Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ειρηναίος Λουγδούνου"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ (Θεολογία)
μ (Βίος)
Γραμμή 19: Γραμμή 19:
 
Την εποχή της μόνιμης εγκατάστασής του στην περιοχή, όπως και σε πολλές άλλες, βρισκόταν σε έξαρση το κίνημα του [[Μοντανισμός|Μοντανισμού]], ενώ συνάμα εξελισσόταν και διωγμός των Ρωμαϊκών αρχών. Έτσι άμεσα ξεκινά το συγγραφικό του έργο, συγγράφοντας προς τους ανθρώπους της Μικράς Ασίας για τα εν εξελίξει προβλήματα, αλλά και προς τον [[Ελεύθερος Ρώμης|Ελεύθερο Πάπα Ρώμης]]. Οι επιστολές αυτές δε φέρουν το όνομά του, αλλά είναι βέβαιο πως συμμετείχε στη σύνταξή τους εκ μέρους των Μικρασιατών της περιοχής. Το έργο του τελικά φαίνεται πως υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριο, με αποτέλεσμα κατά την εποχή που χείρεψε ο επισκοπικός θώκος, από το μαρτυρικό θάνατο του Ποθεινού, να τον διαδεχτεί. Ο ίδιος κατά το μαρτύριο του Ποθεινού, βρισκόταν στη Ρώμη για τη ρύθμιση θεμάτων σχετικά με τον Μοντανισμό<ref>Δ. Τσάμης, Εκκλησιαστική Γραμματολογία..., σελ. 63</ref>, αφού ο Ποθεινός προφανώς δε δύνατο να ασκήσει τα καθήκοντά του<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 304</ref>. Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του, περί το 177 ή 178<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305</ref> ξεκινά δραστήριο έργο. Κύριος στόχος του δεν αποβαίνει όμως μόνο ο ευαγγελισμός των Ελληνοφώνων και λατινοφώνων, αλλά και των Κελτών, επεκτείνοντας τη δραστηριότητα μέχρι τη Β. Γαλλία και τη Δ. Γερμανία. Μάχεται δραστήρια επίσης ενάντια στις [[Αίρεση|αιρέσεις]] και ιδίως τους [[Γνωστικισμός|Γνωστικούς]], με διαρκείς περιοδείες, ίδρυση σχολών και σύνταξη συγγραμμάτων. Επιπρόσθετα, αντιλαμβάνεται πως δεν αρκεί η μεμονωμένη αντιμετώπιση αυτών, αλλά απαιτείτο συντονισμένη αναδιοργάνωση και περιφρούρηση της διδασκαλίας της εκκλησίας, δίνοντας εκκλησιοκεντρική γραμμή στη θεολογία και τη μεθοδολογία του. Εδώ πρέπει να επισημανθεί πως σύμφωνα με τον Nautin, ο Ειρηναίος είχε ήδη χειροτονηθεί και επίσκοπος Βιέννης<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305</ref>.
 
Την εποχή της μόνιμης εγκατάστασής του στην περιοχή, όπως και σε πολλές άλλες, βρισκόταν σε έξαρση το κίνημα του [[Μοντανισμός|Μοντανισμού]], ενώ συνάμα εξελισσόταν και διωγμός των Ρωμαϊκών αρχών. Έτσι άμεσα ξεκινά το συγγραφικό του έργο, συγγράφοντας προς τους ανθρώπους της Μικράς Ασίας για τα εν εξελίξει προβλήματα, αλλά και προς τον [[Ελεύθερος Ρώμης|Ελεύθερο Πάπα Ρώμης]]. Οι επιστολές αυτές δε φέρουν το όνομά του, αλλά είναι βέβαιο πως συμμετείχε στη σύνταξή τους εκ μέρους των Μικρασιατών της περιοχής. Το έργο του τελικά φαίνεται πως υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριο, με αποτέλεσμα κατά την εποχή που χείρεψε ο επισκοπικός θώκος, από το μαρτυρικό θάνατο του Ποθεινού, να τον διαδεχτεί. Ο ίδιος κατά το μαρτύριο του Ποθεινού, βρισκόταν στη Ρώμη για τη ρύθμιση θεμάτων σχετικά με τον Μοντανισμό<ref>Δ. Τσάμης, Εκκλησιαστική Γραμματολογία..., σελ. 63</ref>, αφού ο Ποθεινός προφανώς δε δύνατο να ασκήσει τα καθήκοντά του<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 304</ref>. Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του, περί το 177 ή 178<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305</ref> ξεκινά δραστήριο έργο. Κύριος στόχος του δεν αποβαίνει όμως μόνο ο ευαγγελισμός των Ελληνοφώνων και λατινοφώνων, αλλά και των Κελτών, επεκτείνοντας τη δραστηριότητα μέχρι τη Β. Γαλλία και τη Δ. Γερμανία. Μάχεται δραστήρια επίσης ενάντια στις [[Αίρεση|αιρέσεις]] και ιδίως τους [[Γνωστικισμός|Γνωστικούς]], με διαρκείς περιοδείες, ίδρυση σχολών και σύνταξη συγγραμμάτων. Επιπρόσθετα, αντιλαμβάνεται πως δεν αρκεί η μεμονωμένη αντιμετώπιση αυτών, αλλά απαιτείτο συντονισμένη αναδιοργάνωση και περιφρούρηση της διδασκαλίας της εκκλησίας, δίνοντας εκκλησιοκεντρική γραμμή στη θεολογία και τη μεθοδολογία του. Εδώ πρέπει να επισημανθεί πως σύμφωνα με τον Nautin, ο Ειρηναίος είχε ήδη χειροτονηθεί και επίσκοπος Βιέννης<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305</ref>.
  
Το έργο το Ειρηναίου γρήγορα εκτιμήθηκε από την εκκλησία, με αποτέλεσμα να αποκτήσει μεγάλο κύρος στη συνείδηση τόσο της ιεραρχίας, όσο και του λαού. Γι αυτό συμμετέχει σε συνόδους, συμβουλεύει και διευθετεί για σημαντικά ζητήματα της εκκλησίας, όπως στην περίπτωση του εορτασμού του [[Πάσχα]], όπου νουθετεί τον [[Βίκτορας Ρώμης|Βίκτορα Ρώμης]]<ref>Ευσέβιος, Εκκλ. ιστορία 5, 24, 11</ref>, αλλά και στην περίπτωση των ερίδων της μετανοίας<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 304</ref>. Η περίπτωση μάλιστα της διευθέτησης της έριδος του Πάσχα η οποία συνέβη περί το 195 είναι και το τελευταίο ιστορικό ντοκουμέντο που διαθέτουμε για τον Ειρηναίο<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305</ref>. Τελικά ο Ειρηναίος [[Μάρτυρας|μαρτύρησε]] κατά το διωγμό του Σεπτίμιου Σεβήρου το 202<ref>Γρ. Τουρώνης, Historia Francorum 1, 27</ref>, κάτι που όμως δεν επιβεβαιώνεται από άλλες ιστορικές πηγές<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305</ref>. Η μνήμη του τιμάται στις [[Πρότυπο:23 Αυγούστου|23 Αυγούστου]].
+
Το έργο το Ειρηναίου γρήγορα εκτιμήθηκε από την εκκλησία, με αποτέλεσμα να αποκτήσει μεγάλο κύρος στη συνείδηση τόσο της ιεραρχίας, όσο και του λαού. Γι αυτό συμμετέχει σε συνόδους, συμβουλεύει και διευθετεί για σημαντικά ζητήματα της εκκλησίας, όπως στην περίπτωση του εορτασμού του [[Πάσχα]], όπου νουθετεί τον [[Βίκτορας Ρώμης|Βίκτορα Ρώμης]]<ref>Ευσέβιος, Εκκλ. ιστορία 5, 24, 11</ref>, αλλά και στην περίπτωση των ερίδων της μετανοίας<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 304</ref>. Η περίπτωση μάλιστα της διευθέτησης της έριδος του Πάσχα η οποία συνέβη περί το 195 είναι και το τελευταίο ιστορικό ντοκουμέντο που διαθέτουμε για τον Ειρηναίο<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305</ref>. Τελικά σύμφωνα με το Γρηγόριο Τουρώνης, ο Ειρηναίος [[Μάρτυρας|μαρτύρησε]] κατά το διωγμό του Σεπτίμιου Σεβήρου το 202<ref>Γρ. Τουρώνης, Historia Francorum 1, 27</ref>, κάτι που όμως δεν επιβεβαιώνεται από άλλες ιστορικές πηγές<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305</ref>. Η μνήμη του τιμάται στις [[Πρότυπο:23 Αυγούστου|23 Αυγούστου]].
  
 
==Γραμματεία==
 
==Γραμματεία==

Αναθεώρηση της 15:05, 30 Οκτωβρίου 2010

Ειρηναίος Επίσκοπος Λυών
AgiosEirinaios01.jpg
Ο άγιος Ειρηναίος
Γέννηση άγνωστο
Κοίμηση 202
Εορτασμός 23 Αυγούστου
Σημαντικές ημερομηνίες 177 Επίσκοπος στη Λυών
Τίτλος Άγιος, Επίσκοπος


Ο Ειρηναίος Λουγδούνου ή Ειρηναίος της Λυών (;- 202), αποτελεί μία από τις πλέον σημαντικές μορφές της Εκκλησίας του 2ου αιώνος[1]. Ο ίδιος, εμφανίζεται στο προσκήνιο κατά τα τέλη του β΄ αιώνος με σκοπό να εκφράσει ένα νέο είδος γραμματείας, τη Γραμματεία της Παράδοσης, η οποία αποτελεί υπέρβαση της Απολογητικής και έναρξη μίας νέας καθολικότερης έκφρασης του εκκλησιαστικού σώματος. Προερχόταν από την περιοχή της Μικράς Ασίας, υπήρξε επίσκοπος Λουγδούνου και με βάση το συνολικό του έργο κρίνεται πως υπήρξε θεμέλιος λίθος[2] της οριστικής συγκρότησης, Εκκλησίας και θεολογίας[3].

Βίος

Το που και πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Ειρηναίος δεν είναι γνωστό. Η γέννησή του μάλιστα δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια καθώς υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ των ερευνητών[4]. Σύμφωνα με τον ίδιο, κατά την παιδική του ηλικία συναναστρέφετο τον επίσκοπο Σμύρνης Πολύκαρπο (;-167/168)[5], κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως πιθανώς γεννήθηκε στην πόλη της Σμύρνης ή πλησίον αυτής, από χριστιανούς γονείς[6]. Σύμφωνα με τον Ιερωνύμο υπήρξε και μαθητής του Παπία Ιεραπόλεως[7], κάτι το οποίο δεν είναι διόλου απίθανο, με βάση τα κείμενά του[8]. Η μόρφωσή του ήταν θεολογική και θύραθεν. Διδάχτηκε τα θεολογικά γράμματα υπό των πρεσβυτέρων διαφόρων πόλεων της Μικράς Ασίας και ιδίως την αποστολική παράδοση από τον Πολύκαρπο Σμύρνης, ενώ η εγκύκλιος παιδεία του ήταν πλήρης όπως υπομνηματίζει ο Τερτυλλιανός[9] αν και φαίνεται πως φιλοσοφικώς δεν ήταν αντίστοιχα πεπαιδευμένος. Φαίνεται βέβαια πως διδάχτηκε τη δεύτερη σοφιστική, ως ρητορική τέχνη.

Οι πληροφορίες που λαμβάνουμε μετά την νεανική του ηλικία αφορούν τον Ειρηναίο πλέον στην πόλη της Λυών. Έτσι η γνώση μας σχετικά με τη ζωή του στο ενδιάμεσο στάδιο βρίσκεται στο σκοτάδι, αν και ερευνητές υποθέτουν πως ίσως υπήρξε μαθητής ή ακροατής του Ιουστίνου, καθώς το έργο του βρίθει στοιχείων της διδασκαλίας του. Προς την ίδια κατεύθυνση συντείνει η γνώση του σχετικά με τα τεκταινόμενα στην Εκκλησία της Ρώμης, με αποτέλεσμα να θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι πέρασε από την πόλη. Η μετάβαση τελικά στη Λυών είναι βέβαιο ότι είχε ολοκληρωθεί περί το 177, σε ένα τόπο που δε φαίνεται να ήταν άγνωστος προς τον ίδιο[10], γι αυτό και ερευνητές θεωρούν πως αυτή είχε ήδη συντελεστεί από το 170[11]. Οι λόγοι της εγκατάστασής του ήταν είτε εκκλησιαστικοί, είτε συγγενικοί, καθώς η Λυών αποτελούσε μία κομβική πόλη που βρισκόταν στο κέντρο τριών Γαλατιών, με έντονο χριστιανικό και ελληνόφωνο στοιχείο[12]. Κατά τον Γρηγόριο Τουρώνης μάλιστα είχε σταλεί εκεί από τον Πολύκαρπο[13]. Κατά την είσοδό του στην πόλη είναι βέβαιο πως είχε ήδη χειροτονηθεί πρεσβύτερος, αλλά όπως ειπώθηκε πιθανώς η επαφή του με την πόλη είχε ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα[14]. Σε σχετική μαρτυρία που διασώζεται -περί της αφίξεώς του στη Λυών-, ο Ειρηναίος φαίνεται να υποδέχεται ομάδα ενθουσιωδών Φρυγών χριστιανών, οι οποίοι σύμφωνα με τους τοπικούς προφήτες τους έφεραν το μήνυμα ότι η δευτέρα παρουσία του Χριστού θα γινόταν στη Λυών, σε μία εποχή που ζητείτο επιμόνως από τον Πάπα Ελεύθερο να επικυρώσει καταδίκες ενάντια σε Μοντανιστές επισκόπους[15].

Την εποχή της μόνιμης εγκατάστασής του στην περιοχή, όπως και σε πολλές άλλες, βρισκόταν σε έξαρση το κίνημα του Μοντανισμού, ενώ συνάμα εξελισσόταν και διωγμός των Ρωμαϊκών αρχών. Έτσι άμεσα ξεκινά το συγγραφικό του έργο, συγγράφοντας προς τους ανθρώπους της Μικράς Ασίας για τα εν εξελίξει προβλήματα, αλλά και προς τον Ελεύθερο Πάπα Ρώμης. Οι επιστολές αυτές δε φέρουν το όνομά του, αλλά είναι βέβαιο πως συμμετείχε στη σύνταξή τους εκ μέρους των Μικρασιατών της περιοχής. Το έργο του τελικά φαίνεται πως υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριο, με αποτέλεσμα κατά την εποχή που χείρεψε ο επισκοπικός θώκος, από το μαρτυρικό θάνατο του Ποθεινού, να τον διαδεχτεί. Ο ίδιος κατά το μαρτύριο του Ποθεινού, βρισκόταν στη Ρώμη για τη ρύθμιση θεμάτων σχετικά με τον Μοντανισμό[16], αφού ο Ποθεινός προφανώς δε δύνατο να ασκήσει τα καθήκοντά του[17]. Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του, περί το 177 ή 178[18] ξεκινά δραστήριο έργο. Κύριος στόχος του δεν αποβαίνει όμως μόνο ο ευαγγελισμός των Ελληνοφώνων και λατινοφώνων, αλλά και των Κελτών, επεκτείνοντας τη δραστηριότητα μέχρι τη Β. Γαλλία και τη Δ. Γερμανία. Μάχεται δραστήρια επίσης ενάντια στις αιρέσεις και ιδίως τους Γνωστικούς, με διαρκείς περιοδείες, ίδρυση σχολών και σύνταξη συγγραμμάτων. Επιπρόσθετα, αντιλαμβάνεται πως δεν αρκεί η μεμονωμένη αντιμετώπιση αυτών, αλλά απαιτείτο συντονισμένη αναδιοργάνωση και περιφρούρηση της διδασκαλίας της εκκλησίας, δίνοντας εκκλησιοκεντρική γραμμή στη θεολογία και τη μεθοδολογία του. Εδώ πρέπει να επισημανθεί πως σύμφωνα με τον Nautin, ο Ειρηναίος είχε ήδη χειροτονηθεί και επίσκοπος Βιέννης[19].

Το έργο το Ειρηναίου γρήγορα εκτιμήθηκε από την εκκλησία, με αποτέλεσμα να αποκτήσει μεγάλο κύρος στη συνείδηση τόσο της ιεραρχίας, όσο και του λαού. Γι αυτό συμμετέχει σε συνόδους, συμβουλεύει και διευθετεί για σημαντικά ζητήματα της εκκλησίας, όπως στην περίπτωση του εορτασμού του Πάσχα, όπου νουθετεί τον Βίκτορα Ρώμης[20], αλλά και στην περίπτωση των ερίδων της μετανοίας[21]. Η περίπτωση μάλιστα της διευθέτησης της έριδος του Πάσχα η οποία συνέβη περί το 195 είναι και το τελευταίο ιστορικό ντοκουμέντο που διαθέτουμε για τον Ειρηναίο[22]. Τελικά σύμφωνα με το Γρηγόριο Τουρώνης, ο Ειρηναίος μαρτύρησε κατά το διωγμό του Σεπτίμιου Σεβήρου το 202[23], κάτι που όμως δεν επιβεβαιώνεται από άλλες ιστορικές πηγές[24]. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Αυγούστου.

Γραμματεία

Εισαγωγή

Ο Ειρηναίος με βάση το διασωσμένο έργο του, διαφαίνεται ως ένας λαμπρός προπαρασκευασμένος συγγραφέας, έτοιμος να αναλάβει τη σύνταξη μικρών και μεγάλων έργων[25]. Διαφαίνεται επίσης πως είχε αξιόλογη γνώση των χριστιανικών συγγραμμάτων, σαφή άποψη για τα τεκταινόμενα των εκκλησιαστικών καταστάσεων, αλλά και ζήλο. Σε ότι αφορά τη μεθοδολογία του, μπορούμε να βρούμε συγγράμματα, τόσο συστηματικά, όσο και μη[26], κάτι που όμως φαίνεται να εξαρτάται από τις εκάστοτε συνθήκες συγγραφής. Κατηγορήθηκε από κριτικούς πως εργαζόταν με βάση ανθολόγια της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά μάλλον κάτι τέτοιο είναι εσφαλμένο, καθώς υπάρχουν μεν σημεία που διαφαίνεται πλήρως χρήση ανθολογίων, αλλά διαφαίνεται και σαφής γνώση των βιβλίων σε όλη τη συνέχεια και έκτασή τους[27]. Το ίδιο όμως δε συμβαίνει και με την φιλοσοφική γραμματεία που χρησιμοποιεί, έστω και αραιώς.

Η ελληνική γλώσσα που χρησιμοποιεί, όπως μας αναφέρει ο ίδιος, σταδιακά άρχισε να φθείρεται καθώς μετά από πολλά έτη χρήσης της βαρβαρικής (λατινικής εννοεί) είχε περάσει σε σχετική αχρησία. Στα συγγράμματα βέβαια δε διαγιγνώσκουμε σχετικές αδυναμίες, αλλά λόγω ελάχιστων σεσωσμένων συγγραμμάτων δε δυνάμεθα να έχουμε καθαρή άποψη για το ύφος του. Αυτό που μπορούμε να διακρίνουμε είναι πως δεν επιδιώκει να είναι γλαφυρός, χρησιμοποιεί όμως ρητορικά σχήματα, την αποστροφή, την ερώτηση, την ειρωνεία και την εικόνα[28]. Ο Ειρηναίος γενικά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ταλαντούχος συγγραφέας, αλλά διαθέτει αξιόλογη φιλολογική κατάρτιση. Υστερεί σχετικά στη σύνθεση και την οικονομία της ύλης του, αλλά έχει εξάρσεις οι οποίες εκπλήσσουν τον αναγνώστη, χρησιμοποιώντας ρυθμικό πεζό λόγο[29].

Παρότι υπήρξε πολυγράφος, η πλειοψηφία των έργων του απωλέσθηκε[30], κάτι το οποίο φαντάζει παράδοξο για ένα άνδρα τέτοιου κύρους μέσα στην εκκλησία. Κι αυτό διότι η θεολογία του χρησιμοποιήθηκε από την εκκλησία, όπως και ο Κανόνας Πίστεως του, πάνω στην οποία βασίστηκε η μετα-Νικαϊκή εκκλησία[31]. Τα ελληνικά πρωτότυπα συγγράμματά του απωλέσθηκαν παντελώς (σήμερα έχουμε λατινικές και αρμενικές μεταφράσεις[32] και ελάχιστα αποσπάσματα στα Ελληνικά), κάτι που όμως φαντάζει λογικό καθώς σταδιακά η ελληνική γλώσσα στη Δύση πέρασε σε αχρησία.

"Έλεγχος και ανατροπή κατά της ψευδωνύμου γνώσεως" ή "Κατά Αιρέσεων"

Κατά την εποχή του Ειρηναίου είναι αναμφίβολο πως μεγάλος αριθμός αιρέσεων κατέκλυζε πλέον τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Ειρηναίος λοιπόν κάνει σκοπό του να συντάξει ένα έργο, το οποίο δε θα καταπολεμήσει μεμονωμένα κάποια αίρεση, αλλά θα εκθέσει τη διδασκαλία όλων αυτών, με στόχο να τις αναιρέσει. Και σε παλαιότερους χρόνους βέβαια είχε γίνει προσπάθεια σύνταξη παρόμοιων συγγραμμάτων, όπως το "Σύνταγμα κατά Αιρέσεων", του Ιουστίνου, αλλά κατά τον Ειρηναίο αυτά ήσαν ατελή.

Το σύγγραμμα "Κατά Αιρέσεων", αποτελεί ένα ογκώδες έργο 5 βιβλίων, το οποίο δε διασώζεται στο πρωτότυπο, πλην εκτενών αποσπασμάτων, αλλά μας παρέχεται από μία ικανοποιητική λατινική μετάφραση[33], που εκπονήθηκε πριν τον Αυγουστίνο[34]. Η μετάφραση όμως σήμερα προέρχεται από 20 περίπου χειρόγραφα, με το αρχαιότερο να τοποθετείται τον 9ο αιώνα. Συνετάχθη επίσης μεταξύ 185 και 190 και απευθύνεται σε πρόσωπο το οποίο δεν κατονομάζεται. Το σύγγραμμα γενικώς φαίνεται να έχει κάποια σχετική έλλειψη σχεδίου σε ότι αφορά την έκθεση του υλικού του[35], με κάτι τέτοιο πιθανώς να δικαιολογείται από υποχρεωτική αλλαγή του[36].

Στον πρόλογο του έργου ο Ειρηναίος δηλώνει τη θλίψη του για την αρπαγή χριστιανών από αιρετικούς ένεκα της αγνοίας τους και πως σκοπός του είναι να καταδείξει το ψεύδος των αιρέσεων αυτών.

Στο πρώτο βιβλίο, τα πρώτα δέκα κεφάλαια αναφέρονται στο σύστημα του Βαλεντίνου, μέχρι το 21ο επεκτείνονται στον Σεκούνδο, Πτολεμαίο, Μάρκο και μέχρι το τέλος γίνονται αναφορές σε όλους τους γνωστικούς της εποχής του και πριν (Σίμων ο μάγος, Μένανδρος, Σατορνείλος, Βασιλείδης, Καρποκράτης, Κήρινθος, Εβιωναίοι, Νικολαΐτες, Κέρδων, Μαρκίων, Τατιανός, Βαρβηλαίοι, Οφιανοί, Καϊνίτες).

Στο δεύτερο βιβλίο γίνεται ανασκευή της περί Θεού και κόσμου θεωρίας των Γνωστικών και ιδίως των Βαλεντινιανών, δίνει οδηγίες περί της σωστής ερμηνείας των γραφών, ενώ αναφέρει και τη διάκριση που έπρατταν οι βαλεντινιανοί μεταξύ των ανθρώπων και της εμπνεύσεως. Στα πρώτα δύο αυτά βιβλία κύριος στόχος είναι η έκθεση στην πίστη και την Παράδοση της εκκλησίας[37].

Στο τρίτο βιβλίο αναφέρεται στο ποια είναι η Αποστολική Παράδοση της Εκκλησίας, των Αποστόλων, στη Μοναρχία του Θεού, στον Χριστό και κλείνει με προσευχή.

Στο τέταρτο βιβλίο ξεκινά με λόγους του Κυρίου, μιλά για την ενότητα Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, τις προτυπώσεις και τις προφητείες της Παλαιάς, καθώς και τη διδασκαλία των παραβολών.

Στο πέμπτο βιβλίο τέλος, αναφέρεται στη διδασκαλία του Κυρίου και του Παύλου, την ανάσταση, την ταυτότητα του Δημιουργού και Πατρός, όπως αυτή μαρτυρείται από τον Ιησού αλλά και από τις εσχατολογικές επαγγελίες.

Το σύγγραμα αυτό τελικά θα γίνει πολύ δημοφιλές, αφού σχεδόν όλοι οι μετέπειτα μεγάλοι συγγραφείς της εκκλησίας, όπως ο Ιππόλυτος Ρώμης, ο Τερτυλλιανός, ο Κλήμης Αλεξανδρείας, αλλά και μεταγενέστεροι κάνουν μνείες από αυτό. Μάλιστα το έργο αυτό θεωρείται πως βρήκε μεγάλη απήχηση, καθώς έκτοτε αρχίζει και χρονικώς η πτώση του Γνωστικισμού[38].

"Επίδειξις αποστολικού κηρύγματος"

Το έργο αυτό υπήρξε σχετικά άγνωστο από την ιστορική γραμματεία, πλην της αναφοράς του από τον Ευσέβιο Καισαρείας. Το 1904 όμως ανεβρέθηκε αρμενικό χειρόγραφο του 13ου αιώνος, μαζί με τα τελευταία δύο κεφάλαια του Ελέγχου. Απευθύνεται προς κάποιο φίλο του Ειρηναίου, Μαρκιανό, που βρισκόταν στην πόλη της Λυών. Πιθανώς πρόκειται για το ίδιο άτομο που συνέταξε το Μαρτύριο Πολυκάρπου αφού ο Σμυρνεύς συγγραφέας του, ονομαζόταν με το ίδιο όνομα[39].

Συνετάχθη περί το 190[40] και αποτελεί μία σύντομη, μεθοδική και συστηματική έκθεση, η οποία παραδίδει σε δύο τμήματα και 100 παραγράφους[41] τη χριστιανική πίστη. Στο πρώτο μέρος έχουμε ανάπτυξη του Κανόνα της Πίστεως[42], αλλά και σχετική διδασκαλία για τη δημιουργία, τη σάρκωση, την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης, την ενανθρώπηση, μερικές παραφυάδες γνωστικών, τους Αποστόλους και την Εκκλησία. Στο δεύτερο μέρος αναφέρεται στην έλευση του Χριστού, του έργου Του και της αυξήσεως της Εκκλησίας Του. Το έργο τελικά χαρακτηρίζεται ως η πρώτη συστηματική έκθεση διδασκαλίας του χριστιανισμού[43]. Έτσι αποβαίνει ένα διδακτικό δογματικό εγχειρίδιο, με απολογητική χροιά, που διαπραγματεύεται τη χριστιανική αλήθεια επί του δόγματος της οικονομίας της σαρκώσεως[44].

Απολεσθέντα

Όπως ήδη αναφέρθηκε ο Ειρηναίος υπήρξε πολυγράφος θεολόγος της εποχής. Σε εμάς όμως το έργο το οποίο φτάνει είναι ένα μικρό δείγμα της συγγραφικής του παραγωγής. Μέσα όμως από πηγές της εποχής και ιδίως τον Ευσέβιο, φτάνουν πληροφορίες σχετικά με άλλα έργα του Ειρηναίου, τα οποία κατά βάση είχαν απολογητικό χαρακτήρα.

Έτσι έχουμε τα: "Προς Έλληνας λόγος περί επιστήμης", "Κατά Μαρκίωνος", "Περί μοναρχίας"[45], το αντιγνωστικό "Περί ογδοάδος", την επιστολή προς Βίκτορα. Επίσης το αντιαιρετικό "Προς Βλαστόν" και επιστολές σχετικές με την έριδα του Πάσχα[46]. Άλλο απολεσθέν σύγγραμμα είναι το "Βιβλίο διαλέξεων", το οποίο μάλλον αποτελούσε συλλογή ομιλιών, αλλά και ίσως το "Προς Δημήτριον διάκονον Βιέννης λόγοι περί πίστεως", που όμως δεν είναι εξακριβωμένο αν του ανήκει.

Έργα όπως το "Περί Αγίας Τριάδος", χωρίο το οποίο ανευρίσκουμε στα Ιερά Παράλληλα του Δαμασκηνού και το "Περί της του παντός Ουσίας" δεν ανήκουν σε αυτόν.

Θεολογία

Εισαγωγή

Πλαίσιο και προϋποθέσεις

Την εποχή του Ειρηναίου ο αγώνας της εκκλησίας για την επαναδιατύπωση της αλήθειας έγινε ενώπιον του φαινομένου του Γνωστικισμού. Η αίρεση αυτή απειλούσε την ορθοδοξία, τη συνοχή και το φρόνημα του εκκλησιαστικού σώματος και επομένως η όλη τοποθέτηση της εκκλησιαστικής θεολογίας γίνεται με έμφαση προς αυτή την κατεύθυνση. Ο αγώνα αυτός δεν ήταν μία φιλοσοφική διαμάχη, αλλά κατά βάση μία θεωρητική κατοχύρωση των χριστιανικών δογμάτων[47]. Έτσι κεντρικό σημείο της γραμματείας αποβαίνει ο αντιγνωστικός χαρακτήρας της θεολογίας και η διασφάλιση του θεολογικού λόγου ο οποίος προερχόταν από τα σπλάχνα της εκκλησίας και της παραδόσεώς της, η οποία και εξασφάλιζετο από την ορθή μετάβασή της από γενιά σε γενιά. Η έλευση λοιπόν της διδασκαλίας και του δόγματος αποτελούσε μία ευθεία γραμμή παραδόσεως από την εποχή του Χριστού και των Αποστόλων, μέσω της ιστορικής διαδοχής των επισκόπων και της κοινωνίας του σώματος της εκκλησίας, που βιώνει την αλήθεια ως ζωντανή κοινωνία. Η εκκλησία με τη μέθοδο αυτή θέλησε να διασφαλίσει την αλήθεια από την αίρεση μέσω της θεσμικής της βάσης, προτάσσοντας την αρραγή συνέχεια της εκκλησιαστικής αλήθειας δια της διαδοχής των επισκόπων, διαφυλάσσοντας τελικά και την εκκλησιαστικότητα της θεολογίας, η οποία ήταν μία ανοιχτή παράδοση, σε σχέση με το μυστικό πνεύμα των γνωστικών. Η παράδοση δηλαδή δεν ανήκε μόνο σε μερικά μέλη της εκκλησίας, αλλά σε όλους ανεξαιρέτως ως μέλη της ορθής κοινότητας. Τελικά η εκκλησία οδηγήθηκε στο να περιφρουρήσει και τα ιερά της και θεόπνευστα βιβλία της, τα οποία διαρκώς παραχαράσσονταν από τους γνωστικούς.

Η συμβολή του Ειρηναίου στη θεολογία της εκκλησίας υπήρξε καθοριστική. Το έργο του προσδιορίζεται από δύο στοιχεία. Τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα, δηλαδή την άντληση της θεολογίας από την εκκλησιαστική παράδοση, αλλά και την υπέρβαση του απολογητικού χαρακτήρα, η οποία τον οδήγησε σε μία πιο συστηματική καταγραφή της πίστης της εκκλησίας[48]. Η σκέψη του όπως διαφαίνεται μέσα από τη γραμματεία του είναι επηρεασμένη από τους απολογητές, εξού και αποβαίνει άριστος αντιρρητικός και αντιγνωστικός συγγραφέας, που βιώνει όμως την αποστολική παράδοση με αποτέλεσμα να καταθέτει θετικά και δημιουργικά την πίστη της εκκλησίας και να αποφαίνεται με το κύρος του, για πολλά ζητήματά της. Ο ίδιος σε ότι αφορά τη φιλοσοφία υπήρξε κατά κανόνα αρνητικός[49], μη φέρνοντας σε γόνιμο συσχετισμό την ελληνική φιλοσοφία με το χριστιανισμό. Ως φιλοσοφία συνήθως κατηγορεί τον γνωστικισμό για να καταδείξει ότι η ρίζα του βρισκεται στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Οι φιλόσοφοι αυτοί μάλιστα δε γνωρίζουν την αλήθεια και τον αληθινό Θεό. Η θέση του όμως δεν ταυτίζεται με αυτές των Τατιανού ή Τερτυλλιανού, αφού βρίσκει και κοινά σημεία όπως η περί Θεού πρόνοια του Πλάτωνος[50]. Η τάση του όμως παραμένει δυσμενής και εκ ως εκ τούτου διαφοροποιημένη από τη μέση άποψη των απολογητών[51].

Ο Ειρηναίος, ο οποίος αποτελεί τον πλέον χαρακτηριστικό εκπρόσωπο της περιόδου αυτής θεωρεί ότι η παράδοση που διαφυλάσσει η εκκλησία δεν αποτελεί μία άγονη προσκόλληση στο παρελθόν, αλλά μία σύνδεση με την εμπειρία των αποστόλων και συγχρόνως μία πηγή ανανέωσης της εκκλησίας, αναφέροντας πως "ανανεάζουσα και αναεάζειν ποιούσα αυτό το σκεύος εν ω εστίν"[52]. Επιπρόσθετα δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην παράδοση, έδωσε και τη σαφή διάσταση μέσα από την οποία ο ορθόδοξος βλέπει και αναγνωρίζει τη Γραφή. Η Γραφή δεν αποτελεί ένα βιβλίο ξεκομμένο από την παράδοση της εκκλησίας. Αντιθέτως, η Αγία Γραφή εκτός της παραδόσεως παραμένει βιβλίο κλειστό. Έτσι και δεν αποτελεί με την παράδοση δύο διαφορετικά πράγματα, καθώς αποτελεί προϋπόθεση και θεμέλιο και της παραδόσεως, όπως και το αντίστροφο. Η Γραφή δηλαδή είναι βάση της χριστιανικής πίστεως και ερμηνεύεται και κατανοείται από την ίδια την εκκλησιαστική παράδοση[53]. Έτσι η μεθοδική και συστηματική γραμματεία την οποία εφήρμοσε κατά μερικούς μελετητές τον κατατάσσει στους "εκτελεστές" του γνωστικισμού και η πραγματικότητα είναι πως τελικά υπήρξε ο άνθρωπος που της επέφερε οδυνηρό πλήγμα[54].

Περί Θεού και Τριάδος

Τα πρόσωπα

Υποσημειώσεις

  1. Γ. Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 126
  2. Δ. Τσάμης, Εκκλησιαστική γραμματολογία..., σελ. 64
  3. Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 690
  4. Σύμφωνα με τον Π. Χρήστου περί το 140, σύμφωνα με τον Δ. Τσάμη, μεταξύ 140-160, κατά τον Στ. Παπαδόπουλο μεταξύ 130-140, όπως και κατά τον Ανδρέα Θεοδώρου και Κ. Σκουτέρη. Ο Γ. Φλορόφσκι αναφέρει τα έτη από 125 ως 145
  5. Ευσεβίου Εκκλ. Ιστορία, 5, 20, 5-7/Έλεγχος 3, 3, 4
  6. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 690
  7. Ιερώνυμος, Epistola 75 ad Theodoram 3
  8. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 690
  9. Adv. Valentinianos 5
  10. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 691
  11. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 358
  12. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 691
  13. Historia Francorum 1, 17
  14. ο.π.
  15. Γ. Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 126
  16. Δ. Τσάμης, Εκκλησιαστική Γραμματολογία..., σελ. 63
  17. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 304
  18. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305
  19. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305
  20. Ευσέβιος, Εκκλ. ιστορία 5, 24, 11
  21. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 304
  22. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305
  23. Γρ. Τουρώνης, Historia Francorum 1, 27
  24. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305
  25. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 694
  26. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 694
  27. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 694
  28. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 694
  29. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305
  30. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305
  31. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 695
  32. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305
  33. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 695
  34. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 304
  35. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 699
  36. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 699
  37. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 304
  38. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 698
  39. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 699
  40. Δ. Τσάμης, Εκκλ. Γραμματολογία..., σελ. 694
  41. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 306
  42. Σύντομη ομολογία στη βάση ενός βαπτιστήριου Συμβόλου. Στη βάση των συμβόλων αυτών, δημιουργήθηκε και το Σύμβολο της Πίστεως αργότερα
  43. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 699
  44. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 699
  45. Σε αυτό το βιβλίο πραγματεύεται το ότι ο θεός δεν είναι ο αίτιος των κακών
  46. Η έριδα του Πάσχα ήταν μια διαφωνία μεταξύ των εκκλησιών της Μ.Ασίας και της Ρώμης για το πότε έπρεπε να εορτάζεται το Πάσχα. Η Ρώμη θέλοντας να αποσυνδέσει ακόμα περισσότερο την έννοια του χριστιανικού Πάσχα από το Εβραϊκό, θέλησε να επιβάλλει στην εκκλησία της Μ. Ασίας, που ήταν η μόνη που δεν ακολουθούσε τη νέα ημερομηνία, την ημερομηνία η οποία εορτάζεται μέχρι και σήμερα. Οι Μικρασιατικές εκκλησίες όμως διαφωνούσαν καθώς η εορτή τη 14η του μήνα Νισσάν, ήταν θεσπισμένη από την εποχή των Αποστόλων. Έτσι ο Ειρηναίος νουθετεί το Βίκτορα Ρώμης, μετά από προτροπή του δευτέρου για τοποθέτηση, να μην πάρει αυστηρά μέτρα εναντίον τους και να τους επιτρέψει να εορτάζουν όποτε αυτοί επιθυμούν, όπως άλλωστε είχε συμβεί και σε παλαιότερες συζητήσεις επί του θέματος, μεταξύ Πολυκάρπου και Ανίκητου Ρώμης (Ο Ειρηναίος εν προκειμένω τασσόταν υπέρ μίας κοινής ημερομηνίας εορτασμού, συντείνοντας προς τις απόψεις τού Βίκτορα). Τελικά ο Βίκτορας ανέστειλε τα σκληρά μέτρα που είχε λάβει (διακοπή κοινωνίας), ενώ το θέμα διευθετήθηκε κατά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο [Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ.1, σελ. 278-282]
  47. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 353
  48. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 358
  49. Α. Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, σελ. 150
  50. Πλάτωνος Νόμοι IV 715a-716, Τίμαιος 29b
  51. Α. Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, σελ. 151
  52. Έλεγχος 3, 24, 1
  53. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 353, από το εδάφιο: Έλεγχος 3, Προοίμιο 1,1
  54. Α. Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, σελ. 152

Βιβλιογραφία

  • Π. Χρήστου, "Ελληνική Πατρολογία", τ. Β΄, Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.
  • Στ. Παπαδόπουλος, "Πατρολογία", τ. Α΄, Έκδοση Ιδιωτική, Αθήνα 2000.
  • Βλ. Φειδάς, "Εκκλησιαστική Ιστορία", τ. Α΄, Διήγηση, Αθήνα, 2002.
  • Α. Θεοδώρου, "Ιστορία των Δογμάτων", τ. Α΄-μέρος β΄, Γρηγόρης, Αθήνα 1977.
  • Κ. Σκουτέρης, "Ιστορία των Δογμάτων", τ. Α΄, Έκδοση Ιδιωτική Αθήνα 1998.
  • Γ. Φλορόφσκι, "Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα", Πουρναράς, θεσσαλονίκη 2007.
  • Δ. Τσάμης, "Εκκλ. Γραμματολογία και κείμενα Πατερικής Γραμματείας", Πουρναράς 2008.