Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Οικουμενικές Σύνοδοι"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Η "Εν Αγία Σοφία" Η΄ Οικουμενική Σύνοδος)
(Επτά + Δύο)
Γραμμή 72: Γραμμή 72:
 
Κατά συνέπεια, ο όρος ''Καισαροπαπισμός'' ''"έχει απορριφθεί από τους περισσότερους μελετητές ως παραπλανητική και ανακριβής ερμηνεία της [[Βυζάντιο|Βυζαντινής]] πολιτικής πραγματικότητας"''<ref>Στο πρωτότυπο: ''"The term has been rejected by most scholars as a misleading and inaccurate interpretation of Byz. political reality."'' (Aristeides Papadakis-Alexander Kazhdan, "Caesaropapism", ''The Oxford Dictionary of Byzantium'', Ed. Alexander P. Kazhdan, Oxford University Press, 1991).</ref>.
 
Κατά συνέπεια, ο όρος ''Καισαροπαπισμός'' ''"έχει απορριφθεί από τους περισσότερους μελετητές ως παραπλανητική και ανακριβής ερμηνεία της [[Βυζάντιο|Βυζαντινής]] πολιτικής πραγματικότητας"''<ref>Στο πρωτότυπο: ''"The term has been rejected by most scholars as a misleading and inaccurate interpretation of Byz. political reality."'' (Aristeides Papadakis-Alexander Kazhdan, "Caesaropapism", ''The Oxford Dictionary of Byzantium'', Ed. Alexander P. Kazhdan, Oxford University Press, 1991).</ref>.
  
==Οι Εννέα Οικουμενικές Σύνοδοι==
+
==Οι Οικουμενικές Σύνοδοι==
 +
Επτά είναι οι αναγνωρισμένες Οικουμενικές Σύνοδοι, όπως αναφέρονται και περιγράφονται στα εγχειρίδια [[Κανονικό δίκαιο|κανονικού δικαίου]]<ref>Βλ. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, ''Κανονικόν Δίκαιον'', έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 37-39.</ref> ή στις αναγνωρισμένες συλλογές Ιερών Κανόνων<ref>Βλ. Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, ''Σύνταγμα των θείων και Ιερών κανόνων'', τόμ. Β', Αθήνησιν 1852, σελ. 113.165.192.216.292.293.295.555 / Νικοδήμου Αγιορείτου, ''Πηδάλιον'' (ακριβής ανατύπωσις της γ' εκδόσεως του 1864), εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 763.</ref>.
  
Οι κατωτέρω εννέα Οικουμενικές Σύνοδοι, δημοσιεύτηκαν ως ρωμαϊκοί νόμοι υπογεγραμμένοι από τον Αυτοκράτορα αφού προηγουμένως τα πρακτικά τους υπογράφτηκαν από τους πέντε ρωμαίους Πατριάρχες, τους Μητροπολίτες και επισκόπους τους. Ο Αυτοκράτορας συγκαλούσε αυτές τις Οικουμενικές Συνόδους σε συνεργασία με τα Πέντε Ρωμαϊκά Πατριαρχεία της α) Πρεσβυτέρας Ρώμης, β) Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης, γ) Αλεξανδρείας, δ) Αντιοχείας, στα οποία προστέθηκε το 451 ε) των Ιεροσολύμων. Εξαιρείται η Ένατη Οικουμενική Σύνοδος του 1341 που τα πρακτικά της προσυπέγραψαν μόνο τέσσερις ρωμαίοι Πατριάρχες και επικύρωσε ο ρωμαίος αυτοκράτορας. Απουσίαζε τώρα το Πατριαρχείο της Πρεσβυτέρας Ρώμης που εν τω μεταξύ είχε καταληφθεί βίαια από τους Φράγκους, Λογγοβάρδους, και Γερμανούς με τη βοήθεια των Νορμανδών. Μία σφοδρή επίθεση που ξεκίνησε το 983 και ολοκληρώθηκε το 1009 - 1046. Μετά το 1045 οι Πάπες της Ρώμης εκτός του Βενέδικτου του 10ου (1058-9), δεν ήσαν πλέον Ρωμαίοι αλλά μέλη της φραγκολατινικής αριστοκρατίας που είχε υποδουλώσει τον ρωμαϊκό πληθυσμό.
+
Παρ όλ' αυτά, θέμα αναγνώρισης και άλλων, πέρα των επτά Οικουμενικών Συνόδων, υπάρχει και συζητείται εδώ και αιώνες στους κόλπους της ορθόδοξης Εκκλησίας. Επάνω στο ζήτημα αυτό, ο καθηγητής [[Παναγιώτης Τρεπέλας]], έχει κάνει μια σύντομη, συνολική τοποθέτηση:
 +
<div style="font-family: Palatino Linotype;">
 +
:«Σύνοδοι οικουμενικαί αναγνωρίζονται υπό της καθ' ημάς Εκκλησίας επτά. Εσημειώθησαν εν τούτοις και επί μέρους γνώμαι, καθ' ας και εις άλλας συνόδους δέον να αποδοθή το κύρος της οικουμενικής. Ούτως ως ογδόην Οικουμενικήν Σύνοδον εθεώρησαν την αποκληθείσαν Πρωτοδευτέραν Σύνοδον, την εν έτει 861 υπό του Φωτίου συγκληθείσαν, αυτός δε ο Φώτιος παρετήρησεν, ότι η Εκκλησία τους κανόνας αυτής «τοις τών αδελφών συνόδων κανόσι συνέταξε». (Pitra, Juris ecclesiast. Graecorum historia et monumenta τομ. II σελ. 449), καθώς και ο Βαλσαμών (εις τον πρώτον κανόνα της εν Κων)λει συνόδου, Migne 137, 1004) και ο Βλάσταρις (εν Συντάγματι αλφαβητική Migne 144, 992) και άλλοι τινές. Αλλά και η υπό του Φωτίου εν έτει 879-880 συγκληθείσα εις τας οικουμενικάς συνόδους εντάσσεται υπό του Βαλσαμώνος, Νείλου Καβάσιλα, Νείλου μητροπολίτου Ρόδου. Μακαρίου του Αγκύρας, Συμεών του Θεσσαλονίκης, Ιωσήφ του Βρυεννίου, Μάρκου του Έφεσίου, Γεωργίου του Σχολαρίου, Νεκταρίου του Ιεροσολυμίτου (πρβλ. Jugie μν. έργ. Ι σελ. 664-665). Περί ταύτης Αθανάσιος ο Πάριος εν τη Επίτομη αυτού (σελ. 48) γράφει, ότι κοινή μεν οι Χριστιανοί πάντες επτά Οικουμενικάς Συνόδους εγνώρισαν, υπάρχει όμως και ογδόη τις Οικουμενική Σύνοδος, «αλλά μόνοις τοις λογίοις γνωστή». Και εν τη κατά το έτος 1848 εκδοθείση εγκυκλίω επιστολή των τεσσάρων Πατριαρχών προς πάντας τους Ορθοδόξους (Mansi XL στήλ. 383), καθώς και εις Κατηχήσεις τινάς (Νεκταρίου Κεφάλα, Ορθόδοξος ιερά Κατήχησις, Αθήναι 1899 σελ. 181 και Βερναρδάκη Ιερά Κατήχησις, Κων)λις 1872 σελ. 41) ως ογδόη Οικουμ. Σύνοδος χαρακτηρίζεται αύτη. Ο Γεώργιος Σχολάριος κύρος οικουμενικής συνόδου αποδίδει και εις την εν Κων)λει επί Ανδρονίκου του Β' κατά του λατινόφρονος Βέκκου συγκροτηθείσαν εν έτει 1283 «αγίαν και μεγάλην σύνοδον», (Παρά Jugie μν. έργ. Ι σελ. 665). Ο δε Νείλος Μητροπολίτης Ρόδου ως ενάτην οικουμ. σύνοδον αριθμεί την επί «της βασιλείας του μακαρίτου και αοιδίμου βασιλέως κυρίου Ανδρονίκου» συγκροτηθείσαν εν έτει 1341 εξ αφορμής των Ησυχαστικών ερίδων. Οικουμενικήν εκάλεσε και την επί Μιχαήλ του Κηρουλαρίου αναθεματίσασαν τους Λατίνους εν έτει 1054 σύνοδον ο Ιώβ ο Ιασίτης (Jugie αυτόθ. σελ. 666). Εν δε τω Συντάγματι των Ι. Κανόνων Ράλλη και Ποτλή (τόμ. V σελ. 143) ονομάζεται οικουμενική σύνοδος και η εν Κων)λει εν έτει 1484 συγκληθείσα υπό τον Οικουμ. Πατριάρχην Συμεών σύνοδος, η ανατρέψασα πρώτη την εν Φλωρεντία σύνοδον. Προδήλως όμως αι γνώμαι αύται είναι όλως ατομικαί.».</div>
  
Μετά τη πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του αυτοκράτορα, το 1453 τα τέσσερα ρωμαϊκά Πατριαρχεία της Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων συνέχισαν να συγκαλούν Συνόδους με τις οποίες συνέχισαν τη παράδοση των Οικουμενικών Συνόδων. Ο μόνος λόγος που αυτές οι Σύνοδοι δεν ονομάστηκαν "Οικουμενικές" είναι απλά γιατί ο τίτλος αυτός σημαίνει "Αυτοκρατορικές" επειδή οι αποφάσεις αυτών των Συνόδων γίνονταν τμήμα του Ρωμαϊκού Δικαίου. Με άλλα λόγια οι αποφάσεις των ρωμαϊκών Συνόδων μετά το 1453 είναι τμήματα του Εκκλησιαστικού Δικαίου, αλλά όχι πλέον του αυτοκρατορικού Δικαίου. Δεν υπήρχε πλέον Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ρωμαίος αυτοκράτορας να εκδίδει ρωμαϊκούς Νόμους. Έτσι αυτές οι Εννέα Οικουμενικές Σύνοδοι ήταν ταυτόχρονα και εκκλησιαστικοί Νόμοι και ρωμαϊκοί Νόμοι. Οι Σύνοδοι που συνήλθαν μετά το 1453 είναι τμήματα του Εκκλησιαστικού Δικαίου με όχι μικρότερο κύρος από τις Οικουμενικές Συνόδους.
+
Πράγματι, αυτή φαίνεται να είναι και η συνολική εικόνα που υπάρχει σήμερα επί του ζητήματος αυτού.
  
Σήμερα που δεν υπάρχει πλέον η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, το αντίστοιχο των Οικουμενικών Συνόδων, είναι οι Πανορθόδοξες Σύνοδοι.
+
 
 +
 
 +
 
 +
Σήμερα, το αντίστοιχο των Οικουμενικών Συνόδων, είναι οι Πανορθόδοξες Σύνοδοι η σύγκληση των οποίων πρέπει να γίνει κατόπιν συμφωνίας των πατριαρχών και των προκαθημένων των επί μέρους αυτοκέφαλων Εκκλησιών<ref>Μπούμης Ι. Παναγιώτης, 'Κανονικόν Δίκαιον', έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 183.</ref>.
  
 
===Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος===
 
===Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος===
Γραμμή 118: Γραμμή 124:
 
Η ''Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος'' συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ΄ και τη μητέρα του, Αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία στη [[Νίκαια Βιθυνίας|Νίκαια]] της [[Βιθυνία|Βιθυνίας]], στο Ναό της Αγίας Σοφίας, το 787 κατόπιν αίτησης του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου. Αποφάσισε την αναστύλωση των εικόνων καταδικάζοντας την Εικονομαχία  και την ιδέα της σχηματοποίησης της αόρατης και άυλης Τριάδας. Εκεί εκφράσθηκε η θεολογία περί της εικονογράφησης του Χριστού και των Αγίων ως κάτι ορατό.
 
Η ''Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος'' συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ΄ και τη μητέρα του, Αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία στη [[Νίκαια Βιθυνίας|Νίκαια]] της [[Βιθυνία|Βιθυνίας]], στο Ναό της Αγίας Σοφίας, το 787 κατόπιν αίτησης του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου. Αποφάσισε την αναστύλωση των εικόνων καταδικάζοντας την Εικονομαχία  και την ιδέα της σχηματοποίησης της αόρατης και άυλης Τριάδας. Εκεί εκφράσθηκε η θεολογία περί της εικονογράφησης του Χριστού και των Αγίων ως κάτι ορατό.
  
===Η ''"Εν Αγία Σοφία"'' Η΄ Οικουμενική Σύνοδος===
+
==Σύνοδοι με οικουμενικό κύρος για την Ορθόδοξη Εκκλησία==
  
 +
===Η ''"Εν Αγία Σοφία"'' Σύνοδος (ως Η΄ Οικουμενική)===
 
Συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα [[Βασίλειος Α'|Βασίλειο Α΄ Μακεδόνα]] το [[879]] στην Κωνσταντινούπολη. Προήδρευσαν οι εκπρόσωποι του Πάπα [[Πάπας Ιωάννης Η΄|Ιωάννη Η΄]] ([[872]] - [[882]]) και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως [[Πατριάρχης Φώτιος Α΄|Φώτιος ο Μέγας]] ([[858]] - [[867]], [[877]] - [[886]]). Aναγνώρισε τη σύνοδο του 787, στη Νίκαια, ως έβδομη οικουμενική, επισήμανε τι ακριβώς είναι τo πρωτείο τιμής του επισκόπου Ρώμης, αποκατέστησε στο θρόνο του τον πατριάρχη Φώτιο, και αναγνώρισε το σεβασμό των κατά τόπους εθών που ακολουθούν οι Εκκλησίες. Επίσης, καταδίκασε τις Συνόδους του [[Καρλομάγνος|Καρλομάγνου]] στη [[Φραγκφούρτη]] ([[794]]) και το [[Άαχεν]] ([[809]]).
 
Συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα [[Βασίλειος Α'|Βασίλειο Α΄ Μακεδόνα]] το [[879]] στην Κωνσταντινούπολη. Προήδρευσαν οι εκπρόσωποι του Πάπα [[Πάπας Ιωάννης Η΄|Ιωάννη Η΄]] ([[872]] - [[882]]) και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως [[Πατριάρχης Φώτιος Α΄|Φώτιος ο Μέγας]] ([[858]] - [[867]], [[877]] - [[886]]). Aναγνώρισε τη σύνοδο του 787, στη Νίκαια, ως έβδομη οικουμενική, επισήμανε τι ακριβώς είναι τo πρωτείο τιμής του επισκόπου Ρώμης, αποκατέστησε στο θρόνο του τον πατριάρχη Φώτιο, και αναγνώρισε το σεβασμό των κατά τόπους εθών που ακολουθούν οι Εκκλησίες. Επίσης, καταδίκασε τις Συνόδους του [[Καρλομάγνος|Καρλομάγνου]] στη [[Φραγκφούρτη]] ([[794]]) και το [[Άαχεν]] ([[809]]).
  
===Η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος των ετών 1341-1351===
+
===Οι Σύνοδοι των ετών 1341-1351 (ως Θ΄ Οικουμενική)===
 
+
Σειρά συνόδων (1341, 1349, 1351) που έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη με αιτία τις [[Ησυχαστικές Έριδες]] και που οι αποφάσεις τους στρέφονται ''"εμμέσως...και κατά της Λατινικής Εκκλησίας"''<ref>Καρμίρης Ιωάννης, ''Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας'', τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 348.</ref>. Καταρχάς, οι λατινίζοντες ''Βαρλαάμ Καλαβρός'' και ''Ακίνδυνος'', έχοντας στρεβλή εικόνα για το πνευματικό κίνημα του [[Ησυχασμός|Ησυχασμού]], κατηγόρησαν τους ησυχαστές ως αιρετικούς, των οποίων την υπεράσπιση είχε αναλάβει ο [[Γρηγόριος Παλαμάς]]. Η [[Σύνοδος του 1341]] στην Κωνσταντινούπολη καταδίκασε τον ''Βαρλαάμ'', εκείνος ζήτησε συγγνώμη, και απογοητευμένος εγκατέλειψε τον Ελλαδικό χώρο<ref>"Βαρλαάμ Καλαβρός", λήμμα στο Ζαχαρόπουλος Νίκος, ''Επίτομο Ιστορικό-Θεολογικό Λεξικό'', University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 91.</ref>. Οι επιθέσεις όμως κατά των ησυχαστών συνεχίστηκαν και έτσι συγκλήθηκαν οι επόμενες σύνοδοι, από τις οποίες, εκείνη του 1351, ''"δύναται να λεχθή ότι...ανύψωσε την διδασκαλίαν του Γρηγορίου Παλαμά και του Ησυχασμού καθόλου εις δόγμα"''<ref>Καρμίρης, ''Τα δογματικά...'', ό.π., σελ. 352.</ref>.
Σειρά συνόδων ([[1341]],[[1349]],[[1351]]) που έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη με αιτία τις [[Ησυχαστικές Έριδες]]. Η [[Σύνοδος του 1341]] δογμάτισε για την άκτιστη Ουσία και την άκτιστη Ενέργεια του Θεού, καθώς επίσης και για τον [[Ησυχασμός|Ησυχασμό]], καταδικάζοντας τον [[Βαρλαάμ Καλαβρός|Βαρλαάμ Καλαβρό]]. Η Σύνοδος αυτή ασχολήθηκε με θεολογικά ζητήματα, συγκλήθηκε από Αυτοκράτορα, (Συνοδικός Τόμος του 1341) συμμετείχε [[Θεούμενος]] (Άγιος [[Γρηγόριος Παλαμάς]]), και οι αποφάσεις της έγιναν δεκτές από ολόκληρη την Εκκλησία. Συνεπώς και η Σύνοδος αυτή έχει αξία Οικουμενικής Συνόδου για τους [[Ορθόδοξοι|Ορθοδόξους]]. Επισης  καταδίκασε τον πλατωνικό μυστικισμό του Βαρλαάμ του Καλαβρού, ο οποίος είχε πηγή έμπνευσης τη δυτική σχολαστική θεολογία.
 
  
 
==Υποσημειώσεις==
 
==Υποσημειώσεις==

Αναθεώρηση της 19:32, 10 Αυγούστου 2008

Το παρόν είναι τμήμα σειράς άρθρων
Εισαγωγή
στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό
Ιερά Παράδοση
Αγία Γραφή
Το σύμβολο της Πίστης
Οικουμενικές Σύνοδοι
Πατέρες της Εκκλησίας
Θεία Λειτουργία
Κανόνες
Εικόνες
Η Αγία Τριάδα
Θεός Πατήρ
Ιησούς Χριστός
Το Άγιο Πνεύμα
Η Εκκλησία
Θεία Αποκάλυψη
Εκκλησιολογία
Ιστορία
Ιερά Μυστήρια
Η Ζωή στην Εκκλησία
Σημαντικές μορφές
Θεοτόκος
Απόστολοι
Τάξη των Προφητών
Αποστολικοί Πατέρες
Απολογητές
Εκκλησιαστικοί Πατέρες
'Αγιοι


Με τον τίτλο Οικουμενική Σύνοδος, αποκαλείται «η δια προσταγής Βασιλικής συναχθείσα, η περί πίστεως όρον δογματικόν εκθεμένη, η ευσεβή, και ορθόδοξα, και σύμφωνα ταις αγίαις Γραφαίς, η ταις προλαβούσαις Οικουμενικαίς διορίζουσα, ην η συμφωνία απάντων των της καθολικής Εκκλησίας Πατριαρχών και Αρχιερέων απεδέξατο, είτε δια αυτοπροσώπου παρουσίας, είτε δια τοποτηρητών ή και τούτων απόντων, δια γραμμάτων και υπογραφών αυτών»[1]. Έτσι ως Οικουμενικές Σύνοδοι χαρακτηρίζονται μεγάλες συνελεύσεις επισκόπων της Εκκλησίας απ' όλη τη χριστιανική οικουμένη, με σκοπό την κοινή συνδιάσκεψη και απόφανση επί σοβαρών δογματικών και άλλων εκκλησιαστικών ζητημάτων[2], κατά τις οποίες η υποχρεωτική συμμετοχή όλων των επισκόπων δεν κρίνεται σκόπιμη, αφού ανέκαθεν, μια τέτοια συμμετοχή δεν θεωρήθηκε "νομικώς αναγκαία και απαραίτητος"· Αρκούσε μόνο το να εκπροσωπούνται, οπωσδήποτε επαρκώς, "τα Πατριαρχεία και αι διάφοροι εκκλησιαστικαί διοικήσεις" και περιφέρειες[3].

Τα χαρακτηριστικά ιδιώματα των Οικουμενικών Συνόδων είναι τέσσερα κατά τον Δοσίθεο Ιεροσολύμων[4]:

  • Το να συναθροίζονται δια προσταγών Βασιλικών.
  • Το να γίνεται συζήτηση περί πίστεως και ακολούθως να εκτίθεται απόφαση και όρος δογματικός.
  • Το να είναι τα εκτιθέμενα δόγματα και Κανόνες ορθόδοξα και σύμφωνα με τις Γραφές και τις προλαβούσες οικουμενικές Συνόδους.
  • Το να συμφωνήσουν και αποδεχτούν πάντες οι ορθόδοξοι Πατριάρχες και αρχιερείς της Καθολικής Εκκλησίας, είτε δια αυτοπροσώπου παρουσίας των, είτε δια τοποτηρητών, είτε απόντων και δια επιστολών αυτών τις αποφάσεις της εκάστοτε συνόδου.

Για τις Οικουμενικές εκείνες συνόδους, στις οποίες προσκλήθηκαν ή συμμετείχαν μόνο ολιγομελείς αντιπροσωπίες όλων των επαρχιών ή των πατριαρχιακών θρόνων, με πρωτοβουλία της ίδιας της Οικουμενικής συνόδου, ξεκινούσε διαδικασία για την αποδοχή των αποφάσεων από την εκκλησιαστική συνείδηση, με συνοδικές επιστολές που ανακοίνωναν το περιεχόμενο τους σε όλες τις μητροπόλεις, με την προτροπή προς την Ιεραρχία, τον κλήρο και τον λαό των εκκλησιών αυτών να αποδεχθούν την ομόφωνη διακήρυξη της αλήθειας της πίστεως και τις συνοδικές αποφάσεις. Υπό το πνεύμα αυτό απορρίφθηκε από την εκκλησιαστική συνείδηση η οικουμενικότητα της ληστρικής συνόδου της Εφέσου (449) και της εικονομαχικής συνόδου της Ιερείας (754)[5].

Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η έννοια της καθολικότητας που πρέπει να περιλαμβάνουν οι αποφάσεις μιας Οικουμενικής Συνόδου, προσδιορίζεται σε δύο διαστάσεις[6]:

Καθολικότητα "εν χρόνω" και "εν τόπω" της Οικ. Συνόδου.
α) Καθολικότητα κατά βάθος ή καθέτως ή εν χρόνω: αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εκπροσωπεί όλους τους Χριστιανούς, οι όποιοι έζησαν και έδρασαν κατά τους προηγουμένους αιώνες μέσα στην Εκκλησία, και να τους εκπροσωπεί, όπως αυτοί έχουν εκφρασθεί στις αποφάσεις των προγενεστέρων Οικουμενικών Συνόδων. Άρα, κάθε μεταγενέστερη Οικουμενική Σύνοδος είναι υποχρεωμένη νά συμφωνεί μέ τίς προγενέστερες.
β) Καθολικότητα κατά πλάτος ή οριζοντίως ή εν τόπω: αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εκπροσωπεί και το σύγχρονο πλήρωμα της Εκκλησίας, το όποιο ζει σε όλα τα πλάτη της γης και βεβαίως να αναγνωρισθεί ως Οικουμενική και από το πλήρωμα της στρατευόμενης Εκκλησίας, και οι αποφάσεις της να γίνουν, ως αλάθητες, αποδεκτές (έστω σιωπηρώς) από όλη την επί γης ζώσα Εκκλησία.

Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν αυτοί που μετά από "αίτησιν εκκλησιαστικήν" συγκαλούσαν τις Οικουμενικές Συνόδους και κατ' αυτόν τον τρόπο "ο Μ. Κωνσταντίνος συνεκάλεσε την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον, ο Μ. Θεοδόσιος την Β', ο Θεοδόσιος ο μικρός την Γ', ο Μαρκιανός και η Πουλχερία την Δ', ο Ιουστινιανός Α' την Ε', ο Κωνσταντίνος Πωγωνάτος την ΣΤ', ο Ιουστινιανός Β' την Πενθέκτην και ο Κωνσταντίνος ΣΤ' μετά της Ειρήνης της Αθηναίας την Ζ'"[7].

Σκοπός των Οικουμενικών Συνόδων ήταν, μετά από εμπεριστατωμένες συζητήσεις να εκδίδουν "σύμβολα ή όρους ή τόμους ή ομολογίας και εκθέσεις, αναφερομένας εις την δογματικήν πίστιν"[8] εφόσον διάφορες αιρέσεις που εμφανίζονταν κατά καιρούς "δια της κακοδιδασκαλίας αυτών εζήτουν να διαστρέψωσι τα της Ευαγγελικής διδασκαλίας νοήματα"[9]. Επίσης, συνέτασσαν Κανόνες "αναφερομένους εις την διοίκησιν, την ευταξίαν, το πολίτευμα και τον καθόλου βίον της Εκκλησίας", οι οποίοι μάλιστα, είχαν αξία "νόμων υποχρεωτικών δια τα μέλη της Εκκλησίας και δια το Κράτος."[10].

Δεδομένου ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία, κάθε τι που προσκρούει στην Αγία Γραφή "δεν είνε δυνατόν να αποτελέση στοιχείον της ιεράς παραδόσεως και της πράξεως της Εκκλησίας"[11], οι Οικουμενικές Σύνοδοι "αποφαίνονται πάντοτε μόνον ερμηνευτικώς και...ουδέποτε αποκαλύπτουν κάτι νέον"[12], αφού η αλήθεια που αναπτύχθηκε αυθεντικά και κατοχυρώθηκε από αυτές έχει τη βάση της στην Αγία Γραφή[13]. Για τους Ορθοδόξους, η ερμηνεία αυτή των Οικουμενικών Συνόδων, είναι δεκτή ως απολύτως ορθή[14].

Από την Ανατολική Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) αναγνωρίζονται από κοινού επτά Οικουμενικές Σύνοδοι, οι οποίες συγκλήθηκαν από το 325 μ.Χ. μέχρι το 787 μ.Χ. στην Ανατολική Ρωμαϊκή επικράτεια. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, αποτελούν το ιεραρχικά ανώτατο εκκλησιαστικό σώμα, είναι δηλαδή η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και αυθεντία, που ασκεί την ανώτατη διοικητική, δικαστική και νομοθετική εξουσία. Στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η παρουσία και η κύρωση των διαταγμάτων της Συνόδου από τον Ποντίφηκα έχει θεμελιώδη σημασία.

Η αρχή των Συνόδων ανάγεται στην πρώτη εκείνη Σύνοδο τη "συγκροτηθείσαν εν Ιεροσολύμοις τω 48 μ.Χ." την ονομαζόμενη Αποστολική Σύνοδο, και επομένως ο συνοδικός θεσμός είναι και αυτός αποστολικός, με αφετηρία και "χαρακτήρα αποστολικόν"[15].

Ο όρος Σύνοδος, με την έννοια της συναθροίσεως και "προς ανάκρισιν των δογμάτων της ευσέβειας" απαντάται πρώτα στον 37ο Αποστολικό κανόνα[16] ενώ η φράση «Οικουμενική σύνοδος» (Λατ. concilium universale/generale) εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον 6ο κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου το 381 μ.Χ.[17]. Όπως σημειώνει ο Βασ. Σταυρίδης: "Το επίθετον οικουμενικός,-ή, -όν ενωρίς εισήχθη εις την εκκλησιαστικήν γλώσσαν. Συναντώμεν τας οικουμενικάς συνόδους, τα οικουμενικά σύμβολα, τους οικουμενικούς Πατέρας, τον οικουμενικόν πατριάρχην. Βλέπομεν ενταύθα να εξυπονοώνται αι έννοιαι της γεωγραφικής εκτάσεως, της ισότητος και της ενότητος ολοκλήρου της ανθρωπότητος, της καθολικότητος και της εκκλησιαστικής ακριβείας."[18].

Οικουμενικές Σύνοδοι και Καισαροπαπισμός

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με συνολικούς όρους, είτε ως Θεοκρατική, είτε ως Καισαροπαπική, εκτός βέβαια από περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας, που μάλιστα, έχουν καταμηνυθεί ως τέτοιες. Κατά κανόνα, οι επικεφαλείς της Εκκλησίας δεν προσπαθούσαν να ασκήσουν εξουσία στα εγκόσμια και οι αυτοκράτορες δεν νομοθετούσαν πάνω σε θρησκευτικά θέματα χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψιν τις αποφάσεις των ποιμένων της Εκκλησίας και τις εντολές του εκκλησιαστικού δικαίου[19].

Επί του ζητήματος αυτού πάντως, διάφοροι ξένοι μελετητές αλλά και ο Έλληνας εκκλησιαστικός Ιστορικός Β. Στεφανίδης, υιοθέτησαν την άποψη ότι επί της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Βυζάντιο επικρατούσε πλήρης Καισαροπαπισμός και ο ρόλος του Ρωμαίου (Βυζαντινού) αυτοκράτορα ήταν πάντα αρκετά αυξημένος[20], παίζοντας σημαντικό ρόλο ακόμη και στην έκβαση του αγώνα των αντιμαχομένων δογματικών διδασκαλιών[21]. Στον αντίποδα της άποψης αυτής, "οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί αναγνωρίζουν ότι τα νομικά βυζαντινά κείμενα μιλούν για αλληλοεξάρτηση μεταξύ των αυτοκρατορικών και εκκλησιαστικών δομών παρά για μια μονομερή εξάρτηση των τελευταίων"[22].

Σύμφωνα με τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, επειδή ανταποκρινόταν στο σκοπό της Εκκλησίας, που είναι η "εκκλησιοποίηση", δηλαδή εν-Χρίστωση, όλου του κόσμου, συνεπώς και της Πολιτείας, καθιερώθηκε η διοργάνωση των οικουμενικών συνόδων από μέρους των αυτοκρατόρων[23]. Εδώ, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, ναι μεν "η προεδρία των Οικουμενικών Συνόδων δινόταν κατά τους πρώτους αιώνες στον αυτοκράτορα ή στους εκπροσώπους του, αλλ' αυτοί μόνο "προς ευκοσμίαν εξήρχον" της συνόδου, δηλαδή απλώς μόνον αναλάμβαναν την ευθύνη της εύρρυθμης λειτουργίας της συνόδου (τιμητική προεδρία). Την πραγματική προεδρία ασκούσε κατά κανόνα ο έχων τα πρεσβεία τιμής πατριάρχης. Κανονικώς δηλαδή η προεδρία τής Οικουμενικής Συνόδου ανήκει στον πρώτο τη τάξει αρχιερέα, ή στον έχοντα τα πρεσβεία τιμής πατριάρχη"[24] ενώ και οι αυτοκράτορες απέφευγαν να ασκούν δικαίωμα επέμβασης στις δογματικές και τις λοιπές συζητήσεις των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων...οίτινες μόνοι απεφαίνοντο εν Αγίω Πνεύματι[25].

Αρκετοί είναι επίσης οι ερευνητές που δε συμμερίζονται τις απόψεις του Β. Στεφανίδη. Ειδικά για την Α' Οικουμ. Σύνοδο, βασικό επιχείρημα του Β. Στεφανίδη, σύμφωνα με τον καθ. Ιω. Φειδά, είναι η περιγραφή του Ευσεβίου και άλλες θέσεις τις οποίες χαρακτηρίζει "εσφαλμένες, γιατί παρανοούν ή και παρερμηνεύουν τις χρησιμοποιούμενες πηγές με υποκειμενικές ταυτίσεις ή και γενικεύσεις..."[26]. Ο καθηγητής Φειδάς θεωρεί πως ο Μ. Κωνσταντίνος "είχε πράγματι πλήρη συνείδηση...ότι η τελική απόφαση ήταν όχι δική του, κατά το υπόδειγμα της διαδικασίας του αυτοκρατορικού εκκλήτου, αλλά της συνόδου των επισκόπων, οι οποίοι θα αποφάσιζαν κατά πλειοψηφία ή και με ομοφωνία των μελών της, όπως και ο ίδιος ομολογεί."[27]. Εκτός των άλλων, ο αυτοκράτορας "είχε τη συνείδηση ότι απλώς ήταν "συμπαρών" ή ότι "παρήν" στις εργασίες της συνόδου" διαφορετικά, η σύνοδος "αντί της απλής δηλώσεως της "παρουσίας" του αυτοκράτορα ("επί παρουσία"), θα έπρεπε να χρησιμοποίηση δηλωτικούς του ρόλου του χαρακτηρισμούς ("προκαθημένου", "προεξάρχοντος", "εξάρχοντος" κ.λπ.)."[28].

Γενικότερα, η άποψη που εξέφρασε "ο Βασίλειος Στεφανίδης δεχόμενος κατ' αρχήν, ότι επεκράτει εν Βυζαντίω ο καισαροπαπισμός..."[29] και απόψεις που αναφέρονται σε αλλοιώσεις του πολιτεύματος "της αρχαίας Καθολικής Εκκλησίας"[30] παραβλέπουν ότι "θεμελιώδες και αποφασιστικόν στοιχείον εις την ζωήν της Εκκλησίας είναι αι Σύνοδοι και αι αποφάσεις αυτών" εφόσον βέβαια, "αυταί εγένοντο δεκταί υπό της συνειδήσεως της Εκκλησίας...διότι ούτε η σύγκλησις μιας Συνόδου ως Οικουμενικής υπό του αυτοκράτορος...ούτε η τυχόν κύρωσις δια διατάγματος εξησφάλιζε την Οικουμενικότητα μιας Συνόδου (παράδειγμα η εν Εφέσω Σύνοδος του 449 ήτις ωνομάσθη ληστρική)"[31].

Στην πραγματικότητα, το όλο ζήτημα περί Καισαροπαπισμού στο Βυζάντιο, θα έπρεπε να επανεξεταστεί με τη βοήθεια μιας νέας προσέγγισης και οργάνωσης των πηγών ώστε να καθοριστεί σαφέστερα ο βαθμός και το είδος ελέγχου που ασκούσε πραγματικά ο αυτοκράτορας[32], αφού, πρώτον, "δεν υπήρξε τίποτα στη βυζαντινή κατανόηση της χριστιανικής πίστης που θα αναγνώριζε τον αυτοκράτορα...δογματικά αλάθητο"[33] και δεύτερον, "πολλές ιστορικές περιπτώσεις άμεσης αυτοκρατορικής πίεσης στην εκκλησία τελείωσαν στην αποτυχία"[34]:

  • "Ο Κωνσταντίνος...επέβαλε τον αρειανισμό"[35] και ο "Ουάλης, ο οποίος ήταν οπαδός του αρειανισμού, εφάρμοσε με ιδιαίτερη σκληρότητα την πολιτική του Κωνσταντίου εναντίον των οπαδών της Α' Οικουμενικής συνόδου"[36].
  • Καταγράφεται η "απόπειρα του Θεοδόσιου να επιβάλει την παρουσία του αυτοκράτορα στο ιερό του ναού" που "αποκρούστηκε αρχικώς από τον Αμβρόσιο στη Δύση, ενώ στη συνέχεια καταργήθηκε και στην Κωνταντινούπολη, όπως βεβαιώνει ο Κωνσταντίνος Ζ' και η 'Επαναγωγή' (ή Συναγωγή) του Φωτίου"[37].
  • Ο σφετεριστής "Βασιλίσκος [επέβαλε] τον Μονοφυσιτισμό"[38], "καταδίκασε τη Δ' Σύνοδο και τον Τόμο του Λέοντα Α' της Ρώμης, προσπαθώντας έτσι να ευνοήσει τους Μονοφυσίτες"[39].
  • Ο αυτοκράτορας "Ζήνων...απέφευγε να συναριθμήση τη σύνοδο της Χαλκηδόνας στις προγενέστερες τρεις Οικουμενικές συνόδους"[40] και τελικά "παραμέρισε δια διαταγμάτων την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον"[41] η οποία πλέον δεν μνημονευόταν "ως υποχρεωτική"[42].
  • Ο Ιουστινιανός "δια τεσσάρων διαταγμάτων ώρισε την πίστιν των υπηκόων του, εφαρμόσας ενωτικήν πολιτικήν, εν τη προσπαθεία να ικανοποίηση αμφοτέρας τας πλευράς και τέλος επέβαλε τον Μονοφυσιτισμόν δια του Αφθαρτοδοκητισμού"[43] με διάταγμα του 564 μ.Χ.[44] και "όσοι αρνήθηκαν να το επικυρώσουν, όπως ο Κωνσταντινουπόλεως Ευτύχιος, εκθρονίσθηκαν"[45].
  • Ο Ηράκλειος "επέβαλε τον Μονοθελητισμόν"[46] με την "Έκθεση" του, δηλ. διάταγμα που εξέδωσε το 638 μ.Χ.[47].
  • Ο "Λέων Γ', ο Κωνσταντίνος ο Ε' και άλλοι [επέβαλαν] την εικονομαχίαν"[48].
  • H "προσπάθεια του Νικηφόρου Φωκά να σεβασθή ως μάρτυρας όλους τους στρατιώτας που έπεσαν κατά την διάρκεια των αγώνων του με τους απίστους...βρήκε αντίθετους τους Πατριάρχας και τους Επισκόπους και ως εκ τούτου ο Αυτοκράτωρ αναγκάσθηκε να εγκατάλειψη το σχέδιο του"[49].
  • Η αυτοκρατορική πολιτική "εν τω ζητήματι του σχίσματος και εν ταις αποπείραις προς ένωσιν μαρτυρεί τάσεις προς καισαροπαπισμόν, ο οποίος όμως απέτυχεν"[50] όπως στην περίπτωση του Μιχαήλ του Η', που "στη σύνοδο του 1277...αρνήθηκαν να επικυρώσουν τα σχέδια του...για την ένωση με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία"[51].

Φαίνεται τελικά ότι η "πεποίθηση, σ' ό,τι αφορά το Βυζάντιο ότι η Εκκλησία είναι υποταγμένη στο Κράτος, πράγμα που εκφράζεται με τον Καισαροπαπισμό" δεν φαίνεται ικανή "να περιγράψει μια πραγματικότητα που έχει περισσότερες αποχρώσεις και είναι πολύ πιο περίπλοκη...ο αυτοκράτορας, ως χριστιανός, εξαρτάται από τον πατριάρχη. Ο πατριάρχης, ως πολίτης του Κράτους, εξαρτάται από τον αυτοκράτορα. Αυτό το γεγονός προϋποθέτει τον απόλυτο χωρισμό, τη σαφή διάκριση, ανάμεσα στην αυτοκρατορική εξουσία και το ιερατείο, πράγμα που συνέβη στο Βυζάντιο. Έτσι ή πλατειά διαδομένη θεωρία, που παρουσιάζει τον βυζαντινό αυτοκράτορα ως ιερέα δεν αντέχει καθόλου όταν εξετάζουμε τις πηγές."[52].

Όπως διαπιστώνει ο δογματολόγος Νικ. Ματσούκας:

"Η αυτοκρατορική εξουσία και η εκκλησιαστική διακονία, δηλαδή η βασιλεία και η ιερωσύνη, στο Βυζάντιο συνεργάστηκαν και άλλοτε συγκρούστηκαν απηνώς. Η συνεργασία και η σύγκρουση καθεαυτές πείθουν ότι οι δυό εξουσίες είχαν κατά το μάλλον και ήττον ανεξαρτησία και αυτοδιοίκηση. Μονάχα αυτοδιοικούμενες και ανεξάρτητες κοινότητες μπορούν να συνεργαστούν και να συγκρουστούν. Υποταγμένη εξουσία, λόγου χάρη, δεν μπορεί να συγκρουστεί προς το αφεντικό της. Μικροσκοπικά αν εξετάσουμε τη βυζαντινή ιστορία, εντοπίζουμε καισαροπαπισμό· Όμως μακροσκοπικά αν θεωρήσουμε τα πράγματα, διαπιστώνουμε ότι σε άκρως ζωτικά θέματα, όχι μόνο εκκλησιαστικά αλλά και καθαρώς αυτοκρατορικά, η αυτοκρατορική εξουσία δεν κατάφερε να υπαγορεύσει τα σχέδια της στην Εκκλησία: 1) οι αυτοκράτορες δεν πέτυχαν να συμβιβάσουν ορθοδόξους και Αρειανούς, 2) ο Βασιλίσκος, ο Ζήνων, ο Ιουστινιανός, ο Ηράκλειος και ο Κώνστας Β' δεν μπόρεσαν με τα αυτοκρατορικά τους διατάγματα να προσεταιριστούν τους μονοφυσίτες, 3) οι εικονομάχοι αυτοκράτορες, υστέρα από αιμάτινους αγώνες, έχασαν οριστικά το παιχνίδι, και 4) η ένωση Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας δεν έγινε ποτέ, μολονότι με νύχια και δόντια επιχειρήθηκε αυτό το σχέδιο. Ερώτημα αμείλικτο: που είναι ο καισαροπαπισμός;"[53].

Σύμφωνα με τις παραπάνω απόψεις, "ένεκα της μη τελικής επικρατήσεως της καισαροπαπικής πολιτικής...[και] των εκάστοτε τεθέντων υπ' αυτής σκοπών, δεν απέθεσεν ο καισαροπαπισμός την σφραγίδα του επί του ιστορικού βίου της Εκκλησίας"[54] και ακόμη περισσότερο, η αυτοκρατορική εξουσία συνάντησε πολύ σοβαρές αντιστάσεις ώστε να μην κατορθώσει ποτέ "να διαπεράσει επιτυχώς τον εσωτερικό της πυρήνα, δηλ. το δόγμα και τα μυστήρια"[55].

Κατά συνέπεια, ο όρος Καισαροπαπισμός "έχει απορριφθεί από τους περισσότερους μελετητές ως παραπλανητική και ανακριβής ερμηνεία της Βυζαντινής πολιτικής πραγματικότητας"[56].

Οι Οικουμενικές Σύνοδοι

Επτά είναι οι αναγνωρισμένες Οικουμενικές Σύνοδοι, όπως αναφέρονται και περιγράφονται στα εγχειρίδια κανονικού δικαίου[57] ή στις αναγνωρισμένες συλλογές Ιερών Κανόνων[58].

Παρ όλ' αυτά, θέμα αναγνώρισης και άλλων, πέρα των επτά Οικουμενικών Συνόδων, υπάρχει και συζητείται εδώ και αιώνες στους κόλπους της ορθόδοξης Εκκλησίας. Επάνω στο ζήτημα αυτό, ο καθηγητής Παναγιώτης Τρεπέλας, έχει κάνει μια σύντομη, συνολική τοποθέτηση:

«Σύνοδοι οικουμενικαί αναγνωρίζονται υπό της καθ' ημάς Εκκλησίας επτά. Εσημειώθησαν εν τούτοις και επί μέρους γνώμαι, καθ' ας και εις άλλας συνόδους δέον να αποδοθή το κύρος της οικουμενικής. Ούτως ως ογδόην Οικουμενικήν Σύνοδον εθεώρησαν την αποκληθείσαν Πρωτοδευτέραν Σύνοδον, την εν έτει 861 υπό του Φωτίου συγκληθείσαν, αυτός δε ο Φώτιος παρετήρησεν, ότι η Εκκλησία τους κανόνας αυτής «τοις τών αδελφών συνόδων κανόσι συνέταξε». (Pitra, Juris ecclesiast. Graecorum historia et monumenta τομ. II σελ. 449), καθώς και ο Βαλσαμών (εις τον πρώτον κανόνα της εν Κων)λει συνόδου, Migne 137, 1004) και ο Βλάσταρις (εν Συντάγματι αλφαβητική Migne 144, 992) και άλλοι τινές. Αλλά και η υπό του Φωτίου εν έτει 879-880 συγκληθείσα εις τας οικουμενικάς συνόδους εντάσσεται υπό του Βαλσαμώνος, Νείλου Καβάσιλα, Νείλου μητροπολίτου Ρόδου. Μακαρίου του Αγκύρας, Συμεών του Θεσσαλονίκης, Ιωσήφ του Βρυεννίου, Μάρκου του Έφεσίου, Γεωργίου του Σχολαρίου, Νεκταρίου του Ιεροσολυμίτου (πρβλ. Jugie μν. έργ. Ι σελ. 664-665). Περί ταύτης Αθανάσιος ο Πάριος εν τη Επίτομη αυτού (σελ. 48) γράφει, ότι κοινή μεν οι Χριστιανοί πάντες επτά Οικουμενικάς Συνόδους εγνώρισαν, υπάρχει όμως και ογδόη τις Οικουμενική Σύνοδος, «αλλά μόνοις τοις λογίοις γνωστή». Και εν τη κατά το έτος 1848 εκδοθείση εγκυκλίω επιστολή των τεσσάρων Πατριαρχών προς πάντας τους Ορθοδόξους (Mansi XL στήλ. 383), καθώς και εις Κατηχήσεις τινάς (Νεκταρίου Κεφάλα, Ορθόδοξος ιερά Κατήχησις, Αθήναι 1899 σελ. 181 και Βερναρδάκη Ιερά Κατήχησις, Κων)λις 1872 σελ. 41) ως ογδόη Οικουμ. Σύνοδος χαρακτηρίζεται αύτη. Ο Γεώργιος Σχολάριος κύρος οικουμενικής συνόδου αποδίδει και εις την εν Κων)λει επί Ανδρονίκου του Β' κατά του λατινόφρονος Βέκκου συγκροτηθείσαν εν έτει 1283 «αγίαν και μεγάλην σύνοδον», (Παρά Jugie μν. έργ. Ι σελ. 665). Ο δε Νείλος Μητροπολίτης Ρόδου ως ενάτην οικουμ. σύνοδον αριθμεί την επί «της βασιλείας του μακαρίτου και αοιδίμου βασιλέως κυρίου Ανδρονίκου» συγκροτηθείσαν εν έτει 1341 εξ αφορμής των Ησυχαστικών ερίδων. Οικουμενικήν εκάλεσε και την επί Μιχαήλ του Κηρουλαρίου αναθεματίσασαν τους Λατίνους εν έτει 1054 σύνοδον ο Ιώβ ο Ιασίτης (Jugie αυτόθ. σελ. 666). Εν δε τω Συντάγματι των Ι. Κανόνων Ράλλη και Ποτλή (τόμ. V σελ. 143) ονομάζεται οικουμενική σύνοδος και η εν Κων)λει εν έτει 1484 συγκληθείσα υπό τον Οικουμ. Πατριάρχην Συμεών σύνοδος, η ανατρέψασα πρώτη την εν Φλωρεντία σύνοδον. Προδήλως όμως αι γνώμαι αύται είναι όλως ατομικαί.».

Πράγματι, αυτή φαίνεται να είναι και η συνολική εικόνα που υπάρχει σήμερα επί του ζητήματος αυτού.



Σήμερα, το αντίστοιχο των Οικουμενικών Συνόδων, είναι οι Πανορθόδοξες Σύνοδοι η σύγκληση των οποίων πρέπει να γίνει κατόπιν συμφωνίας των πατριαρχών και των προκαθημένων των επί μέρους αυτοκέφαλων Εκκλησιών[59].

Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος

Βλέπε κύριο άρθρο Α΄ Οικουμενική Σύνοδος.

Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος διήρκεσε δύο μήνες και δώδεκα ημέρες και πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας. Συνεκλήθη από τον Μέγα Κωνσταντίνο στις 20 Μαΐου του 325 και σε αυτή έλαβαν μέρος τριακόσιοι δεκαοχτώ επίσκοποι. Εξέδωσε είκοσι κανόνες συμπεριλαμβανομένου του Συμβόλου της Νικαίας (α’ μέρος του Συμβόλου της Πίστεως) και κανόνισε την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα. Κύριος λόγος σύγκλησής της υπήρξε η διδασκαλία του Αρείου ενάντια στη θεότητα του Ιησού Χριστού. Η Σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου και διεκήρυξε την ομοουσιότητα του Υιού με τον Πατέρα.

Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος

Βλέπε κύριο άρθρο Β΄ Οικουμενική Σύνοδος.

Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α’ το Μέγα στην Κωνσταντινούπολη το 381 και συμμετείχαν εκατόν πενήντα ορθόδοξοι επίσκοποι και τριάντα έξι Μακεδονιανοί. Καταδίκασε τους οπαδούς του Μακεδόνιου, που αμφισβητούσαν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος ("πνευματομάχοι") και, για ακόμα μια φορά, τον Άρειο και συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστεως (Σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως).

Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Βλέπε κύριο άρθρο Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος.

Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στην Έφεσο, εντός της βασιλικής της Παναγίας, το 431 από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’. Συμμετείχαν διακόσιοι επίσκοποι ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ως προεδρεύων. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας λέγοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι το Θεό. Διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο Θεοτόκος.

Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Βλέπε κύριο άρθρο Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Μαρκιανό και τη σύζυγό του, Αυγούστα Πουλχερία το 451 στη Χαλκηδόνα. Αποτελούνταν από 650 επισκόπους και καταπολέμησε τη διδασκαλία του Αρχιμανδρίτη Ευτυχούς για την πλήρη απορρόφηση της θείας φύσης του Ιησού από την ανθρώπινη, το Μονοφυσιτισμό.

Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος

Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος έλαβε χώρα από τις 5 Μαΐου έως τις 21 Ιουνίου του 553 στην Κωνσταντινούπολη με τη συμμετοχή 165 επισκόπων, υπό την προεδρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευτυχίου. Τη συγκάλεσαν ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ και η σύζυγός του, Αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Επαναβεβαίωσε τα ορθόδοξα δόγματα περί της Αγίας Τριάδας και του Ιησού Χριστού και καταδίκασε πλήθος μη ορθοδόξων συγγραμμάτων καθώς και ορισμένους συγγραφείς τους (Ευάγριο, Δίδυμο, Ωριγένη κ.α.).

Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη το 680 από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ΄ Πωγωνάτο και παραβρέθηκαν από 150 έως 289 επίσκοποι. Επιβεβαίωσε την πλήρη και αληθή ενανθρώπιση του Ιησού έναντι της αντίθετης διδασκαλίας των Μονοθελητών. Η Σύνοδος αυτή διατύπωσε ότι ο Χριστός έχει Θεία και Ανθρώπινη θέληση, η οποία υποτάσσεται στη Θεία.

Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος

Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ το 691 στο ανακτορικό δωμάτιο του Τρούλλου, από όπου έλκει και την ονομασία "Εν Τρούλλω Σύνοδος". Συμμετείχαν 211 επίσκοποι και το έργο της ήταν συμπληρωματικό αυτού των Ε’ και ΣΤ΄ Συνόδων. Συστηματοποίησε και ολοκλήρωσε το έργο των δύο προηγουμένων Συνόδων και γι’ αυτό, αν και Οικουμενική, ονομάσθηκε "Πενθέκτη", ως τμήμα εκείνων, και δεν αριθμήθηκε ως ξεχωριστή Οικουμενική Σύνοδος.

Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ΄ και τη μητέρα του, Αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία στη Νίκαια της Βιθυνίας, στο Ναό της Αγίας Σοφίας, το 787 κατόπιν αίτησης του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου. Αποφάσισε την αναστύλωση των εικόνων καταδικάζοντας την Εικονομαχία και την ιδέα της σχηματοποίησης της αόρατης και άυλης Τριάδας. Εκεί εκφράσθηκε η θεολογία περί της εικονογράφησης του Χριστού και των Αγίων ως κάτι ορατό.

Σύνοδοι με οικουμενικό κύρος για την Ορθόδοξη Εκκλησία

Η "Εν Αγία Σοφία" Σύνοδος (ως Η΄ Οικουμενική)

Συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄ Μακεδόνα το 879 στην Κωνσταντινούπολη. Προήδρευσαν οι εκπρόσωποι του Πάπα Ιωάννη Η΄ (872 - 882) και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος ο Μέγας (858 - 867, 877 - 886). Aναγνώρισε τη σύνοδο του 787, στη Νίκαια, ως έβδομη οικουμενική, επισήμανε τι ακριβώς είναι τo πρωτείο τιμής του επισκόπου Ρώμης, αποκατέστησε στο θρόνο του τον πατριάρχη Φώτιο, και αναγνώρισε το σεβασμό των κατά τόπους εθών που ακολουθούν οι Εκκλησίες. Επίσης, καταδίκασε τις Συνόδους του Καρλομάγνου στη Φραγκφούρτη (794) και το Άαχεν (809).

Οι Σύνοδοι των ετών 1341-1351 (ως Θ΄ Οικουμενική)

Σειρά συνόδων (1341, 1349, 1351) που έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη με αιτία τις Ησυχαστικές Έριδες και που οι αποφάσεις τους στρέφονται "εμμέσως...και κατά της Λατινικής Εκκλησίας"[60]. Καταρχάς, οι λατινίζοντες Βαρλαάμ Καλαβρός και Ακίνδυνος, έχοντας στρεβλή εικόνα για το πνευματικό κίνημα του Ησυχασμού, κατηγόρησαν τους ησυχαστές ως αιρετικούς, των οποίων την υπεράσπιση είχε αναλάβει ο Γρηγόριος Παλαμάς. Η Σύνοδος του 1341 στην Κωνσταντινούπολη καταδίκασε τον Βαρλαάμ, εκείνος ζήτησε συγγνώμη, και απογοητευμένος εγκατέλειψε τον Ελλαδικό χώρο[61]. Οι επιθέσεις όμως κατά των ησυχαστών συνεχίστηκαν και έτσι συγκλήθηκαν οι επόμενες σύνοδοι, από τις οποίες, εκείνη του 1351, "δύναται να λεχθή ότι...ανύψωσε την διδασκαλίαν του Γρηγορίου Παλαμά και του Ησυχασμού καθόλου εις δόγμα"[62].

Υποσημειώσεις

  1. Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», σελίς 119.
  2. Καρμίρης Ιωάννης,Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 105.
  3. Καρμίρης, ό.π., σελ. 109
  4. Δωδεκάβιβλος, σελίς 1018
  5. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία, τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 867
  6. Η έννοια αυτή περιγράφεται στο: Μπούμης Ι. Παναγιώτης, Κανονικόν Δίκαιον, έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 176-178.
  7. "Οικουμενικαί Σύνοδοι", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), Τόμ. 09, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 689
  8. ΘΗΕ, ό.π.
  9. Αγίου Νεκταρίου, 'Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις', 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 189
  10. ΘΗΕ, στο ίδιο
  11. Στέργιος Σάκκος, Εισαγωγή..., ό.π.
  12. στο ίδιο
  13. ΘΗΕ, τόμ. 02, 1963, στ. 520
  14. πρβλ. Στ. Σάκκος, περιοδικό Απολύτρωσις, Αύγουστος 1982, σελ. 103: "το Ευαγγέλιο σαν βιβλίο...τρόπο ζωής...και πίστεως, σαν νόημα και θεία αποκάλυψι το διαβάζουν σωστά μόνο οι ορθόδοξοι."
  15. Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία..., στο ίδιο, σελ. 106
  16. ΘΗΕ, τόμ. 09, στ. 687.
  17. Bernard Flusin, Τι γνωρίζω; Ο βυζαντινός πολιστισμός, Presses Universitaires de France/ΔΟΛ, 2007, σ. 14.
  18. ΘΗΕ, τόμ. 09, στ. 694
  19. Πλακίδας Deseille, "Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εν μέσω των Εθνών" στο Ορθοδοξία - Ελληνισμός, Πορεία στην τρίτη χιλιετία, τόμ. Β', έκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, 2η έκδ., Άγιον Όρος 2002, σελ. 185-186.
  20. βλ. Diehl Charles, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Καρδαμίτσας, Αθήνα 2007 (c1919), σελ. 25: "H Ανατολική Εκκλησία μεταβαλλόταν σε κρατική Εκκλησία υποταγμένη στη θέληση του μονάρχη".
  21. (Βασίλειος Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, 6η εκδ., 1959, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 149-152, 175, 177, 181
  22. "caesaropapism." Encyclopedia Britannica Online. 19 Feb. 2008 (http://www.britannica.com/eb/article-9018527).
  23. Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, Εκκλησία και Πολιτεία στην Ορθόδοξη Παράδοση, Αρμός, Αθήνα 2000, σελ. 24
  24. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, Κανονικόν Δίκαιον, έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 182
  25. ΘΗΕ, στο ίδιο, στ. 689
  26. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία..., στο ίδιο, σελ. 428
  27. στο ίδιο, σελ. 430
  28. στο ίδιο, σελ. 431
  29. Κονιδάρης Ι. Γερ., "Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας", λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, τόμ. 04, 1964, στ. 1.
  30. ό.π., στ. 2.
  31. ό.π..
  32. Deno J. Geanakoplos (Professor of History, University of Illinois), Church and State in the Byzantine Empire-A Reconsideration of the Problem of Caesaropapism, Church History, Vol. 34, No. 4. (Dec., 1965), σελ. 381.
  33. "caesaropapism", Britannica, ό.π..
  34. Στο ίδιο.
  35. Κονιδάρης Ι. Γερ., "Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας", λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, τόμ. 04, 1964, στ. 4.
  36. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία, τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 341.
  37. Καραμπελιάς Γιώργος, 1204 η Διαμόρφωση του Nεώτερου Eλληνισμού, Eναλλακτικές Eκδόσεις, Αθήνα 2006, σελ. 55.
  38. λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, ό.π..
  39. Σαββίδης Αλέξης, Τα Χρόνια Σχηματοποίησης του Βυζαντίου, 284-518 μ.Χ., Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1983, σελ. 117.
  40. Φειδάς, στο ίδιο, σελ. 664.
  41. ΘΗΕ, ό.π..
  42. Ματσούκας Α. Νίκος, Ορθοδοξία και Αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Δ', Ε', ΣΤ' αιώνα, 2η έκδ., Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 118.
  43. ΘΗΕ, στο ίδιο. βλ. και
  44. Στεφανίδης Βασ. (Αρχιμ.), Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι σήμερον, 6η έκδ. (ανατύπωση της β' έκδοσης του 1959), Παπαδημητρίου, Αθήνα 1998, σελ. 779Β.
  45. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ', Βυζαντινός ελληνισμός - πρωτοβυζαντινοί χρόνοι 324-642 μ.Χ., Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1978, σελ. 418Β.
  46. ΘΗΕ, ό.π..
  47. Καρμίρης Ιωάννης,'Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 202.
  48. ΘΗΕ, στο ίδιο.
  49. Vasiliev Α.Α., Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόμ. Α', Μπεργαδής, Αθήνα 1954, σελ. 418.
  50. ΘΗΕ, ό.π..
  51. Κουτσούρης Γ. Δημήτριος, Η Λειτουργία του Συνοδικού Συστήματος κατά την περίοδο των Ησυχαστικών Ερίδων, Αθήνα 1995.
  52. Γλύκατζη-Αρβελέρ Ελένη, 'Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας', Ψυχογιός, Αθήνα 1988, σελ. 149-150.
  53. Ματσούκας Α. Νίκος, 'Δογματική και Συμβολική θεολογία', τόμ. Γ' (Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία-Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 297-298.
  54. λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, στ. 5.
  55. Deno J. Geanakoplos, ό.π., σελ. 397.
  56. Στο πρωτότυπο: "The term has been rejected by most scholars as a misleading and inaccurate interpretation of Byz. political reality." (Aristeides Papadakis-Alexander Kazhdan, "Caesaropapism", The Oxford Dictionary of Byzantium, Ed. Alexander P. Kazhdan, Oxford University Press, 1991).
  57. Βλ. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, Κανονικόν Δίκαιον, έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 37-39.
  58. Βλ. Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και Ιερών κανόνων, τόμ. Β', Αθήνησιν 1852, σελ. 113.165.192.216.292.293.295.555 / Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον (ακριβής ανατύπωσις της γ' εκδόσεως του 1864), εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 763.
  59. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, 'Κανονικόν Δίκαιον', έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 183.
  60. Καρμίρης Ιωάννης, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 348.
  61. "Βαρλαάμ Καλαβρός", λήμμα στο Ζαχαρόπουλος Νίκος, Επίτομο Ιστορικό-Θεολογικό Λεξικό, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 91.
  62. Καρμίρης, Τα δογματικά..., ό.π., σελ. 352.