Ιερά Παράδοση

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Το παρόν είναι τμήμα σειράς άρθρων
Εισαγωγή
στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό
Ιερά Παράδοση
Αγία Γραφή
Το σύμβολο της Πίστης
Οικουμενικές Σύνοδοι
Πατέρες της Εκκλησίας
Θεία Λειτουργία
Κανόνες
Εικόνες
Η Αγία Τριάδα
Θεός Πατήρ
Ιησούς Χριστός
Το Άγιο Πνεύμα
Η Εκκλησία
Θεία Αποκάλυψη
Εκκλησιολογία
Ιστορία
Ιερά Μυστήρια
Η Ζωή στην Εκκλησία
Σημαντικές μορφές
Θεοτόκος
Απόστολοι
Τάξη των Προφητών
Αποστολικοί Πατέρες
Απολογητές
Εκκλησιαστικοί Πατέρες
'Αγιοι

Ιερά Παράδοση, Αποστολική Παράδοση ή και απλώς Παράδοση, στην ορθόδοξη θεολογία αποκαλείται ο ενιαίος τύπος διδασκαλίας που προέρχεται από το προφορικό κήρυγμα του Χριστού και των Αποστόλων[1], διδασκαλία που φυλάχθηκε στη ζωή και τη συνείδηση της Εκκλησίας[2], υπό την επιστασία του Αγίου Πνεύματος[3].

Τα κριτήρια[4] που διακρίνουν τη γνήσια Παράδοση από κάθε άλλη ψευδή και κίβδηλη είναι:

  • Η Αποστολικότητα: η Παράδοση για να είναι γνήσια και αληθινή πρέπει ν' ανάγεται στην αποστολική εποχή, σε χρόνους δηλαδή που φανερώθηκε αγνή και ανόθευτη η λυτρωτική αλήθεια του ευαγγελίου.
  • Η Ομοφωνία: δηλ. γνήσια Παράδοση αποτελεί ό,τι πιστεύει και παραδέχεται ομόφωνα το πλήρωμα της Εκκλησίας και διδάσκουν οι ιεροί Πατέρες και οι ποιμένες της.

Το κέντρο της Ιεράς Παραδόσεως είναι ο Χριστός και η μετ' Αυτού κοινωνία και η περί Αυτού μαρτυρία των προφητών, αποστόλων και αγίων. Έτσι γίνεται αντιληπτό πως η Ιερά Παράδοση παραδίδεται μέσω των θεουμένων ανθρώπων της εκκλησίας είτε μέσα από προφορικό και γραπτό λόγο, είτε μέσω απεικονίσεων. H Ιερά Παράδοση, σύμφωνα με τους πατέρες της Εκκλησίας, αποτελεί πηγή των αληθειών της χριστιανικής θρησκείας ισότιμη "τω θείω γραπτώ λόγω"[5], δηλ. με την Αγία Γραφή.

Η Παράδοση στην Ορθοδοξία, τον Ρωμαιοκαθολικισμό και τον Προτεσταντισμό

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι φύλακες και μεταδότες της Ιεράς Παραδόσεως διαχωρίζονται σε δυο κατηγορίες. Στους αμέσως γνώστες της δόξας της «βασιλείας των ουρανών» και γνωστικούς αυτόπτες μάρτυρες και τους «εν Πνεύματι Αγίω» αποδεχόμενους, φυλάσσοντας και μεταδίδοντας την προφορικήν αγάπη του Θεού, περί την μαρτυρία των θεουμένων. Ο θεούμενος δέχεται, φυλάττει και μεταδίδει δια της θεώσεως ή θεοπτίας ή ενώσεως με τον Χριστό το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως και εν αυτώ τον Πατέρα, δια του ενσαρκωθέντος Λόγου, εν Πνεύματι Αγίω. Είναι χαρακτηριστικό, πως το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως είναι η κατεξοχήν δύναμη και χάρη, η οποία διαμόρφωσε και διαμορφώνει την Ιερά Παράδοση, μέσω της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως πιστών και θεουμένων.

Για τους Ορθοδόξους, η πράξη και η διδασκαλία Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών δεν έχει διαφυλάξει την αυθεντική Παράδοση αφού "κατά τήν ορθόδοξη πίστη η Εκκλησία είναι ο πιστός τηρητής και φύλακας της παραδόσεως, ενώ κατά τη ρωμαιοκαθολική αυτή παρουσιάζεται μάλλον ως κυρίαρχος, μεταποιώντας αυτή κατά βούληση και προσπαθώντας να συμβιβάσει τα παλαιά με τα εκάστοτε νέα. Παράλληλα, οι Διαμαρτυρόμενοι δεν αναγνωρίζουν την παράδοση ως πηγή της θείας αποκαλύψεως"[6]. Μάλιστα οι Ρωμαιοκαθολικοί διακήρυξαν «οτι όπως πασα ζωή υπόκειται εις αύξησιν και ανάπτυξιν, ούτω ο χριστιανισμός θεωρούμενος ως ζωή θεία δεν δύναται να παραμένει εις κατάστασιν στατικήν, αλλά ... να ωθή προς ανάπτυξιν»[7] κάτι που απορρίπτει η ορθόδοξος θεολογία, καθώς η «Παράδοσις...δεν επιδέχεται αυξομοίωσιν οιανδήποτε. Δυνάμεθα να ερμηνεύομεν ταύτην, ως και την Γραφήν, να διατυπώνομεν αυτή το σαφέστερον, ουδέποτε όμως και κατ'ουδένα λόγον επιτρέπεται να προσθέσομεν ή αφαιρέσομεν τι εξ αυτής, ως και επί της Γραφής»[8], όπως σημείωσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας[9][10]. Όπως γράφει και ο Μ. Βασίλειος, η διδασκαλία της Εκκλησίας, "...ουχί μεταβολή εστίν εκ του χείρονος προς το βέλτιον, αλλά συμπλήρωσις του λείποντος κατά την προσθήκην της γνώσεως"[11].

Επάνω στο ζήτημα αυτό, σημειώνει ο καθ. Ιωάννης Καραβιδόπουλος: "Δεν είναι...σωστό να υπερτονίζεται η υπεροχή της Αγίας Γραφής έναντι της Εκκλησίας, ούτε από την άλλη πλευρά βρίσκει δικαίωση η έξαρση της απόλυτης εξουσίας της Εκκλησίας έναντι της Αγίας Γραφής. Υπερβολές προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση δημιούργησαν καταστάσεις ξένες προς την Ορθοδοξία κατά την ιστορική πορεία του Χριστιανισμού. Η πρώτη κατεύθυνση χαρακτηρίζει τον Προτεσταντισμό, η δεύτερη τον Ρωμαιοκαθολικισμό. Βέβαια, η Εκκλησία χωρίς την Αγία Γραφή μοιάζει με σκάφος χωρίς πηδάλιο, αλλά και η Αγία Γραφή χωρίς ή έξω από την Εκκλησία παραμένει ανερμήνευτη"[12].

Αγία Γραφή και Ιερά Παράδοση

Πρέπει να τονιστεί πως η Ιερά Παράδοση της εκκλησίας αποτελεί αλάθητη έκφραση των ενεργειών του Θεού, και δεν είναι διάφορη και ανεξάρτητη από την Αγία Γραφή, η οποία αποτελεί μέρος αυτής και καμμία αντίθεση δεν ενυπάρχει στη διδασκαλία τους. Στην πραγματικότητα μάλιστα, η "διάκριση Αγίας Γραφής και Παράδοσης ως δύο πηγών...του περιεχομένου της πίστης" είναι "συμβατική" καθώς "η Εκκλησία ποτέ δεν ξεχώρισε με τέτοια έμφαση αυτές τις δύο πηγές"[13]. Ορθότερα θα λέγαμε ότι "η Εκκλησία γνωρίζει μία παράδοση, που νοείται μονάχα σε ιστορική συνέχεια, οπότε και τα βιβλία της Αγίας Γραφής αποτελούν το πιο εκλεκτό, θα έλεγε κανείς, κομμάτι αυτής της παράδοσης"[14].

Ιστορικά, ο διαχωρισμός της Ιεράς Παραδόσεως σε δύο κομμάτια, Γραφή και Παράδοση, πηγάζει από την "Μεταρρύθμιση του Προτεσταντισμού, από το 16° αιώνα και εφεξής" που "εξαίροντας σχεδόν τη μοναδικότητα της Αγίας Γραφής (sola scriptura), ως πηγής του λόγου του Θεού, ανάγκασε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στη σύνοδο του Τριδέντου (1545-1563) να ανακηρύξει με έμφαση Αγία Γραφή και Παράδοση ως δύο Ισότιμες και Ισόκυρες πηγές του περιεχομένου της πίστης"[15]. Ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος θεωρεί τη διδασκαλία ως καρπό της παράδοσης, πράγμα που σημαίνει ότι "η παράδοση κάνει τις Επιστολές του, και όχι αυτές την παράδοση"[16]. Κατά συνέπεια, "η εκκλησιαστική κοινότητα και η παράδοσή της προηγούνται χρονικά από την καταγραφή των Ευαγγελίων, όπως φυσικά και των άλλων βιβλίων της Καινής Διαθήκης"[17].

"Συνεπώς η αγ. Γραφή και η Παράδοση συμπίπτουν ως προς την προέλευση και διαμόρφωση τους και περιέχονται η μία στην άλλη, είναι δηλ. ταυτόσημα μεγέθη"[18]. Όπως σημειώνει και ο καθηγ. Παν. Μπρατσιώτης: "Η Εκκλησία, η Βίβλος και η Παράδοσις είναι και μένουν εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν εις μίαν αδιαίρετον ενότητα"[19]. Αυτή την ενότητα Γραφής και Παραδόσεως ομολογεί και διατηρεί η μία Εκκλησία: «Οι Προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφώνηκεν, η χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται...» (Συνοδικόν Ζ' Οικουμ. Συνόδου)"[20].

Η Ιερά Παράδοση στην Καινή Διαθήκη

Σύμφωνα με την ερμηνεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, υπάρχουν στην Κ.Δ. αρκετά, σαφή χωρία[21], που καθιστούν ισότιμη την Ιερά Παράδοση και την Αγία Γραφή:

  • "Αδελφοί στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις, ας εδιδάχθητε, είτε διά λόγου, είτε δι' επιστολής ημών" (Β' Θεσ. 2:15)
  • "Επαινώ δε υμάς αδελφοί, ότι πάντα μου μέμνησθε, καθώς παρέδωκα υμίν, τας παραδόσεις κατέχετε" (Α' Κορ. 11:2)
  • "Εγώ γαρ παρέλαβον από του Κυρίου, ό και παρέδωκα υμίν" (Α' Κορ. 11:23)
  • "Παρέδωκα γαρ υμίν εν πρώτοις, ό και παρέλαβον" (Α' Κορ. 15:3)
  • "Ω Τιμόθεε την παρακαταθήκην φύλαξον" (Α' Τιμ. 6:20)
  • "Το λοιπόν ουν αδελφοί, ρωτώμεν υμάς και παρακαλούμεν εν Κυρίω Ιησού, καθώς και παρελάβετε παρ' ημών το πως δει υμάς περιπατείν και αρέσκειν Θεώ ίνα περισσεύητε μάλλον οίδατε γαρ τίνας παραγγελίας εδώκαμεν υμίν, δια του Κυρίου Ιησού" (Α' Θεσ. 4:1.2)

Όπως γράφει ο Άγ. Νεκτάριος: "διά των ειρημένων ο Απόστ. Παύλος συνιστά ισότιμον προς τον γραπτόν λόγον την ιεράν παράδοσιν"[22].

Πατέρες και Παράδοση

Την Ιερά Παράδοση οι Πατέρες της Εκκλησίας θεωρούν ως τον ασφαλή οδηγό για την ερμηνεία των Ιερών Γραφών, και απόλυτα αναγκαία για την κατανόηση των αληθειών που περιέχονται σ' αυτές[23]. Όπως αναφέρεται στα πρακτικά της Ζ' Οικουμ. Συνόδου: "Ει τις πάσαν παράδοσιν εκκλησιαστικήν έγγραφον ή άγραφον αθετεί, ανάθεμα έστω"[24].

Πηγές της Ιεράς παραδόσεως[25]

Η Ιερά παράδοση περιέχεται πρωτίστως στην Αγία Γραφή αλλά και σε άλλες πηγές όπως:

  • Τα Σύμβολα Αποστολικό και Αθανασιανό, τα συγγράμματα των αρχαίων μεγάλων Πατέρων και ιδιαιτέρως εκείνα τα σημεία όπου "διακριβούται συμφωνία των Πατέρων".
  • Επίσης, φορείς της Ιεράς Παραδόσεως είναι και τα μεταγενέστερα δογματικοσυμβολικά μνημεία και η υμνολογία της Εκκλησίας θα πρέπει όμως να χρησιμοποιούνται βοηθητικά και "μετά μεγίστης προσοχής", καθώς στα μεν πρώτα υπάρχουν ετερόδοξες επιδράσεις (αν και εξωτερικές και όχι ουσιαστικές), ενώ στην υμνογραφία συναντάμε συχνά ποιητικές και εικονικές εκφράσεις "μη διακρινομένας επί δογματική ακριβεία".

Η έννοια και οι προεκτάσεις της Ιεράς Παραδόσεως στην Ορθόδοξη Εκκλησία

Η Αποστολική Διαδοχή στην εκκλησία αντικατοπτρίζει την αντικειμενική ή θεία όψη της. Η παράδοση της εκκλησίας αντικατοπτρίζει την υποκειμενική ή ανθρώπινη όψη της, δηλαδή τη συνέχεια της συνείδησης του μηνύματος το οποίο έχει ληφθεί και διαφυλάχτηκε από την κοινότητα[26]. Είναι χαρακτηριστικό πως κατά τον άγιο Ειρηναίο οι απόστολοι κατέθεσαν στην εκκλησία την πληρότητα της αλήθειας σαν σε ένα θησαυροφυλάκιο. Αυτή η κατάθεση όμως είναι μια ζωντανή κατάθεση που ανανεώνεται και ανακαινίζει το δοχείο (εκκλησία) το οποίο διαφυλάχτηκε και είναι αυτή που μαζί με την αποστολική διαδοχή ταυτοποιεί το μήνυμα της αλήθειας[27]. Γι αυτό και η παράδοση είναι μέσο και συντελεστής της ενότητας. Η παράδοση αυτή βέβαια δεν μπορεί απαραίτητα να νοηθεί ως ένα είδος τήρησης κάποιων πρακτικών, σαν ένα είδος αρχαιολογίας[28], ούτε σαν ένας αμετάβλητος τύπος, αλλά ως μία ζωντανή πίστη, ένα μήνυμα σωτηρίας σαφώς καθορισμένο και ακριβές[29]. Πρέπει να κατανοηθεί σαν μία ζωντανή δύναμη, σαν τη συνείδηση ενός ζωντανού οργανισμού μέσα στην οποία περιλαμβάνεται η προγενέστερη ζωή του. Η παράδοση είναι αδιάκοπη και ανεξάντλητη και δεν είναι μόνο παρελθόν, αλλά και το παρόν μέσα στο οποίο κατοικεί ήδη το μέλλον[30]. Εξου και η εμμονή στην παράδοση, δεν αποκλείει την εξέλιξη, που αντιθέτως ζει και αυξάνει. Εμμονή στην παράδοση επίσης δε σημαίνει ισχυρογνωμοσύνη στο παρελθόν ή ακόμα και το αποστολικό παρελθόν σαν μία ιδιαίτερη εποχή, αλλά πιστότητα στο αποστολικό μήνυμα[31].

Μόνος φύλακας της παράδοσης είναι η εκκλησία, διότι παράδοση είναι η μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος, που αποκαλύπτει και ανανεώνει το μήνυμα που Αυτό κατέθεσε στην εκκλησία. Δεν είναι λοιπόν απλώς μια ιστορική αυθεντία ή η μαρτυρία του παρελθόντος, αλλά η εμπειρία της κοινότητας από την αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος. Κατά το Χωμιάκοφ "δεν είναι τα άτομα, ούτε ένα πλήθος ατόμων στους κόλπους της εκκλησίας που διαφυλάσσουν την παράδοση ή γράφουν τις Γραφές. Αλλά είναι το πνεύμα του Θεού που ζει σε όλο το σώμα της εκκλησίας...Για εκείνον που βρίσκεται εκτός της εκκλησίας, ούτε οι Γραφές, ούτε η παράδοση, ούτε τα έργα της εκκλησίας είναι καταληπτά"[32]. Ο άνθρωπος ζώντας μέσα στην εκκλησία μπορεί να αντιληφθεί την ενότητα των Γραφών και της παράδοσης της εκκλησίας. Την αντιλαμβάνεται διότι το Πνεύμα εμψυχώνει το σώμα της εκκλησίας. Η παράδοση τελικά είναι η ικανότητα της μαρτυρίας και της διακήρυξης των αληθειών της πίστης. Η Εκκλησία δεν έχει ανάγκη, για να δώσει την αληθινή μαρτυρία της, να θυμηθεί κάτι ή να στηριχτεί σε κάτι, αφού αυτή παρέχεται από την πληρότητα της διαρκούς εμπειρίας της, που αποτελεί το σώμα Εκείνου που είναι η Ζωή, η Οδός και η Αλήθεια[33]. Η Παράδοση είναι η ίδια η Εκκλησία στην καθολική της ύπαρξη, όπου το Άγιο Πνεύμα κατοικεί μόνιμα[34]. Είναι το σώμα του ζώντος Χριστού, μία χαρισματική και όχι απλώς ιστορική αρχή. Αποτελεί δε το θεμελιώδες υπόστρωμα των μνημείων και των ιερών βιβλίων της, αφού αυτά αναπαράγουν το μήνυμα το οποίο απευθύνθηκε προς τους παραλήπτες[35]. Η Εκκλησία είναι αυτή που προηγείται της Καινής Διαθήκης, αφού μέσα στο πνευματικό κλίμα της γράφτηκε και αναγνωρίστηκε, αποτελώντας και αυτή καρπό του Αγίου Πνεύματος, όπως η όλη παράδοση της Εκκλησίας. Γι αυτό και δε δύναται να διαχωριστούν. Βεβαίως η Αγία Γραφή είναι η κύρια πηγή της χριστιανικής πίστης και διδασκαλίας, η οποία μαρτυρεί τη διδασκαλία που δόθηκε από την Εκκλησία υπό την διαρκή έμπνευση του Θεού[36]. H Γραφή όμως μένει "άφωνη" όταν αποσπασθεί από την Παράδοση[37].

Η αλήθεια στην εκκλησία δόθηκε μία φορά κατά την πεντηκοστή. Αυτό σημαίνει ότι η εκκλησία σήμερα δε γνωρίζει καλύτερα το Χριστό, από ότι τότε. Η κατανόηση αυτής της αλήθειας όμως είναι προοδευτική. Η ανάπτυξη λοιπόν της θεολογίας ανά εποχές, δεν έχει να κάνει με την περεταίρω κατανόηση της αλήθειας, αλλά με την μαρτυρία της εκκλησίας. Γι αυτό και η αυθεντία των δογματικών διατυπώσεων δεν εξαρτάται από τη χρονολογία τους, αλλά αποκλειστικά από τη συμφωνία τους προς τα αρχικά δεδομένα[38]. Η μαρτυρία της εκκλησίας με την πάροδο του χρόνου εκφράζεται σαφέστερα ή διατυπώνεται με ένα νέο λεξιλόγιο για την ίδια πραγματικότητα. Δεν πρόκειται λοιπόν για δογματική ανάπτυξη, διότι τα δόγματα δεν είναι θεωρητικά αξιώματα από τα οποία θα μπορούσαμε να εξαγάγουμε συμπεράσματα, αλλά είναι μαρτυρία, λογικό-λεκτικό σχήμα του μυστηρίου της πίστης[39]. Είναι προσαρμογή του λόγου στις απαιτήσεις τις αποκεκαλυμμένης αλήθειας για τη μεταβολή και μεταμόρφωση του νου. "Χωρίς αμφιβολία δεν ήταν παρά ένα διάγραμμα, ένα σχεδίασμα νέας σύνθεσης, προορισμένης μάλιστα να μείνει ημιτελής"[40]. Τα δόγματα λοιπόν είναι μέρος της διδασκαλίας της εκκλησίας, μέρος της παράδοσής της, της αποστολικότητας του μηνύματος και των Γραφών. Όλα αυτά ζουν και συνταιριάζουν σε μια αρμονική ενότητα αφού Μία είναι η πηγή τους. Ο Λόγος του Θεού. Η παράδοση λοιπόν είναι η λογική όψη της αποκάλυψης, μία αποκάλυψης που απαιτεί δύο συμμετέχοντες. Αυτόν που μιλά και αυτόν που ακούει, διότι δίχως τον δεύτερον δεν υφίσταται. Αυτός που ακούει εν προκειμένω είναι η Εκκλησία, που από μόνη της δεν είναι πηγή, αλλά το πλαίσιο που αποκαλύπτεται η πηγή[41] και διαφυλάσσεται και διακηρύσσεται από το όλο σώμα της, στην πληρότητά του.

Υποσημειώσεις

  1. Π.Ν.Τρεμπέλα «Δογματική», Τόμος Α΄, σελίς 121.
  2. Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 18.
  3. Τρεμπέλας, ό.π..
  4. Βλ. για τα κριτήρια: Θεοδώρου, ό.π., σελ. 18-19.
  5. Αγίου Νεκταρίου, Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις, 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 177.
  6. Θεοδώρου, ό.π., σελ. 20.
  7. Π.Ν.Τρεμπέλα, «Δογματική», Τόμος Α΄, σελίς 28
  8. ενθ. αν.
  9. Πολυκράτης Εφέσου Epist.CXXIV m.54, 1063
  10. Ειρηναίος, Έλεγχος III, XXIV, 1. M 7, 966
  11. Μ. Βασιλείου, Προς Ευστάθιον, PG 32, 829Β.
  12. Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, "Η ερμηνεία της Καινής Διαθήκης στην Ορθόδοξη ΕΚκλησία", σελ. 11-30 (εδώ σελ. 25) στο Βιβλικές Μελέτες Β' (Βιβλική Βιβλιοθήκη #16), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2000.
  13. Ματσούκας Α. Νίκος, Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Γ' (Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία-Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 151.
  14. ό.π..
  15. Ματσούκας, Δογματική..., Γ', ό.π..
  16. στο ίδιο.
  17. Καραβιδόπουλος, "Η ερμηνεία...", ό.π., σελ. 24-25.
  18. Παναγόπουλος Ιωάννης, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ακρίτας, Αθήνα 1994, σελ. 21.
  19. Παρατίθεται στο: Μπούμης Ι. Παναγιώτης, Οι Kανόνες της Eκκλησίας περί του Kανόνος της Αγ. Γραφής, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1991, σελ. 202.
  20. Παναγόπουλος, ό.π..
  21. Τα εδάφια που ακολουθούν προέρχονται από το: Αγίου Νεκταρίου, Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις, 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 177.
  22. Αγίου Νεκταρίου, ό.π..
  23. Αγίου Νεκταρίου, ό.π., σελ. 260-261.
  24. Καρμίρης Ιωάννης, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 242.
  25. Νικ. Μητσόπουλος, "Παράδοσις Ιερά", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (Θ.Η.Ε.), τόμ. 10, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1967, στ. 26.
  26. Γ. Φλορόσφκι, Το σώμα του ζώντος Χριστού, σελ. 87
  27. Ειρηναίου Λουγδούνου, Έλεγχος... 1, 10, 2. 3, 4, 1. 3, 24, 1. 3, 4, 1. 4, 26, 2
  28. S. Boulgakoff, L' Orthodoxie, σελ. 38
  29. Γ. Φλορόφσκι, Το σώμα του..., σελ. 90
  30. S. Boulgakoff, ενθ.αν., σελ. 38
  31. Γ. Φλορόφσκι, Το σώμα του ζώντος..., σελ. 91
  32. Χωμιακόφ, Η μία εκκλησία, παρ. 5
  33. Γ. Φλορόφσκι, Το σώμα..., σελ. 93
  34. ο.π.
  35. ο.π.
  36. ο.π., σελ. 94
  37. ο.π., σελ. 96
  38. ο.π., σελ. 98
  39. ο.π., σελ. 99
  40. ο.π., σελ. 103
  41. ο.π., σελ. 106

Βιβλιογραφία

  • Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα, «Δογματική», Τόμος Α΄, Εκδόσεις Σωτήρ, Αθήνα 1997
  • Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, «Δογματική και Συμβολική Θεολογία», Τόμος Α΄ (Η Αποκάλυψις, η Ιερά Παράδοσις, η Αγία Γραφή, και το Αλάθητον), Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονική 1999.
  • Νικ. Μητσόπουλος, «Παράδοσις Ιερά», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (Θ.Η.Ε.), τόμ. 10, Εκδόσεις Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1967, στ. 24-27
  • Αγίου Νεκταρίου, «Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις», 4η έκδ., Εκδόσεις Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899)
  • Ματσούκας Α. Νίκος, «Δογματική και Συμβολική θεολογία», Τόμος Γ' (Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία-Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας), Εκδόσεις Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997.
  • Γεώργιος Φλορόφσκι, Το σώμα του ζώντος Χριστού, Αρμός, Αθήνα 1998 (Πρώτη Έκδοση, Παρίσι 1948).