Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Φιλοσοφία"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ (Ο 19ος αιώνας)
μ (Φιλοσοφία και Χριστιανισμός)
 
Γραμμή 112: Γραμμή 112:
 
Εδώ η διαφοροποίηση και η τοποθέτηση των ορίων είναι σαφής: διαφορετικό πράγμα η παιδευτική χρήση των ελληνικών γραμμάτων και διαφορετικό η αποδοχή της [[Ειδωλολατρία|ειδωλολατρικής]] θεολογίας που αυτά τυχόν περιέχουν. Είναι αποδεκτή η χρήση της φιλοσοφικής ορολογίας με νέο, αποκλειστικά χριστιανικό περιεχόμενο ώστε να μεταδωθεί στο ελληνιστικό περιβάλλον η διδασκαλία, απορρίπτεται όμως πλήρως, η κατανόηση του Θεού με φιλοσοφήματα και διανοητικές ασκήσεις.  
 
Εδώ η διαφοροποίηση και η τοποθέτηση των ορίων είναι σαφής: διαφορετικό πράγμα η παιδευτική χρήση των ελληνικών γραμμάτων και διαφορετικό η αποδοχή της [[Ειδωλολατρία|ειδωλολατρικής]] θεολογίας που αυτά τυχόν περιέχουν. Είναι αποδεκτή η χρήση της φιλοσοφικής ορολογίας με νέο, αποκλειστικά χριστιανικό περιεχόμενο ώστε να μεταδωθεί στο ελληνιστικό περιβάλλον η διδασκαλία, απορρίπτεται όμως πλήρως, η κατανόηση του Θεού με φιλοσοφήματα και διανοητικές ασκήσεις.  
  
Σύμφωνα με τον ''Γεώργιο Μαρτζέλο'', ''"η χρήση συναφειακών παραστάσεων και εικόνων, προκειμένου να γίνουν κατανοητές οι δογματικές αλήθειες από ανθρώπους με διαφορετικό πολιτιστικό υπόβαθρο, είναι πολλές φορές όχι απλώς θεμιτή αλλά και επιβεβλημένη. Αυτό αποτελεί θεμελιώδη ιεραποστολική και παιδαγωγική αρχή, που είναι βαθιά ριζωμένη μέσα στην ιστορία και τη ζωή της Εκκλησίας. Πρέπει όμως η χρήση των συναφειακών αυτών παραστάσεων και εικόνων να περιορίζεται μόνο στη μορφολογία του δόγματος και να αφήνει άθικτη και απαραχάρακτη την ουσία του. Τη στάση αυτή ακριβώς τήρησαν τόσο οι Απόστολοι όσο και οι Πατέρες της Εκκλησίας· αν και χρησιμοποίησαν εικονικές παραιστάσεις και ορολογία από το συναφειακό πολιτιστικό υπόβαθρο του ελληνικού κόσμου, εντούτοις αυτές περιορίζονται αποκλειστικά σε μορφολογικό επίπεδο και δεν αλλοιώνουν το μήνυμα της θείας Αποκάλυψεως"''<ref>Γ.Δ. Μαρτζέλος, στο περιοδ. ''Καθ' Οδόν'', τεύχ. 4 (ΙΑΝ-ΑΠΡ 1993), Θεσσαλονίκη, εκδ. Παρατηρητής, σελ. 105.</ref>
+
Σύμφωνα με τον ''Γεώργιο Μαρτζέλο'', ''"η χρήση συναφειακών παραστάσεων και εικόνων, προκειμένου να γίνουν κατανοητές οι δογματικές αλήθειες από ανθρώπους με διαφορετικό πολιτιστικό υπόβαθρο, είναι πολλές φορές όχι απλώς θεμιτή αλλά και επιβεβλημένη. Αυτό αποτελεί θεμελιώδη ιεραποστολική και παιδαγωγική αρχή, που είναι βαθιά ριζωμένη μέσα στην ιστορία και τη ζωή της Εκκλησίας. Πρέπει όμως η χρήση των συναφειακών αυτών παραστάσεων και εικόνων να περιορίζεται μόνο στη μορφολογία του δόγματος και να αφήνει άθικτη και απαραχάρακτη την ουσία του. Τη στάση αυτή ακριβώς τήρησαν τόσο οι Απόστολοι όσο και οι Πατέρες της Εκκλησίας· αν και χρησιμοποίησαν εικονικές παραστάσεις και ορολογία από το συναφειακό πολιτιστικό υπόβαθρο του ελληνικού κόσμου, εντούτοις αυτές περιορίζονται αποκλειστικά σε μορφολογικό επίπεδο και δεν αλλοιώνουν το μήνυμα της θείας Αποκάλυψεως"''<ref>Γ.Δ. Μαρτζέλος, στο περιοδ. ''Καθ' Οδόν'', τεύχ. 4 (ΙΑΝ-ΑΠΡ 1993), Θεσσαλονίκη, εκδ. Παρατηρητής, σελ. 105.</ref>
  
 
Αυτό είναι και το πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε η Ορθόδοξη Θεολογία διαμέσου των αιώνων.
 
Αυτό είναι και το πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε η Ορθόδοξη Θεολογία διαμέσου των αιώνων.

Τελευταία αναθεώρηση της 15:55, 26 Μαρτίου 2011

Με τον όρο Φιλοσοφία αναφερόμαστε στην "αγάπη και...επιδίωξη της σοφίας" στην "έφεση για γνώση και μόρφωση" και κατά μία άλλη έννοια, στην "αναζήτηση της φύσης των πραγμάτων" και στην "προσπάθεια για ανακάλυψη της φύσης και της αλήθειας των όντων και των φαινομένων"[1]. Ο Πλάτωνας (427—347) ονόμαζε φιλοσοφία "της επιστήμης την κτήσιν, φιλόσοφον δε τον της σοφίας επιθυμητή"[2].

Η λέξη Φιλοσοφία "είχε στην αρχή το πολύ γενικό νόημα της επιδίωξης της πνευματικής τελειότητας"[3] και μάλλον αναφέρεται "για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα"[4] τον 6ο αι. π.Χ. Το επεισόδιο διηγείται ο Διογένης Λαέρτιος:

"Όταν ρωτήθηκε από τον Λέοντα, τον τύραννο των Φλιασίων, ποιος είναι, του απάντησε «φιλόσοφος»...έλεγε πως...στη ζωή άλλοι γεννιούνται δουλοπρεπείς κι άλλοι κυνηγοί της δόξας και της πλεονεξίας, ενώ οι φιλόσοφοι αναζητούν την αλήθεια"'[5].

Η σύγχρονη ιστοριογραφία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας ακολουθεί τη διαίρεση που αναγνωρίζει τρεις ή τέσσερις περιόδους[6]:

  • την Προσωκρατική φιλοσοφία που τελειώνει με τον διαφωτισμό του 5ου αιώνα.
  • την Αττική φιλοσοφία (Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης).
  • την μετα-Αριστοτελική φιλοσοφία που μπορεί να υποδιαιρεθεί:
  • στην Ελληνιστική φιλοσοφία (Στοά, Επίκουρος, Σκεπτικοί) και
  • τη φιλοσοφία της Αυτοκρατορικής περιόδου (μέσος πλατωνισμός και νεοπλατωνισμός).

Από εκεί και πέρα, μετά τους Δαμάσκιο και Σιμπλίκιο, τους τελευταίους εκπροσώπους του Νεοπλατωνισμού, ακολουθούν, συχνά επικαλυπτόμενες[7]:

  • η περίοδος της λεγόμενης Βυζαντινής Φιλοσοφίας μέσα στην οποία συμπεριλαμβάνονται οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας και εκκλησιαστικοί συγγραφείς, από τον 2ο μέχρι τον 14ο αιώνα μ.Χ..
  • η περίοδος των λατίνων πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, από τον 2ο αιώνα μ.Χ. έως τον 7ο αιώνα.
  • η περίοδος της Αραβικής Φιλοσοφίας, 9ος έως 12ος αιώνας μ.Χ..
  • η περίοδος της Ιουδαϊκής Φιλοσοφίας, από τον 9ο έως τον 14ο αιώνα μ.Χ..
  • η εποχή του Σχολαστικισμού (σχολαστική φιλοσοφία), από τον 8ο μέχρι τον 15ο αιώνα.
  • η εποχή της Αναγέννησης, που περιλαμβάνει την περίοδο ανανέωσης των αρχαίων ελληνικών φιλοσοφημάτων, τους ανθρωπιστές, την φιλοσοφία του δικαίου και της πολιτείας, τους φυσικούς και τους σκεπτικούς, από τον 15ο μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα.
  • η εποχή του Διαφωτισμού, τον 18ο αιώνα.
  • η εποχή του Θετικισμού, του Ρομαντισμού και του Ιδεαλισμού, κατά τον 19ο αιώνα.
  • η εποχή της Φαινομενολογίας, της Κριτικής Σχολής, της Υπαρξιακής Φιλοσοφίας, της αναλυτικής φιλοσοφίας κ.ά. κατά τον 20ο αιωνα.

Ο σκοπός της φιλοσοφίας ήταν και είναι πολυεπίπεδος αφού πολλές και διαφορετικές είναι οι μορφές της ελληνικής και ευρωπαϊκής φιλοσοφίας που αναπτύχθηκαν. Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε ότι η φιλοσοφία (σοφία) είναι η ανώτερη, αρχιτεκτονική μορφή της γνώσης (επιστήμη). Η γνώση προκύπτει από την αναζήτηση των αιτιών. Αντικείμενο της φιλοσοφίας είναι οι ανώτερες αρχές ή αιτίες που μπορεί να είναι οι έσχατες αρχές του σύμπαντος ή τα θεμέλια της γνώσης ή ο απώτερος σκοπός των ανθρώπινων πράξεων. Ως μεθοδική αναζήτηση των θεμελίων της γνώσης και ως έλεγχος των γενικά αποδεκτών αντιλήψεων η φιλοσοφία προσπαθεί να διαφωτίζει ασκώντας κριτική στην ηθική και τη θρησκεία ενώ ως αναζήτηση των αιτιών των φυσικών φαινομένων η φιλοσοφία αποτελεί την αρχή των φυσικών επιστημών[8].

Η μελέτη της Ιστορίας της Φιλοσοφίας δείχνει ότι τα προβλήματα με τα οποία ασχολείται, μεταβάλλονται από εποχή σε εποχή. Τη μεταβολή του αντικειμένου της, η οποία και εμποδίζει ένα ενιαίο ορισμό της, προκαλούν ιστορικοί παράγοντες, οι οποίοι μεταβάλλουν τη σύνθεση και τα προβλήματα της κοινωνίας[9]. Κάθε εποχή "αισθάνεται" εντελώς διαφορετικά και την απασχολούν ιδιαίτερα προβλήματα και κατά συνέπεια ένας προσδιορισμός της Φιλοσοφίας και των φιλοσοφικών κοσμοθεωριών με βάση ιστορικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά είναι περισσότερο εφικτός αφού η φιλοσοφία εκφράζει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ενός πολιτισμού και η οποιαδήποτε γνώση της είναι ελλιπής, δίχως τη γνώση των ιστορικών γεγονότων[10].

Δεδομένης της σύγκρουσης των διαφόρων κοσμοθεωριών και του γεγονότος ότι η ιστορία της φιλοσοφίας παρουσιάζει ένα σύνολο αλληλοαναιρούμενων συστημάτων, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι κάθε μία από τις διάφορες θεωρίες φέρουν και έναν ισχυρό υποκειμενικό, προσωπικό-βιωματικό χαρακτήρα[11].

Ιστορία

Αρχαιότητα

Η γένεση της φιλοσοφικής σκέψης, ως θετικό πνεύμα, συνέβη στις αποικίες της Ιωνίας τον 6ο π.Χ. αιώνα από τους πρώτους Έλληνες φιλοσόφους. Εκεί, οι Ίωνες αντικατέστησαν τους μύθους που είχε πλάσει η φαντασία των λαών της Ανατολής με την αντίληψη της αιώνιας ουσίας, που για τον Θαλή τον Μιλήσιο[12] ήταν το υγρό στοιχείο, για τον Αναξιμένη[13] ο αέρας, κατά τον Ηράκλειτο[14] η φωτιά και, κατά τον Αναξίμανδρο[15] το άπειρο.

Αρχίζει σταδιακά να διαφαίνεται η έννοια των φυσικών νόμων. Ο Ηράκλειτος, που διακήρυσσε ότι «τα πάντα ρει», αναγνώριζε μια κρυφή αρμονία σε όλες αυτές τις αντιθέσεις, έλλογη και θεία, έναν «μοναδικό θείο νόμο» ο οποίος είναι προσπελάσιμος με τον ορθό λόγο. Οι φιλόσοφοι της Ελεατικής Σχολής[16], με ιδρυτή τον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο[17] υποστήριξαν ότι το πραγματικό ον είναι ένα, αγέννητο και άφθαρτο, ακίνητο και χωρίς οριακές ιδιότητες, δηλαδή αΐδιον. Αυτή η αντίληψη έρχεται σε σύγκρουση με το μυθικό κοσμοείδωλο και καθορίζει την αναγκαιότητα των νόμων της φύσης και το αιώνιο της ουσίας, ιδέες που ο Δημόκριτος[18] τον επόμενο αιώνα, διατυπώνει με την ατομική θεωρία, κατά την οποία όλα τα σώματα είναι προϊόντα της ώθησης και της απώθησης των ατόμων.

Στο άλλο άκρο τού ελληνικού κόσμου, στην Σικελία και την νότια Ιταλία, όπου αυτοεξόριστος είχε καταφύγει ο Πυθαγόρας[19] και στα 530 π.Χ. ίδρυσε τη σχολή του, οι οπαδοί του, οι Πυθαγόρειοι συνεισέφεραν στον παγκόσμιο πολιτισμό την ιδέα να χρησιμοποιηθεί η ανάπτυξη των μαθηματικών στην γνώση της φύσης. Η βασική θεωρία της σχολής συνίστατο στη βεβαίωση ότι η ουσία των πραγμάτων βρίσκεται στους αριθμούς και στις μαθηματικές σχέσεις, ενώ η διδασκαλία κατά την οποία τα αισθητά υπάρχουν κατ’ απομίμηση ατελή του τέλειου νοητού κόσμου των αριθμών, εισάγει στην ελληνική φιλοσοφία την δυϊστική αντίληψη, που διακρίνει δύο κόσμους, νοητό και αισθητό.

Κατά την περίοδο ανάμεσα στην νικηφόρα έκβαση των Περσικών Πολέμων (449 π.Χ.) και στον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.). η φιλοσοφία εισήχθη στην κυρίως Ελλάδα και αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην Αθήνα. Είναι η περίοδος κατά την οποία έζησαν οι μεγάλες μορφές του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, η συμβολή τών οποίων στην διαμόρφωση της φιλοσοφικής σκέψης στην Δύση υπήρξε καθοριστική.

Ταυτόχρονα, παρατηρείται μια ρίξη ανάμεσα στην παράδοση και στο νέο πνεύμα που εκφράζουν οι Σοφιστές, οι οποίοι αμφισβήτησαν την θεία προέλευση των αρχαίων ηθικών κανόνων. Αν και ο όρος Σοφιστής είναι μέχρι σήμερα αρνητικά φορτισμένος από την αντισοφιστική πολεμική, που άσκησαν με πάθος ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας, στην πραγματικότητα το κίνημα των Σοφιστών συνδέεται με το πολιτικό και κοινωνικό κίνημα, που σχεδόν σε όλη την Ελλάδα και στις αποικίες έφερε στην εξουσία δημοκρατικά καθεστώτα και άνοιξε έναν μεγάλο δρόμο ανανέωσης και ριζοσπαστικής κριτικής όλης της παράδοσης με αποτέλεσμα να παραλληλίζεται με την εποχή του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα. Σημαντικές προσωπικότητες του κινήματος των Σοφιστών ήταν ο Πρωταγόρας[20] ο Πρόδικος[21], ο Ιππίας[22], o Γοργίας[23], o Αντιφώντας[24] και ο Κριτίας[25].

Ο Σωκράτης

Ο σημαντικός αυτός φιλόσοφος[26] ήταν ο θεμελιωτής της ηθικής επιστήμης και ο πρώτος φιλόσοφος με τη σύγχρονη σημασία του όρου. Με όργανο του το λόγο και μέθοδο την επαγωγή, προχωρούσε στην εννοιολογική οργάνωση των πραγμάτων αναζητώντας την ουσία τους. Μέσα από μακρές συζητήσεις με τον συνομιλητή του, δεν προσπαθούσε να τον οδηγήσει σε αυτοκριτική για τη διαγωγή του εν ονόματι κάποιας απόλυτης αρχής, αλλά επιθυμούσε να αποδείξει ότι για να έρθει κάποιος σε πλήρη συμφωνία με τον εαυτό του, θα έπρεπε να φτάσει μέσω του στοχασμού, στην αναγνώριση των πλανών και των αληθειών της προσωπικότητάς του, ώστε να γίνει ο ίδιος κριτής του εαυτού του. Έτσι, αυτή η ένωση της ηθικής συνείδησης με την νοητική συνείδηση του αληθούς και του ψευδούς θεμελιώνει την διδασκαλία του "ουδείς εκών κακός" (κανένας δεν κάνει κακό θεληματικά). Αν κάποιος κάνει κακό, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν ξέρει ποιο είναι το αληθινό καλό για τον εαυτό του, αφού, αν το ήξερε, η θέλησή του και η επιθυμία του θα επηρεάζονταν ακατανίκητα απ’ αυτό.

Ο Πλάτων

Ήταν ο φιλόσοφος[27] που με τον αντικειμενικό ιδεαλισμό του παρουσίασε μια δυναμική και πρωτότυπη σύνθεση των προγενέστερων διδασκαλιών και των κυρίαρχων τάσεων του ελληνικού πνεύματος. Στο έργο του συνυπάρχουν ο ορθολογισμός, ο μυστικισμός, η θεωρία της επιστήμης, η ηθική αναζήτηση και ο πολιτισμός στοχασμός. Αν και στα πρώτα του βήματα, τον απασχολούν τα προβλήματα που έθεσε ο δάσκαλός του, Σωκράτης (και έτσι οι νεανικοί του διάλογοι αποτελούν σημαντική πηγή για το σωκρατικό έργο), εντούτοις στην πορεία διαφωνεί με το δάσκαλό του. Ο Πλάτωνας, συνθέτει τις απόψεις του Ηράκλειτου και των Ελεατών: διέκρινε στον κόσμο δύο επίπεδα (δυαλισμός), το σύνολο των αισθητών πραγμάτων όπου "τα πάντα ρει" και την περιοχή των "ιδεών" που είναι αιώνιες και αμετάβλητες. Έτσι, οι αξίες που ο Σωκράτης πάντα αναζητούσε (ωραίο, καλό, δίκαιο, αρετή, ανδρεία κ.λπ.), για να έχουν καθολικότητα και σταθερότητα, θα πρέπει να αποτελούν μια αμετάβλητη και άφθαρτη πραγματικότητα. Μόνο έτσι μπορούν να συγκριθούν και να αξιολογηθούν τα αισθητά πράγματα. Σε αντίθεση με το Σωκράτη, πρεσβεύει ότι οι αξίες δεν πρέπει να αναζητούνται διαρκώς, αλλά να είναι γνωστές μέσω του ορθού λόγου και έτσι η αρετή αποτελεί υποχρέωση που η μή εφαρμογή της οδηγεί στο ηθικό κακό. Η διδασκαλία του παρουσιάζει έναν δυαλισμό ανάμεσα στο ασαφές είδωλο του αισθητού (που συνεπάγεται και μια καταφρόνηση του σώματος) και την γνήσια πραγματικότητα, το νοητό, την "Ιδέα". Για τον Πλάτωνα, η φιλοσοφία ήταν η κίνηση για την πραγμάτωση μιας πολιτείας που θα βρισκόταν σε μια αναλογία όσο το δυνατόν αντίστοιχη με τις σταθερές και αιώνιες σχέσεις που επικρατούν μεταξύ των Ιδεών. Στην ηθική του διδασκαλία ο Πλάτωνας παρουσίασε ακαμψία, με την απάρνηση κάθε ικανοποίησης που έχει σχέση με τις αισθήσεις.

Ο Αριστοτέλης

Ο Αριστοτέλης[28] υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα και το πλέον πολυσύνθετο και συστηματικότερο πνεύμα της αρχαιότητας. Υπήρξε μεταφυσικός, φυσιοδίφης, θεωρητικός της τέχνης, θεμελιωτής της λογικής, καθώς και ηθικός και πολιτικός στοχαστής. Οι δυσκολίες που συναντούσε η κατά τη γνώμη του λογικά αδύνατη θεωρία του Πλάτωνα, έπεισαν τον Αριστοτέλη ότι η αληθινή πραγματικότητα δεν μπορεί να υφίσταται έξω από τα αισθητά πράγματα, στον κόσμο των ιδεών, αλλά είναι ενσωματωμένη στα πράγματα που παρατηρούμε γύρω μας με τις αισθήσεις μας. Διέκρινε την ουσία (το βασικό χαρακτηριστικό ενός πράγματος) και τα συμβεβηκότα (δευτερεύουσες ιδιότητες που η μεταβολή τους δεν επηρεάζει την ύπαρξή του[29]). Για τον Αριστοτέλη, η δυνατότητα ενός πράγματος να υπάρχει όπως υπάρχει δεν οφείλεται σε κάτι έξω από αυτό, σε κάποια αντίστοιχη προς αυτό ιδέα (όπως ισχυρίστηκε ο Πλάτωνας), αλλά υπαγορεύεται από την ουσία του, από το συγκεκριμένο εκείνο χαρακτηριστικό που το κάνει να είναι αυτό που είναι. Κατά συνέπεια, η πραγματικότητα ενυπάρχει στον αισθητό κόσμο, η ουσία όμως του πράγματος δεν προϋπάρχει, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας τεσσάρων αιτιών: της ύλης, της μορφής, της ενέργειας και του σκοπού. Μετά από τη διαδικασία αυτή, το πράγμα αποκτά την εντελέχεια δηλ. φτάνει στον ανώτερο βαθμό ανάπτυξής του. Στα φυσικά όντα (ζώα, φυτά), που δεν γίνονται από ανθρώπινη τέχνη, o σκοπός ταυτίζεται με τη μορφή: κινούνται απλώς για να φτάσουν στην πλήρη μορφή τους που είναι προκαθορισμένη και αξεπέραστη. Δεν υπάρχει κινούσα αιτία στη διαδικασία αυτή, αλλά μόνο η έλξη της τελειότητας του τέλειου όντος. Ο Αριστοτέλης είχε μια τελολογική αντίληψη για τον κόσμο. Πίστευε ότι κάθε γεγονός υπαγορεύεται από ένα τέλος (σκοπό). Έτσι, για να εξηγήσουμε κάτι, χρειάζεται να ξέρουμε το σκοπό του. Στην ηθική του διδασκαλία, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι ο σκοπός κάθε ανθρώπινης πράξης προσδιορίζεται από την αναζήτηση της ευδαιμονίας, η οποία απορρέει από την ικανοποίηση του νου, χωρίς όμως να απορρίπτει μια ελεγχόμενη ικανοποίηση των φυσικών επιθυμιών.

Στωικοί - Επικούρειοι - Σκεπτικοί

Στην διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, η Αθήνα, αν και είχε παρακμάσει πολιτικά, παρέμεινε το κέντρο της φιλοσοφίας η οποία αντιπροσωπεύθηκε κυρίως από Έλληνες φοινικικής, συριακής ή και βαβυλωνιακής καταγωγής, οι οποίοι έφεραν ένα εντελώς διαφορετικό πνεύμα, με τεράστια απήχηση στο ευρύ κοινό και όχι μόνο σε μια αριστοκρατία σοφών. Οι λέξεις στωικός, επικούρειος και σκεπτικός εισήλθαν στην καθημερινή γλώσσα για να δηλώσουν γενικές στάσεις ζωής οι οποίες εξαπλώθηκαν σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο, στην αρχή τον ελληνικό και κατόπιν τον ρωμαϊκό. Οι τρεις αυτές σχολές είχαν τον ίδιο σκοπό, την αναζήτηση μιας ευδαιμονίας σταθερής και αιώνιας, ανεξάρτητης από τις εξωτερικές συνθήκες του πεπρωμένου ή της υγείας, ανεξάρτητης από την πολιτεία και τις μεταστροφές του καθεστώτος, δίνοντας η κάθε μια και διαφορετική λύση στο πρόβλημα.

Ο στωικισμός[30] πίστευε ότι θα επιτύγχανε την ευδαιμονία μέσω της σύνδεσης τοy ανθρώπου με τον κόσμο του οποίου αποτελούσε μέρος. Ο κόσμος κατά τους Στωικούς ήταν ένα ον, θείο και μοναδικό, με λογική και παντοδύναμη ψυχή η οποία ρυθμίζει σταθερές, διαδοχικές και αντίθετων κατευθύνσεων κινήσεις, την κίνηση ανάπτυξης του κόσμου και την κίνηση με την οποία επιστρέφει στην αρχική του αφετηρία. Οι στωικοί ονόμαζαν τον κόσμο αυτό Λογικό, Πεπρωμένο, Θεία Βούληση, Πρόνοια και πίστευαν ότι καθήκον του σοφού είναι να προσαρμοστεί με τις θελήσεις της μοίρας και της θείας πρόνοιας. Οφείλει επομένως να έχει γνώσεις και να ζει σύμφωνα με τη φύση, δηλαδή σύμφωνα με τη λογική, απορρίπτοντας καθετί που δεν είναι λογικό.

Στο πρόβλημα της αναζήτησης της ευδαιμονίας, οι Επικούρειοι[31] την αναζήτησαν στην ηδονή, την οποία εννοούσαν ως κατάσταση απουσίας του πόνου. Σύμφωνα με τη διδασκαλία τους, τα περισσότερα πάθη προκαλούνται από φόβους και αγωνίες που προέρχονται από εσφαλμένες αντιλήψεις για τον κόσμο (φόβος για το άγνωστο, για θεούς και δαίμονες, κακούς οιωνούς) που προέρχονται από ελλειπή γνώση των φυσικών φαινομένων. Επανέφεραν την θεωρία των ατόμων του Δημόκριτου και θεώρησαν τα πάντα, ακόμη και τους θεούς (αν υπάρχουν) αθροίσματα ατόμων χωρίς ενδιαφέρον για τους ανθρώπους. Η ηθική των Επικούρειων έχει υλιστική βάση και θέτει ως αξιολογικό κριτήριο, την ευχαρίστηση, όχι ως επιπόλαιη και ασύδοτη επιδίωξη απολαύσεων, αλλά επιλεκτική: περιορίζει τις αναγκαίες ηδονές στο ελάχιστο (φαγητό, ύπνο), επιτρέπει με μέτρο τις μη αναγκαίες (όπως τα εκλεκτά φαγητά) και απορρίπτει τις μη φυσικές και μη αναγκαίες όπως τα πλούτη και η δόξα.

Οι Σκεπτικοί[32], οι οποίοι διακήρυσσαν ότι όλα είναι αμφίβολα και ανέβαλλαν να εκφέρουν την κρίση τους, αναζητούσαν επίσης την ευτυχία και τη σοφία. Η αναζήτηση αυτή χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από την πολεμική εναντίον των άλλων φιλοσοφικών σχολών, εξαιτίας του ισχυρισμού τους ότι κατείχαν την αληθινή και αναμφισβήτητη απάντηση για τα βασικά προβλήματα της γνώσης και της συμπεριφοράς. Ενάντια στις θέσεις του επικουρισμού και του στωικισμού, πρόβαλαν αντίθετα, ισοδύναμα επιχειρήματα.

Νεοπλατωνισμός

Τους τελευταίους αιώνες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο κόσμος βυθιζόταν στις ανατολικές δεισιδαιμονίες. Ο αισθητός κόσμος, σε αντίθεση με όσα είχαν υποστηρίξει οι Στωικοί και οι Επικούρειοι, θεωρήθηκε ως ο τόπος δυνάμεων εχθρικών προς την ψυχή την οποία κρατούσαν φυλακισμένη. Στόχος και πάλι, ήταν η απολύτρωση, αυτή τη φορά όμως όχι εσωτερική, αλλά εξωτερική, και έτσι, για την αντιμετώπιση των μαγικών δυνάμεων που φυλάκιζαν τον άνθρωπο έπρεπε να βρεθεί μια ισχυρότερη δύναμη την οποία αναζητούσαν σε μυστηριακές, μυητικές τελετουργίες. Τότε εμφανίζεται ο Νεοπλατωνισμός, ο οποίος με τον Πλωτίνο[33] παρουσιάζει μια περίπλοκη μεταφυσική, πηγή κάθε μεσαιωνικής και νεώτερης μεταφυσικής. Εμπνευσμένη η μεταφυσική αυτή, εκτός άλλων, από τον ελληνίζοντα ιουδαϊσμό, διδάσκει την μία υπέρτατη αρχή, το Εν ή Αγαθόν. Η διάρθρωση της πραγματικότητας αποτελείται από το Εν, το Νου, την Ψυχή, τη φύση και την ύλη. Ο παγκόσμιος Νους και η παγκόσμια ψυχή διαχέονται στον κόσμο και τη ζωή, χωρίς όμως να μερίζονται, αλλά υπάρχουν σαν αποτυπώματα σφραγίδας σε κερί[34]. Οι επιμέρους ανθρώπινες ψυχές ποθούν το Εν (το οποίο δεν τίνει προς τον άνθρωπο, ούτε τον ποθεί) και κάθε ετερότητα για να κερδίσει την ύπαρξη, πρέπει μετέχει στο Νου και την ψυχή, να χάσει την ετερότητα αυτή και να ενωθεί με το Εν[35]. Ο Νεοπλατωνισμός, σταδιακά εισδύει στο Βυζάντιο όπου διαποτίζει μορφολογικά τη μυστική θεολογία της Ανατολής, η οποία είναι πλουτισμένη με την ορολογία της φιλοσοφίας αυτής[36].

Χριστιανισμός

Ο Χριστιανισμός, ως νέα θεωρία για την ανθρώπινη μοίρα, παρέμεινε εκτός του πεδίου τής φιλοσοφίας επειδή στηριζόταν στην αποκάλυψη. Χρησιμοποίησε ως όχημα διάδοσης του την κυρίαρχη γλώσσα και τις κυρίαρχες μορφές σκέψης του περιβάλλοντος του. Έτσι, χρησιμοποίησε όχι μόνο την ελληνική γλώσσα αλλά και εκλεκτικά, πολλούς από τους συμβολισμούς της αρχαίας σκέψης, καθώς πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας είχαν διαπαιδαγωγηθεί με την αρχαία ελληνική παιδεία. Έτσι στο Βυζάντιο αναπτύχθηκε μία ιδιότυπη φιλοσοφική σκέψη συνδεδεμένη πάντα με τον χριστιανικό στοχασμό και την θεία αποκάλυψη.

Στη Δύση, οι ιστορικές συγκυρίες οδήγησαν σε μια άκαμπτη στάση της θεολογίας. Η πολιτεία του Θεού, έργο του Αυγουστίνου (354-430), αντίδραση προς την πτώση της Ρώμης από τα φύλα των εισβολέων, δημιούργησε ένα πρότυπο αναφοράς για τη διοίκηση της πολιτείας από την εκκλησία. Όταν η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατέρρευσε από τις βαρβαρικές επιδρομές (5ος αιώνας μ.Χ.) η μόνη εναπομείνασα μορφωμένη τάξη ήταν ο κλήρος ο οποίος δεν περιορίσθηκε μόνο στο καθήκον του να μεταστρέψει στον Χριστιανισμό τους εισβολείς αλλά επιπλέον προμήθευσε τους νέους άρχοντες με εγγραμμάτους υπαλλήλους και ιδιαίτερα νομικούς. Οι Ρωμαίοι θεολόγοι απαιτούσαν ακριβείς φόρμουλες καί λογικά επιχειρήματα, για την εφαρμογή του χριστιανισμού από τους βάρβαρους αυτούς λαούς[37]. Έπειτα από τον Αυγουστίνο, οι συγγραφείς του 11ου αιώνα όπως ο Άνσελμος (1033-1109) είχαν εμπνευστεί κυρίως από τον Πλάτωνα, ενώ στην πορεία επικάτησε στον μεσαιωνικό Σχολαστικισμό, η παράδοση του Αριστοτέλη, κυρίως στην επιβλητική φιλοσοφική και θεολογική σύνθεση του Θωμά του Ακινάτη (1224-1274), ενώ η συνεχής χρήση της διαλεκτικής, έδωσε στον άνθρωπο της Δύσης την συνήθεια της ακρίβειας στις διατυπώσεις των χριστιανικών διδασκαλιών. Βεβαίως, ως το 10ο αιώνα που αναπτύσσονται οι τρεις μεγάλες αυτοκρατορίες του τότε κόσμου α) του Καρόλου του Μεγάλου, β) του Βυζαντίου και γ) των Αράβων της Ανατολής και της Μεσογείου, η Δύση δέχεται κάποια επίδραση των φιλοσοφικών και θεολογικών έργων της Ανατολής, διαμέσου και των Αράβων. Πάντως, η σχολαστική φιλοσοφία ήταν αυτή που είχε αποθεώσει τον λόγο, ο οποίος όμως παρέμενε υπηρέτης της εκκλησιαστικής αυθεντίας και της θεολογίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και η δυτική θεολογία δεν ήταν ταυτόχρονα υποταγμένη στο λόγο[38].

Αναγέννηση

Η μεγάλη ανάπτυξη των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών η οποία, από την Αναγέννηση, επανήλθε στην ελληνική παράδοση που είχε σχεδόν εγκαταλειφθεί μετά την εποχή του Αρχιμήδη και δημιούργησε νέες συνθήκες για την φιλοσοφία. Έτσι, η φιλοσοφία της Αναγέννησης απομακρύνεται από τον εκκλησιαστικό αριστοτελισμό και στρέφεται προς τα πρωτότυπα κλασσικά κείμενα και ιδιαίτερα τα πλατωνικά, ενώ ταυτόχρονα ανακαλύπτει και την αισθητική αξία του κόσμου. Η μέχρι τότε κατάχρηση της μεθόδου συζήτησης με τα επιχειρήματα υπέρ και κατά, οδήγησε στον Σκεπτικισμό τον οποίο εξέθεσε ο Μονταίν (1533-1592) στα Δοκίμια του. Εκεί δέχεται την αδυναμία του ανθρώπινου νου να γνωρίσει το παν με βεβαιότητα αφήνει ωστόσο ανέπαφη τη δυνατότητα του ανθρώπου να γνωρίσει τον εαυτό του, κάτι που εφάρμοσε στην πράξη με υποκείμενο τον ίδιο. Η επιστήμη ήταν αυτή που αποδείκνυε τη δύναμη του ορθού λόγου ο οποίος φθάνει σε βεβαιότητες, ενώ η φιλοσοφία θέτει το ερώτημα πώς αποκτήθηκαν αυτές οι βεβαιότητες και σε ποιες συνθήκες είναι δυνατόν να επιτευχθούν νέες. Η εμπιστοσύνη στην ανθρώπινη πρόοδο αρχίζει να εδραιώνεται και η σκέψη στρέφεται προς το μέλλον και στην εξέλιξη. Η λογική του Αριστοτέλη, που έδινε μόνον τους κανόνες τής συζήτησης, δεν επαρκούσε πια. Ο Φράνσις Μπέικον ή Βάκων[39] αγωνίστηκε εναντίον της σχολαστικής φιλοσοφίας και της εκκλησιαστικής "αυθεντίας" και υποστήριζε ότι οι αισθήσεις μας και το πείραμα είναι η πραγματική πηγή των γνώσεών. Αναζήτησε τις πειραματικές αποδείξεις με σκοπό να δαμάσει την ίδια τη φύση και να αποσπάσει τα μυστικά της. Ο Άγγλος φιλόσοφος εντυπωσιάζει γράφοντας προφητικά: "Σκοπός μας είναι η ανάπτυξη της ανθρώπινης ισχύος έως το σημείο να πραγματοποιούμε όσα βρίσκονται μέσα στα όρια του δυνατού. Θα πετάμε σαν τα πουλιά και θα έχουμε πλοία που θα ταξιδεύουν κάτω από το νερό". Χαρακτηριστική φιλοσοφία της εποχής είναι η πανθεϊστική φιλοσοφία του Μπρούνο[40]., στην οποία επανέρχονται ιδέες της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας περί αιωνιότητας του κόσμου, όπου ο κόσμος παρίσταται ως ένας ζωντανός οργανισμός, εμψυχούμενος από μια εσωτερική αρχή, το Θεό.

Καρτέσιος (17ος αιώνας)

Καρτέσιος είναι εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ρενέ Ντεκάρ[41]. Πιστός καθολικός ήθελε πάντοτε να τα έχει καλά με τους εκκλησιαστικούς ηγέτες και τους Ιησουίτες. Στόχος μιας ακούραστης προσπάθειας του ήταν να πείσει την Εκκλησία να μην αντιδικεί με την επιστήμη. Η φιλοσοφία του, είναι μείγμα μεσαιωνικής αλλά και σύγχρονης σκέψης, ιδεαλιστική, αλλά και υλιστική, με επιστημονικές τεκμηριώσεις αλλά και μεταφυσικές τάσεις. Τέλεια γνώση για τον Καρτέσιο είναι η μαθηματική γνώση, αφού τα Μαθηματικά έχουν βασικές αρχές, τα αξιώματα, τα οποία χάρη στη σαφήνεια τους επιβάλλονται στο νου. Τα αξιώματα θεμελιώνουν τη λογική του συλλογισμού γιατί δείχνουν πώς περνάμε από το ένα σημείο στο άλλο κατά τρόπο που είναι ολοφάνερος στο νου. Συνεπώς, η Φιλοσοφία, αλλά και κάθε τέλεια γνώση που αφορά το σύμπαν, τη φύση, τον άνθρωπο, πρέπει να διαμορφωθεί με βάση τις επιταγές των Μαθηματικών. Επιστημονική γνώση για τον Καρτέσιο δεν είναι η περιγραφή του γεγονότος, αλλά η γνώση του γιατί κάτι είναι όπως είναι. Έτσι, η Φιλοσοφία ως επιστημονική και τέλεια γνώση αναζητά την αξιωματική έννοια, την πρώτη αιτία και πρώτη αρχή της φύσης και των πραγμάτων, ώστε να καταδείξει πως παράγονται τα πράγματα μέσα στον κόσμο. Μια τέτοια έννοια για τον Καρτέσιο είναι ο Θεός, Ον ύψιστο, αιώνιο, άπειρο, αναλλοίωτο, παντογνώστη, παντοδύναμο και δημιουργό όλων των πραγμάτων που είναι έξω από τον άνθρωπο. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο: "ακόμα και όταν η ιδέα μιας ουσίας είναι μέσα μου από το γεγονός ότι είναι μια ουσία, δε θα είχα γι’ αυτό την ιδέα μιας άπειρης ουσίας, εγώ που είμαι ένα πεπερασμένο ον, αν αυτή δεν είχε εμφυσηθεί μέσα μου από μια ουσία αληθινά άπειρη". Το βασικό περιεχόμενο του καρτεσιανού ορθολογισμού συνίσταται στη συγκρότηση ενός συστήματος όπου όλες οι γνώσεις παράγονται λογικά από μια θεμελιωμένη αρχή, το λόγο. Ακριβώς αυτό είναι το νόημα της φράσης: "Cogito ergo sum" ("σκέπτομαι, άρα υπάρχω"). Δηλαδή, μόνο για ένα πράγμα δεν μπορώ να αμφιβάλλω, για το ότι συλλογίζομαι, για το ότι είμαι ένα ον που σκέφτεται και συλλαμβάνει αρχές, αιτίες, έννοιες για να εξηγήσει τα πράγματα.

Ο 17ος αιώνας

Ο 17ος αιώνας στο χώρο της επιστήμης και της φιλοσοφίας παρουσίασε μια δημιουργική πορεία, που έθεσε τις βάσεις του νεώτερου πολιτισμού. Ο λόγος, η τάξη και η επιβολή της τεχνολογίας ετοιμάζονταν να κυριαρχήσουν κατά τρόπο αποκλειστικό σ' όλες τις περαιτέρω εκδηλώσεις. Οι διάδοχοι του Καρτέσιου, φαντάστηκαν το σύμπαν με ορθολογικό υπερβατισμό, τρόπος που ικανοποιεί την ανθρώπινη διάνοια. Το σύμπαν του Σπινόζα[42] έχει ως αιτία του έναν Θεός που ενυπάρχει στον κόσμο και στα φαινόμενα, ταυτίζεται ουσιαστικά με την ίδια τη φύση. Οι νόμοι της φύσης είναι αποφάσεις αυτού του Θεού, που πηγάζουν από την ανάγκη και από την τελειότητα της ίδιας της φύσης του Θεού. Είναι απρόσβλητες και απαραβίαστες και έτσι αναιρούν το θαύμα αφού ο Θεός δεν μπορεί να ενεργεί εναντίον της ίδιας του της φύσης. Ο Θεός τού Μαλμπράνς[43] θεωρεί την λογική τάξη του κόσμου ως απώτερο σκοπό των επιθυμιών του ενώ η επιστημονική γνώση βασίζεται στην πίστη σε ένα Θεό που μόνο δημιουργεί τα αποτελέσματα των ανθρώπινων αποφάσεων. Ο Θεός του Λάιμπνιτς[44] δημιουργεί αυτό τον κόσμο επειδή είναι ο καλύτερος δυνατός που μπορεί να δημιουργηθεί. Πίστευε στην κανονική τάξη της φύσης, μέσα στην οποία όλα τα πράγματα, έμψυχα και άψυχα δρουν σύμφωνα με αιώνιους, παγκόσμιους και αυτολειτουργούντες, αυτόματους νόμους. Σε αυτόν τον κόσμο, το κακό υπάρχει καθώς "η ευτυχία μας ποτέ δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνίσταται σε πλήρη χαρά, διότι τότε δεν θα είχαμε να επιθυμήσουμε τίποτα αποχαυνώνοντας έτσι το πνεύμα μας..."[45]. Οι σημαντικοί αυτοί μεταφυσικοί του 17ου αιώνα, συνέλαβαν την τέλεια μέθοδο στα πλαίσια μιας απόλυτης υπερβατικότητας, χωρίς να ακολουθούν τον δρόμο του Καρτέσιου που εννοούσε την μέθοδο όχι ως εκδήλωση της θεϊκής δραστηριότητας, αλλά ως ρυθμιστικό παράγοντα της δραστηριότητας της ανθρώπινης διάνοιας. Η ενότητα αυτής τής διάνοιας, η νοητική ενότητα τού ανθρώπινου είδους, ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος όλων αυτών τών φιλοσοφιών. Η Δύση, από τον 17ο αιώνα και εξής θα προχωρήσει στη δημιουργία του τεχνολογικού πολιτισμού διαμέσου δύο τάσεων, του ορθολογισμού και της εμπειριοκρατίας, παλεύοντας να τις συμφιλιώσει. Την εμπειριοκρατία εκπροσώπησε ο Τζον Λοκ[46], ο οποίος δεν μπορούσε να δεχτεί ότι υπάρχουν ιδέες στην ανθρώπινη ψυχή χωρίς να έχουν περάσει από τη σκέψη, χωρίς να υπάρχει επίγνωση της ιδέας αυτής που προέρχεται αποκλειστικά από την εμπειρία, από τη δεκτικότητά της ανθρώπινης νόησης έναντι του κόσμου. Ταυτόχρονα πίστευε στο φυσικό δίκαιο που ρυθμίΖει νομοτελειακά τη ζωή των πολιτισμών, υπαγορεύει ακόμη και οι αιχμάλωτοι πολέμου να γίνονται δούλοι, η εξουσία σε ορισμένα πρόσωπα να δίδεται από το Θεό, μ' ένα βέβαια συμβόλαιο που έχει λαϊκή βάση, και να συντελείται πρόοδος και απ' αυτή την αδικία[47].

Ο 18ος αιώνας

Ο 18ος αιώνας ονομάζεται αλλά και υπήρξε κατ' εξοχήν ο "αιώνας των φιλοσόφων". Σημαντικοί συγγραφείς, μέσα από τα έργα τους που κυκλοφορούσαν σε όλη την Ευρώπη, προσπάθησαν να διαδώσουν το φιλοσοφικό πνεύμα ως όπλο στον αγώνα εναντίον της μισαλλοδοξίας και των προκαταλήψεων. Στην εποχή αυτή του "εγκυκλοπαιδισμού" που κυριάρχησε στη Γαλλία με τους λεγόμενους "Διαφωτιστές", όπως ο Βολταίρος[48], ο Ρουσσώ[49], ό Μοντεσκιέ[50], ό Ντιντερό[51] και άλλοι, αποθεώνεται ο λόγος και η φύση, φτάνοντας ως τα όρια της λατρείας. Ο λόγος και η φύση κατέχουν κατά κάποιο αυτοδύναμο τρόπο τις δυνατότητες να βρουν και να εκφράσουν τις αλήθειες που αφορούν τον άνθρωπο και τη Ζωή. Το πεδίο έρευνας είναι ο ίδιος ο λόγος και η ίδια η φύση και ως βάση τίθεται ο αυτόνομος και ελεύθερος από κάθε αυθεντία άνθρωπος. Για την φιλοσοφία του 18ου αιώνα, δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει άλλο μέτρο, παρά μόνο εκείνο της κριτικής. Έπρεπε να επανεξεταστούν όλοι οι μεγάλοι τομείς που χαρακτηρίζουν τον πολιτισμένο άνθρωπο —οι επιστήμες, η ηθική, η θρησκεία και η τέχνη— προκειμένου να αναζητηθούν οι ρίζες τους μέσα στην δομή τών ανθρώπινων ικανοτήτων ώστε να αποτιμηθεί η αξία τους. Στο πεδίο τής θρησκείας, πολλοί αποδέχονταν την ύπαρξη του Θεού και μία Πρόνοια περισσότερο ή λιγότερο αόριστη, περιοριζόμενοι έτσι σε μία θρησκεία που υποστήριζαν ότι ήταν "φυσική" με έντονο αντικληρικαλισμό. Στις κοινωνικές θεωρίες καταγγέλονται οι αδικίες και οι αυθαιρεσίες της λεγόμενης "πολιτισμένης" σύγχρονης κοινωνίας, καθώς στη "φυσική κατάσταση" δεν υπάρχουν ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων ούτε ιεραρχία, η οποία παράγεται τεχνητά. Προβάλλονται οι έννοιες "λαός" και "λαϊκή κυριαρχία", χωρίς μόνο δικαιώματα, αλλά με την απαίτηση για ενεργή και υπεύθυνη ύπαρξη. Εκτός του Γαλλικού διαφωτισμού, ο οποίος έφερνε στο προσκήνιο μια ριζική αμφιβολία και θεμελίωνε την ύπαρξη του υποκειμενικού και αντικειμενικού κόσμου, υπήρξε και ο Γερμανικός διαφωτισμός, που έχει να παρουσίασει και συστηματικούς φιλοσόφους, όπως ο Βολφ[52] και ο Καντ. Ο Καντ[53] αποτελεί ένα φαινόμενο του φιλοσοφικού κόσμου κατά τον αιώνα αυτό. Περιόρισε πολλές ακρότητες της δυτικής σκέψεως και του επιστημονισμού ασκώντας κριτική. Εισηγείται τον αγνωστικισμό καθώς χωρίς να αρνείται τη μεταφυσική, τη θεωρεί απρόσιτη γνωσιολογικά και την απομακρύνει από τη δικαιοδοσία του λόγου. Γενικά, προώθησε την επιστημονική έρευνα με την ακριβή μεθοδολογία, χάραξε όρια σε κάθε επιστήμη, περιόρισε τις υπερβολές της φυσικής θεολογίας ενώ η ακαμψία του ηθικού του συστήματος ήταν μια πρόκληση για την ενασχόληση της φιλοσοφίας με ζητήματα ηθικής και κοινωνικής συμπεριφοράς.

Ο 19ος αιώνας

Στη φιλοσοφία του 19ου αιώνα εκδηλώνονται δύο κατευθύνσεις, μία ιδεαλιστική και μία αντι-ιδεαλιστική. Ο αιώνας αυτός αρχίζει με κάποια μεταφυσικά συστήματα, τα οποία βρίσκονται έξω από τα όρια της εμπειρίας. Οι δημιουργοί των συστημάτων αυτών είναι ο Σέλλιγκ[54] και ο Έγελος (Χέγγελ)[55]. Ο πρώτος θέλοντας να αποδείξη την ενότητα του κόσμου δέχεται ότι η φύση και το πνεύμα, οι δύο δυνάμεις του Απόλυτου, παρουσιάζουν συγγένεια ως προς τη φύση τους, τη σύσταση τους και ότι στο βάθος είναι ταυτόσημα. Οικοδομεί έτσι μια φιλοσοφία της φύσης όπου η δραστηριότητα δεν αντιπροσωπεύεται πλέον από το εγώ και το μη εγώ, αλλά από τα δυναμικά αντίθετα της ίδιας της φύσης. Ο Χέγγελ, από την άλλη, συλλαμβάνει τον κόσμο ως μια διαδοχική αυτεξέλιξη μιας Ιδέας. Ο κόσμος είναι Ιδέα, η οποία διαλεκτικά αυτεξελισσόμενη διαμορφώνει όλο τον φυσικό και τον ιστορικό κόσμο. Ο ρυθμός της διαδικασίας αυτής ακολουθεί 3 φάσεις: τη θέση, την αντίθεση και τη σύνθεση, ή, αλλιώς, τη στιγμή της αμεσότητας, τη στιγμή της αλλοτρίωσης και τη στιγμή της διαλεκτικής μεσολάβησης. Σε αντίθεση προς την ιδεαλιστική και μεταφυσική αυτή φιλοσοφία του Σέλλιγκ και του Χέγγελ, βρίσκονται οι φιλοσοφίες του Σοπενχάουερ [56], του Κοντ[57], του Σπένσερ[58], του Φόιερμπαχ[59], του Μαρξ[60] και του Νίτσε[61]. Για τον Σοπενχάουερ, αρχή και υπόβαθρο του κόσμου δεν είναι η "λογική ιδέα" του Χέγγελ, αλλά μία τυφλή και άλογη βούληση. Για να θέτει ένα όριο στα πάθη της, η ανθρωπότητα διαθέτει την τέχνη η οποία, χάρη στον καθαρό στοχασμό, μας λυτρώνει από την πράξη, καθώς και την ηθική του ελέους η οποία κατευνάζει την βούληση. Ο Κοντ, πατέρας του Θετικισμού, μέσω της "θετικής φιλοσοφίας" του, απορρίπτει κάθε μεταφυσική ιδέα ως καθαρή φαντασία και εκδηλώνει εμπιστοσύνη μόνο για το αμέσως δεδομένο. Η αναδιοργάνωση της κοινωνίας θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω μιας μεταρρύθμισης την οποία θα επιτελούσε η κοινωνική επιστήμη, κορύφωμα των άλλων θετικών επιστημών. Ο Σπένσερ εξηγεί τα πάντα με την έννοια της εξελίξεως, επηρεασμένος από τη βιολογία της εποχής του. Μέσω αυτής της εξέλιξης, η ύλη αλλά και η κοινωνία, από μια αρχική ομοιογένεια προχωρεί σε βαθμιαία ετερογένεια και διαφοροποίηση. Ο Φόιερμπαχ και ο Μαρξ, επιχειρούν συνειδητή αντιστροφή της διαλεκτικής του Έγελου, βάζοντας ως αρχή όχι την ιδέα αλλά την ύλη. Ο Φόιερμπαχ θεωρεί πως δε δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος δημιούργησε το Θεό. Όλες οι ιδιότητες που το ανθρώπινο ον αποδίδει στον Θεό είναι χαρακτηριστικά του ίδιου του ανθρώπου, που γίνονται υποκείμενο, δηλαδή μετατρέπονται σε μια δύναμη έξω από τον άνθρωπο, και λατρεύονται. Η καταγωγή της θρησκείας πρέπει να αναζητηθεί, στους ανικανοποίητους πόθους και στις ανικανοποίητες ανάγκες της ανθρώπινης υπόστασης και η κριτική της θρησκείας πρέπει να συνεπάγεται την κριτική των συνθηκών της επίγειας ζωής από τις οποίες βγήκε η ίδια η θρησκεία, που μεταβάλλεται έτσι σε κριτική της πολιτικής και της οικονομίας. Κατά τον Μαρξ (που επηρεάζεται από τον Φόιερμπαχ), η διαλεκτική κίνηση, όπως γίνεται ιδιαίτερα φανερό στον "Ιστορικό Υλισμό" του, μεταφέρεται στην ιστορία και υποστηρίζεται ότι η κοινωνία ξεκινώντας από μια αρχική ενότητα οικονομικών συμφερόντων θα κατάληξει πάλι σε μια τέτοια με τη βοήθεια της ίδιας δύναμης που επέφερε τη διάσπαση της κοινωνία σε τάξεις, δηλ. της τεχνολογίας. Σε μια τέτοια σοσιαλιστική κοινωνία, θα υπάρχει εξάλειψη της ατομικής ιδιοκτησίας και του κεφαλαίου και κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Τέλος ο Νίτσε, πολεμά την ιδεαλιστική και μεταφυσική φιλοσοφία, θεωρώντας ότι η ουσία της μεταφυσικής συνίσταται σε ιδέες που έχουν σχέση με τη μετά θάνατον ζωή και τις ελπίδες για τη μέλλουσα μακαριότητα. Αυτές όμως οι σκέψεις πηγάζουν από όντα αδυναμα και βιολογικά εκφυλισμένα, τα οποία από αδυναμία να καταξιώσουν την παρούσα ζωή μεταθέτουν τις προσδοκίες τους σε μια άλλη. Κατά συνέπεια, η μεταφυσική είναι κατά τον Νίτσε σύμπτωμα βιολογικού εκφυλισμού. Ο Νίτσε πιστεύει ότι η ηθική διακρίνεται σε ηθική των δυνατών και σε ηθική των σκλάβων. Το κήρυγμα λοιπόν της αγάπης προσιδιάζει στην ηθική των σκλάβων και όχι των κυρίων και δυνατών. Ο άνθρωπος πρέπει να διαθέτει βούληση για μεγάλα έργα και με μια τέτοια προοπτική ανεβαίνει την κλίμακα του προορισμού και φτάνει τα όρια τού υπεράνθρωπου και έτσι στον Νίτσε αποθεώνεται το ένστικτο της δυνάμεως.

Ο 20ος αιώνας

Στον 19ο αιώνα αρχίζει μια πορεία που ολοκληρώνεται στον 20ο αιώνα. Η επιστήμη κυριαρχεί, οι φυσικές επιστήμες και η ιστορική έρευνα ανατρέπουν πολλά δεδομένα, προετοιμάζεται και επιβάλλεται η βιομηχανική υποδομή του πολιτισμού και η αναζήτηση νέων κοινωνικών δομών και θεσμών. Η βιομηχανική κυριαρχία και η κοινωνική αναταραχή δημιουργούν εκρήξεις και ανακατατάξεις, που θα οδηγήσουν στους μεγάλους και καταστροφικούς πολέμους των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα. Η ζωή αρχίζει να τυποποιείται και να μηχανοποιείται και οι αναζητήσεις για περισσότερη ασφάλεια και ευδαιμονία γίνονται απαιτήσεις, που τρέφουν και προάγουν δυναμικά τον επαναστατικό τρόπο ζωής. Ο 20ος αιώνας, κυριαρχείται πλέον από το βιομηχανικό τρόπο ζωής και παρουσιάζει ραγδαίες αλλαγές και ανακατατάξεις στον πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό χώρο. Η φυσική και η βιολογία υπόσχονται ανατροπή πολλών δεδομένων και δημιουργία όρων ζωής τέτοιων, που θα κυριαρχούνται από μια τεχνολογική νομοτέλεια. Τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί στατικό σε έναν ραγδαία εξελισσόμενο πολιτισμό. Αν και σε πολλές περιπτώσεις ο ανατολικός και αφρικανικός πολιτισμός αντιδρά, ο τεχνολογικός πολιτισμός διαθέτει πολλή δύναμη ώστε να αλλοιώσει τον ανθρώπινο πυρήνα και την παραδοσιακή του πνευματικότητα. Τα κυριώτερα φιλοσοφικά ρεύματα της περιόδου είναι:

  • Ο Νεοκριτικισμός ή αλλιώς Νεοκαντιανισμός (ως μια προσπάθεια επιστροφής στη φιλοσοφία του Καντ) με τις δύο σχολές του, του Μάρμπουργκ και της Χάιντελμπεργκ (Χαϊδελβέργης), από τις οποίες η πρώτη ασχολείται με γνωσιολογικά προβλήματα, ενώ η δεύτερη με προβλήματα αξιών.
  • Η Φαινομενολογία, ιδρυτής της οποίας είναι ο Χούσερλ[62] και η οποία είναι περισσότερο μια μέθοδος, που χρησιμοποιείται από φιλοσόφους διαφόρων φιλοσοφικών κατευθύνσεων παρά ένα κλειστό σύστημα ιδεών. Η Φαινομενολογία αναζητά την ουσία του φαινομένου, έξω από κάθε υποκειμενική θεώρηση και ερμηνεία του.
  • Η Νεοσχολαστική φιλοσοφία ή Νεοθωμισμός, ως αναβίωση της σχολαστικής φιλοσοφίας του Μεσαίωνα.
  • Ο Διαλεκτικός υλισμός, που αποτελεί περαιτέρω επεξεργασία του ιστορικού υλισμού του Μαρξ γιατί χρησιμοποιεί την διαλεκτική μέθοδο για τη μελέτη των φυσικών φαινομένων (θέση-αντίθεση-σύνθεση), ενώ η ερμηνεία που δίνει στα φαινόμενα της φύσης είναι υλιστική.
  • Ο Νεοθετικισμός ή Λογικός θετικισμός είναι ένας ανανεωμένος θετικισμός που ασχολείται με την αποσαφήνιση εννοιών, που έχουν σχέση με τις επιστήμες, και την επεξεργασία των μαθηματικών αξιωμάτων.
  • Ο Υπαρξισμός, ο οποίος, παραμερίζοντας τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου, ανακαλύπτει τον ανθρωπο με τις αγωνίες του και τον αγώνα του να δημιουργήσει την ύπαρξή του. Είναι η φιλοσοφία που θέτει στο κέντρο όχι πράγματα, έννοιες ή ιδέες, αλλά τον πραγματικό, ξεχωριστό άνθρωπο που υπάρχει, τον άνθρωπο ως μοναδική και ανεπανάληπτη ύπαρξη.
  • Η Αναλυτική φιλοσοφία με σημαντικό εκπρόσωπο τον Μπέρτραντ Ράσελ[63] είναι μια κατεύθυνση που γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στην Μεγάλη Βρετανία με επίκεντρο την "φιλοσοφία τής γλώσσας" και τις επιπτώσεις της στους τύπους συλλογισμού στο πεδίο της επιστημονικής σκέψης.

Διάφορες άλλες φιλοσοφικές τάσεις αναπτύχθηκαν προς την κατεύθυνση της έρευνας των επιστημών του ανθρώπου και των μεθόδων τους, όπως η Κοινωνιολογία, η φροϋδική και μεταφροϋδική ψυχανάλυση, η γλωσσολογία και η σημειολογία.

Φιλοσοφία και Χριστιανισμός

Βλέπε κύριο άρθρο Χριστιανισμός και Φιλοσοφία.

Καθώς ο Χριστιανισμός, από την εμφάνισή του έπρεπε να κινηθεί σε ένα τοπίο, ανάμεσα στον Ιουδαϊσμό, τον Γνωστικισμό και την Ειδωλολατρία, και εκεί να χαράξει τον δικό του δρόμο, να παραδώσει την εμπειρία Χριστού που είχε, διδάσκοντας ότι "ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος...αλλά...πάντα καί εν πάσιν Χριστός"[64] και να μεταδώσει "τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη εις μαρτύριον πάσιν τοις έθνεσι"[65], ήρθε αναπόφευκτα σε επαφή με την Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία.

Σε αυτή τη διαδρομή, "σε πλείστες όσες περιπτώσεις" βλέπουμε από τους χριστιανούς τη "φιλοσοφία από το ένα μέρος [να] αποκαλείται δαιμονική, και από το άλλο επωφελής. Κι αυτό ενίοτε συμβαίνει σ' ένα και το ίδιο έργο και στον αυτό συγγραφέα. Έτσι αρκετοί μελετητές της πατερικής σκέψης, προβληματιζόμενοι στό έπακρο, κάνουν λόγο πότε περί αντιφάσεων και πότε περί εξελικτικών αλλαγών στις ιδέες ενός και του αυτού θεολόγου πατρός!"[66]. Αυτή όμως η φαινομενική αντίφαση, στην πραγματικότητα έχει την εξήγησή της. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από το Συνοδικό της Ορθοδοξίας:

"Ανάθεμα σε όσους ασχολούνται με τα ελληνικά μαθήματα και δεν τα χρησιμοποιούν μόνο για τη μόρφωση τους, αλλά και ακολουθούν τις περιττές διδασκαλίες τους και τις δέχονται σαν αληθινές, και μάλιστα ομολογούν πίστη σ' αυτές"[67].

Εδώ η διαφοροποίηση και η τοποθέτηση των ορίων είναι σαφής: διαφορετικό πράγμα η παιδευτική χρήση των ελληνικών γραμμάτων και διαφορετικό η αποδοχή της ειδωλολατρικής θεολογίας που αυτά τυχόν περιέχουν. Είναι αποδεκτή η χρήση της φιλοσοφικής ορολογίας με νέο, αποκλειστικά χριστιανικό περιεχόμενο ώστε να μεταδωθεί στο ελληνιστικό περιβάλλον η διδασκαλία, απορρίπτεται όμως πλήρως, η κατανόηση του Θεού με φιλοσοφήματα και διανοητικές ασκήσεις.

Σύμφωνα με τον Γεώργιο Μαρτζέλο, "η χρήση συναφειακών παραστάσεων και εικόνων, προκειμένου να γίνουν κατανοητές οι δογματικές αλήθειες από ανθρώπους με διαφορετικό πολιτιστικό υπόβαθρο, είναι πολλές φορές όχι απλώς θεμιτή αλλά και επιβεβλημένη. Αυτό αποτελεί θεμελιώδη ιεραποστολική και παιδαγωγική αρχή, που είναι βαθιά ριζωμένη μέσα στην ιστορία και τη ζωή της Εκκλησίας. Πρέπει όμως η χρήση των συναφειακών αυτών παραστάσεων και εικόνων να περιορίζεται μόνο στη μορφολογία του δόγματος και να αφήνει άθικτη και απαραχάρακτη την ουσία του. Τη στάση αυτή ακριβώς τήρησαν τόσο οι Απόστολοι όσο και οι Πατέρες της Εκκλησίας· αν και χρησιμοποίησαν εικονικές παραστάσεις και ορολογία από το συναφειακό πολιτιστικό υπόβαθρο του ελληνικού κόσμου, εντούτοις αυτές περιορίζονται αποκλειστικά σε μορφολογικό επίπεδο και δεν αλλοιώνουν το μήνυμα της θείας Αποκάλυψεως"[68]

Αυτό είναι και το πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε η Ορθόδοξη Θεολογία διαμέσου των αιώνων.

Υποσημειώσεις

  1. λήμμ. "Φιλοσοφία", Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, εκδ. Πάπυρος, ΑΘήνα 2005.
  2. Βορέας Θεόφιλος, Εισαγωγή εις την φιλοσοφίαν (Ακαδημεικά 3), 2η έκδ., εν Αθήναις 1972 (c1935), σελ. 23.
  3. λήμμ. "Φιλοσοφία", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 59, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.
  4. λήμμ. "Φιλοσοφία", εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ, τόμ. 32, Αθήνα 2004.
  5. Διογένης Λαέρτιος, Φιλοσόφων Βίοι, H',8 (μτφρ. από το Διογ. Λαέρτιος, Άπαντα, τόμ. 4, βιβλία 8-9, Κάκτος, Αθήνα 1994, σελ. 19).
  6. Στοιχεία από το Nesselrath Heinz-Gunther, Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία (τόμ. Α'-Αρχαία Ελλάδα), 2η έκδ., Παπαδήμας, Αθήνα 2003, σελ. 511.
  7. Τα στοιχεία για τις περιόδους της φιλοσοφίας προέρχονται από τα: Βορέας Θεόφιλος, Εισαγωγή εις την φιλοσοφίαν (Ακαδημεικά 3), 2η έκδ., ΟΕΔΒ, εν Αθήναις 1972 (c1935), σελ. 407-437 / "Φιλοσοφία", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 11, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1967, στ. 1140-1150 / Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Φιλοσοφίας, 7η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 317-409.
  8. Nesselrath, Εισαγωγή..., ό.π..
  9. ΘΗΕ, ό.π., στ. 1149.
  10. Ματσούκας, Ιστορία της Φιλοσοφίας, ό.π., σελ. 7.
  11. ΘΗΕ, ό.π..
  12. Tέλη 7ου – αρχές 6ου αι. π.Χ..
  13. Μίλητος 585/4 – 528/7 π.Χ..
  14. Έφεσος περ. 535 – 475 π.Χ..
  15. Μίλητος 611/10 – 547/6 π.Χ..
  16. O Παρμενίδης (ακμή, περίπου το 504-500 π.Χ.) και ο Ζήνων ο Ελεάτης (5ος αι. π.Χ.).
  17. B’ μισό 6ου αι. π.Χ. – α’ μισό 5ου αι. π.Χ..
  18. Άβδηρα περ. 460 – περ. 370 π.Χ..
  19. Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός (Σάμος 585 – 565 π.Χ. – ; Μεταπόντιον 500; π.X..
  20. Άβδηρα περ. 481 π.Χ. – περ. ;411.
  21. Ιουλίδα της Κέας, 5ος αι. π.X..
  22. O Ηλείος, 5ος αι. π.Χ..
  23. O Λεοντίνος, Λεοντίνοι Σικελίας – Λάρισα Θεσσαλίας, 5ος αι. π.Χ..
  24. O Αθηναίος, μέσα 5ου αι. π.Χ..
  25. Αθηναίος, περ. 460 – 403 π.Χ..
  26. Αθήνα 470 ή 469 - 399 π.Χ.
  27. Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του.
  28. Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ..
  29. Για παράδειγμα, ο άνθρωπος παραμένει άνθρωπος άσχετα με το φύλο του, το ύψος του, το χρώμα των μαλλιών του και άλλα χαρακτηριστικά που συμπτωματικά συνέβη να έχει (συμβεβηκότα).
  30. Οι Στωικοί ήταν αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, των οποίων το φιλοσοφικό σύστημα λέγεται και Στοά και διακρίνεται σε Αρχαία Στοά (Ζήνων, 333-262 π.Χ., Χρύσιππος, 280-210 π.Χ.), τη Μέση Στοά (Παναίτιος, 185-109 π.Χ., Ποσειδώνιος, 135-51 π.Χ.) και τη και Νέα Στοά ή Ρωμαϊκό στωικισμό (Επίκτητος, 50-135 μ.Χ., Μάρκος Αυρήλιος, 121-180 μ.Χ.).
  31. Ο Επίκουρος (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος, που κήρυξε την επιστροφή στην απλή ζωή. Συνεχίζει με ορισμένες παραλλαγές την ατομική θεωρία του Δημοκρίτου και δέχεται ως πηγή της γνώσης τις αισθήσεις, χωρίς να αποκλείει και τη συμβολή της νόησης.
  32. Η σκεπτική σχολή, ήταν τάση της ελληνιστικής φιλοσοφίας που ξεκινά με τον Πύρρωνα τον Ηλείο τον 4o αι. π.Χ..
  33. Λυκόπολις, Αίγυπτος 205 – Ρώμη 270.
  34. Εννεάδες, 4,9,4.
  35. Σε αντίθεση με την Τριαδική διδασκαλία της Εκκλησίας, το Εν, ο Νους και η Ψυχή παρουσιάζουν μόνο ταυτότητα ουσίας χωρίς ετερότητα υποστάσεων, ενώ οι ανθρώπινες ψυχές είναι ομοούσιες του υπέρτατου Εν. Στον Νεοπλατωνισμό δεν υπάρχουν οι τρεις θείες υποστάσεις που ταυτίζονται κατά την ουσία και την ενέργεια αλλά διακρίνονται κατά την αιτία και τον τρόπο υπάρξεως, όπως επίσης δεν υπάρχει ο διαχωρισμός κτιστού-ακτίστου, όπου το άκτιστο είναι ετερούσιο του κτιστού, ούτε δημιουργία εκ του μη όντος (δηλ. όχι από τη θεία ουσία). Στον χριστιανισμό όλος ο πνευματικός κόσμος (ψυχή, άγγελοι) είναι κτιστός και ετερούσιος του θεού, ενώ στον Νεοπλατωνισμό οι ψυχές είναι ομοούσιες με το Εν, το οποίο ουδέποτε κινείται προς τον κόσμο και μόνο ο κόσμος κινείται προς αυτό (βλ. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Φιλοσοφίας, 7η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 248-252).
  36. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Φιλοσοφίας, 7η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 252.
  37. Βλ. Runciman Steven, "Ορθοδοξία και ΕΛληνισμός", στο Ορθοδοξία - Ελληνισμός, Πορεία στην τρίτη χιλιετία, τόμ. Α', έκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, 2η έκδ., Άγιον Όρος 2002, σελ. 44.
  38. Ματσούκας, Ιστορία της Φιλοσοφίας, ό.π., σελ. 317.
  39. Φράνσις Μπέικον (Francis Bacon) ή Βάκων, Λονδίνο 1561–1626. Άγγλος φιλόσοφος.
  40. Μπρούνο Τζορντάνο (Giordano Bruno, Νόλα 1548 – Ρώμη 1600).
  41. Ντεκάρ, Ρενέ (Rene Descartes), Λα E, Τουρέν 1596 – Στοκχόλμη 1650. Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός.
  42. Σπινόζα Μπαρούχ (Spinoza, Άμστερνταμ 1632 - Χάγη 1677), Ολλανδός φιλόσοφος εβραϊκής καταγωγής.
  43. Μαλμπράνς Νικολά (Nicolas de Malebranche, Παρίσι 1638 – 1715), Γάλλος φιλόσοφος και θεολόγος.
  44. Λάιμπνιτς Γκότφριντ Βίλχελμ (Gotfride Wilhelm Leibniz, Λειψία 1646 – Ανόβερο 1716), Γερμανός φιλόσοφος και μαθηματικός.
  45. UNESCO, Ιστορία της Ανθρωπότητας, τόμ. 11 (Η Θεμελίωση των Νεώτερων Χρόνων 1300-1775), εκδ. Χ. Τεγόπουλου-Ν. Νίκας & ΣΙΑ Ο.Ε., Αθήνα 1970, σελ. 4026.
  46. Λοκ Τζον (John Locke, Ρίνγκτον, Σόμερσετ 1632 – Λονδίνο 1704), Άγγλος φιλόσοφος.
  47. Ματσούκας, Ιστορία της Φιλοσοφίας,ό.π., σελ. 325.
  48. Βολτέρος (Francois Marie Arouet de Voltaire, Παρίσι 1694 – 1778), εξελληνισμένο όνομα του Γάλλου φιλόσοφου και συγγραφέα Φρανσουά Μαρί Αρουέ ντε Βολτέρ.
  49. Ρουσό, Ζαν-Ζακ (Rousseau, Γενεύη 1712 – Eρμενονβίλ, Ουάζ 1778), Φιλόσοφος του γαλλικού διαφωτισμού.
  50. Μοντεσκιέ: Σαρλ Λουί ντε Σεκοντά, βαρόνος της Λα Μπρεντ και του Μοντεσκιέ (Charles Louis de Secondat, baron de La Brent et de Montesquieu, Λα Μπρεντ, Μπορντό 1869 – Παρίσι 1755), Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας δοκιμίων από τους επιφανέστερους εκπρόσωπους του Διαφωτισμού.
  51. Ντιντερό, Ντενί (Denis Diderot, Λανγκρ 1713 – Παρίσι 1784), Γάλλος φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας.
  52. Κρίστιαν φον Βολφ (Christian von Wolff, Μπρέσλαου 1679 – Χάλε 1754), Γερμανός φιλόσοφος. Ο Βολφ κυριάρχησε στην επιστημονική σκέψη της Γερμανίας του 18ου αι. Η θεωρία του αντιπροσωπεύει τη βάση του εθνικισμού, που χαρακτηρίζει τον Γερμανικό Διαφωτισμό.
  53. Καντ Ιμάνουελ (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804), Γερμανός φιλόσοφος.
  54. Σέλινγκ, Φρήντριχ Βίλχελμ Γιοζεφ (Schelling), Γερμανός φιλόσοφος (Λέομπεργκ, Βύρτεμπεργκ 1775 - Ραγκάτς, Σανκτ Γκάλεν 1854).
  55. Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831), Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού.
  56. Σοπενχάουερ, Άρτουρ (Schopenhauer), Γερμανός φιλόσοφος (Ντάντσιχ 1788 - Φρανκφούρτη 1860).
  57. Κοντ, Ογκίστ (August Comte, Μονπελιέ 1798 – Παρίσι 1857), Γάλλος θετικιστής φιλόσοφος, εισηγητής της επιστήμης της κοινωνιολογίας.
  58. Σπένσερ, Χέρμπερτ (Spencer), Άγγλος θετικιστής και εξελικτικός φιλόσοφος (Ντέρμπι 1820 - Μπράιτον 1903).
  59. Φόιερμπαχ, Λούντβιχ (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872), Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού.
  60. Μαρξ, Καρλ (Heinrich Karl Marx, Τριρ 1818 – Λονδίνο 1883), Γερμανός φιλόσοφος και οικονομολόγος, εβραϊκής καταγωγής, συνιδρυτής, με τον Φρίντριχ Ένγκελς, του επιστημονικού σοσιαλισμού και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας.
  61. Νίτσε, Φρίντριχ Βίλχελμ (Friedrich Wilhelm Nietzsche, Ρέκεν, Λίτσεν 1844 – Βαϊμάρη 1900), Γερμανός φιλόσοφος και δοκιμιογράφος.
  62. Χούσερλ, Έντμουντ (Husserl, Πρόσνιτς, Μοραβία 1859 – Φράιμπουργκ, Μπάντεν 1938), Γερμανός φιλόσοφος.
  63. 1872-1970. Άγγλος φιλόσοφος, μαθηματικός, κοινωνιολόγος και αντίπαλος του χριστιανισμού.
  64. Κολ. 3:11.
  65. Ματθ. 24:14.
  66. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 30.
  67. Μτφρ. από το: Hunger Herbert, Βυζαντινή Λογοτεχνία-Η Λόγια Κοσμική Γραμματεία των Βυζαντινών, τόμ. Α', ΜΙΕΤ, Αθήνα 1987, σελ. 94.
  68. Γ.Δ. Μαρτζέλος, στο περιοδ. Καθ' Οδόν, τεύχ. 4 (ΙΑΝ-ΑΠΡ 1993), Θεσσαλονίκη, εκδ. Παρατηρητής, σελ. 105.

Βιβλιογραφία

  • Long A.A., Η ελληνιστική φιλοσοφία Στωικοί, Επικούρειοι, Σκεπτικοί, 3η έκδ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 1987
  • Nesselrath Heinz-Gunther, Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία (τόμ. Α'-Αρχαία Ελλάδα), 2η έκδ., Παπαδήμας, Αθήνα 2003
  • Rosenthal M. M., Μικρό φιλοσοφικό λεξικό, εκδ. Γιάννης Οικονόμου, Αθήνα 1956
  • Βορέας Θεόφιλος, Εισαγωγή εις την φιλοσοφίαν (Ακαδημεικά 3), 2η έκδ., εν Αθήναις 1972 (c1935)
  • Μακρής Νίκος, Οι Έλληνες Φιλόσοφοι της αρχαιότητας και η Φιλοσοφία, τόμ. Α' + Β', εκδ. Κ. & Π. Σμπίλιας ΑΕΒΕ, Αθήνα 1995
  • Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Φιλοσοφίας, 7η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001
  • Μπέγζος Μάριος, Δοκίμια ψυχολογίας της θρησκείας, Εξάντας, Αθήνα 2004
  • Μπέγζος Μάριος, Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία της Θρησκείας, Γρηγόρης, Αθήνα 2004
  • Μπέγζος Μάριος, Φαινομενολογία της Θρησκείας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995
  • Νικολαΐδης Β. Απόστολος, Θρησκεία και Φόβος, Γρηγόρης, Αθήνα 2003
  • Νικολαΐδης Β. Απόστολος, Παίγνια Εξουσίας, Γρηγόρης, Αθήνα 2006
  • Νικολαΐδης Β. Απόστολος, Προβληματισμοί Χριστιανικού Ήθους, Γρηγόρης, Αθήνα 2002
  • Τατάκης Βασίλειος, Μελέτες Ιστορίας της Φιλοσοφίας - Αρχαία Ελλάδα και Βυζάντιο, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1980
  • Τζιμπελλίνι Ροζίνο, Η θεολογία του 20ου αιώνα (μτφρ. Παναγιώτης Αρ. Υφαντής), Άρτος Ζωή, Αθήνα 2002
  • Ψαρουδάκης Νίκος, Διαλεχτικός Υλισμός και Χριστιανική Διδασκαλία, έκδ 2η, εκδ. Μήνυμα, Αθήνα 1984
  • "Φιλοσοφία" > "Ιστορία", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 59, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005
  • "Φιλοσοφία", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 11, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1967, στ. 1140-1150
  • e-δομή (Ηλεκτρονική Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM] (όλα τα λήμματα που αφορούν φιλοσόφους, φιλοσοφικές σχολές και κινήματα)