Κώδικας
Ο Κώδικας αποτελεί τύπο συλλογής χειρογράφων από πάπυρο, περγαμηνή ή χαρτί, στερεωμένων σε ένα σώμα με τη μορφή βιβλίου, που ήταν σε χρήση, κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας.
Ο παλαιότερος ελληνικός κώδικας που σώζεται και ο οποίος προέρχεται από τον 4ο μ.Χ. αιώνα είναι ο Σιναϊτικός Κώδικας (Codex Sinaiticus), ένα χειρόγραφο της Αγίας Γραφής σε ελληνική γλώσσα. Οι άλλοι δύο από τους τρεις παλαιότερους που σώζονται, επίσης περιέχουν βιβλία της Αγίας Γραφής και είναι ο Αλεξανδρινός και ο Βατικανός.
Περιεχόμενα
Εισαγωγικά
Με τη λατινική λέξη codex (η ελληνική αντίστοιχη είναι σωμάτιον) χαρακτηρίζεται από το τέλος της Αρχαιότητας το βιβλίο, με μια μορφή που θυμίζει τη σημερινή. Στα παλαιότερα χρόνια, όταν ο τύπος αυτός του βιβλίου δεν ήταν ακόμη γνωστός, με τη λέξη codex αναφέρονταν σε μια εναλλακτική μορφή που την αποτελούσαν μικροί, ξύλινοι πίνακες γραφής, με επίστρωση κεριού, συνενωμένοι ανά δύο ή και περισσότεροι, με ιμάντα.
Η κατασκευή αυτή πρόσφερε σταθερό υπόβαθρο για την καταγραφή επιστολών, αριθμητικών πράξεων, σχολικών ασκήσεων ή πρόχειρων σημειώσεων. Οι Ρωμαίοι επεξέτειναν τα όρια χρήσης, γράφοντας πάνω σε αυτές νομικά έγγραφα και επίσης είχαν τη σημαντική πρωτοβουλία να αντικαταστήσουν τις ξύλινες αυτές πινακίδες με φύλλα περγαμηνής.
Από τη συνένωση πολλών φύλλων προήλθε μια μορφή βιβλίου η οποία μπορούσε να περιλαμβάνει και λογοτεχνικά έργα σημαντικής έκτασης. Αρχικά παπύρινοι και περγαμηνοί κώδικες συνυπήρχαν, στο τέλος όμως επικράτησαν οι περγαμηνοί.
Αν και οι κώδικες που περιέχουν κλασική λογοτεχνία έως το 200 μ.Χ. αποτελούν σπάνιες εξαιρέσεις, αργότερα ο αριθμός τους αυξήθηκε και από τα τέλη του 4ου αι. άρχισε ο κώδικας να γίνεται η συνηθισμένη μορφή βιβλίου για τέτοια έργα. Η μετάβαση αυτή, από τον 2ο έως τον 4ο αιώνα, περιγράφεται ενδεικτικά στον παρακάτω πίνακα:
Αιώνας | Κύλινδροι | Κώδικες | Ποσοστό κωδίκων |
---|---|---|---|
2ος | 465 | 11 | 2,31% |
2ος/3ος | 208 | 6 | 2,90% |
3ος | 297 | 60 | 16,80% |
3ος/4ος | 28 | 26 | 48,14% |
4ος | 25 | 71 | 73,95% |
Σε αντίθεση με την κλασική (μη χριστιανική) φιλολογία που έφτασε στον κώδικα μέσα από μια μεταβατική διαδικασία, τα περισσότερα χριστιανικά κείμενα που χρονολογούνται πριν από τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. ήταν γραμμένα σε κώδικες με φύλλα, κυρίως, από πάπυρο. Ενώ οι μη χριστιανικοί κώδικες σπάνιζαν τον 2ο αιώνα, το σχήμα του κώδικα ήταν ήδη εκείνη την εποχή σε γενική χρήση για την αντιγραφή βιβλικών κειμένων.
Μία από τις επιστημονικές ερμηνείες που δόθηκαν για την εξήγηση του φαινομένου αυτού ήταν η υπόθεση πως εξαρχής οι ευαγγελικές διδασκαλίες του Ιησού καταγράφηκαν σε περγαμηνά σημειωματάρια και έτσι, από τη στιγμή που κυκλοφόρησε σε τέτοιο σχήμα το πρώτο ευαγγέλιο, το κύρος του άλλα και καθαρά συναισθηματικοί και συμβολικοί λόγοι καθόρισαν ότι το σχήμα στο οποίο πρέπει να γράφονται τα χριστιανικά κείμενα είναι ο κώδικας και όχι ο κύλινδρος.
Ιστορία: Από τον Κύλινδρο στον Κώδικα
Όσο και αν οι ειδικοί έχουν δώσει διάφορες ερμηνείες για τους λόγους που ο περγαμηνός κώδικας επικράτησε εις βάρος του παπύρινου κυλίνδρου, η πραγματικότητα είναι πως αυτό συνέβη την ίδια εποχή που ο πάπυρος αντικαταστάθηκε από την περγαμηνή. Είναι γεγονός ότι η διάδοση της παιδείας και ο πολλαπλασιασμός των σχολείων στα πλαίσια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ακόμη και στις επαρχίες, οδήγησε σε σοβαρά πρακτικά πρόβλήματα: ο πάπυρος άρχισε να μην επαρκεί στη μεγάλη ζήτηση, ενώ οι αρχαίες μαρτυρίες μάς μιλούν για μια μεγάλη ξηρασία στα χρόνια του Τιβερίου που έκανε πιο αισθητή την έλλειψη. Αυτό ήταν ένα πρώτο βήμα για τη σταδιακή επικράτηση της περγαμηνής, η οποία στην αρχή είχε χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο του παπύρου.
Αν και ο κύλινδρος από πάπυρο υπήρξε ως τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. το κυρίαρχο μέσο για τη διάδοση των κειμένων της κλασικής φιλολογίας, από την εποχή αυτή και ύστερα, τα φύλλα από πάπυρο ή και περγαμηνή, αντί να τα συγκολλούν και να σχηματίζουν μεγάλους ρόλους, άρχισαν σταδιακά να τα διπλώνουν και να συγκροτούν τεύχη, όπως στα σύγχρονα βιβλία. Η περγαμηνή μάλιστα ήταν υλικό πιο εύκολο στο δίπλωμα για τον σχηματισμό των φύλλων του κώδικα.
Πλέον, η λέξη codex χρησιμοποιήθηκε όχι για τους συνενωμένους ξύλινους πίνακες γραφής, αλλά για να δηλώσει τα φύλλα ή τα τεύχη που δεν ήταν τυλιγμένα σε ρόλο αλλά ήταν τοποθετημένα απλωτά ανάμεσα σε εξώφυλλα από ξύλο ή άλλο υλικό. Αυτό το σχήμα αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως βοήθημα για πρόχειρες σημειώσεις και καταγραφή σχολικών ασκήσεων.
Είναι γεγονός ότι την πρώτη (και μεμονωμένη) παραπομπή σε λογοτεχνικά έργα με τη μορφή κώδικα προσφέρει αρκετά νωρίς ο Λατίνος επιγραμματοποιός Μάρκος Βαλέριος Μαρτιάλης (Marcus Valerius Martialis, Βίλβιλις, Ισπανία 40;–104;):
- "Εάν ποθείς τα ποιήματα μου να τα έχεις πάντα μαζί σου
- και τα ζητάς ως συνοδούς σου για μακρύτερο δρόμο,
- τότε αγόρασέ τα! Τα σφίγγει περγαμηνή επάνω σε φυλλαράκια."
To λατινικό κείμενο έχει ως εξής:
- Qui tecum cupis esse meos ubicumque libellos
- Et comites longae quaeris habere viae,
- Hos eme, quos artat brevibus membrana tabellis.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή που ανάγεται στο τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ., ο ποιητής προτείνει την αγορά των ποιημάτων του σε μια έκδοση με τη μορφή κώδικα με μικρά φύλλα (brevibus tabellis) από περγαμηνή (membrana), που λόγω του μικρού του σχήματος, μπορεί εύκολα κάποιος να παίρνει μαζί του στο ταξίδι.
Πάντως, παρ' όλη την προσπάθεια του Μαρτιάλη και ελάχιστων άλλων, (όπως είδαμε και στον παραπάνω πίνακα) οι κώδικες που αποδεδειγμένα περιέχουν κλασική γραμματεία (Πίνδαρο, Ξενοφώντα, Πλάτωνα) στο διάστημα μεταξύ 2ου και αρχών 3ου αιώνα είναι ελάχιστοι. Αντίθετα, πολλά άλλα δείγματα κωδίκων που περιείχαν μή χριστιανικά συγγράμματα είχαν ως περιεχόμενο κείμενα κατώτερης ποιότητας κατά την έννοια εκείνης της εποχής (μαντικούς στίχους, ομηρικά αποσπάσματα για σχολική χρήση, τεχνικο-ιατρικά και μυθιστορήματα περιορισμένα στην αγοραία γραμματεία).
Ο λόγος μπορεί να έγκειται στο γεγονός ότι τα συντηρητικά στρώματα των αναγνωστών, των κοινωνικά ανεβασμένων, συνέδεαν σε μεγάλο βαθμό τη νέα μορφή του βιβλίου με το απλό "σημειωματάριο" που χρησίμευε για καταγραφή του καθημερινού και του παροδικού και τελικά την έβλεπαν ως μη αξιοπρεπή λύση για απαιτητική, κλασική γραμματεία.
Σε σχέση με τη διαπίστωση αυτή, μερικοί μελετητές προσθέτουν μία ακόμη λύση στο ζήτημα της επικράτησης του κώδικα για τα χριστιανικά συγγράμματα: καθώς οι πρώτοι χριστιανοί συνειδητά κρατούσαν απόσταση από την τότε κοινωνική ελίτ, έκαναν αμέσως τον κώδικα δικό τους αφού αποτελούσε μια μορφή βιβλίου προορισμένη για τον απλούστερο λαό. Έγινε έτσι το βιβλίο και η γραφή μέσον και έκφραση κοινωνικής χειραφέτησης.
Το βέβαιο είναι πως στην καινοτομία αυτή της μετάβασης από τον κύλινδρο στον κώδικα έπαιξε σημαντικό ρόλο η διάδοση του Χριστιανισμού. Η Βίβλος ήταν σε ευρεία χρήση στις διάφορες εκκλησίες και ανάμεσα στους πιστούς, όχι σε μορφή κυλίνδρων από πάπυρο (που επιπλέον ήταν φορείς και των "ειδωλολατρικών" συγγραμμάτων), αλλά σε περγαμηνούς κώδικες. Έτσι μπορούσε να διαβάζεται με μεγαλύτερη ευκολία το κείμενο και δεν χρειαζόταν να ξετυλίξει κανείς πολλά μέτρα παπύρου για να βρει ένα χωρίο. Αυτό ήταν άλλωστε ένα από τα μεγάλα προβλήματα του κυλίνδρου: ο έλεγχος των παραπομπών ήταν δύσκολος, καθώς σε πολλές περιπτώσεις έπρεπε να ξετυλιχτεί ολόκληρος ο κύλινδρος, ενώ η συνεχής χρήση του έφθειρε το υλικό. Εύκολα κατανοεί κανείς για ποιο λόγο οι συγγραφείς συνήθιζαν να αντλούν τα μετρικά ή γραμματικά παραδείγματά τους από τους πρώτους μόνο στίχους των συγγραφέων της κλασικής γραμματείας.
Ο κώδικας, αντίθετα, πιο εύκολος στην ανάγνωση, δεν απασχολούσε και τα δύο χέρια για να ξετυλιχθεί, ενώ μπορούσε να τοποθετηθεί πάνω σε αναλόγιο ώστε να μην κρατιέται με τα χέρια. Είχε μεγαλύτερη αντοχή και διάρκεια από τον κύλινδρο (που, όπως ελέχθη, καταστρεφόταν ευκολότερα με το συνεχές ξετύλιγμα και τύλιγμα), επέτρεπε τη χρήση ενός στερεού δεσίματος που τον προστάτευε και προσφερόταν καλύτερα για διακόσμηση με μικρογραφίες ή κοσμήματα. Επιπλέον, κάθε φύλλο μπορούσε να γραφτεί και στις δύο πλευρές, με σημαντική οικονομία υλικών γραφής και χώρου για τη φύλαξή του, ενώ μπορούσε να ξεπλυθεί και να ξαναγραφτεί.
Για δύο περίπου αιώνες, ο πάπυρος και η περγαμηνή είχαν τη μορφή είτε του κυλίνδρου είτε του κώδικα και μόνο από τα τέλη του 4ου αιώνα και μετά επικράτησε κατά τρόπο οριστικό η περγαμηνή διπλωμένη σε τεύχη.
Το πέρασμα από τον κύλινδρο στον κώδικα είχε ως συνέπεια ολόκληρη η αρχαία λογοτεχνία να μεταφερθεί σταδιακά από τους κυλίνδρους σε κώδικες, γεγονός που απετέλεσε την πρώτη κρίσιμη δοκιμασία της κλασικής λογοτεχνίας. Η διαδικασία αυτή στάθηκε αιτία να χαθούν αρκετά κείμενα, είναι όμως δύσκολο να υπολογιστούν ή να εντοπιστούν οι απώλειες αυτές. Πολλές φορές, αν συνέβαινε να μην είναι πρόχειροι μερικοί από τους κυλίνδρους που αποτελούσαν το πολύτομο έργο κάποιου συγγραφέα, ήταν ενδεχόμενο οι τόμοι που έλειπαν να μη βρεθούν ποτέ και έτσι το έργο του συγγραφέα να μείνει για πάντα λειψό.
Η κατασκευή του Κώδικα
Η μορφή του κώδικα είχε δύο βασικούς τύπους:
- τους κώδικες που αποτελούνταν από ένα μόνο τεύχος με πολλά φύλλα, τα οποία διπλώνονταν στη μέση και κατόπιν δένονταν (σαν τα σημερινά σχολικά τετράδια),
- τους κώδικες που αποτελούνταν από περισσότερα συνενωμένα τεύχη, τα οποία είχαν κάθε φορά διαφορετικό αριθμό φύλλων διπλωμένων στα δύο. Συνήθως τα τεύχη απαρτίζονταν από τέσσερα δίφυλλα και από το γεγονός αυτό προέρχεται η ονομασία τετράς / τετράδιο. Κάθε τετράδιο είχε οκτώ φύλλα και δεκαέξι σελίδες, αν και υπήρχαν χειρόγραφα που απαρτίζονταν από δίφυλλα, τρίφυλλα, πεντάφυλλα ή και εξάφυλλα τεύχη. Καθώς όλα τα τεύχη του ίδιου κώδικα είχαν συνήθως ίσο αριθμό φύλλων, το γεγονός αυτό επιτρέπει σήμερα στους ειδικούς να προσδιορίσουν τυχόν απώλειες φύλλων ενός κώδικα.
Μετά τη συγκρότηση των τευχών, ακολουθούσε η χαράκωση της περγαμηνής με τη δημιουργία κάθετων και οριζόντιων γραμμών, που καθόριζαν το χώρο της κάθε στήλης κειμένου και των περιθωρίων, δηλ. την ακριβή επιφάνεια μέσα στην οποία ο αντιγραφέας έπρεπε να περιορίσει τη γραφή, τα σχόλια και τους τίτλους. Στους περισσότερους κώδικες κάθε φύλλο περιελάμβανε μία ή δύο στήλες κειμένου και, κατ' εξαίρεση, τρεις ή τέσσερις.
Το γράψιμο του κώδικα κανονικά γινόταν πριν από τη βιβλιοδεσία. Ο γραφέας, προτού ξεκινήσει την εργασία του, έπρεπε να υπολογίσει με βάση το κείμενο τη γραφική του ύλη και να τη διατάξει κατά τεύχη. Ο αριθμός των φύλλων ανά τεύχος έπρεπε να καθορίζεται από πριν, διότι μετά το ξεκίνημα του γραψίματος ήταν πλέον αδυνατό να μεταβληθεί ο αριθμός των σελίδων.
Συχνά στους κώδικες βρίσκουμε αρίθμηση των σελίδων, συνήθως στο μέσον του άνω άκρου της σελίδας. Αρχικά πιστευόταν ότι η αρίθμηση αυτή γινόταν για τον προσανατολισμό του γραφέα. Η έρευνα όμως έδειξε ότι σε πολλές περιπτώσεις η σελιδαρίθμηση έγινε μετά το δέσιμο του κώδικα, το οποίο σημαίνει ότι ο κύριος σκοπός της ήταν η διευκόλυνση του αναγνώστη, ώστε να βρίσκει γρηγορότερα και ευκολότερα κάποιο χωρίο του κειμένου.
Αντίθετα προς τους παπύρινους κυλίνδρους που εξωτερικά ήταν απροστάτευτοι, ο κώδικας είχε στερεό κάλυμμα. Η εύρεση δεκατριών παπύρινων κωδίκων του 4ου αιώνα με κείμενα Γνωστικών, που βρέθηκαν το 1945/1946 κοντά στο Nag Hammadi (Ναγκ Χαμαντί) στην Αίγυπτο, πλούτισαν τις γνώσεις των ειδικών για τα περικαλύμματα των κωδίκων. Στην απλούστερη μορφή τους ακολουθούσαν ένα σχήμα από δύο λεπτές ορθογώνιες ξύλινες πλάκες, οι οποίες συγκρατούνταν με ένα επικολλημένο δερμάτινο λουρί, που σχημάτιζε τη ράχη του βιβλίου. Οι πλάκες αυτές, επενδεδυμένες με δέρμα, συχνά έφεραν κοσμήματα και παραστάσεις.
Το μέγεθος του κώδικα, για όσο διάστημα το υλικό γραφής ήταν η περγαμηνή, ποίκιλλε, καθώς το δέρμα του ζώου μπορούσε να είναι σε διάφορα μεγέθη και από αυτό έκοβαν τα μεμονωμένα φύλλα και σχημάτιζαν τα τεύχη στο μέγεθος που ήθελαν. Δίπλα σε κώδικες με μεσαίο ή μεγάλο σχήμα υπάρχουν ακόμη και μικροσκοπικοί, όπως ο κώδικας του Μάνεντα (Manicodex) του Πανεπιστημίου της Κολωνίας (4ος- 6ος αι.) με διαστάσεις 4,5 x 3,8 εκ. που περιγράφει τη ζωή του Πέρση ιδρυτή της θρησκείας του μανιχαϊσμού, Μάνη. Ο Αλεξανδρινός Κώδικας (Codex Alexandrinus), μια Βίβλος του 5ου αι., που αρχικά περιείχε τουλάχιστον 1640 σελίδες, έχει σελίδες διαστάσεων 26,4 Χ 31,6 εκ., ενώ του Σιναϊτικού κώδικα (Codex Sinaiticus) έχουν διαστάσεις 35 Χ 40 εκ.
Όταν η διάδοση του χαρτιού ως γραφικής ύλης άρχισε να επικρατεί, οι διαστάσεις έγιναν πιο συγκεκριμένες. Το μεγαλύτερο σε μέγεθος φύλλο, που το έλεγαν αυτοκρατορικό, είχε διαστάσεις 70 x 50 εκατοστά. Τα φύλλα που προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν σε βιβλία είχαν συνήθως διαστάσεις 56 x 44 εκατοστά. Ανάλογα με το δίπλωμα του φύλλου, προέκυπταν βιβλία με τις παρακάτω διαστάσεις:
Ονομασία | Τεχνική | Διαστάσεις φύλλου |
---|---|---|
εις φύλλον (in folio) | διπλ. στη μέση | 44x28 εκ. |
εις τέταρτον (in quarto) | διπλ. στα τέσσερα | 28x22 εκ. |
εις όγδοον (in octavo) | διπλ. στα οκτώ | 22x14 εκ. |
Μετά την τελειοποίηση των μηχανημάτων χαρτοποιίας, οι διαστάσεις αυτές έπαψαν να είναι σταθερές και ίσχυαν μόνο κατά προσέγγιση. Παρ' όλα αυτά, ως τα τέλη του 19ου αιώνα για την περιγραφή του μεγέθους των χειρογράφων χρησιμοποιούσαν στους καταλόγους τις παραπάνω εκφράσεις (in folio, in quarto κ.λπ.) αν το μέγεθος του κώδικα πλησίαζε τα παραπάνω μεγέθη.
Όσον αφορά στην εικονογράφηση των κωδίκων, παρατηρούμε διαφορετική αντιμετώπιση ανάμεσα στα λογοτεχνικά κείμενα και στα φυσιογνωστικά, μαθηματικά και τεχνολογικά έργα. Aνάμεσα στα διασωθέντα χειρόγραφα, ο αριθμός των εικονογραφημένων δειγμάτων της καλλιτεχνικής γραμματείας είναι πολύ μικρός και πρέπει να αποτελούσαν μάλλον εξαίρεση. Στις εξαιρέσεις αυτές ανήκουν και οι πολυτελείς κώδικες που τοποθετούνται χρονικά στο τέλος της Αρχαιότητας. Προφανώς, σε ένα τέτοιο κείμενο δινόταν προτεραιότητα στη φαντασία του αναγνώστη, που ήταν και είναι απαραίτητη, εντελώς διαφορετικά από ό,τι συμβαίνει σε έργα επιστημονικού χαρακτήρα, που σε πολλές περιπτώσεις χρειάζονται τις εικονογραφίες για την καλύτερη κατανόηση του περιεχομένου.
Βιβλιογραφία
- B. L. Ullman, Ancient Writing and Its Influence, Longmans: Green, 1932
- E. G. Turner, Ελληνικοί πάπυροι-Εισαγωγή στη μελέτη και τη χρήση των παπυρικών κειμένων, Αθήνα: ΜΙΕΤ 1981
- Β. Μανδηλαράς, Πάπυροι και Παπυρολογία, Αθήνα 1994 (2η έκδοση)
- Elpidio Mioni, Εισαγωγή στην Ελληνική Παλαιογραφία, Αθήνα: ΜΙΕΤ 1985
- Heinz-Gunther Nesselrath, Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία-Τόμος Α', Αθήνα: Παπαδήμας 1997
- Horst Blanck, Το βιβλίο στην αρχαιότητα, Αθήνα: Παπαδήμας 1994
- L.D.Reynolds & N.G.Wilson, Αντιγραφείς και Φιλόλογοι, Αθήνα: ΜΙΕΤ 1981
- Paul Harvey, The Oxford Companion to Classical Literature, Clarendon Press 1937