Σύμβολο της Πίστεως
Σύμβολο ή Κανών ή νόμος της πίστεως, στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποκαλείται «πάσα ομολογία της δογματικής πίστεως, αυθεντικώς διατυπωθείσαν υπό της οικείας Εκκλησίας»[1]. Το σύμβολον εν αρχή αποτελούσε γνώρισμα, εκ του οποίου διακρίνονταν «οι ανήκοντες εις την χριστιανικήν θρησκείαν από των μη ανηκόντων εις εις αυτήν»[2], γι αυτό και αποκαλείται και Κανόνας ο οποίος περιέχει τη συνεπτυγμένη ομολογία της πίστεως[3].
Ο όρος σύμβολο είναι μη βιβλικός, ενώ φαίνεται πως πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε από τον Άγιο Κυπριανό επίσκοπο Καρχηδόνος, κατά τον 3ο αιώνα, σε μια προσπάθεια να αποδόσει με μια σαφή ορολογία, την ομολογία πίστεως που επέδιδαν οι χριστιανοί, πριν το βάπτισμα, ώστε να διαχωρίζονται, από τους πιστούς άλλων ομολογιών[4]. Τον 4ο αιώνα ο Ρουφίνος, ονόμασε ως σύμβολο το λεγόμενο Αποστολικό Σύμβολο (Commentarius in symbolum Apostolorum), με αποτέλεσμα έκτοτε να καθιερωθεί ως όρος αυτός και για τα σύμβολα των πρώτων δύο οικουμενικών συνόδων.
Ο στόχος θέσπισης των συμβόλων, ήταν η απόκρουση του «αμυθήτου πλήθους, αποκρύφων και νόθων γραφών»[5], από τη «συστηματική παρερμηνεία των γνήσιων αποστολικών έργων»[6], σε μία «συνεπτυγμένη μορφή». Ως Κανόνας, ταυτίστηκε πάντοτε με δογματικό περιεχόμενο, αφού κατά βάση αντιπαρέτασσε τις θεμελιώσεις αλήθειες της αποστολικής παραδόσεως εναντίον των πεπλανημέων δοξασιών και γι αυτό οι μη ομολογούντες πίστη στο εκάστοτε σύμβολο, θεωρούνταν αιρετικοί. Πρέπει να τονιστεί όμως, πως το περιεχόμενο των βαπτιστηρίων συμβόλων, δεν αναπτύχθηκε ομοιόμορφα σε κάθε περιοχή, αφού βάση του ήταν η αντιμετώπιση των εκάστοτε τοπικών αναφυέντων αιρέσεων.
Τα σύμβολα σήμερα κρίνεται πως αποτέλεσαν σημαντικό συνδετικό κρίκο της ενότητας της εκκλησίας, αφού κατόρθωσαν, να επιδείξουν με ευσύνοπτο τρόπο την αληθή ορθόδοξο πίστη, τόσο του Κανόνος της αληθείας (regula veritatis), που ήταν οι Γραφές, όσο και της προφορικής αυθεντικής αποστολικής παραδόσεως (traditio apostolica), η οποία κατεγράφη σε αυτά. Η δυσκoλία μάλιστα απόκτησης των Γραφών στην αρχαία εκκλησία, λόγω συντήρησης και κόστους, έδινε τη δυνατότητα σε διάφορες ομολογίες να παραθέτουν νοθευμένα κείμενα και διδασκαλίες κάτι που αντιμετώπισε επιτυχώς η θέσπιση των συμβόλων αυτών και ιδίως των Συμβόλων της Πίστεως, τα αποία απετέλεσαν τον οικουμενικά αποδεκτό κανόνα πίστεως της αυθεντικά βιούμενης αποστολικής παραδόσεως.
Υποσημειώσεις
- ↑ Ιω.Καρμίρης «Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», Τόμος Α΄, Αθήνα 1960, σελίς 34
- ↑ ενθ.αν.
- ↑ Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 182
- ↑ Epistola Magnum. MPL 3, 1113 εξ. 1191
- ↑ Ειρηναίου, κατά Αιρέσεων, Ι, 20, 1
- ↑ Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 180
Βιβλιογραφία
- Ιω.Καρμίρης, «Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», Τόμος Α΄, Αθήνα 1960.
- Βλ. Φειδάς, «Εκκλησιαστική Ιστορία», Τόμος Α΄, Εκδόσεις Διήγηση, Αθήνα 2002.