ο Χριστός στο αποστολικό αξίωμα. Μάλιστα αργότερα, στις ιεραποστολικές του περιοδείες, είχε και ο Πέτρος μαζί του όχι τη γυναίκα του αλλά χριστιανή αδελφή για να τον υπηρετεί.
Το γεγονός ότι ασκούσε το επάγγελμα του ψαρά αλλά και το γεγονός ότι τα μέλη του Συνεδρίου αποκάλεσαν αυτόν - όπως και τον Ιωάννη - "αγράμματους και απλοϊκούς" (Πρ. 4, 13) δείχνουν ότι δεν είχε φοιτήσει σε ραββινική σχολή. Όμως πιθανόν να ήταν μαθητής του Ιωάννη του Προδρόμου.
Η κλήση του στο αποστολικό αξίωμα έγινε σταδιακά. Πρώτα παρουσίασε τον Πέτρο στο Χριστό ο αδελφός του Ανδρέας. Ήταν παρών, προφανώς, στο γάμο της Κανά και αμέσως μετά από το γάμο αυτόν εγκαταστάθηκε με τον Ιησού και άλλους μαθητές στην Καπερναούμ. Την κλήση του αναφέρουν οι τρεις Συνοπτικοί Ευαγγελιστές. Αναφέρεται πάντοτε μεταξύ των μαθητών στους καταλόγους της Καινής Διαθήκης και αποτελούσε, μαζί με τους αδελφούς Ιάκωβο και Ιωάννη, τον πιο στενό κύκλο των μαθητών προς τους οποίους ο Χριστός έδειξε ιδιαίτερη προτίμηση.
Μετονομασία
Στην Καινή Διαθήκη δε φαίνεται καθαρά πότε ο Ιησούς ονόμασε το Σίμωνα Κηφά, δηλ. βράχο, πέτρα, που ποδίδεται στην Ελληνική ως "Πέτρος". Κατά το Ματθαίο (16, 18) η μετονομασία αυτή συνδέεται με την ομολογία του Πέτρου στην Καισαρεία του Φιλίππου. Κατά το Μάρκο (3, 16) και το Λουκά (6, 14) η αλλαγή αυτή του ονόματος του από Σίμωνα σε Πέτρο μνημονεύεται στην αρχή του καταλόγου των δώδεκα, όταν δηλ. συγκροτήθηκε και ολοκληρώθηκε από τον Ιησού η ομάδα των δώδεκα. Ο Ιωάννης (1, 42) γράφει πως όταν για πρώτη φορά ο Σίμων συναντήθηκε με τον Ιησού, στον οποίο τον παρουσίασε ο αδελφός του Ανδρέας, ο Ιησούς του είπε ότι θα ονομαστεί Κηφάς, που σημαίνει Πέτρος.
Περιστατικά από την Καινή Διαθήκη
Κατά την πρώτη γνωριμία με τον Χριστό, ο Πέτρος του ζήτησε να φύγει από τη βάρκα του γιατί "ήταν αμαρτωλός".
Όταν ο Χριστός, λίγο πριν το πάθος Του, έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του, ο Πέτρος δεν ήθελε να του πλύνη τα πόδια. Ο Χριστός του "εάν δεν δεχθής να σού πλύνω τα πόδια δεν μπορείς να μένης κοντά μου". Τότε ο Απόστολος Πέτρος απάντησε, "Τότε Κύριε μη μου πλύνεις μόνον τα πόδια, αλλά και τα χέρια και το κεφάλι".
Όταν ο Χριστός είπε στους ακροατές του ότι για να έχουν αληθινή ζωή πρέπει να τρώγουν το Σώμα Του και να πίνουν το Αίμα Του, εκείνοι δεν κατάλαβαν, σκανδαλίστηκαν και έφυγαν. Τότε ο Χριστός ρώτησε τους Δώδεκα μαθητές Του, εάν θέλουν και αυτοί να φύγουν. Ο Πέτρος απάντησε αμέσως: “Κύριε, σε ποιόν να πάμε; Έχεις λόγια ζωής αιωνίου και εμείς επιστεύσαμε και γνωρίσαμε ότι συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος”.
Στην Καισάρεια του Φιλίππου, λίγο πριν από το πάθος, ο Χριστός υπέβαλε στους μαθητές του την ερώτηση ποια γνώμη είχαν οι άνθρωποι για Εκείνον. Ο Πέτρος απάντησε ότι ο Χριστός είναι ο Μεσσίας, ο Υιός του αληθινού Θεού (Ματθ. 16, 13-16). Τότε ο Ιησούς απεκάλεσε τον Πέτρο μακάριο, επειδή δέχθηκε την αποκάλυψη όχι από άνθρωπο, αλλά από τον Ίδιο τον Θεό. Του είπε πώς σε αυτή την πέτρα, δηλαδή στην ομολογία του περί του Χριστού ότι είναι Υιός του Θεού, θα οικοδομήση την Εκκλησία Του, της οποίας “πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν”. Στη συνέχεια ζήτησε από τους μαθητές Του να μη πουν σε κανένα ότι αυτός είναι ο Μεσσίας, και τους φανέρωσε ότι θα μεταβεί στα Ιεροσόλυμα, όπου θα σταυρωθεί και θα αναστηθεί την τρίτη ημέρα. Ο Πέτρος πήρε το Χριστό ιδιαιτέρως και προσπάθησε να τον αποτρέψει από από την πορεία του προς το Πάθος. Ο Χριστός όμως τον επιτίμησε αυστηρά ("Ύπαγε οπίσω μου σατανά" Ματθ. 16,23).
Κατά την διάρκεια του πάθους του Κυρίου, ο Πέτρος Τον αρνήθηκε τρεις φορές με όρκο, όπως του είχε προαναγγείλει ο Κύριος. Μετά το λάλημα του πετεινού θυμήθηκε τον λόγο του Χριστού, που του είχε προαναγγείλει αυτή την πτώση του, και αφού βγήκε έξω έκλαψε πικρά. Ο Χριστός, μετά την Ανάστασή Του, τον ρώτησε τρεις φορές εάν τον αγαπά, και του έδωσε την εντολή να ποιμαίνη τα λογικά Του πρόβατα, αποκαθιστώντας τον στο αποστολικό αξίωμα.
Μετά την Ανάσταση
Οι ειδήσεις για την ιστορία του Πέτρου μετά την Ανάσταση δεν είναι πολλές και δε μπορούμε να έχουμε ένα διάγραμμα της πορείας του και κανένα σταθερό σημείο για μια σωστή χρονολόγηση. Στην ιστορία της πρώτης Εκκλησίας και πάλι πρωτοστατεί ο Πέτρος στην πρώτη διοικητικού χαρακτήρα πράξη των Αποστόλων, όταν υπέδειξε σε κοινή σύναξη των πιστών να εκλέξουν τον αντικαταστάτη του Ιούδα του Ισκαριώτη. Την ημέρα της Πεντηκοστής πάλι ο Πέτρος σηκώθηκε μαζί με τους άλλους έντεκα Αποστόλους και μίλησε προς το συγκεντρωμένο πλήθος ώστε να πιστέψουν και να βαπτιστούν 3.000. Στη συνέχεια ο Πέτρος θεράπευσε κάποιο χωλό στο Ναό, όντας με τον Ιωάννη, μίλησε για δεύτερη φορά προς το πλήθος. Αυτός ο λόγος είχε συνέπεια να οδηγηθεί με τον Ιωάννη στο συνέδριο. Οι Ιουδαίοι και μάλιστα οι Σαδδουκαίοι συνέλαβαν για δεύτερη φορά τον Πέτρο και τον Ιωάννη και τους φυλάκισαν, για να αποφυλακιστούν όμως με θαυμαστό τρόπο. Το κήρυγμα του Πέτρου περιορίστηκε κυρίως στους Εβραίους και μάλιστα στην Παλαιστίνη. Ο Ευσέβιος, που χρησιμοποιεί στην περίπτωση αυτή τον Ωριγένη, αναφέρει ότι ο Πέτρος κήρυξε το Ευαγγέλιο στους Ιουδαίους της διασποράς, στον Πόντο, τη Γαλατία, τη Βιθυνία, την Καππαδοκία και την Ασία (Εκκλησιαστική Ιστορία, 3,1. 4,2).
Απόστολος Πέτρος και Ρώμη
Οι Ρωμαιοκαθολικοί πιστεύουν ότι ο Πέτρος υπήρξε ο πρώτος Πάπας, δηλ. Επίσκοπος Ρώμης, και στηρίζουν το λεγόμενο "Πρωτείο του Πάπα" στο υποτιθέμενο πρωτείο του Πέτρου έναντι των άλλων Αποστόλων. Αυτό το στηρίζουν στα λόγια του Ιησού στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου: "Εσύ είσαι Πέτρος και πάνω σ'αυτήν την Πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου..." Πιστεύουν ότι ο Πέτρος μαρτύρησε στις 13 Οκτωβρίου, 64 μ.Χ. στο Ιπποδρόμιο του Νέρωνα στη Ρώμη. Έρευνες[1] που έχουν γίνει στις κατακόμβες της Ρώμης θεωρείται ότι έχουν ανακαλύψει τον τάφο του Αποστόλου, ο οποίος βρίσκεται στις κρύπτες κάτω από τη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, αν και υπάρχουν και αντίθετες απόψεις[2]. Επίσης θεωρείται ότι έχουν ανακαλυφθεί και οι αλυσίδες με τις οποίες ήταν δεμένος στη φυλακή του Μαμερτίνου στη βασιλική Σαν Πιέτρο ιν Βίνκολι. Η άποψη ότι ο Απόστολος Πέτρος είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ρώμης στηρίζεται κυρίως στις λεγόμενες Ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις, μια συλλογή κειμένων αγνώστου συγγραφέα, που έγινε στη Γαλλία κατά τον 9ο αιώνα μ. Χ.. Πρόκειται για νόθα κείμενα που αποβλέπουν στην ενίσχυση της παπικής εξουσίας. Στην Καινή Διαθήκη(Πράξεις των Αποστόλων, στις επιστολές προς Γαλάτας, προς Κορινθίους Α΄, προς Ρωμαίους, καθώς και στις λεγόμενες επιστολές της αιχμαλωσίας, πρώτης και δεύτερης, δεν βρίσκουμε ιστορικές μαρτυρίες για επίσκεψη του Πέτρου στη Ρώμη. [3].