Βυζαντινή Αυτοκρατορία

Από OrthodoxWiki
(Ανακατεύθυνση από Βυζάντιο)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Με τον όρο Βυζαντινή Αυτοκρατορία ή Βυζάντιο ή Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (αυτονομασία) αναφερόμαστε κατ' αρχάς, στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής[1] ως κληρονόμο κράτος του γεωγραφικού χώρου της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με χρονικά όρια που ξεκινούν από τα επίσημα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου του 330 (ή από τη θεμελίωση της στις 8 Νοεμβρίου του 324) και φτάνουν ως την τελική της πτώση, την άλωση δηλαδή από τους Οθωμανούς Τούρκους, στις 29 Μαΐου του 1453 [2].

Στην πραγματικότητα βέβαια, μέσα στα εκτεταμένα χρονικά όρια ζωής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, άλλαξαν συχνά τα σύνορα και οι εχθροί του κράτους, και οι παράγοντες αυτοί βοήθησαν στην αλλαγή της πολιτικής και εθνικής φυσιογνωμίας της αυτοκρατορίας.

Έτσι, από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, γεννήθηκε το "Εκχριστιανισμένο Ρωμαϊκό κράτος της Ανατολής" με κύριο μέλημα την ανασύσταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επί της δυναστείας του Ηρακλείου μεταμορφώθηκε στην "Εξελληνισμένη αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής" και τέλος, κυρίως από το 1204 και μετά, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, γεννήθηκε η "Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία"[3]. Σ' αυτήν την τελευταία περίοδο, αναβίωσε έντονα η μνήμη του ελληνικού παρελθόντος, ενώ η Άλωση της Πόλης και η Λατινοκρατία, συντέλεσαν στη γένεση του νεοελληνικού πατριωτισμού και των ιδεών που τελικά οδήγησαν στην αποκατάσταση της νέας Ελλάδας κατά τον δέκατο ένατο αιώνα[4].

Η μελέτη της Βυζαντινής ιστορίας δείχνει ότι πρόκειται στην πραγματικότητα για μία νέα φάση της ρωμαϊκής ιστορίας που διαμορφώνεται κάτω από την επιρροή:

Οι διαφορές δημιουργούνται μόνο με βάση το μερίδιο που διατηρούσαν οι τρεις αυτοί παράγοντες στη συσπείρωση της αυτοκρατορίας, κατά τη διάρκεια της ακατάπαυστης και αγωνιώδους προσπάθειας επιβίωσής της[6].

Η Κωνσταντινούπολη, ή "Βασιλεύουσα", ή "Πόλη", ή "Επτάλοφος της Ανατολής", ή "δεύτερη Ρώμη", ταυτίζει την ιστορία της με την ιστορία της αυτοκρατορίας η οποία και την ανέδειξε, και ταυτόχρονα, ο κτίστης της πόλεως Μέγας Κωνσταντίνος, θεωρείται και ο ιδρυτής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο ίδιος που επέτρεψε χάρη στο "Έδικτο των Μεδιολάνων" (313) την ελεύθερη άσκηση της χριστιανικής λατρείας.

Το Βυζάντιο αποτελεί ένα ιδιότυπο ιστορικό φαινόμενο: ο Κωνσταντίνος αναγνωρίσθηκε ως ο πρώτος Βυζαντινός αυτοκράτορας χωρίς όμως να είναι και ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας, ενώ το Βυζάντιο είναι η μόνη αυτοκρατορία, που δεν κτίσθηκε πάνω στα ερείπια μιας άλλης ως προϊόν στρατιωτικών επιτυχιών, αλλά ήταν αποτέλεσμα των εξελίξεων στον ρωμαϊκό κόσμο.

Ονομασία

Όσο κι αν μελετήσει κάποιος τις πηγές κατά τη διάρκεια των 11 και πλέον αιώνων ζωής της "Βυζαντινής" αυτοκρατορίας, πουθενά δεν θα βρει τους όρους "Βυζαντινή Ιστορία" και "Βυζαντινός" να προσδιορίζουν την ιστορία και τους κατοίκους του κράτους που είχε για πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Οι κάτοικοι της ονόμαζαν τους εαυτούς τους μόνο Ρωμαίους, ενώ η αυτοκρατορία τους ήταν Ρωμαϊκή και πρωτεύουσα τους ήταν η Νέα Ρώμη. Το Βυζάντιο έφερε πάντοτε το όνομα "Ρωμαίων κράτος" ή "Ρωμαίων πολιτεία" και ονόματα όπως "Ρώμη" και "Ρωμανία" υιοθετήθηκαν από τον βυζαντινό λαό και ως ανάμνηση τους μένουν σήμερα οι όροι "Ρωμιός" και "Ρωμιοσύνη".

Στην πραγματικότητα, ο όρος "βυζαντινός" είναι ένας νεολογισμός τον οποίο χρησιμοποίησε στα 1562 για πρώτη φορά ο ιστορικός Ιερώνυμος Βολφ (Hieronymus Wolf, 1516-1580), τότε βιβλιοθηκάριος και γραμματέας στον οίκο των ισχυρών τραπεζιτών Fugger στην Αυγούστα (Augsburg). Ο Βολφ που επέδειξε μεγάλο ζήλο τόσο για τους βυζαντινούς όσο και για τους κλασικούς συγγραφείς, είδε τη βυζαντινή ιστορία ως ένα ιδιαίτερο και ανεξάρτητο τμήμα της γενικής ιστορίας και συνέλαβε την ιδέα ενός Corpus Historiae Byzantinae (Σώμα βυζαντινής ιστορίας) που θα περιλάμβανε έργα Βυζαντινών ιστορικών από την εποχή του Κωνσταντίνου του Μέγα, μέχρι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.

Κατόπιν, τον όρο "βυζαντινός" τον καθιέρωσε ένας πολύ σημαντικός γάλλος λόγιος και εκδότης, ο Ιησουίτης Φίλιππος Λαμπέ (Philippe Labbe, 1607-1667), ο οποίος προλογίζει το δικό του σώμα κειμένων βυζαντινής ιστορίας, με τις λέξεις: "De Byzantinae historiae scriptoribus...". Όταν εκδόθηκε ο πρώτος τόμος αυτής της συλλογής, δημοσίευσε μια έκκληση προς όλους τους λάτρεις της Βυζαντινής Ιστορίας, με την οποία τόνιζε τη σημασία της ιστορίας της Ανατολικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας "της τόσο εκπληκτικής σε γεγονότα, τόσο δελεαστικής σε ποικιλία και τόσο αξιόλογης για την μακροχρόνια της διάρκεια".

Στα 1680 ο Γάλλος ιστορικός, φιλόλογος, αρχαιολόγος, νομισματολόγος και εκδότης Κάρολος Δουκάγγιος (Charles DuCange, 1610-1688), χρησιμοποίησε τον όρο για να τιτλοφορήσει το ιστορικό του βιβλίο Historia Byzantina, που πραγματεύεται την ιστορία του κράτους της Κωνσταντινούπολης.

Ασφαλώς, για τους μελετητές της εποχής, το όνομα "Βυζάντιο" υπενθύμιζε ότι η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας κτίσθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, της αρχαίας πόλης της νοτιοανατολικής Θράκης στον Βόσπορο που ιδρύθηκε το 659 π.Χ. από ομάδα Μεγαρέων αποικιστών με αρχηγό τον Βύζαντα στον οποίο οφείλει και την ονομασία της. Άλλωστε, οι αρχαΐζοντες βυζαντινοί συγγραφείς συχνά ονομάζουν Βυζάντιο την Κωνσταντινούπολη, όνομα που τελικά κατέληξε να δηλώνει το σύνολο του κράτους. Η επέκταση αυτή της σημασίας του όρου "Βυζάντιο", δείχνει και τον πρωταρχικό ρόλο που διαδραμάτισε σε όλη τη βυζαντινή ιστορία ο κόσμος της Κωνσταντινούπολης.

Οι Βυζαντινές σπουδές

Ύστερα από κάποιες αξιόλογες, αλλά περιορισμένες προσπάθειες (Βολφ, Λαμπέ), οι βυζαντινές σπουδές γνώρισαν την πρώτη τους άνθηση στη Γαλλία από τα μέσα του 17ου αιώνα και εξής. Στον επόμενο αιώνα όμως, κάτω από την επίδραση του ορθολογισμού, οι βυζαντινές σπουδές δοκίμασαν αισθητή κάμψη. Η εποχή του Διαφωτισμού, έβλεπε με περιφρόνηση ολόκληρη τη μεσαιωνική περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας.

Βεβαίως, ο όρος "Μεσαίωνας" είναι παραπλανητικός καθώς δεν εκφράζει την αυτοσυνειδησία της εποχής του, αλλά αντανακλά απλώς αξιολογικές κρίσεις των ουμανιστών ιστοριογράφων για τους Μέσους Χρόνους και για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο άνθρωπος των Μέσων Χρόνων σε Ανατολή και Δύση δεν ζούσε με την αντίληψη ότι η εποχή του ήταν "μεσαίωνας", δηλαδή κάτι το ενδιάμεσο μεταξύ δύο ιστορικών εποχών ή κάτι το "σκοτεινό" και παροδικό[7].

Πάντως, η ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, για τον Διαφωτισμό δεν ήταν παρά ένα "άχρηστο απάνθισμα ρητορισμών και θαυματουργιών" (Βολταίρος) ή ένα "πλέγμα επαναστάσεων, εξεγέρσεων και αισχροτήτων" (Μοντεσκιέ) ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο τραγικός επίλογος της ένδοξης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Έτσι εμφανίζεται και στα φημισμένα έργα των Τσαρλς Λεμπό (Charles Lebeau, 1701-1778), "Ιστορία της Νεωτέρας Αυτοκρατορίας" και Εδουάρδου Γίββωνος (Edward Gibbon, 1737—1794) "Ιστορία της παρακμής και πτώσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας".

Αν και οι θεωρίες αυτών των, πράγματι, μεγάλων ιστορικών, έχουν πλέον ξεπεραστεί[8] και αναγνωρίζονται ως μονόπλευρες[9], εχθρικές[10] και ιστορικά αστήρικτες[11], εντούτοις στην εποχή τους και επί έναν σχεδόν αιώνα, επηρέασαν αρνητικά τις βυζαντινές σπουδές. Όπως έγραψε η καθ. Βυζαντινής ιστορίας Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου :

"Ή πνευματική ηγεσία της Ευρώπης του ΙΗ' αιώνος περιφρονεί το Βυζάντιον...Διά την διαμόρφωσιν και διάδοσιν αυτών των αντιλήψεων σημαντική υπήρξεν η ευθύνη και του άγγλου ιστορικού Εδουάρδου Γίββωνος...Το πόνημα του γλαφυρού ιστορικού, παρά τον τίτλον του, περιλαμβάνει την ιστορίαν της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ανεξαρτήτως της αντιρρήσεως, πώς είναι δυνατόν παρακμή να διαρκή ένδεκα αιώνας, όσοι μεσολαβούν από της ιδρύσεως της Κωνσταντινουπόλεως (324) μέχρι της πτώσεως της βασιλευούσης (1453), είναι φανερόν ότι ο συγγραφεύς δεν επεχείρησε να κατανοήση το Βυζάντιον εντός των ιστορικών του πλαισίων, ούτε αντελήφθη την συμβολήν του..."[12]

Τελικά, το έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία που εκδηλώθηκε κατά το 19ο αιώνα και ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες του, ευνόησε τις βυζαντινές σπουδές και αναβίωσε το ενδιαφέρον για τη βυζαντινή ιστορία στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης.

Χώρος

Πρωτοβυζαντινή περίοδος

Οι πρώτοι αιώνες της βυζαντινής ιστορίας, η λεγόμενη "πρωτοβυζαντινή περίοδος" (4ος-6ος αι.), θεωρείται η τελευταία φάση της ρωμαϊκής ιστορίας και η περίοδος του σχηματισμού της νέας αυτοκρατορίας. Η βυζαντινή αυτοκρατορία ως συνέχεια της ρωμαϊκής ήταν φυσικό να κληρονομήσει τον γεωγραφικό χώρο όπου έδρασε εκείνη. Στην πραγματικότητα, η προσπάθεια για την αποκατάσταση του "ρωμαϊκού κράτους" στα παλαιά του σύνορα, παρέμεινε θεμελιώδης αξία της βυζαντινής ιδεολογίας. Η προσήλωση σ' αυτήν ή, αντίθετα, η εγκατάλειψή της, διαίρεσε πολλές φορές τον πολιτικό κόσμο και τον λαό του Βυζαντίου και προσανατόλισε τη βυζαντινή διπλωματία.

Από τα τέλη του 3ου αιώνα η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε διαιρεθεί σε τέσσερεις μεγάλες γεωγραφικές και διοικητικές περιφέρειες, που ονομάζονταν Υπαρχίες:

1. Υπαρχία Ανατολής, που περιλάμβανε νοτιοανατολικές περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας, τη Θράκη, ολόκληρη την Τουρκία, τη Συρία, το Ισραήλ και την Ιορδανία, τη βόρεια Αίγυπτο και το τμήμα της Λιβύης που βρίσκεται απένταντι από την Ελλάδα.
2. Υπαρχία Ιλλυρικού, που περιλάμβανε τη σημερινή Π.Γ.Δ.Μ., τη Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία, σχεδόν όλη την Ελλάδα και το δυτικό τμήμα της Βουλγαρία|Βουλγαρίας.
3. Υπαρχία Ιταλίας-Αφρικής, που περιλάμβανε δυτικά τμήματα της σημερινής Βοσνίας, Κροατίας και Ουγγαρίας, τη Σλοβενία, την Αυστρία, την Ελβετία, την Ιταλία και τις βόρειες περιοχές της Αλγερίας, της Τυνησίας και του μεγαλύτερου μέρους της Λιβύης.
4. Υπαρχία Γαλατίας, που περιλάμβανε το νότιο μισό του σημερινού Ηνωμένου Βασιλείου, τη Γαλλία και το Βέλγιο, την Ιβηρική Χερσόνησο και τμήμα του Μαρόκου που βρίσκεται νότια της Ιβηρικής Χερσονήσου.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης αυτής περιόδου της Βυζαντινής ιστορίας σημαντικά γεγονότα συνέβησαν που επηρέασαν τη γεωγραφία του Βυζαντίου:

  • Η μετάθεση της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη.
  • Ο χωρισμός του ρωμαϊκού κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό από τον Θεοδόσιος Α'|Θεοδόσιο.
  • Η διάλυση του Δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
  • Η ταύτιση της αυτοκρατορίας με το ανατολικό τμήμα της.

Η διαίρεση της αυτοκρατορίας από τον Θεοδόσιο Α' το 395 ήταν οριστική, με την έννοια ότι, στο έξης, το ανατολικό τμήμα που περιλάμβανε τις υπαρχίες "Ανατολής" και "Ιλλυρικού" και δόθηκε στον 17χρονο γιο του Αρκάδιο και το δυτικό κράτος που περιλάμβανε τις υπαρχίες "Ιταλίας-Αφρικής" και "Γαλατίας" και δόθηκε στον 11χρονο γιο του 'Ονώριο, δεν επρόκειτο ποτέ πια να ενωθούν σε ένα σύνολο, με εξαίρεση την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού.

Έτσι μοιρασμένη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία αντιμετώπισε ως τα τέλη του 5ου αι. τις επιθέσεις γερμανικών και άλλων φύλων, τα οποία είχαν αρχίσει ήδη από τον 3ο αιώνα να εισδύουν στην Ευρώπη. Η έκβαση αυτού του αγώνα ήταν διαφορετική για τα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας, και το έτος 476 σημαδεύει την οριστική πτώση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, την ίδια στιγμή που η οικονομικά ισχυρότερη Ανατολή γνώριζε μια περίοδο σχετικής ισορροπίας, εσωτερικής και εξωτερικής.

Μεγάλη προσπάθεια για να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος κατέβαλε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565). Η εξωτερική πολιτική του ήταν σύμφωνη με τη ρωμαϊκή παράδοση και πολύ φιλόδοξη, αλλά ξεπερνούσε τις δυνατότητες του κράτους. Αν και το Βυζάντιο, μετά την ανάκτηση δυτικών περιοχών, περιελάμβανε πλέον την παλαιά υπαρχία Ιταλίας-Αφρικής καθώς και ένα μικρό τμήμα στα νότια της Ιβηρικής χερσονήσου, οι πόλεμοί του σε Δύση και Ανατολή απογύμνωσαν τις ευρωπαϊκές επαρχίες από στρατεύματα και άδειασαν τα κρατικά ταμεία. Η κατάσταση αυτή εξασθένισε τη διεθνή θέση του Βυζαντίου και είχε ολέθριες επιπτώσεις στην εδαφική ακεραιότητα του κράτους επί των διαδόχων του.

Μεσοβυζαντινή περίοδος

Στη λεγόμενη "Μεσοβυζαντινή περίοδο", κατά τον 6ο και 7ο αιώνα, οι εγκαταστάσεις των εχθρών στα βυζαντινά εδάφη αλλάζουν και πάλι τη γεωγραφική όψη της αυτοκρατορίας. Οι Λογγοβάρδοι εισβάλλουν και εγκαθίστανται στη βόρεια Ιταλία και οι Σλάβοι στη βορειοδυτική και βόρεια βαλκανική περιοχή. Το κράτος υφίσταται πολύ βαριές εδαφικές απώλειες και το έτος 642 με την αποχώρηση του βυζαντινού στόλου από την Αλεξάνδρεια, οριστικοποιείται η απώλεια των πέρα από τη Μικρά Ασία ανατολικών επαρχιών, της ελληνιστικής Ανατολής, κάτω από την πίεση της κατακτητικής ορμής των Αράβων που αποσπούν τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και τις βορειοαφρικανικές περιοχές της αυτοκρατορίας.

Οι αμφίρροποι αγώνες του 8ου και του 9ου αιώνα, έφεραν ελάχιστες μόνο αλλαγές στην εδαφική όψη του κράτους, όμως επί Μακεδονικής δυναστείας, στα χρόνια των τελευταίων Μακεδόνων, η αυτοκρατορία πέτυχε σημαντικές επεκτάσεις στην ανατολή και μικρότερες στη δύση. Οι επικές νίκες του Νικηφόρου Φωκά, του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασιλείου Β΄ ανέκτησαν την Κρήτη, την Κύπρο, τις πόλεις της Κιλικίας και τμήματα της Συρία|Συρίας και της Παλαιστίνη|Παλαιστίνης. Η ανάκτηση όλων των παλαιών ρωμαϊκών εδαφών της Εγγύς Ανατολή|Εγγύς Ανατολής ήταν ο απώτερος σκοπός των εκστρατειών τους. Επί Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου, η Βουλγαρία υποτάχθηκε πλήρως και τα σύνορα του Βυζαντίου έφτασαν και πάλι στον Δούναβη, χωρίς βέβαια, ακόμη και τότε, να πλησιάσουν τα σύνορα που είχε το κράτος επί της ιουστινιάνειας "ανακτήσεως" (reconquista).

Υστεροβυζαντινή περίοδος

Οι σπουδαίες εδαφικές κατακτήσεις επί Μακεδονικής δυναστείας, αποτέλεσαν ένα κατόρθωμα που αποδείχτηκε βραχύβιο. Το έτος 1071, έτος της μεγάλης ήττας του βυζαντινού στρατού από τους Σελτζούκοι Τούρκοι|Σελτζούκους Τούρκους στο Ματζικέρτ της Αρμενίας|Αρμενίας, είχε ως αποτέλεσμα να χάσει το Βυζάντιο το μεγαλύτερο μέρος της Μικρας Ασίας, και τη Βάρη (Μπάρι) από τους Νορμανδοί|Νορμανδούς, που σήμανε την απώλεια και του τελευταίου βυζαντινού ερείσματος στην Ιταλία. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η ήττα του Ματζικέρτ ήταν η "θανάσιμη στιγμή της Μεγάλης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας"[13] και υπήρξε ένα ισχυρό χτύπημα για την κυριαρχία του Βυζαντίου στην Μικρά Ασία, η οποία αποτελούσε το σπουδαιότερο τμήμα της Αυτοκρατορίας. Η Αρμενία και η Καππαδοκία, οι επαρχίες, από τις οποίες προήλθαν τόσοι περίφημοι Αυτοκράτορες και πολεμιστές, χάθηκαν για πάντα.

Μέσα στα νέα, πιο περιορισμένα, όριά της, η αυτοκρατορία δέχθηκε τα χτυπήματα των Σταυροφοριών με αποκορύφωμα την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους το 1204.

Η περίοδος των Παλαιολόγων (1258-1453) που ακολουθεί, χαρακτηρίζεται από αποδυνάμωση και μείωση της εδαφικής εκτάσεως της αυτοκρατορίας, που οφείλεται κυρίως στις κατακτήσεις των Οθωμανών Τούρκων, πρώτα στη Μικρά Ασία και στη συνέχεια στη χερσόνησο του Αίμος|Αίμου. Την ίδια περίοδο, σε πολλές περιοχές συνεχίζεται η λατινοκρατία, ενώ στην Ήπειρο και στην Τραπεζούντα, διατηρούνται ανεξάρτητα από την Κωνσταντινούπολη κράτη.

Στις αρχές του 14ου αιώνα, το Βυζάντιο έχει χάσει τη Μικρά Ασία, στα μέσα του ίδιου αιώνα περιορίζεται στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη και στις αρχές του 15ου αιώνα στην περιοχή της Πόλης και σε κάποιες κτήσεις στα νησιά του Αιγαίο|Αιγαίου και στο λεγόμενο Δεσποτάτο του Μυστρά.

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους του Μωάμεθ Β' στις 29 Μαΐου του 1453, ήρθε μετά από μία μακρόχρονη επιθανάτια αγωνία, την οποία ακολούθησε η τελική καταστροφή. Η Πόλη γίνεται πλέον πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είναι γεγονός.

Χρόνος

Κάθε χρονική τομή και κάθε χρονικός περιορισμός της ιστορικής εξέλιξης, που στην πραγματικότητα είναι αδιάκοπη, αποτελούν συμβατικές οροθεσίες οι οποίες δεν βρίσκουν πάντα σύμφωνους όλους τους ερευνητές. Έτσι και τα χρονικά όρια που έχουν γίνει αποδεκτά για τη βυζαντινή ιστορία είναι συμβατικά, βοηθούν όμως στην κατανόηση της σημασίας παραγόντων και γεγονότων, στους οποίους βασίζονται οι διάφορες αντιμαχόμενες θέσεις.

Αν και όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι η Βυζαντινή ιστορία τελειώνει με την πτώση της Πόλης το 1453, συχνά θεωρήθηκε ως αφετηρία για τη βυζαντινή χρονολογία ο θρίαμβος του Χριστιανισμού το 392, όταν δηλαδή ο Θεοδόσιος Α' έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες λατρείες. Αν όμως λάβουμε υπόψη ότι η αρχαία θρησκεία επέζησε τουλάχιστον ως την εποχή του Ιουστινιανού και κατόπιν αντικαταστάθηκε από την εθνική θρησκεία των λαών που εγκαταστάθηκαν στα βυζαντινά εδάφη, βλέπουμε ότι η χρονολογία αυτή έχει δυσκολίες ως προς την εδραίωσή της. Κείμενα του 10ου αι. αναφέρουν μη χριστιανούς σλαβικής καταγωγής εγκατεστημένους στη βυζαντινή Ελλάδα, οργανωμένους σε αυτόνομες κοινότητες, υπό τοπικούς αρχηγούς της ίδιας εθνικής προελεύσεως και σχεδόν ανεξάρτητους από την αυτοκρατορική επαρχιακή διοίκηση της περιοχής. Μάλιστα, συχνά αποτέλεσαν επικίνδυνες εστίες εξεγέρσεως κατά της αυτοκρατορικής εξουσίας, κυρίως στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και στην Πελοπόννησο.

Άλλοι ιστορικοί, θεωρούν αρχή της ιστορίας του Βυζαντίου την εποχή που ακολουθεί το θάνατο του Θεοδοσίου (395)· το κράτος διαιρείται σε ανατολικό και δυτικό. Κατά τον ίδιο τρόπο, αναζητείται σταθερό ορόσημο στη διάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους· καταλληλότερη το 476, χρονολογία όπου η "Χριστιανική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία" μένει μόνη της. Άλλοι τοποθετούν την αρχή της ιστορίας του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους στα 610, όταν ανεβαίνει στο θρόνο ο Ηράκλειος, άλλοι στα 717, όταν ανεβαίνει στην εξουσία η δυναστεία των Ισαύρων και άλλοι στα 284, όταν ο Διοκλητιανός, βάζει τις βάσεις για την οργάνωση του νέου κράτους.

O καθηγητής Άρνολντ Τόινμπι (Arnold Toynbee 1889–1975) υποστήριξε ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έσβησε κατά τα τελευταία χρόνια του 6ου αιώνα και μια νέα αυτοκρατορία αναπτύχθηκε ως απάντηση της χριστιανικής Ανατολής στην απειλή των μουσουλμάνων. Από την άλλη, ο Βρετανός κλασικός φιλόλογος και ιστορικός Τζων Μπάγκνελ Μπιούρυ (John Bagnell Bury 1861–1927) αρνήθηκε ότι το Βυζάντιο γνώρισε ποτέ γενέθλια ημέρα. Υποστήριξε ότι "η Βυζαντινή αυτοκρατορία με δική της υπόσταση ουδέποτε υπήρξε, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν έληξε μέχρι το 1453 [14]"

Κάθε μία από τις παραπάνω απόψεις, παρουσιάζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Όσοι πάντως πιστεύουν ότι η βυζαντινή ιστορία αρχίζει απ' τη μονοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου και τη θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης το 324 (ή από τα επίσημα εγκαίνια της το 330), θεωρούν ότι η χρονολογία αυτή εμπεριέχει γεγονότα-ορόσημα για το βυζαντινό κράτος:

α) μετάθεση του κέντρου βάρους από τη Δύση στην Ανατολή,
β) ανοχή και αργότερα αναγνώριση της ισοτιμίας του Χριστιανισμού, με τις άλλες θρησκείες,
γ) επίδραση των χριστιανικών αρχών στη νομοθεσία και γενικά στις κρατικές εκδηλώσεις,
δ) μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους σε σφαίρα επιρροής άλλης γλώσσας, της ελληνικής,
ε) πραγματοποίηση μεγάλων μεταρρυθμίσεων και αλλαγών στην κρατική και κοινωνική ζωή της αυτοκρατορίας.

Λαός

Κατά τους πρώτους αιώνες της ιστορικής πορείας της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτελούσε ένα υπερεθνικό, οικουμενικό κράτος που περιλάμβανε όλον τον πολιτισμένο, τότε, κόσμο. Στην τεράστια επικράτεια της, η οποία απλωνόταν σε τρεις ηπείρους, συμβίωναν Έλληνες και εξελληνισμένοι λαοί, Ρωμαίοι, Αρμένιοι, Σύριοι, Αιγύπτιοι και Ιουδαίοι, υπολείμματα παλαιών μικρασιατικών λαών (Ίσαυροι, Φρύγες, Καππαδόκες), Ιλλυριοί και Θράκες στη Χερσόνησο του Αίμου, καθώς επίσης υπολείμματα νεώτερων εποικισμών Γαλατών και Γότθων.

Ήδη από την εποχή των Ρωμαίων υπήρχαν επιγαμίες μεταξύ των λαών, άλλωστε και πολύ νωρίτερα ο Μέγας Αλέξανδρος ενθάρρυνε τις επιγαμίες στις κατακτήσεις του. Κατά τον Στήβεν Ράνσιμαν [15] ο αυτοκράτορας Αρκάδιος ήταν ισπανικής καταγωγής, ενώ αρμενικής καταγωγής ήταν ο στρατηγός του Ιουστινιανού Ναρσής και οι αυτοκράτορες Λέων ο Ε', Βασίλειος ο Α', Ιωάννης Α' Τσιμισκής, Ρωμανός ο Α'. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος ο Α' είχε αίμα αραβικό και ο πατέρας του επικού Διγενή Ακρίτα ήταν προσήλυτος Σαρακηνός. Οι Βυζαντινοί ήταν κοσμοπολίτες και χωρίς φυλετικές προκαταλήψεις. Δεν είχαν πρόβλημα να δεχθούν τον οποιονδήποτε και παιδιά μικτών γάμων μπορούσαν να κυβερνήσουν την Αυτοκρατορία. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν ο νεοεισερχόμενος να είναι Χριστιανός και να μιλά Ελληνικά.

Βέβαια, αν και στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του, η εθνολογική σύνθεση του Βυζαντίου δεν συνδέθηκε αποκλειστικά με ένα μόνο έθνος, γιατί στα σύνορα του υπήρχαν ή προσαρτήθηκαν κατά καιρούς πολλοί διαφορετικοί λαοί, όμως, κορμός της σύνθεσης αυτής ήταν ο ελληνορωμαϊκός κόσμος, και οι διάφορες εθνότητες απόκτησαν τα κοινά χαρακτηριστικά της χριστιανικής πίστης και προοδευτικά της ελληνικής γλώσσας, παράγοντες που λειτούργησαν ως ενοποιητικοί. Ειδικά η ελληνική γλώσσα, η οποία ήδη από τον 4ο αιώνα είχε αρχίσει να εκτοπίζει τη λατινική, επικράτησε επί Ηρακλείου ως η κατ' εξοχήν επίσημη γλώσσα του Βυζαντίου. Μόνο έτσι μπορεί να κατανοηθεί ο προοδευτικός εξελληνισμός, όχι μόνο των δομών της αυτοκρατορίας, αλλά και των προσαρτημένων στα όρια της λαών.

Τον 7ο αιώνα λόγω της απώλειας της Αιγύπτου και της Συρίας, σημειώθηκε ριζική διαφοροποίηση στον χάρτη των εθνοτήτων και το βυζαντινό κράτος περιόρισε την εξουσία του σε περιοχές όπου το ελληνικό στοιχείο δέσποζε και αριθμητικά. Όμως δεν έπαψαν να εμφανίζονται νέοι λαοί. Οι σλαβικές επιδρομές που αρχίζουν τον 6ο αιώνα, προκαλούν αναστάτωση στην εθνολογική σύσταση των επαρχιών της Χερσονήσου του Αίμου, για να υποστούν, όμως, σταδιακά την αφομοιωτική δύναμη του ελληνικού στοιχείου, χωρίς όμως η έννοια της λέξης "Έλληνας" της εποχής εκείνης να ταυτίζεται με τη σημερινή έννοιά της, επηρεασμένη από την ιδεολογία του εθνικού κράτους του 18ου και 19ου αι.

Η Ελληνικότητα του Βυζαντίου

Το ερώτημα αν ο Βυζαντινός ήταν κάτι περισσότερο από Ρωμαίος πολίτης και Χριστιανός με ελληνική παιδεία, απασχόλησε αρκετά τους Έλληνες ιστορικούς, κυρίως μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους και περί τα μέσα του 19ου αιώνα. Με τη θεμελιακή εισφορά του εθνικού ιστοριογράφου Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, υπέρμαχου της ενότητας της ελληνικής ιστορίας, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρήκε, όχι χωρίς αντιδράσεις, τη θέση της στην ιστοριογραφία του ελληνικού έθνους.

Γνωρίζουμε ότι το τρίπτυχο ρωμαϊκή "αυτοκρατορική παράδοση, χριστιανική Ορθοδοξία, ελληνικός πολιτισμός"[16] σημάδεψε το Βυζάντιο σε όλη την ιστορική του πορεία. Μπορούσε όμως η υπερεθνική συνείδηση της αποστολής της αυτοκρατορίας, να απορροφηθεί από την εθνική συνείδηση μιας μόνο εθνότητας, της ελληνικής;

Η απάντηση είναι αρνητική[17] (κάτι ανάλογο άλλωστε ισχύει με την μεταγενέστερη οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά και με την προγενέστερη ρωμαϊκή), τουλάχιστον σε ότι αφορά το μεγαλύτερο τμήμα της βυζαντινής ιστορίας. Αν και πρόκειται για την ιστορία ενός κράτους στο οποίο δρα και επιδρά η πνευματική δύναμη του ελληνισμού, η βυζαντινή ελληνικότητα δεν εξαντλεί τον εθνικό χαρακτήρα της αυτοκρατορίας, ενώ η γεωγραφία του βυζαντινού Ελληνισμού δεν συμπίπτει ούτε με τα εκτεταμένα σύνορα της αυτοκρατορίας, ούτε με τα στενά όρια της σύγχρονης Ελλάδας[18]. Αν και γεωγραφικά-ιστορικά η βυζαντινή αυτοκρατορία περιλαμβάνει πολλές περιοχές της αρχαίας Ελλάδας(Ιωνία, Πόντος, Βυζάντιο, Μεγάλη Ελλάδα, κυρίως Ελλάδα) η διαμόρφωση των κοινωνικών δομών και θεσμών με την εξαιρεση της Θεσσαλονίκης και του Μυστρά, είναι αποκλειστικό σχεδόν επίτευγμα της βυζαντινής πρωτεύουσας και του μικρασιατικού κόσμου[19].

Όμως, το Βυζάντιο παρουσίασε αρκετές μεταβολές στο πέρασμα των αιώνων και προς το τέλος της ιστορίας του, λόγοι δημογραφικοί συνέβαλαν στη μεταβολή αυτών των δεδομένων. Η απώλεια των κεντρικών περιοχών στη Χερσόνησο της Ανατολής και των βόρειων επαρχιών στη Χερσόνησο του Αίμου περιόρισε την Αυτοκρατορία σε εδάφη στην κυρίως Ελλάδα, κατά μήκος των ακτών του Αιγαίου και του Ευξείνου και σε νησιά, όπου είχαν ιδρυθεί αρχαιότατες ελληνικές αποικίες. Ασφαλώς, ξένες προσμίξεις και διασταυρώσεις πληθυσμών υπήρξαν, όμως οι Βυζαντινοί, συγκεντρωμένοι στα ιστορικά ελληνικά εδάφη, αισθάνονταν και γεωγραφικά Έλληνες και αποδέχονταν ότι και φυλετικά ήταν Έλληνες[20].

Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η πορεία που ακολούθησε η ελληνικότητα του Βυζαντίου, ήταν κοινή με την εξέλιξη του ονόματος Έλλην, που ξεκινά ως εθνικό στην αρχαία Ελλάδα, μετατρέπεται σε πολιτιστικό επί ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και ταυτόχρονα θρησκευτικό με την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Με την επικράτηση της νέας θρησκείας γίνεται κυρίως θρησκευτικό και παρ' όλο που ο ελληνικός πολιτισμός ήταν πάντοτε θεμέλιο της πνευματικής ζωής, με την ελληνική επιστήμη, ιστοριογραφία, ποίηση και φιλοσοφία (με κάποιες προϋποθέσεις) να αποτελούν μορφωτικό αγαθό ακόμα και των ευσεβών Βυζαντινών, εν τούτοις, το όνομα Έλλην, παρέμεινε θρησκευτικά φορτισμένο για πολλούς αιώνες.

Η εποχή του Ηρακλείου ήταν εκείνη που έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στο ελληνικό στοιχείο: αφού το Βυζάντιο απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος των ασιατικών και δυτικών χωρών του, έθεσε τέλος στη διγλωσσία που υπήρχε ανάμεσα στην κρατική διοίκηση και τον στρατό που χρησιμοποιούσαν τη Λατινική και τον λαό, που τη θεωρούσε ακατανόητη, και καθιέρωσε την Ελληνική ως την επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με τον τρόπο αυτό, η γλώσσα του λαού και της Εκκλησίας έγινε πλέον και γλώσσα του κράτους. Ο ίδιος, μάλιστα, υιοθέτησε τον τίτλο του βασιλέως, αντί του λατινικού imperator και έκοψε νομίσματα με την ελληνική επιγραφή "ΕΝ ΤΟΥΤΩι ΝΙΚΑ". Σταδιακά, η γνώση της Λατινικής γλώσσας έγινε σπάνιο φαινόμενο στις επόμενες γενιές. Με το τέλος της δυναστείας του Ηρακλείου, αν και η αυτοκρατορία παρέμεινε σταθερά προσκολλημένη στις ρωμαϊκές πολιτικές ιδέες και παραδόσεις, με την επικράτηση της ελληνικής γλώσσας, αρχίζει να μεταβάλλεται σταδιακά, για να καταλήξει προς το τέλος της ιστορίας της, σε ένα "Μεσαιωνικό ελληνικό κράτος"[21] ή στην "Ελληνική Αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής"[22].

Παρ' όλ' αυτά όμως, για πολύ καιρό ακόμη, ο πιο στενός σύνδεσμος ενότητας μέσα στην αυτοκρατορία αναζητήθηκε, όχι στην ελληνική συνείδηση, αλλά στην κοινή αφοσίωση στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, που τελικά συνετέλεσε στον αποτελεσματικό έλεγχο της προώθησης του Ισλάμ προς την Πόλη[23].

Αυτό δείχνουν και τα λόγια του Λέοντα ΣΤ' (886-912), που εμψυχώνει τους διοικητές του λέγοντας ότι "οφείλουν να είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους για την πατρίδα και την ορθή χριστιανική πίστη, όπως και oι στρατιώτες τους, που με την κραυγή: "Ο Σταυρός θα νικήσει", πολεμούν, σαν στρατιώτες του Χριστού, του Κυρίου μας, για τους γονείς, για τους φίλους, για την πατρίδα, για ολόκληρο το χριστιανικό έθνος".[24]

Έτσι, παρ' όλη τη σταδιακή αποφόρτιση του ονόματος Έλλην, το περιεχόμενο του βυζαντινού εθνικισμού, που έπρεπε να αναπτυχθεί για τη σωτηρία της πατρίδας, σχετιζόταν ακόμη με την πεποίθηση ότι η αυτοκρατορία είναι ο καθορισμένος υπερασπιστής της χριστιανοσύνης.

Αυτό έμελλε να αλλάξει, και αφετηρία στάθηκε η καχυποψία των Βυζαντινών έναντι των Δυτικών, με αφορμή τις τρεις μεγάλες εκστρατείες των Νορμανδών, που εκδηλώθηκαν το 1081, το 1147 και το 1185 [25]. Παρ' όλα τα προβλήματα που είχαν δημιουργήσει στις διμερείς σχέσεις, η ανατρεπτική ενέργεια του πάπα Λέοντα Γ΄, να στέψει το 800 μ.Χ. τον Καρλομάγνο "Βασιλέα των Ρωμαίων" και το Σχίσμα του 1054, οι επιδρομές αυτές ήταν που συντάραξαν τους Βυζαντινούς, καθώς ήταν η πρώτη φορά που χριστιανικός λαός της Δύσης, επιτίθετο εναντίον τους.

Ταυτόχρονα, όπως διαγράφεται σαφώς στα κείμενα του 12ου και 13ου αιώνα, κυρίως στις ιστοριογραφίες της Άννας Κομνηνής (1083 – 1148), του Ιωάννη Κίνναμου (1143; – 1202;), του Νικήτα Χωνιάτη (περ. 1155/7-1217) και άλλων, όχι μόνον δεν τονίζεται ο ιερός χαρακτήρας των Σταυροφοριών, ή η σχέση του με το προσκύνημα, αλλά αντίθετα χρησιμοποιείται σαφώς στρατιωτική ορολογία και μάλιστα, προβάλλεται η επιθετική διάθεση του σταυροφορικού κινήματος και η ανησυχία για το φαινόμενο της κατά μάζες εμφάνισης των Δυτικών[26]. Έτσι, η επιθετική τακτική της Δύσης σε στρατιωτικό επίπεδο, αλλά και η οικονομική διείσδυση των ιταλικών πόλεων στο Βυζάντιο, που πήραν σε μεγάλο βαθμό το εμπόριο και γενικότερα την οικονομία στα χέρια τους, προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των βυζαντινών και προστριβές με τους Λατίνους.

Όλα αυτά, δημιούργησαν νέα δεδομένα στις σχέσεις Ανατολής-Δύσης. Ο χριστιανισμός δεν επαρκούσε πλέον για ν' απαλλάξει το Βυζάντιο από τους εχθρούς του, και η χριστιανική Δύση συγκαταλεγόταν ανάμεσα σ' αυτούς. Σε μια εποχή που ο αντίπαλος ήταν επίσης χριστιανός, έπρεπε να βρεθεί ένας νέος άξονας για τον Βυζαντινό εθνικισμό. Έτσι, το αίσθημα υπεροχής των Βυζαντινών έναντι των Δυτικών, που οφειλόταν στην πολιτική τους θεωρία και στις πολιτιστικές αξίες της ελληνικής αρχαιότητας που εξασφάλιζαν την πολιτιστική υπεροχή του Βυζαντίου, έκανε αισθητή την παρουσία του:

Από το 13ο αι. και εξής, οι όροι Έλλην, Ελληνισμός, ελληνικός, κ.λπ. απέβαλλαν σε κάποιο βαθμό την παλιά τους συνωνυμική ταύτιση με την έννοια της ειδωλολατρίας και επανήλθαν σε χρήση από τον Βυζαντινό πολίτη χωρίς ενδοιασμούς, και χωρίς να χαρακτηρίζουν πλέον μόνο τον "εθνικό", δηλαδή τον μη Χριστιανό. Ο όρος Ρωμαίος, ο οποίος στο Βυζάντιο αποτέλεσε τίτλο τιμής[27] από την αρχή μέχρι το τέλος της ιστορίας του, αντικαταστάθηκε σε ευρεία κλίμακα από τον όρο Έλλην. Μία από τις πρώτες μαρτυρίες όπου οι Ρωμαίοι έπαψαν να είναι πολιτική οντότητα για να γίνουν θρησκευτική κοινότητα, βρίσκεται στη διαθήκη της Άννας Παλαιολογίνας Νοταρά, που γράφει το 1493 στη Βενετία: "Πρώτον να με μνημονεύουν κατά την τάξιν των Ρωμαίων Χριστιανών"[28]. Η συνύπαρξη του Έλλην και του Ρωμαίος, φαίνεται στο συμπέρασμα που καταγράφει ο Μανουήλ Χρυσολωράς (1350-1415), ότι δηλαδή η Κωνσταντινούπολη είναι το δημιούργημα των δύο φρονιμότερων και δυνατότερων εθνών, των Ρωμαίων που τότε κυριαρχούσαν στην οικουμένη και των Ελλήνων που είχαν κυριαρχήσει προηγουμένως[29].

Νεώτεροι μελετητές της ιστορίας και των θεσμών του μεσαιωνικού Ελληνισμού κάνουν συχνά λόγο για τη σταδιακή γένεση και εξάπλωση μιας ιδεολογίας ενός βυζαντινού εθνικισμού, που αποτέλεσε την απαρχή για τη μορφοποίηση του νεοελληνικού πατριωτισμού και της νεοελληνικής ιστορίας. Η χρονολογία που συμβολικά χρησιμοποιήθηκε ως αρχή της νέας αυτή φάσης της ελληνικής ιστορίας είναι το 1204[30], χρονολογία της άλωσης και άγριας λεηλασίας της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας. Στο κήρυγμα για αντίσταση εναντίον τών κατακτητών, οι νέοι αρχηγοί, πολιτικοί, στρατιωτικοί ή πνευματικοί, ζητούν πρότυπα για να τονώσουν το ηθικό του λαού. "Και πού θα τα βρουν αυτά παρά στους μεγάλους των προγόνους, στους αρχαίους Έλληνες;"[31].

Πράγματι, οι Δυτικοί, που ονομάζονταν υποτιμιτικά "Φράγκοι" από τους Βυζαντινούς, πήραν πλέον τη θέση των "βαρβάρων" σε αντιστοιχία με την αρχαιοελληνική πραγματικότητα. Ο Νικήτας Χωνιάτης, το έργο του οποίου αποτελεί πολύτιμη πηγή για τα γεγονότα από το 1118 μέχρι την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους το 1204, δηλώνει ότι δεν μπορεί να συνεχίσει τη συγγραφή της ιστορίας, που είναι το "κάλλιστον εύρημα των Ελλήνων", περιγράφοντας βαρβαρικές πράξεις κατά των Ελλήνων:

"Πὼς ἂν εἴην ἐγὼ τὸ βέλτιστον χρῆμα, τὴν Ἱστορίαν, τὸ κάλλιστον εὕρημα τῶν Ἑλλήνων, βαρβαρικαῖς καθ' Ἑλλήνων πράξεσι χαριζόμενος;"[32]

Είναι χαρακτηριστικό, ότι σε μια περίοδο συρρίκνωσης του Βυζαντινού Κράτους, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Γ' Βατάτζης (1222-1254) δέχεται την ελληνική εθνική καταγωγή του. Απαντώντας στον πάπα Γρηγόριο Θ', ο οποίος απευθύνεται σ' αυτόν ονομάζοντας τον Γραικό, ο βυζαντινός αυτοκράτορας βεβαιώνει ότι "ο Μέγας Κωνσταντίνος παραχώρησε τη βασιλεία των Ρωμαίων στο γένος των Ελλήνων"[33].

Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Χρήστου: "Η επανεμφάνισις του ονόματος Έλλην με την εθνική του σημασία έγινε όταν είχε λησμονηθή πλέον η ύπαρξις των ειδωλολατρών και η χρήσις του ήταν ακίνδυνη για τον Χριστιανισμό. Η επανεμφάνισις ακολούθησε την ίδια οδό με την εξαφάνισι. Το όνομα από εθνικό είχε εκπέσει πρώτα σε πολιτιστικό κι έπειτα σε θρησκευτικό και τέλος εξαφανίστηκε. [...] Με την επανεμφάνισί του τώρα, για την δήλωσι καταστάσεων του παρόντος, γίνεται πρώτα πολιτιστικό κι έπειτα πάλι εθνικό"[34].

Συμπερασματικά

Το πρόβλημα, αν στο σύνολο της η βυζαντινή ιστορία αποτελεί οργανικό μέρος της ιστορίας του ελληνικού έθνους, υπήρξε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα [35], καθώς δεν μπορεί κάποιος να παραγνωρίσει το γεγονός ότι, εξίσου με τον σύγχρονο ελληνισμό, η ιταλική χερσόνησος, οι βαλκανικοί πληθυσμοί και οι σλαβικοί λαοί της βορειοανατολικής Ευρώπης, ο κόσμος της Μικράς Ασίας και του αρμενικού έθνους, αναζητούν την κατανόηση της ιστορικής τους πραγματικότητας στο Βυζάντιο.

Άρα, δεν είναι εύκολο να ταυτίσουμε τη ζωή, την ιστορία και τον πολιτισμό ολόκληρης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, με την κληρονομιά που δέχθηκε από το Βυζάντιο ο σύγχρονος Ελληνισμός. Είναι πολλοί οι λαοί και οι χώρες που έμειναν εκτός της νεοελληνικής επίδρασης, αν και απλώνουν τις ρίζες τους, όπως και η Ελλάδα, στην κοινή βυζαντινή πραγματικότητα.

Βέβαια, εύλογα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι, ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός, η ελληνική γλώσσα και γενικά ο ελληνικός πολιτισμός, με την ταυτόχρονη παρουσία τους, ως φυσική κληρονομιά, στον ελληνικό χώρο, δίνουν το δικαίωμα στη νεώτερη και σύγχρονη Ελλάδα να θεωρούν ισχυρή τη συγγένεια τους με ολόκληρη τη βυζαντινή ιστορία. Πάντως, το γεγονός ότι η αφετηρία του νεώτερου Ελληνισμού βρίσκεται στο Βυζάντιο, αν και είναι για πολλούς ιστορικούς μια πραγματικότητα, δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε πως αυτή πηγάζει κυρίως από τους 2-3 τελευταίους βυζαντινούς αιώνες[36], εποχή σταδιακής συρρίκνωσης του Βυζαντίου, και απομάκρυνσης των μη ελληνικών περιοχών και πληθυσμών.

Βυζάντιο και Δύση

Παρά το γεγονός ότι το Ανατολικό και το Δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, είχαν αποτελέσει μέρη του ίδιου κράτους, της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση ότι, ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Λατίνους της Δύσης, υπήρξε μια διαρκής αντιπαράθεση, η οποία κατά τη διάρκεια της Τέταρτης Σταυροφορίας κορυφώθηκε με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, το έτος 1204. Ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, η αποξένωση και, στη συνέχεια, η αμοιβαία εχθρότητα των δύο κόσμων ήταν τόσο μεγάλη, που είχε ως συνέπεια, οι Δυτικοί να παρακολουθήσουν με πλήρη σχεδόν αδιαφορία την πτώση της ανατολικής αυτοκρατορίας[37].

Στην πραγματικότητα, ακόμα και το όνομα της "Βυζαντινής Αυτοκρατορίας", μαρτυρεί μια μακραίωνη έχθρα και υποτίμηση. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να φανταστεί ότι η δυτική ιστοριογραφία, θα επινοούσε το πρωτοφανές όνομα "Βυζάντιο", συσχετίζοντας τη Νέα Ρώμη, Κωνσταντινούπολη, απλώς με μια αρχαία ελληνική αποικία, προκειμένου να αποσυνδέσει το ανατολικό τμήμα από την αυτοκρατορική παράδοση[38] και να περιγράψει με τον τρόπο αυτό, την άλλοτε κραταιά Αυτοκρατορία, που αυτοπροσδιοριζόταν ως μοναδικός κληρονόμος της αυτοκρατορικής Ρώμης[39]. Παρά τις θετικές, αρχικές προσπάθειες κάποιων δυτικών ιστοριογράφων, η μακρά παράδοση αδιαφορίας, έλλειψης κατανόησης και παρεξηγήσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές, οδήγησε σε μια νοοτροπία γκετοποίησης της Βυζαντινής ιστοριογραφίας[40].

Είναι βέβαιο ότι, το πλέον προβεβλημένο γεγονός, ως άξονας διαφοροποίησης των δύο πλευρών είναι το Σχίσμα των δύο εκκλησιών, Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής, όμως, μιλώντας σήμερα για Βυζάντιο και Δυτικό Μεσαίωνα, αναφερόμαστε στην πραγματικότητα σε δύο διακριτά, όχι μόνο θρησκευτικά, αλλά και ιστορικά και πολιτιστικά μεγέθη[41], τα οποία περιγράφουν, αυτονόητα και φυσικά, δύο διαφορετικούς τρόπους σκέψης και ύπαρξης με ρίζες ιστορικές[42]. Η μοιρασμένη στα δύο, αυτοκρατορία, από τον Θεοδόσιο Α' το 395, ορίζει και γεωγραφικά, ως ένα βαθμό, τις δύο μεσαιωνικές δυνάμεις.

Ο όρος Μεσαίωνας, που "επινοήθηκε για να στιγματίσει μια χιλιετία πνευματικής καθυστέρησης και κοινωνικής αδικίας, όπως τη θεωρούσαν κάποτε οι ιστορικοί" της Αναγέννησης[43], ξεκινά, σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, από το έτος 476 μ.Χ., έτος κατάρρευσης της ρωμαϊκής κυριαρχίας στο δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας λόγω της επικράτησης των γερμανικών φύλων[44] και φτάνει μέχρι την ιταλική Αναγέννηση, τον 15ο αιώνα[45].

Σ' αυτή την υπερχιλιόχρονη πορεία, μια σειρά από γεγονότα έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός (δυτικού) μεσαιωνικού πολιτισμού που αναπτύχθηκε ανταγωνιστικά προς το Βυζάντιο:

Γλωσσική αποξένωση

Στον τομέα της γλώσσας, αν και από τον 2ο π.Χ. αιώνα, η χρήση της ελληνικής είναι διαδεδομένη ακόμα και στη Ρώμη[46], που είναι διαποτισμένη από τον ελληνιστικό πολιτισμό[47] με αποτέλεσμα ο μορφωμένος Ρωμαίος να είναι δίγλωσσος[48], εν τούτοις, στα τέλη του 2ου αιώνα η Δύση είχε εκρωμαϊστεί σε σημαντικό βαθμό και η γλώσσα της περιοχής του Λατίου έγινε σταδιακά η γλώσσα της Δύσης[49]. Η Λατινική υιοθετήθηκε ακόμη και από τις κατώτερες τάξεις, ενώ τα στρατεύματα που στάθμευαν σε μεγάλο αριθμό στην κεντρική Ευρώπη υπήρξαν δυναμικοί παράγοντες εκλατινισμού, δεδομένου ότι αυτή ήταν η επίσημη γλώσσα του στρατού, αλλά και η κοινή γλώσσα συνεννόησης των ετερόγλωσσων στρατιωτών[50].

Στην Ανατολή, την ίδια εποχή, η ελληνική είχε το καθεστώς επίσημης γλώσσας και η Ρώμη αποδέχθηκε ότι ήταν μάταιο να προσπαθήσει να επιβάλει εκεί τη λατινική. Έτσι, οι κάτοικοι αυτών των περιοχών δεν βρέθηκαν ποτέ στην ανάγκη να μάθουν τη λατινική γλώσσα, ενώ, σπάνια επιδίωκαν να κατακτήσουν κάποια παιδεία διαφορετική από την ελληνική, γιατί θεωρούσαν τη δική τους πολύ ανώτερη από τη λατινική[51].

Η απόσταση ανάμεσα στους δύο κόσμους αρχίζει να μεγαλώνει με την κρίση του ρωμαϊκού κόσμου κατά τον 3ο αιώνα. Πολύ πριν από την πτώση της Ρώμης, τόσο το εμπόριο όσο και οι πόλεις βρίσκονταν σε μια πορεία παρακμής. Οι βαρβαρικές επιδρομές σαρώνουν την αντίσταση των ακραίων φρουρών, καταπατούν τα δυτικά αυτοκρατορικά εδάφη και ανατρέπουν στο πέρασμά τους κάθε οργανωμένη και συγκροτημένη ζωή. Στις πόλεις, η αποδιοργάνωση, η ερήμωση και η φτώχεια προκαλούν χάος, ενώ ο πολιτισμός και η κουλτούρα διατηρούν μια αβέβαιη ύπαρξη[52].

Μέσα στην ατμόσφαιρα αυτή, το ναυάγιο της ελληνικής γλώσσας στη Δύση είναι γεγονός[53]: οι δύο πλευρές της αυτοκρατορίας δεν κατανοούν, ούτε διαβάζουν η μία την άλλη, παρά μέσω διερμηνέων και μεταφράσεων[54]. Ήδη από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα ήταν σπάνιο να βρεθεί καθηγητής ικανός να διδάξει σωστά την ελληνική, ενώ από τον 5ο ως τον 9ο αιώνα, η Δύση έχασε κάθε επαφή με την ελληνική σκέψη, μέσα από τα πρωτότυπα κείμενα[55].

Ο Αυγουστίνος και η "μετανάστευση των λαών"

Σ' αυτήν την ταραγμένη περίοδο, της "μετανάστευσης των λαών" όπως ονομάζεται, εμφανίζεται ο ιερός Αυγουστίνος (354-430). Οι κατηγορηματικές επισημάνσεις διαπρεπών στοχαστών απηχούν έναν κοινό τόπο της έρευνας, ότι δηλαδή ο Αυγουστίνος και η φραγκική επικυριαρχία στη Δύση είναι το προσωπικό και το ιστορικό γεγονός που καθιστούν τον 5ο αιώνα αποφασιστική τομή στην πορεία του δυτικού πολιτισμού[56]. Το έργο του Αυγουστίνου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς στην προσωπική του περίπτωση φαίνεται καθαρά πια η διαφοροποίηση ανάμεσα στην ελληνική Ανατολή και στη λατινική Δύση[57].

Ο ίδιος ο Αυγουστίνος, έζησε σε μια εποχή που λίγοι μόνο δυτικοί θεολόγοι γνώριζαν την ελληνική γλώσσα και τα έργα των σημαντικών Ελλήνων Πατέρων του 4ου και των αρχών του 5ου αιώνα ήταν ελλιπέστατα γνωστά στον λατινικό κόσμο[58]. Ο Αυγουστίνος, που επίσης αγνοούσε τα κείμενα των ελληνόφωνων εκκλησιαστικών συγγραφέων, αφού ούτε μιλούσε, ούτε διάβαζε ελληνικά, είχε καθολική αναγνώριση στη Δύση, για το λαμπρό παράδειγμα της μετάνοιας και μεταστροφής του στον Χριστιανισμό[59] (από τον Μανιχαϊσμό) καθώς και για τον όγκο των κειμένων που έγραψε.

Καθοριστική στιγμή για την πορεία της Δυτικής θρησκευτικής αλλά και φιλοσοφικής σκέψης αποτέλεσε το έργο του ιερού Αυγουστίνου "Περί της Πολιτείας του Θεού" (De civitate Dei), η πρώτη ολοκληρωμένη πρόταση για την κατανόηση της ιστορίας[60]. Είναι η περίοδος που οι γερμανοί Γότθοι, υπό την ηγεσία του βασιλιά τους Αλαρίχου, οδηγήθηκαν σε μια άνευ προηγουμένου περιπλάνηση λεηλασίας σε διάφορες περιοχές της Βαλκανικής και της Ιταλίας με αποκορύφωμα την άλωση και της ίδιας της Ρώμης το 410. Η είδηση του γεγονότος της πτώσης της "αιώνιας πόλης" συγκλόνισε, όπως ήταν φυσικό, ολόκληρη την οικουμένη και ο Αυγουστίνος εξέφρασε την αντικειμενική ιστορική κρίση την οποία έζησε, με την "Πολιτεία του Θεού", έργο το οποίο κατανοείται ως απάντηση στην πτώση αυτή της Ρώμης[61]. Ο Αυγουστίνος βλέπει την ιστορία ως αέναο αγώνα της πολιτείας του διαβόλου, όλων δηλαδή των δυνάμεων που αντιμάχονται τη θεία βούληση, ενάντια στην πολιτεία του θεού[62], ταυτόχρονα όμως, με την πραγματεία του αυτή ο Αυγουστίνος, είναι αυτός που υποστήριξε περισσότερο την ηγεμονία της καθολικής Εκκλησίας[63].

"Η Πολιτεία του θεού"

Ο ρόλος του έργου του Αυγουστίνου αποδείχθηκε ιδιαίτερα σημαντικός εξαιτίας της εισβολής των βόρειων φύλων και της ταυτόχρονης κατάρρευσης της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που, σύμφωνα με τον Ράνσιμαν, άφησε ένα τεράστιο κενό, το οποίο ανέλαβε να καλύψει αποκλειστικά η Εκκλησία ως εκφραστής και θεματοφύλακας όχι μόνο των ρωμαϊκών παραδόσεων και του ρωμαϊκού δικαίου, σε αντίθεση προς τα έθιμα που έφεραν οι νέοι, "βάρβαροι" εξουσιαστές, αλλά και της μαθήσεως και της παιδείας[64]. Μέσα στο απερίγραπτο χάος οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι προσκλήθηκαν συχνά ν' αναλάβουν τη διοίκηση πόλεων ή και ολόκληρων περιοχών[65] βασισμένοι πάνω στη γερή θεωρητική θεμελίωση του έργου του Αυγουστίνου[66].

Για αιώνες, έξω από τις τάξεις του κλήρου, δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου εγγράμματοι, ενώ όλοι οι νομικοί και οι γραμματείς των κοσμικών ηγεμόνων ήταν κληρικοί. Όλα έτειναν να δώσουν στη ρωμαϊκή εκκλησία μια νομική υπόσταση. Η παπική πρωτοσυγκελλία ήταν αναγκασμένη να είναι πάντοτε επανδρωμένη με μορφωμένους νομικούς, που οι τάσεις τους άρχισαν να κυριαρχούν στη θεολογία. Οι Ρωμαίοι θεολόγοι προτιμούσαν τους σαφείς ορισμούς και η θεολογία έτεινε σε μια συστηματοποιημένη φιλοσοφία[67].

Μεγάλη ήταν η συμβολή του Αυγουστίνου στην πορεία αυτή, καθώς αγνοώντας τα ελληνικά κείμενα των θεολογικών ζυμώσεων των πρώτων χριστιανικών αιώνων, προσάρμοσε τη χριστιανική του διδασκαλία σε πιο απλουστευτικά σχήματα της νομικής σκέψης[68], ίσως και λόγω της αναγκαιότητας να επιβληθεί η εκκλησιαστική αυθεντία στο νέο πνευματικό περιβάλλον των "βαρβάρων", που στο μεταξύ ασπάζονταν τον χριστιανισμό[69].

Επιπλέον, ίσως και λόγω κάποιων νεοπλατωνικών επιρροών για τα χαρακτηριστικά των οποίων οι μελετητές εκφράζουν διαφορετικές απόψεις[70], ο Αυγουστίνος κάνει μια στροφή προς τον ψυχολογισμό, τον υποκειμενισμό[71] και την ενδοσκόπηση[72], αποτέλεσμα, ίσως, της ιστορικής απογοήτευσης του ανθρώπου του 5ου αιώνα στη Δύση, που βιώνει την παρακμή του πολιτισμού και ζητά καταφύγιο στην εσωστρέφεια[73].

Αυτή η διαφορετική κατεύθυνση της θεολογίας σε σχέση με την Ανατολή, είχε ως θετικό αποτέλεσμα, την έμφαση που δόθηκε στην εσωτερικότητα του ανθρώπου[74], ενώ έστρεψε την προσοχή της επιστήμης στον ψυχολογικό παράγοντα του θρησκευτικού φαινομένου[75]. Εν τούτοις, η θεολογία αυτή, χωρίς αναφορές στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, περιορίζει την πίστη σε μια εσωτερική υπόθεση, που για την Ανατολή αρχίζει μεν με την ψυχή, αλλά δεν τελειώνει εκεί και ακτινώνεται στο φυσικό και ιστορικό περίγυρο του ανθρώπου[76].

Σημαντική, επίσης, διαφοροποίηση, απετέλεσε η έμφαση που έδωσε ο Αυγουστίνος στην ουσία του τριαδικού Θεού, σε σχέση με το πρόσωπο ή την υπόσταση[77]. Η δυτική Ουσιοκρατία σε σχέση με την ανατολική Προσωποκρατία, προκρίνει την ενότητα του τριαδικού Θεού αντί να δώσει έμφαση στις υποστάσεις[78] και στην ετερότητά τους όπως γινόταν στην ανατολή[79]. Αυτή η διαφοροποίηση, πράγματι, προετοίμασε τη θεωρητική κατοχύρωση της διδασκαλίας του Filioque[80]. Τελικά, η θεολογία του Αυγουστίνου θα οδηγούσε αργότερα σε εντάσεις και παρεξηγήσεις ανάμεσα σε ανατολή και δύση.

Είναι πάντως βέβαιο ότι, ο Αυγουστίνος επέδρασε και επί της μετέπειτα σχολαστικής θεολογίας, καθώς και επί των σημερινών ρευμάτων της μεταφυσικής ηθικής, της κοινωνιολογίας, της φιλοσοφίας και της ψυχολογίας της θρησκείας[81].

Ανταγωνισμός

Ύστερα από εξήντα περίπου χρόνια, μετά τον θάνατο του Αυγουστίνου, το 492 φαίνεται πως για πρώτη φορά ο Πάπας Γελάσιος Α΄ αποφαίνεται επίσημα για την προτεραιότητα και την ανωτερότητα της εκκλησιαστικής εξουσίας απέναντι στην πολιτική[82]. Το όραμα για την ίδρυση ενός κραταιού κράτους, όπου η αυτοκρατορική εξουσία θα είναι υποτελής αναζητά κάποια δύναμη, που κατ' αρχήν θα έθετε τα θεμέλια και την υπόσταση του κράτους αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση βρέθηκαν οι Φράγκοι, που κι αυτοί με τη σειρά τους είχαν παρόμοια οράματα[83].

Υποσημειώσεις

  1. Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 4, μτφρ. Τούλας Δρακοπούλου (Αθήνα: Ψυχογιός, 1992), σελ. 14. Επίσης αναφέρεται ως "Χριστιανικό κράτος της ρωμαϊκής Ανατολής" στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ' (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., 1978), σελ. 6
  2. Ιστορία του Ελληνικού έθνους ό.π., σελ. 6
  3. Στο ίδιο, σελ. 5
  4. Norman H. Baynes και Η.St.L.B. Moss, Βυζάντιο, Εισαγωγή στο Βυζαντινό Πολιτισμό 8, μτφρ. Δημητρίου Ν. Σακκά (Αθήνα: Παπαδήμας, 2004), σελ. 102
  5. Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους 7, τόμ. Α', μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος (Αθήνα: Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, 2002), σελ. 84
  6. Γλύκατζη-Αρβελέρ ό.π., σ.σ. 39,41,73
  7. Μάριος Μπέγζος, Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία της Θρησκείας (Αθήνα: Γρηγόρης, 2004), σελ. 187
  8. Encyclopedie de la Pleiade, τόμ. Δ' (Αθήνα: ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ (ΜΙΕΤ) 1980), στο λήμμ. "Ιστορία και μέθοδοι της", σελ. 56
  9. Heinz-Gunther Nesselrath, Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία, τόμ. Α', μτφρ. Ιωάννη Αναστασίου (Αθήνα: Παπαδήμας, 1997), σελ. 450
  10. UNESCO: Ιστορία της Ανθρωπότητας, τόμ. 12 (Αθήνα: Χ. Τεγόπουλου-Ν. Νίκας & ΣΙΑ Ο.Ε., 1970), σελ. 4137
  11. Ostrogorsky ό.π., σελ. 52. / Βλ. και Α.Α.Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453, μτφρ. Δημοσθ. Σαβράμη (Αθήνα: Μπεργαδής, 1954), σελ. 22: "...παρά την ζωηρή του περιγραφή...δεν είναι ασφαλώς το ύφος του εκείνο που χρειάζεται για να διεγείρη τον σεβασμό για τα πρόσωπα ή την περίοδο, με την οποία ασχολείται ή για να οδηγήση σε μια λεπτομερέστερη μελέτη τους. Ο απαράμιλλος του σαρκασμός και η υποτίμησι, βρίσκονται διαρκώς εν δράσει [...] είναι ανίκανος να θαυμάση με ενθουσιασμό πράγματα ή πρόσωπα. Σχεδόν κάθε ιστορία, όταν την χειρίζουνται με αυτόν τον τρόπο, αφίνει την αξιοκαταφρόνητη πλευρά της να κυριαρχή στην σκέψι του αναγνώστου. Ίσως καμιά ιστορία δεν θα έμενε αστιγμάτιστη με έναν τέτοιο χειρισμό. [...] "Αυτός ο τρόπος διαχειρίσεως του θέματος", παρατηρεί ο J. Β. Bury "ανταποκρίνεται προς την περιφρονητική θέσι που παίρνει ο συγγραφεύς" [...] Η ερμηνεία που δίνει ο Γίββων στην εσωτερική ιστορία της Αυτοκρατορίας, μετά τον Ηράκλειο, δεν είναι μόνον επιπόλαιη αλλά συγχρόνως δίνει λανθασμένη εντύπωσι των γεγονότων."
  12. Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, "Βάσεις του Βυζαντινού Πολιτεύματος", ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΕΠΕΤΗΡΙΔΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (ΕΕΦΣΠΑ) περ. Β' τόμ. ΚΒ' (1971-72) σελ. 201
  13. Vasiliev ό.π., σελ. 442
  14. J. Β. Bury, A History of the Later Roman Empire, τόμ. 1 {London: Macmillan, 1889), σελ. V
  15. Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. Δέσποινας Δετζώρτζη, (Αθήνα: Γαλαξίας-Ερμείας, 1969), σελ. 202 κ.εξ.
  16. Baynes και Moss ό.π., σελ. 42
  17. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 46 (Αθήνα: Δίας, 2004) στο λήμμ. "Βυζάντιο": "...η στενή έννοια της εθνικής προέλευσης δεν απέκτησε στο Βυζάντιο καθοριστική σπουδαιότητα...Η υπερεθνική αυτή συνείδηση της αποστολής της αυτοκρατορίας, η καθαρά οικουμενική χριστιανική συνείδηση, δεν μπορούσε να αποδυναμωθεί ή απορροφηθεί...από την εθνική συνείδηση μιας μόνο εθνότητας. Ο Ρωμαίος ή Βυζαντινός...αγωνιζόταν να πραγματοποιήσει το όραμα της συνένωσης ολόκληρης της οικουμένης στην ίδια αυτοκρατορία..."
  18. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ό.π., σελ. 10
  19. Στο ίδιο, σελ. 13
  20. Steven Runciman, Η Τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση, μτφρ. Λάμπρος Καμπερίδης, (Αθήνα: Δόμος, 1991), σελ. 37
  21. Ostrogorsky ό.π., σελ. 217
  22. Γλύκατζη-Αρβελέρ ό.π., σελ. 16
  23. Baynes και Moss ό.π., σελ. 55
  24. Γλύκατζη-Αρβελέρ ό.π., σ.σ. 40-41
  25. Αθηνά Κόλια-Δερμιτζάκη, Συνάντηση Ανατολής και Δύσης στα Εδάφη της Αυτοκρατορίας - Οι Απόψεις των Βυζαντινών για τους Σταυροφόρους, Α' ανατύπωση, (Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 2000), σελ. 29
  26. Στο ίδιο, σελ. 30
  27. Αλέξης Σαββίδης, Μελέτες Βυζαντινής Ιστορίας 11ου - 13ου αιώνα 2, (Αθήνα: Καρδαμίτσας, 1995), σελ. 81
  28. Πάρις Γουναρίδης, "Γένος Ρωμαίων, Βυζαντινές και Νεοελληνικές Ερμηνείες" στο Βυζαντινή πραγματικότητα και νεοελληνικές ερμηνείες (Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 1996), σελ. 21
  29. Στο ίδιο, σ.σ. 18-19
  30. Σχετικά με τη σπουδαιότητα του "1204" στη διαμόρφωση των ιδεών του νεώτερου ελληνισμού βλ.:
    • Baynes και Moss ό.π., σελ. 82
    • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ό.π., σελ. 29
    • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Θ', (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., 1980), σ.σ. 5,244
    • Γλύκατζη-Αρβελέρ ό.π., σελ. 127
    • Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, Τόμος Β', (Αθήνα:Ερμής, 1988), σελ. 148
    • Runciman, "Η Τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση" ό.π., σ.σ. 33-34
    • Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, Νέα Ελληνική Ιστορία (1204-1985) 8 (Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 1993), σελ. 12
    • Γιώργος Καραμπελιάς, 1204 η Διαμόρφωση του Nεώτερου Eλληνισμού (Αθήνα: Eναλλακτικές Eκδόσεις, 2006)
  31. Βακαλόπουλος ό.π., σελ. 13
  32. Νικήτα Χωνιάτη, Χρονική Διήγησις, 5,580
  33. Γουναρίδης ό.π., σελ. 14
  34. Παναγιώτης Χρήστου, Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων 2 (Θεσσαλονίκη: Κυρομάνος, 1993), σελ. 129
  35. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ', σελ. 10
  36. "Είναι αληθές ότι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες το Βυζάντιο ησθάνθη εαυτόν περισσότερον ελληνικόν από οποτεδήποτε άλλοτε, αφού μάλιστα περιωρίσθη γεωγραφικώς εις τον Βαλκανικόν χώρον και τας νήσους" (Ν. Τωμαδάκης, Οι Λόγιοι του Δεσποτάτου της Ηπείρου και του βασιλείου της Νικαίας (Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 1993, σελ. 8)
  37. Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, Τόμος Α', (Αθήνα:Ερμής, 1988), σελ. 225
  38. Χρήστος Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, (Αθήνα: Δόμος, 2003), σ.σ. 15-16
  39. Γλύκατζη-Αρβελέρ ό.π., σελ. 22
  40. Ζακ Λε Γκοφ στο Βυζάντιο και Ευρώπη 2 (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1999), σελ. 93
  41. Μπέγζος ό.π., σελ. 65
  42. Νίκος Α. Ματσούκας, Ιστορία της Φιλοσοφίας 7 (Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 2001), σελ. 292
  43. Nicholas David, Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου (312-1500), (Αθήνα: ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ (ΜΙΕΤ), 1999), σελ. 15
  44. Αθηνά Κόλια-Δερμιτζάκη, "Συνάντηση Ανατολής και Δύσης στα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Οι απόψεις των Βυζαντινών για τους σταυροφόρους", στο Υλικό, Φυσικό και Πνευματικό Περιβάλλον στον Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό κόσμο, τόμ. 5 (Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 1996), σελ. 9
  45. David, ό.π.
  46. Γιανναράς ό.π., σελ. 14
  47. Carcopino Jerome, Η Καθημερινή Ζωή στη Ρώμη στο Απόγειο της Αυτοκρατορίας, μτφρ. Κ. Παναγιώτου (Αθήνα: Παπαδήμας, 1981, σελ. 169
  48. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 52, (Αθήνα: Δίας, 2004), στο λήμμ. "Ρώμη και Ρωμαϊκός πολιτισμός > Η μέση περίοδος της Δημοκρατίας > Οικονομία"
  49. Μεθόδιος Γ. Φούγιας , Το Ελληνικό Υπόβαθρο του Χριστιανισμού (Αθήνα: Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1992), σελ. 132
  50. Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα:ό.π., στο λήμμ. "Ρώμη και Ρωμαϊκός πολιτισμός > Ιστορία > Οι εξελίξεις στις επαρχίες"
  51. Graf Fritz, Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία 2, τόμ. Β' (Αθήνα: Παπαδήμας, 2001), σελ. 25
  52. Marjorie Rowling, Η Καθημερινή Ζωή στο Μεσαίωνα 2, (Αθήνα: Παπαδήμας, 1988), σελ. 58
  53. Paul Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, εκπαίδευση και παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές ως τον 10ο αιώνα 3, (Αθήνα: ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ (ΜΙΕΤ), 2001), σελ. 291
  54. Ζακ Λε Γκοφ ό.π., σ.σ. 95-6
  55. Lemerle ό.π.
  56. Μπέγζος ό.π., σελ. 82 (παρατίθενται τα σχετικά σχόλια των Χάρνακ (Adolf von Harnack) και Σενύ (Marie-Dominique Chenu)
  57. Μπέγζος ό.π., σελ. 86
  58. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ό.π., τόμ. Ζ', σελ. 193
  59. Γιανναράς όπ., σελ. 31
  60. Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα ό.π΄, τόμ. 30, στο λήμμ. "Ιστορίας, φιλοσοφία"
  61. Μπέγζος ό.π., σ.σ. 83-84
  62. Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα ό.π.
  63. Χέλμουτ ντε Γκλάζεναπ, Παγκόσμιος Ιστορία των θρησκειών, μτφρ. Νικηφόρου Βρετάκου, (Αθήνα: Βιβλιοαθηναϊκή, χ.χ.), σελ. 375
  64. "When the Roman Empire collapsed in the West, the Roman Church was left as the repository not only of Roman traditions and Roman law, as opposed to the customs introduced by the new barbarian rulers, but also of learning and education."(Steven Runciman, The Great Church in Captivity (London: Cambridge University Press, 1968), σελ. 6)
  65. "In the chaos of the invasions, with the former lay governors fleeing or dispossessed, ecclesiastical officers were often called upon to take over the administration of cities and whole districts."(Στο ίδιο)
  66. Νίκος Α. Ματσούκας, Οικουμενική Κίνηση (Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 1986), σελ. 31
  67. "[...] there were for many centuries few literate men outside of ecclesiastical ranks. Churchmen provided the lawyers and clerks on whom the lay rulers depended. This all tended to give the Roman Church a legal outlook. The Papal chancery was obliged to fill itself with trained lawyers, whose tastes began to dominate theology, Roman theologians liked clear-cut definitions [...] tended to give way to Scholastic tastes, to the desire to turn theology into a systematized philosophy." (Runciman, The Great Church in Captivity ό.π.)
  68. "Το προπατορικό αμάρτημα κατά τη δυτική θεολογία αμέσως θεωρήθηκε ως παρακοή στη θεία δικαιική τάξη [...] ως δεινή προσβολή της θείας δικαιοσύνης, και συνεπώς δίκαια ο Σατανάς έγινε το τιμωρό όργανο όχι μονάχα των ένοχων πρωτοπλάστων, αλλά και όλων των ένοχων απογόνων τους. Η κληρονομική ενοχή για την προσβολή της θείας δικαιοσύνης καθιερώθηκε με άκρα συνέπεια. Ο άνθρωπος χάνει το καθ' ομοίωσιν και ως ένοχος τιμωρείται για την παράβαση που έκανε." (Νίκος Α. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία 2, τόμ. Β' (Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 1998), σελ. 204) / "...ο Αυγουστίνος...επιχειρεί ν' αποδείξει ότι το πυρ της κολάσεως είναι ατελεύτητη υλική φωτιά, φέρνοντας παραδείγματα από τη φυσική πραγματικότητα: μικροοργανισμούς και σκουλήκια που ζουν σε υψηλές θερμοκρασίες, τα ηφαίστεια της Σικελίας, τον ασβέστη..." (Ματσούκας Α. Νίκος, Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Δ', (Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 1999), σελ. 158)
  69. Γιανναράς ό.π., σ.σ. 30-32
  70. Graf Fritz ό.π., σελ. 648
  71. Μπέγζος ό.π., σελ. 90
  72. Graf Fritz ό.π., σελ. 649
  73. Μπέγζος ό.π., σελ. 91
  74. Στο ίδιο, σελ. 92
  75. Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα ό.π., τόμ. 61, στο λήμμ. "Ψυχολογία > Ιστορία της Ψυχολογίας"
  76. Μπέγζος ό.π., σελ. 90
  77. πρβλ. Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία 2, τόμ. Β', (Αθήνα: 1999), σελ. 227
  78. πρβλ. Θρησκειολογικό Λεξικό, (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2000), στο λήμμ. "Αυγουστινισμός"
  79. Μαξίμου Ομολογητού, Περί των δύο του Χριστού φύσεων, PG 91,145Β: "Οίον επί της Αγίας Τριάδος, ταυτότης μεν έστιν ουσίας· ετερότης δε προσώπων. μίαν γάρ ουσίαν ομολογούμεν, τρεις δε υποστάσεις."
  80. "Η δυτική Θεολογία διέφερε της ανατολικής Θεολογίας και μάλιστα όσον αφορά εις το δόγμα της Αγίας τριάδος. Η ανατολική Θεολογία ως βάσιν έθετε τα τρία πρόσωπα και εζήτει να κατανοήση την ενότητα αυτών, ενω η δυτική Θεολογία ως βάσιν έθετε την ενότητα του Θεού και εζήτει να κατανοήση το τρισυπόστατον αυτού. Εκ τούτου κυρίως προέκυψεν η διδασκαλία της δυτικής εκκλησίας περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού (Filioque)." (Βασίλειος Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι σήμερον 6, (Αθήνα: Παπαδημητρίου, 1998, σ.σ. 343-344)
  81. Φούγιας ό.π., σελ. 190
  82. Ματσούκας, Οικουμενική Κίνηση ό.π.
  83. Στο ίδιο, σελ. 32

Βιβλιογραφία

  • Βαλτέρ, Ζεράρ. Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, στον αιώνα των Κομνηνών (1081-1180). Αθήνα: Παπαδήμας, 1990.
  • Baynes, Norman H. και H. St. L. B. Moss. Βυζάντιο, εισαγωγή στο Βυζαντινό πολιτισμό. Μτφρ. Δημήτριος Ν. Σακκάς. Αθήνα: Παπαδήμας, 1986.* Ζακυθηνός, Διονύσιος Α. Βυζαντινή Ιστορία 327-1071. Αθήναι: 1977.
  • Καραγιαννόπουλος, Ι. Το Βυζαντινό Κράτος 4. Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 1996.
  • Mango, Cyril. Βυζάντιο: Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης. Μτφρ. Δημήτρης Τσουγκαράκης. Αθήνα: ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ (ΜΙΕΤ), 1988.
  • Nicol, Donald M. Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου, 1261-1453. Μτφρ. Στάθης Κομνηνός. Αθήνα: Παπαδήμας, 1996.
  • Του ιδίου. Βυζάντιο και Βενετία. Μτφρ. Χριστίνα-Αντωνία Μουτσοπούλου. Αθήνα: Παπαδήμας, 2004.
  • Ostrogorsky, Georg. Ιστορία του Βυζαντινού κράτους 7, 3 τόμοι. Μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος. Αθήνα: Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, 2002.* Φειδάς, Βλάσιος Ιω. Εκκλησιαστική Ιστορία, 2 τόμοι. Αθήνα: 1997-1998.
  • Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη. Βυζαντινή Ιστορία 2, 3 τόμοι. Αθήνα: Ηρόδοτος, 2006.

Εξωτερικές Συνδέσεις