Χαρτί
Το Χαρτί είναι υλικό αποτελούμενο κυρίως από φυτικές ίνες ή από τμήματα φυτικών ινών διαπλεγμένα ή συμπιεσμένα σε συνεκτικό ενιαίο σύνολο, διαμορφωμένο σε λεπτά και ξηρά φύλλα, που χρησιμοποιείται ιδίως για γραφή και εκτύπωση, αλλά και για ποικίλες άλλες χρήσεις όπως περιτύλιγμα, υλικό συσκευασίας, αποτύπωση φωτογραφιών, διήθηση διαφόρων υγρών κ.ά.
Περιεχόμενα
Σύγχρονη επεξεργασία
Η πρώτη ύλη για την κατασκευή του χαρτιού, είναι όλα εκείνα τα υλικά που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του ινώδους εναιωρήματος, που μετά την κατάλληλη επεξεργασία (καθαρισμό, εξευγενισμό, διύλιση) εισάγεται στην χαρτοποιητική μηχανή η οποία με την προσθήκη βοηθητικών προϊόντων παρασκευάζει τα διάφορα είδη χαρτιού.
Για το εναιώρημα, χρειάζεται καταρχάς νερό, και ανάλογα με την ποιότητα και τον τύπο χαρτιού που θα παραχθεί, χρησιμοποιούνται ίνες κυτταρίνης (φυτικές ίνες που περιέχονται στο βαμβάκι, το λινάρι, την κάνναβη, το ξύλο), διάφοροι χαρτοπολτοί (από κομμάτια υφάσματος ή ξυλοπολτός), ορυκτές ή και τεχνητές ίνες. Κατά τη διαδικασία παραγωγής, τα υλικά απαλλάσσονται πρώτα από τις ακαθαρσίες, ακολουθεί η βελτίωση των ιδιοτήτων τους με διάφορες χημικές κατεργασίες (εξευγενισμός), προστίθενται τα βοηθητικά προϊόντα (ρητίνη, ζωικές κόλλες, άμυλο, καολίνη, ταλκ) και διυλίζονται λίγο πριν εισαχθούν στην χαρτοποιητική μηχανή. Το ινώδες εναιώρημα, εκχέεται στην υφασμάτινη επιφάνεια μιας κυλιόμενης ταινίας όπου αποστραγγίζεται και οδηγείται στο ξηραντήριο. Η μηχανή, στο άκρο εξόδου της, οδηγεί την παραγόμενη χάρτινη ξηρή ταινία σε ειδικές μηχανές που την μετατρέπουν σε πηνία (τυλίγοντάς τη σε κυλίνδρους) ή σε κοπτικό εργαστήριο που δημουργεί φύλλα προτύπων διαστάσεων, για να καταλήξει κατόπιν στο εμπόριο.
Ιστορία
Μια κινεζική εφεύρεση
Κατά παράδοση, οι Κινέζοι χρονολογούν την εφεύρεση του χαρτιού στα 105 μ.Χ., όταν ο Τσάι Λουν, μεγάλος αξιωματούχος της Αυλής, εξέφρασε την έμπνευση του στον αυτοκράτορα Χο-Τι της δυναστείας των Χαν και κατόπιν, κατασκεύασε χαρτί από υλικά όπως ο φλοιός των δέντρων, ίνες από κάνναβη, παλιά κουρέλια και κομμάτια μετάξι, που τα πολτοποιούσε σφυροκοπώντας τα μέσα στο νερό, έχυνε μετά τον πολτό επάνω σε μια πλάκα και το φύλλο που γινόταν έτσι το άφηνε να στεγνώσει στον ήλιο. Αν και πολλοί θεωρούν ότι η ακριβής αυτή χρονολογία ανήκει στην περιοχή του θρύλου, αφού μια τέτοια εφεύρεση δεν μπορεί παρά να ήταν επιστέγασμα μακρόχρονης εμπειρίας, ωστόσο, οι ανακαλύψεις του αρχαιολόγου Aurel Stein τείνουν να επιβεβαιώσουν την αρχαία αυτή παράδοση. Ο Stein, σε ένα πύργο του Σινικού Τείχους, βρήκε το 1907 ένα κιβώτιο που περιείχε εκτός άλλων, εννέα επιστολές γραμμένες σε χαρτί. Σύμφωνα με τους ειδικούς, κανένα από τα έγγραφα του κιβωτίου δεν ήταν μεταγενέστερο από το έτος 137.
Είναι αδύνατο να υπολογιστεί πόσο σύντομα το νέο υλικό μπήκε σε κυκλοφορία. Μολονότι κάποια κομμάτια χαρτί μπορούν ίσως να χρονολογηθούν στο 2ο μ.Χ. αιώνα, μπορεί να διατυπωθεί η υπόθεση ότι το χαρτί κυριάρχησε στον 3ο και 4ο αιώνα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το ξύλο και το μετάξι ως γραφικές ύλες, ήταν τελείως απαρχαιωμένα εκείνη την εποχή.
Πάντως, η τεχνοτροπία παρασκευής του χαρτιού φυλάχθηκε με επιτυχία στην Άπω Ανατολή επί 600, περίπου, χρόνια.
Οι Άραβες γνωρίζουν το χαρτί
Όλα ξεκίνησαν το 751, κατά τη διάρκεια της κατάκτησης του Τουρκεστάν. Σε μάχη μεταξύ Αράβων και Κινέζων, οι Άραβες συνέλαβαν αιχμαλώτους στην Σαμαρκάνδη (πρωτεύουσα ομώνυμης επαρχίας στη Δημοκρατία του Ουζμπεκιστάν) δύο Κινέζους στρατιώτες, χαρτοποιούς στο επάγγελμα και με τη βοήθεια τους, ο κυβερνήτης της Βαγδάτης ίδρυσε μια χαρτοποιία στον τόπο της σύλληψής τους, μέρος κατάλληλο επειδή είχε αρκετό νερό, και ήταν πλούσιο σε καλλιέργειες λιναριού και κάνναβης, που αποτελούσαν την πρώτη ύλη κατασκευής. Το αρχαιότερο χρονολογημένο αραβικό χειρόγραφο σε χαρτί είναι του 866.
Πολύ γρήγορα το χαρτί έγινε πολύτιμο και περιζήτητο εμπόρευμα σε όλες τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Αμέσως ιδρύθηκαν άλλες βιομηχανίες χαρτοποιίας στο Χαλέπι, στη Δαμασκό και σε άλλες μουσουλμανικές πόλεις. Από το όνομα μιας από τις πόλεις αυτές, η νέα ύλη γραφής ονομάστηκε συχνά βαμβύκινος, γεγονός που μπορεί να ερμηνευτεί ικανοποιητικά μόνο αν συσχετίσουμε τη λέξη με την πόλη Βαμβύκη στα δυτικά του Ευφράτη, ανάμεσα στην Αντιόχεια και στην Έδεσσα, που ήταν ίσως κέντρο εισαγωγής ή διάδοσης του αραβικού χαρτιού. Η μορφή "βαμβύκινος" ως χαρτί από βαμβάκι, που θεωρήθηκε ανατολικού τύπου, σε αντίθεση προς το χαρτί από ύφασμα, το δυτικού τύπου, φαίνεται ότι είναι μύθος, ενισχυμένος από την ύπαρξη της ελληνικής λέξης βαμβάκων. Πιστεύεται, μάλιστα ότι το χαρτί, σε κάθε περίπτωση, φτιαχνόταν κυρίως από ύφασμα, και η λεγόμενη ανατολική κατασκευή διέφερε από τη δυτική, μόνο ως προς την ύλη που χρησιμοποιούνταν για το κόλλημα. Μόνο με αυτή την έννοια μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει τους χαρακτηρισμούς, συνήθεις στους καταλόγους των χειρογράφων, βαμβύκινος (ανατολικής κατασκευής) και χαρτώος (δυτικής).
Τελικά, η παρασκευή του χαρτιού διαδόθηκε σύντομα στη Μικρά Ασία, και από εκεί στη Βόρεια Αφρική, στη Σικελία και τον 12o αιώνα έφτασε στην Ισπανία, ακολουθώντας τις αραβικές κατακτήσεις. Κατά τον 14o αιώνα όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές χώρες διέθεταν εγκαταστάσεις παραγωγής χαρτιού.
Το χαρτί σε Ανατολή και Δύση
Οι εχθροπραξίες ανάμεσα σε Άραβες και Βυζαντινούς ενδέχεται να είχαν δυσμενή αντίκτυπο στο εμπόριο, δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι από τότε, η χρήση του χαρτιού πέρασε στο Βυζάντιο. Βέβαια, οι σημαντικές συνέπειες της νέας άφιξης δεν έγιναν αμέσως αισθητές. Οι αρχαιότερες αναφορές που έχουν επισημανθεί για τα βαμβύκινα, σε αντίθεση προς τις περγαμηνές, ανάγονται στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα και τις βρίσκουμε στο έργο "Διάταξη", του ιστορικού Μιχαήλ Ατταλειάτη και στην αρχή του επόμενου αιώνα, στο "Τυπικόν" της αυτοκράτειρας Ειρήνης Κομνηνής (Δούκαινας). Οπως φαίνεται, στα αυτοκρατορικά έγγραφα, το χαρτί άρχισε να χρησιμοποιείται από τα μέσα του ενδέκατου αιώνα και πέρα. Το αρχαιότερο βυζαντινό έγγραφο σε χαρτί είναι το χρυσόβουλο του Κωνσταντίνου Μονομάχου για τη Μονή Μεγίστης Λαύρας, του Ιουνίου 1052.
Το χαρτί που εισάχθηκε από τις αραβικές χώρες χρησιμοποιήθηκε πριν από τα τέλη του 11ου αιώνα από τη γραμματεία των Νορμανδών βασιλέων της Σικελίας κατά μίμηση της αραβικής γραμματείας. Κατόπιν, γύρω στα μέσα του 12ου αιώνα, χρησιμοποιήθηκε στη Γένοβα, εξαιτίας των σχέσεων της πόλης αυτής με τον βυζαντινό κόσμο, που χρησιμοποιούσε εκτεταμένα, από έναν αιώνα περίπου το χαρτί αραβικής κατασκευής. Έπειτα επιβάλλεται το ισπανικό χαρτί, λιγότερο ωραίο από το αυθεντικό αραβικό χαρτί, αλλά πιο προσιτό και πιο φτηνό. Τέλος, οι Ιταλοί κατασκευάζουν οι ίδιοι χαρτί, με τις πρώτες επιτυχημένες προσπάθειες να γίνονται στην περιοχή της Γένοβας γύρω στο 1210 και αργότερα στο Φαμπιάνο.
Στο διάστημα των πέντε αιώνων που ακολούθησαν την κατασκευή χαρτιού από τους Αραβες στην Ανατολή, η παραγωγή του χαρτιού αυξήθηκε και συστηματοποιήθηκε στην Ανατολή και στη Δύση. Από τα μέσα του 13ου αιώνα, εισρέουν στο Βυζάντιο και οι δύο γνωστοί τύποι χαρτιού, ο ανατολικός και ο δυτικός, με αποτέλεσμα η πνευματική παραγωγή να έχει πλέον στη διάθεση της μια φθηνή ύλη γραφής.
Μετά το Φαμπριάνο, ιδρύθηκαν και σε άλλες πόλεις της Ιταλίας εργοστάσια χαρτοποιίας. Από εκεί προμηθευόταν χαρτί η Γερμανία μέχρι τις αρχές του 14ου αιώνα, οπότε ίδρυσε δικά της εργοστάσια, εγκαταστημένα συνήθως μέσα σε υδρόμυλους, όπου χρησιμοποιούνταν η κινητήρια δύναμη του νερού για την παρασκευή της χαρτομάζας. Το 14ο αιώνα μεγάλος αριθμός εργοστασίων χαρτοποιίας υπάρχει στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία, Ελβετία. Κατά το 15ο αιώνα η Αγγλία που προμηθευόταν χαρτί από τη Γαλλία και Ιταλία απέκτησε δική της χαρτοβιομηχανία.
Επεξεργασία και κατασκευή
Για την κατασκευή χαρτιού πολτοποιούσαν μέσα σε νερό την πρώτη ύλη (λινό, βαμβάκι, άχυρο, ξύλο) και για τη λείανση, χρησιμοποιούσαν έναν χειροκίνητο μύλο με ξύλινους κόπανους. Προς το τέλος του 13ου αιώνα, στο Φαμπιάνο της Ιταλίας τη δύναμη του νερού για να κινούν μεταλλικά έμβολα για την πολτοποίηση του βρεγμένου υλικού.
Κατόπιν, τοποθετούσαν τον πολτό μέσα σ' έναν κάδο ενώ οι τεχνίτες κρατούσαν ένα καλούπι (ένα είδος δίσκου με συρμάτινο πλέγμα στη βάση του) το οποίο ρύθμιζε το μέγεθος και τις άκρες του χαρτιού. Βύθιζαν το καλούπι μέσα στον πολτό και το έβγαζαν κατόπιν με την επιφάνεια προς τα επάνω. Ο πολτός που περίσσευε στράγγιζε από το πλέγμα. Κουνούσαν το καλούπι για να στρώσει καλά ο πολτός πάνω στο πλέγμα, ενώ ο τεχνίτης έβγαζε το ξύλινο πλαίσιο και έδινε το καλούπι σ' έναν άλλο εργάτη που έβαζε το χαρτί με το καλούπι πάνω σε μια στίβα από μάλλινα υφάσματα (κετσέδες). Περίμενε ώσπου το χαρτί να ξεραθεί αρκετά και το έβγαζε κατόπιν από το καλούπι και το τοποθετούσε πάνω στα υφάσματα, βάζοντας από πάνω ένα άλλο φύλλο κετσέ και συνέχιζαν την ίδια δουλειά ώσπου να στιβάξουν περίπου 100 φύλλα χαρτιού, που το κάθε φύλλο έμπαινε ανάμεσα σε δυο φύλλα κετσέ.
Μετέφεραν κατόπιν τη στίβα του υγρού χαρτιού και τα υφάσματα για να τα περάσουν από πιεστήριο. Στέγνωναν το χαρτί, που το κρεμούσαν συνήθως σε λεπτά τρίχινα σχοινιά. Βουτούσαν στο τέλος ένα ένα τα φύλλα χαρτιού σε μια διάλυση ζελατίνας από οπλές, κέρατα και δέρματα ζώων. Στέγνωναν και πάλι το χαρτί και η σκληρή και αδιάβροχη επιφάνεια του γινόταν κατάλληλη για το γράψιμο με φτερό χήνας.
Η επιφάνεια αυτή αν και δεν ήταν καθόλου κατάλληλη για την τυπογραφία κατά τον κινέζικο τρόπο, στον οποίο χρησιμοποιούσαν ξύλινα στοιχεία, εντούτοις ανακάλυψαν ότι αν χρησιμοποιούσαν μεταλλικά στοιχεία και χειροκίνητη πρέσα θα μπορούσαν να τυπώνουν και τις δυο όψεις του χαρτιού. Η εφεύρεση αυτή, που άφησε εποχή, οφείλεται εν μέρει στον Ιωάννη Γουτεμβέργιο (1400–1468), τον Γερμανό που θεωρείται ως εφευρέτης της τυπογραφίας με κινητά στοιχεία. Είναι γεγονός ότι η ανακάλυψη της τυπογραφίας επηρέασε σημαντικά την παραγωγή χαρτιού.
Μέχρι και το 18ο αιώνα οι μέθοδοι παρασκευής χαρτιού παρέμειναν οι ίδιες, οι πρώτες ύλες όμως δεν επαρκούσαν και έτσι οι έρευνες στράφηκαν προς άλλες κατευθύνσεις για την ανακάλυψη νέων υλών για την παρασκευή χαρτιού, αλλά και για τη μηχανική παρασκευή του γιατί μέχρι τότε το χαρτί παρασκευαζόταν με το χέρι και η βραδεία αυτή μέθοδος ήταν οικονομικά ασύμφορη.
Το 1765 ο ιερωμένος Σαίφρερ, συνέστησε τη χρησιμοποίηση του ξύλου για την κατασκευή χαρτοπολτού. Πολλές νέες μέθοδοι παρασκευής χαρτοπολτού αναπτύχθηκαν στη συνέχεια, οι οποίες αντικατέστησαν τις παλιές μεθόδους.
Οι μέθοδοι αυτοί διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
- η πρώτη αφορούσε στο διαχωρισμό των ινών και των τεμαχίων ξύλων με τη βοήθεια μηχανικών μέσων.
- Στη δεύτερη μέθοδο το ξύλο εμβαπτιζόταν μέσα σε χημικά διαλύματα.
Ο ξυλοπολτός, που κατασκευαζόταν με μηχανικά μέσα, περιείχε όλα τα συστατικά του ξύλου και έτσι δεν ήταν κατάλληλος για την παρασκευή χαρτιού λευκού και μεγάλης αντοχής. Αντίθετα, ο χημικός χαρτοπολτός χρησιμοποιήθηκε με ικανοποιητικά αποτελέσματα για την παρασκευή χαρτιού λευκού, μεγάλης διάρκειας και αντοχής σε όλες τις χρήσεις.
Η πρώτη μηχανή παρασκευής χαρτιού επινοήθηκε το 1798 από το Γάλλο Nicholas Louis Robert, με πλέγμα κινούμενο με ιμάντα, το οποίο παραλάμβανε το χαρτοπολτό και σχημάτιζε ένα συνεχές φύλλο υγρού χαρτιού που διερχόταν από ένα ζεύγος κυλίνδρων όπου συμπιεζόταν για την αποστράγγιση του νερού. Η αρχή των σημερινών χαρτοποιητικών μηχανών βασίζεται στη μηχανή του Ρομπέρ (Robert). Μεγάλη ώθηση, όμως, έλαβε η χαρτοποιητική μηχανή από τους Άγγλους μηχανικούς αδελφούς Fourdrinier (Φουρντινιέρ) τo 1807, οι οποίοι παρουσίασαν ένα βελτιωμένο τύπο. Δυο χρόνια αργότερα, ο Άγγλος Ντίκινσον (Dickinson) ανακάλυψε μια χαρτοποιητική κυλινδρική μηχανή, τον πρόδρομο των σημερινών χαρτοποιητικών μηχανών.
Σχετικά άρθρα
Βιβλιογραφία
- Elpidio Mioni, Εισαγωγή στην Ελληνική Παλαιογραφία, ΜΙΕΤ, 1985
- L.D.Reynolds & N.G.Wilson, Αντιγραφείς και Φιλόλογοι, ΜΙΕΤ, 1981
- Michael Loewe, Η Καθημερινή Ζωή στην Πρώιμη Αυτοκρατορική Κίνα, Παπαδήμας, 1990
- Paul Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, ΜΙΕΤ, 2001, 3η έκδ.
- Ε.Ρ.Τσάμπερλιν, Η Καθημερινή Ζωή στην Αναγέννηση, Παπαδήμας, 1988
- Μάρτζορι Ρόουλιν, Η Καθημερινή Ζωή στο Μεσαίωνα, Παπαδήμας, 1992
- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Larousse-Britannica, λήμμα: Χαρτί
- Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ, λήμμα: Χαρτί