Διδαχή των Αποστόλων
Από τα ανευρεθέντα και διασωθέντα κείμενα της πρώιμης εκκλησιαστικής ιστορίας, ιδιαίτερη σημασία έχει η Διδαχή των Αποστόλων, η οποία συνετάχθη μεταξύ 70 - 100 μ.Χ. και μας δίνει πληροφορίες για την άμεση μετα-αποστολική εποχή, για το πώς αντιλαμβάνονταν οι Χριστιανοί της εποχής εκείνης τη Χριστιανική πίστη.
Στην πρώτη Χριστιανική Εκκλησία, κυκλοφορούσαν πολλά κείμενα γραμμένα από Χριστιανούς, τα οποία περιείχαν συλλογές λόγων του Κυρίου Ιησού Χριστού και των Αποστόλων, με δεδομένο ότι ακόμα δεν υπήρχε η Αγία Γραφή ως εγκεκριμένη Χριστιανική συλλογή. Το ότι πολλά κείμενα δεν εγκρίθηκαν από την Εκκλησία ως μέρος της Αγίας Γραφής, μπορεί να μην τους δίνει το Δογματικό κύρος της Αγίας Γραφής, αλλά δεν τους στερεί την ιστορική αξία.
Περιεχόμενα
Εισαγωγή
Καμία ίσως φιλολογική ανακάλυψη του 19ου αιώνα, δεν προκάλεσε τόση συγκίνηση στους φιλολογικούς κύκλους όλου του κόσμου, και προ παντός στην Αγγλία, τη Γερμανία και την Αμερική, όσο η έκδοση του συγγράμματος αυτού. Το 1883 ο μητροπολίτης Φιλόθεος Βρυέννιος ανακάλυψε το κείμενο της «Διδαχής» σε κώδικα του έτους 1056. Το ψευδεπίγραφο τούτο εργίδιο που γνώριζε και τιμούσε ιδιαίτερα η αρχαία Εκκλησία και που αποτελείται μόλις από 16 σύντομα κεφάλαια, ρίχνει αρκετό φως στη ζωή της πρώτης Εκκλησίας, μολονότι ούτε το συντάκτη του γνωρίζομε ούτε περί σπουδαίου κειμένου πρόκειται από άποψη φιλολογική και θεολογική.
Γενικά μπορούμε να χαρακτηρίσωμε το έργο σαν σύντομο πρακτικό οδηγό των χριστιανών και χρήσιμο. Σύμφωνα με πληροφορία του μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου Νικολάου (1958), το κείμενο της Διδαχής γνώριζαν ενωρίτερα ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ (1878-1884), ο οποίος είχε ενδιαφερθεί για την έκδοσή του και ο Κωνσταντίνος Τυπάλδος (+1867), στον οποίο οφείλεται η προετοιμασία του κειμένου προς έκδοση, την όποια τελικά έκανε ο Φιλόθεος, γνωρίζοντας ότι έτσι γίνεται πλαστογράφος (ο π. Γεώρ. Μεταλληνός επισήμανε σχετικές σημειώσεις του Τυπάλδου).
Βοήθημα για τους κατηχουμένους. Τον οδηγό συγκροτούν δύο διαφορετικά μέρη με χαλαρή ή μάλλον ανύπαρκτη σύνδεση. Το πρώτο (1-6), το ηθικό οικοδομητικό, περιλαμβάνει κυρίως την εκχριστιανισμένη διδασκαλία των δύο οδών (της ζωής και του θανάτου), που είναι γνωστή από Ελληνικές (Παρμενίδης, Πίναξ Κέβητος, Νεοπυθαγόρειοι) και Ιουδαϊκές πηγές (ΠΔ και Εγχειρίδιο Πειθαρχίας). Το δεύτερο περιλαμβάνει αφ' ενός μεν οδηγίες περί βαπτίσματος, νηστείας και Ευχαριστίας (7-10), αφ' ετέρου δε οδηγίες (11-15) για το πως να διακρίνουν οι πιστοί τους αληθινούς προφήτες από τους ψευδοπροφήτες. Το κεφ. 16 αναφέρεται εις τα έσχατα που είναι εγγύς.
Πρώτη έκδοση
Εκδόθηκε το 1838, από τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Φιλόθεο Βριέννιο. Ο πλήρης τίτλος του είναι: «Διδαχή των 12 αποστόλων» ή και «Διδαχή Κυρίου δια των 12 Αποστόλων τοις έθνεσιν». Η έκδοση έγινε από το Ιεροσολυμιτικό χειρόγραφο του 1056. Ο πλήρης τίτλος της εκδόσεως του Βρυεννίου είναι ο εξής: «Διδαχή των 12 Αποστόλων, εκ του Ιεροσολυμιτικού χειρογράφου νυν πρώτον εκδιδομένη, μετά προλεγομένων και σημειώσεων, εν οις και της συνόψεως της Π. Διαθήκης, της υπό Ιωάννου του Χρυσοστόμου, σύγκρισις και μέρος ανέκδοτον από του αυτού χειρογράφου, υπό Φιλοθέου Βρυεννίου μητροπολίτου Νικομηδείας». Κωνσταντινούπολη το 1883 (προλεγόμενα σελ. ρμθ΄ και σ. 75 κείμενο και σημειώσεις). (Σημειώνουμε ότι μετά την ανακάλυψη του Βρυεννίου, βρέθηκε σε χειρόγραφο του Μονάχου αρχαία λατινική μετάφραση των 6 πρώτων κεφαλαίων, πιθανότατα του 2ου αιώνα, αλλά βρέθηκαν και πάπυροι που περιείχαν αποσπάσματα στα Ελληνικά, τα Κοπτικά και τα Αιθιοπικά, και σε Γεωργιανή μετάφραση).
Μετά ακολούθησαν πολλές εκδόσεις, με βάση το μοναδικό αυτό χειρόγραφο, μεταφράσεις και κριτικές μελέτες, για τις συνθήκες κατά τις οποίες γράφθηκε, και τα πορίσματα που εξάγονται απ’ αυτό. Από τις αμέτρητες μελέτες που αναφέρονται στη Διδαχή, αξιόλογες είναι οι εξής: Των Funk. Zahn, Krawutzcky, Taylor, Harnack, Robinson (δες Bardenhewer Gesch. d. altk. Lit. τόμ. 1, 1913, σ. 102 - 103). Παράβαλλε και από τους νεότερους: Loisy στο Revue d'histoire et de litt. religieuses, Paris 1921 o. 433-481.
Σχετικές παλιές εργασίες στα Ελληνικά έχουμε: Φιλοθέου Βρυεννίου στην Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος ε΄ (1884-1885) σ. 51-57 και Χ. Ν. Μακρή, «Η διδαχή των 12 αποστόλων και το αρχαίον εκκλησιαστικόν πολίτευμα» (Λάρισαα 1910).
Στο ιθ΄ τεύχος της Εκκλησιαστικής Αλήθειας, τεύχος ιθ΄ και εξής, (1884), μπορεί κάποιος να διαβάσει για την εντύπωση που έκανε η ανακάλυψη του κειμένου αυτού στους θεολόγους της Δύσης.
Περιεχόμενο και σημασία
Σ’ αυτό το έργο, που αποτελεί πολυτιμότατη συμβολή για τη λατρεία, το πολίτευμα και τον συνολικό βίο της αρχαίας Εκκλησίας, περιέχονται τα εξής βασικά σημεία:
Α. Αναπτύσσεται η διδασκαλία των δύο οδών, που αντιπαραβάλλεται η οδός της ζωής που πρέπει να ακολουθήσουμε, με την αποφευκτέα οδό του θανάτου (χ. 1-6).
Β. Εκτίθενται τα θέματα της λατρείας, περί βαπτίσματος, νηστείας, προσευχής και θείας ευχαριστίας (7-10 και 14)·
Γ. Αναπτύσσονται τα θέματα του εκκλησιαστικού πολιτεύματος, δηλαδή τα περί των Αποστόλων, Προφητών, Διδασκάλων, Πρεσβυτέρων και Διακόνων (11-13 και 15).
Δ. γίνεται λόγος περί των εσχάτων και της μελλούσης κρίσεως, (16).
Το κείμενο της Διδαχής έχει εξαιρετική σημασία για την ιστορία της λειτουργικής εκκλησιαστικής ποιήσεως, διότι σώζει έμμετρους ύμνους που ήσαν σε λειτουργική χρήση:
«Ευχάριστουμεν σοι, πάτερ ημών, υπέρ της αγίας αμπέλου Δαβίδ του παιδός σου, ης εγνώρισας ημίν δια Ιησού του παιδός σου. Σοι η δόξα εις τους αιώνας. Ευχαριστούμέν σοι, πάτερ ημών, υπέρ της ζωής και γνώσεως, ης εγνώρισας ημίν δια Ιησού του παιδός σου" σοι η δόξα εις τους αιώνας».
Επίσης ευχαριστιακούς ύμνους διασώζει και στην § 10. Οι ύμνοι αυτοί σε συνδυασμό με πλήθος άλλων ποιητικών τμημάτων χριστιανικών έργων του β' αι. αποτελούν την απαρχή της εκκλησιαστικής ποιήσεως και το κλειδί για τη λύση του προβλήματος της προελεύσεως των Κοντακίων, της πρώτης οργανωμένης και σταθεροποιημένης μορφολογικά εκκλησιαστικής ποιήσεως (β΄ ήμισυ Ε΄ αι.). Οι ύμνοι μάλιστα της Διδαχής εκφράζουν το πέρασμα από την απλή ευχή-επίκληση στον ύμνο, που στην προκειμένη περίπτωση έχει και το εφύμνιο («σοι η δόξα εις τους αιώνας») έτσι, ώστε η μορφή αυτή να συνιστά κυριολεκτικά τον πρόδρομο του Κοντακίου, το όποιο γεννήθηκε σταδιακά στους κόλπους της ελληνόφωνης εκκλησιαστικής ποιήσεως και δεν έχει συριακές ή καθαρά γνωστικές πηγές.
Το έργο αυτό έχει και μεγάλη απολογητική σημασία έναντι του Προτεσταντισμού, καθώς στο ιστορικό αυτό κείμενο, είναι προφανή τα εξής βασικά σημεία:
α. Η ομολογία του βαπτίσματος στην Αγία Τριάδα, και η τριπλή επανάληψή του.
β. Η Εκκλησιαστική νηστεία κάθε Τετάρτη και Παρασκευή.
γ. Η καθημερινή Θεία Ευχαριστία, και ειδικά κάθε Κυριακή, ο τρόπος της Λειτουργίας αυτής στην πρώτη Χριστιανική Εκκλησία, και η αναφορά της ως "Λειτουργία", και κυρίως η αναφορά της ως ΘΥΣΙΑ, που προϋποθέτει ιερέα και θυσιαστήριο.
δ. Η πρώτη γνωστή αναφορά από την εποχή της Καινής Διαθήκης σε ΑΡΧΙΕΡΕΑ τελούντα την Θεία αυτή Ευχαριστία, που είναι φυσικά οι "προφήτες", εκ των οποίων προέκυψαν οι Επίσκοποι της αμέσως επόμενης γενιάς Χριστιανών. Για τους προφήτες έχουμε εδώ την πληρέστερη γνωστή πηγή του ρόλου τους στην Εκκλησία, και μας βοηθάει να κατανοήσουμε πώς προέκυψαν οι Επίσκοποι μετά από τη μεταβατική ομάδα των Προφητών.
ε. Βρίσκουμε το δίδυμο: "επισκόπους" και "διακόνους", κάτι που αντιστοιχεί στο Αγιογραφικό "Πρεσβυτέρους και Διακόνους", μια και στην αρχαιότατη αυτή προχριστιανική εποχή, ο όρος "επίσκοπος" δεν είχε ακόμα διαχωρισθεί από τον όρο "πρεσβύτερος", κάτι που το βρίσκουμε πλέον σαφώς διαχωρισμένο λίγα μόλις χρόνια αργότερα, στις επιστολές του αγίου Ιγνατίου (προ του 107 π.Χ.). Και παρατηρούμε ακόμα το ότι χειροτονούνταν, και δεν "διορίζονταν" απλώς, όπως συνηθίζουν σύγχρονες αιρέσεις.
στ. Σε σωτηριολογικό επίπεδο τώρα, παρατηρούμε την ίδια Ορθόδοξη πίστη για πορεία προς την τελείωση (και όχι την απλή ένταξη "κάπου", του Προτεσταντισμού), τη σωτηριολογική σημασία του βαπτίσματος, που χωρίς αυτό κάποιος δεν μπορεί να κοινωνήσει καν, και βρίσκουμε και την Ορθόδοξη πίστη για το δοκιμαστικό πυρ της Μέλλουσας κρίσεως, κάτι εντελώς διαφορετικό και από το Παπικό Καθαρτήριο, και από την Προτεσταντική κόλαση βασανισμού.
ζ. Σημαντική είναι και η αναφορά στην έννοια των "σημείων" της 2ας Παρουσίας, δείχνοντας ότι είναι σημεία της ίδιας εποχής, και καμία σχέση δεν έχουν με τα δεινά της ιστορίας, που ισχυρίζονται σύγχρονες Προτεσταντικές αιρέσεις. Ομοίως και ο Αντίχριστος αναφέρεται ως πρόσωπο, και όχι ως "ομάδα", όπως ισχυρίζονται τέτοιες ομάδες.
Το πρωτοχριστιανικό αυτό σύγγραμμα, μας δείχνει ότι από την εποχή των Αποστόλων ως σήμερα, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί τρώνε από το ίδιο θυσιαστήριο, από το οποίο δεν έχουν εξουσία να φάνε οι αιρέσεις.
Συγγραφέας
Ο ανώνυμος συγγραφέας, ή μάλλον σωστότερα «συλλογέας», απευθυνόμενος προς εκείνον χάριν του οποίου έγραψε (ή συνέλλεξε) το βιβλίο, τον αποκαλεί : «τέκνο του». Του παρουσιάζει τις υποθήκες του ως διδαχή Κυρίου δια των Αποστόλων. Απ’ αυτό προήλθε και ο τίτλος του έργου. Οι ως τώρα απόπειρες διαφόρων επιστημόνων για καθορισμό του ανώνυμου συγγραφέα, στερούνται κάθε σοβαρής βάσεως και είναι εντελώς υποκειμενικές, αυθαίρετες και αποκυήματα φαντασιοπληξίας. Ούτε γνωρίζουμε ποιος είναι, ούτε με βάση εσωτερικές ή εξωτερικές μαρτυρίες, μπορούμε να πούμε κάτι πιθανό με αυτόν.
Χρόνος συγγραφής
Ο χρόνος της συγγραφής του έργου, ούτε αυτός μπορεί να καθορισθεί ακριβώς. Και η δυσκολία αυτού του καθορισμού, φαίνεται από τις εκτιμήσεις διαφόρων, εκ των οποίων άλλοι το τοποθέτησαν στο 40 μ.Χ., (Schermann, Die allgemeine Kirchenordnung (Paderborn 1915), και άλλοι μέχρι το 160 μ.Χ., στηριζόμενοι όλοι στα όσα γράφει. Δεν έλειψαν βέβαια και αυτοί που το θεώρησαν μεταγενέστερο σύγγραμμα, ισχυριζόμενοι ότι γράφτηκε κατά τον 5ο ή και τον 6ο αιώνα. Αλλά αυτοί οι τελευταίοι αυθαίρετοι ισχυρισμοί, όπως σωστά λέει ο Ehrhard, «μπορούν να προκαλέσουν μόνο παθολογικό ενδιαφέρον» (Die altchr. Literatur und i. Erforschung von 1884 - 1900, Freiburg i. B. 1900, σ. 62).
Στη Διδαχή υπάρχουν χωρία, από τα οποία φαίνεται καθαρά η πολύ πρώιμη συγγραφή της. Για παράδειγμα, είναι προφανές ότι τα κείμενα περί της τάξης των Προφητών, γράφτηκαν πριν ακόμα παραλάβουν οι Επίσκοποι πλήρως τη διοίκηση της Εκκλησίας από τους Προφήτες, κάτι που ήδη είχε γίνει γενικός κανόνας πολύ πριν από τις επιστολές του Ιγνατίου που γράφτηκαν πριν από το 107 μ.Χ. («αυτοί γαρ εισίν oι αρχιερείς» υμών 13, 3). Παρατηρούμε ότι μόλις είχαν ξεχωρίσει οι έννοιες των λέξεων «επίσκοπος» και «πρεσβύτερος», μια και στην αρχή σήμαιναν και τα δύο τον πρεσβύτερο, όπως στην εποχή της Κ.Δ. Όσο για τους βαπτισμένους, ομολογούσαν την αποδοχή ηθικών αληθειών και όχι άρθρων της πίστεως όπως αργότερα (7,1), και άλλα. Από την άλλη όμως, υπάρχουν σημεία που δείχνουν ότι το κείμενο αυτό, έχει και κάποια στοιχεία που θεωρούνται λίγο μεταγενέστερα, όπως η νηστεία πριν από το βάπτισμα και κατά την Τετάρτη και Παρασκευή (7 και 8).
Έτσι, φαίνεται πιθανότερο το ότι πρόκειται για μια συλλογή κειμένων που απέχουν μεταξύ τους κάποιες δεκαετίες, με αρχαιότερα εκείνα που αναφέρονται στους προφήτες, και λίγο μεταγενέστερα εκείνα που αναφέρονται στο βάπτισμα και τις νηστείες. Αλλά όταν μιλάμε για μεταγενέστερα, δεν εννοούμε σε καμία περίπτωση μεταγενέστερα του 160 μ.Χ. Αυτό φαίνεται από τη χρήση του από αρχαίους Χριστιανούς συγγραφείς:
1. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας (150 – 216 μ.Χ.), κατά τις αρχές του 2ου μισού του 2ου αιώνα, ήδη γνώριζε και χρησιμοποιούσε τη Διδαχή. (Στρωμ. 1, 20. Προτρ. κ. 10. Παιδαγ. 2,10 και 3,12. Τις ο σωζ. πλούσιος κ. 29).
2. Ο Ευσέβιος (265 - 340 μ.Χ.) τη Διδαχή τη γνωρίζει, και την κατατάσσει στις αντιλεγόμενες ή νόθες γραφές (Εκκλ. Ιστ. 3, 25).
3. Τη γνωρίζει επίσης και ο Ωριγένης (182 – 254 μ.Χ.).
Το βέβαιο είναι, ότι τα σημαντικότερα από ιστορικής πλευράς σημεία της Διδαχής, δηλαδή τα περί των Προφητών, γράφτηκαν (ή συνελέγησαν), οπωσδήποτε μέσα στο 2ο μισό του 1ου αιώνα μ.Χ., ενώ ακόμα ζούσαν κάποιοι απόστολοι, και όπου την ηγεσία την είχαν στην πρώτη Εκκλησία, κυρίως οι Προφήτες, καθώς οι Απόστολοι λιγόστευαν.
Το σημαντικότερο στοιχείο, που προσφέρει ο συντάκτης του παρόντος έργου, είναι η εντολή: «χειροτονήσατε ουν εαυτοίς επισκόπους και διακόνους άξιους τον Κυρίου... Υμίν γαρ λειτουργούσι και αυτοί την λειτουργίαν των προφητών και διδασκάλων. Μη ουν υπερίδητε αυτούς». Η εντολή προϋποθέτει δισταγμό της Εκκλησίας στο νέο θεσμό των μονίμων λειτουργών και ειδικότερα στην αναγνώριση του έργου τους ως Ισοδύναμου προς το έργο των προφητών και διδασκάλων, που σπάνιζαν ή και είχαν πλέον εκλείψει. Ο συντάκτης στη γραφίδα του οποίου όμως ανήκει το κεφάλαιο 15, λύει καταφατικά το θέμα, μολονότι χωρίς θεολογική εξήγηση, όπως έκαμε και ο Κλήμης Ρώμης. Η Διδαχή επομένως με την εντολή περί χειροτονίας επισκόπων αποδεικνύει ότι η Εκκλησία περνούσε από την εποχή των αποστόλων και των χαρισματούχων στην εποχή των μονίμων ποιμένων της. Το πέρασμα βέβαια τούτο έγινε με πολλή δυσκολία και άπειρες αμφιβολίες, τις οποίες προϋποθέτει η παραπάνω δήλωση ότι χαρισματούχοι και ποιμένες τελούν το αυτό έργο, ότι οι μόνιμοι τοπικοί ποιμένες δεν πρέπει να υποτιμώνται σε σχέση με τους χαρισματούχους.
Αυτά όλα βοηθούν στη σχετική χρονολόγηση του κειμένου μας, το όποιο πρέπει να ανήκει στην εποχή του Κλήμεντα Ρώμης, του όποιου η Επιστολή προϋποθέτει σχεδόν την ίδια προβληματολογία. Ο Audet τοποθετεί το έργο μεταξύ 50 και 70. Αλλά τότε τους επισκόπους και διακόνους εξέλεγαν ακόμα οι απόστολοι. Ούτε πάλι μπορεί να γράφηκε μετά το 110, διότι τα προβλήματα του στην εποχή αυτή έχουν κάπως ξεπερασθεί, όπως δείχνουν οι Επιστολές του Ιγνατίου, που φυσικά δεν εκφράζουν μόνο την εκκλησιαστική κατάσταση της Συρίας. Είναι μάλιστα περίεργο το ότι οι περισσότεροι των ερευνητών δέχονται ως τόπο συντάξεως της Διδαχής τη Συρία, η όποια όμως έχει προηγμένη εκκλησιαστική οργάνωση. Πρέπει βέβαια να πούμε ότι, ενώ η τελική σύνταξη του έργου έγινε μάλλον μεταξύ των ετών 90 και 110, η πηγή του ως προς τις «οδηγίες» περί ευταξίας εκκλησιαστικής είναι παλαιότερη, ίσως των ετών 60 με 70.
Τόπος συγγραφής
Δεν γνωρίζουμε πού γράφθηκε το έργο, αλλά μερικοί υπέθεσαν ότι γράφτηκε στην Αίγυπτο, λόγω της μεγάλης διάδοσής του εκεί. Άλλοι υπέθεσαν τη Συρία, άλλοι την Παλαιστίνη και άλλοι ότι γράφτηκε στην Ελλάδα και στη Μικρά Ασία. Αλλά οι δύο αυτές τελευταίες γνώμες είναι πιο απίθανες.
Οι δύο οδοί
Το πρώτο μέρος της συλλογής της Διδαχής, περιλαμβάνει τη διδασκαλία των δύο οδών (1-6). Η ίδια αυτή διδασκαλία, μοιάζει πολύ, και μάλιστα σε ορισμένα σημεία της είναι κατά λέξιν όμοια, με μια συντομότερη όμοια διδασκαλία που βρίσκεται σε ένα άλλο πρωτοχριστιανικό κείμενο, την «Επιστολή του Βαρνάβα» (18-20). Υπάρχει επίσης με κάποιες μικρές διαφορές σε ένα ακόμα πρωτοχριστιανικό κείμενο, στο «Ποιμήν του Ερμά» (εντολή 6). Το ότι υπάρχει σχέση στις περικοπές των τριών αυτών πρωτοχριστιανικών συγγραμμάτων, (Διδαχή, Ποιμήν και Βαρνάβα), είναι αναντίρρητο. Το θέμα όμως που έθεσαν κάποιοι, είναι το εξής: «Ποιο από τα τρία ήταν αυτό που έδωσε πρώτο τη διασκαλία αυτή, την οποία αντέγραψαν τα άλλα δύο;» Στην προκειμένη περίπτωση του θέματος της Διδαχής, μας ενδιαφέρει το ερώτημα: «Η Διδαχή αντέγραψε από τον Βαρνάβα, ή ο Βαρνάβας από τη Διδαχή;»
Στα ερωτήματα αυτά, πιθανότερη φαίνεται η γνώμη του Harnack (Gesch. d. altchr. .Lit. 1,86 και εξής) και άλλων, ότι ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑ αυτά συγγράμματα, άντλησαν τις πληροφορίες τους περί των «δύο οδών», από μία κοινή πηγή, σύντομης ηθικής κατήχησης, την οποία διδάσκονταν οι πρώτοι Χριστιανοί πριν βαπτισθούν. Πιθανόν αυτή η κατήχηση να γράφτηκε με βάση κάποια κατήχηση που χρησιμοποιείτο σε Ιουδαϊκή συναγωγή, για διδασκαλία των προσηλύτων. Και αυτό το λέμε επειδή στη διδασκαλία των δύο οδών, δεν ξεχωρίζει καμία ιδιαίτερη Χριστιανική διδασκαλία, που να μην την αποδέχονται και οι Ιουδαίοι. Πάντως στη Διδαχή, η περικοπή 1, 3-6, μόνο αυτή έχει λόγους του Σωτήρος, κάτι που δείχνει ότι αυτά τα λόγια έχουν προστεθεί αργότερα στην παλαιότερη (Ιουδαϊκή πιθανόν) διδασκαλία περί «δύο οδών», μια και στο ανάλογο αυτό κομμάτι της Επιστολής Βαρνάβα, λείπουν τα λόγια του Σωτήρα, αλλά λείπουν και από την αρχαία Λατινική μετάφραση των δύο οδών που διασώθηκε.
Προφανώς ο συντάκτης είχε μπροστά του το Ιουδαϊκής προελεύσεως κείμενο των δύο οδών και οδηγίες εκκλησιαστικής ευταξίας και συμπεριφοράς. Ένωσε δε τα δύο κείμενα, επιφέροντας ό,τι χρειαζόταν για την επιφανειακή σύνδεσή τους και προσθέτοντας — στο δεύτερο κυρίως μέρος — ό,τι νόμιζε για την αντιμετώπιση της κρίσεως και της προβληματολογίας της εποχής του. Έτσι η σπουδαιότης της Διδαχής βρίσκεται στο δεύτερο μέρος, που υπογραμμίζει ότι η Εκκλησία μαστιζόταν από ψευδοπροφήτες και χρειαζόταν κριτήρια για να διακρίνει τους αληθινούς προφήτες, που άρχιζαν ήδη να εκλείπουν.
Το ενιαίο της Διδαχής
Από πολλούς αμφισβητήθηκε το ενιαίο της Διδαχής, και θεωρήθηκε ότι άλλος είναι ο συγγραφέας του πρώτου τμήματός της περί των δύο οδών (1-6), και άλλος του δευτέρου τμήματος (7-τέλος). Υπέρ αυτής της γνώμης, συνηγορούν δύο λόγοι: α. Ότι η προαναφερθείσα αρχαία Λατινική μετάφραση περιλαμβάνει μόνο τα έξι πρώτα κεφάλαια περί των δύο οδών, και β. επειδή μερικοί θεώρησαν τα λεγόμενα στην αρχή του 7ου κεφαλαίου της, («ταύτα πάντα προειπόντες βαπτίσατε»), ως εντελώς άσχετη με τα προηγούμενα.
Ως προς τον πρώτο λόγο, ο αντίλογος λέει τα εξής: Το ότι διασώθηκαν ως εμάς τα πρώτα έξι κεφάλαια της Λατινικής μετάφρασης, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι δεν τα περιελάμβανε από την αρχή, και ακόμα και αν υποθέσουμε ότι μόνο αυτά μεταφράσθηκαν, θα μπορούσε να σημαίνει ότι μόνο αυτά κίνησαν το ενδιαφέρον των μεταφραστών, λόγων των κατηχητικών σκοπών που εξυπηρετεί το πρώτο μέρος.
Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο, ο αντίλογος λέει ότι το «ταύτα πάντα προειπόντες» (7ο κεφάλαιο 1), αναφέρεται προφανώς στην καθομολόγηση των ηθικών αληθειών στα κεφάλαια 1-6. Σχετικά με τον τίτλο του έργου υποστηρίχθηκε ότι η επιγραφή του ιερού χειρόγραφου («Διδαχή Κυρίου δια των δώδεκα αποστόλων τοις έθνεσιν») αφορά μόνο στο πρώτο μέρος του έργου, που γενικό τίτλο είχε: «Διδαχαί των αποστόλων» (Audet, 91-103).
Όπως και αν έχει το θέμα, το ότι πρόκειται για συλλογή διδασκαλιών των αποστόλων, δεν μας επιτρέπει να έχουμε μεγάλες απαιτήσεις ως προς την ομοιομέρεια και τη συνάφεια των επί μέρους μερών μιας συλλογής. Πολύ δε περισσότερο, αν κάποια στοιχεία της συλλογής αυτής, συνελέγησαν με διαφορά δεκαετιών μεταξύ τους, κάποια από το πρώτο μισό του 1ου αιώνα, και κάποια από τις αρχές του 2ου.
Το κείμενο της Διδαχής των Αποστόλων
I (1)
1. Οδοί δύο εισί, μία της ζωής και μία του θανάτου, διαφορά δε πολλή μεταξύ των δύο οδών.
2. Η μεν ουν της ζωής εστιν αύτη· πρώτον αγαπήσεις τον θεόν τον ποιήσαντά σε, δεύτερον τον πλησίον σου ως σεαυτόν· πάντα δε όσα εάν θελήσης μη γίνεσθαί σοι, και συ άλλω μη ποίει.
3. Τούτων δε των λόγων η διδαχή εστιν αύτη· ευλογείτε τους καταρωμένους υμίν και προσεύχεσθε υπέρ των εχθρών υμών, νηστεύετε δε υπέρ των διωκότων υμάς· ποία γαρ χάρις, εάν αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς; ουχί και τα έθνη το αυτό ποιούσιν; υμείς δε αγαπάτε τους μισούντας υμάς, και ουχ έξετε εχτρόν. 4. απέχου των σαρκικών και σωματικών επιθυμιών· εάν τις σοι δώ ράπισμα εις την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην, και έση τέλειος· εάν αγγαρεύση σε τις μίλιον εν, ύπαγε μετ’ αυτού δύο· εάν άρη τις το ιμάτιόν σου, δος αυτώ και τον χιτώνα· εάν λάβη τις από σου το σον, μη απαίτει· ουδέ γαρ δύνασαι. 5. παντί τω αιτούντί σε δίδου και μη απαίτει· πάσι γαρ θέλει δίδοσθαι ο πατήρ εκ των ιδίων χαρισμάτων. μακάριος ο διδούς κατά την εντολήν· αθώος γαρ εστιν. ουαί τω λαμβάνοντι· ει μεν γαρ χρείαν έχων λαμβάνει τις, αθώος έσται· ο δε μη χρείαν έχων δώσει δίκην, ινατί έλαβε και εις τι· εν συνοχή δε γενόμενος εξετασθήσεται περί ων έπραξε, και ουκ εξελεύσεται εκείθεν, μέχρις ου αποδώ τον έσχατον κοδράντην. 6. αλλά και περί τούτου δε είρηται· Ιδρωσάτω η ελεημοσύνη σου εις τας χείρας σου, μέχρις αν γνώς τίνι δώς.
II (2)
1. Δευτέρα δε εντολή της διδαχής· 2. ου φονεύσεις, ου μοιχεύσεις, ου παιδοφθορήσεις, ου πορνεύσεις, ου κλέψεις, ου μαγεύσεις, ου φαρμακεύσεις, ου φονεύσεις τέκνον εν φθορά, ουδέ γεννηθέν αποκτενείς, ουκ επιθυμήσεις τα του πλησίον. 3. ουκ επιορκήσεις, ου ψευδομαρτυρήσεις, ου κακολογήσεις, ου μνησικακήσεις. 4. ουκ έση διγνώμων ουδέ δίγλωσσος· παγίς γαρ θανάτου η διγλωσσία. 5. ουκ έσται ο λόγος σου ψευδής, ου κενός, αλλά μεμεστωμένος πράξει. 6. ουκ έση πλεονέκτης ουδέ άρπαξ ουδέ υποκριτής ουδέ κακοήθης ουδέ υπερήφανος. ου λήψη βουλήν πονηράν κατά του πλησίον σου. 7. ου μισήσεις πάντα άνθρώπον, αλλά ους μεν ελέγξεις, περί δε ων προσεύξη, ους δε αγαπήσεις υπέρ την ψυχήν σου.
III (3)
1. Τέκνον μου, φεύγε από παντός πονηρού και από παντός ομοίου αυτου. 2. μη γίνου οργίλος, οδηγεί γαρ η οργή προς τον φόνον, μηδέ ζηλωτής μηδέ εριστικός μηδέ θυμικός· εκ γαρ τούτων απάντων φόνοι γεννώνται. 3. τέκνον μου, μη γίνου επιθυμητής, οδηγεί γαρ η επιθυμία προς την πορνείαν, μηδέ αισχρολόγος μηδέ υψηλόφθαλμος· εκ γαρ τούτων απάντων μοιχείαι γεννώνται. 4. τέκνον μου, μη γίνου οιωνοσκόπος, επειδή οδηγεί εις την ειδωλολατρίαν, μηδέ επαοιδός μηδέ μαθηματικός μηδέ περικαθαίρίαν, μηδέ θέλε αυτά βλέπειν· εκ γαρ τούτων απάντων ειδωλολατρία γεννάται. 5. τέκνον μου, μη γίνου ψεύστης, επειδή οδηγεί το ψεύσμα εις την κλοπήν, μηδέ φιλάργυρος μηδέ κενόδοξος· εκ γαρ τούτων απάντων κλοπαί γεννώνται. 6. τέκνον μου, μη γίνου γόγγυσος, επειδή οδηγεί εις την βλασφημίαν, μηδέ αυθάδης μηδέ πονηρόφρων· εκ γαρ τούτων απάντων βλασφημίαι γεννώνται. 7. ίσθι δε πραύς, επεί οι πραείς κληρονομήσουσιν την γην. 8. γίνου μακρόθυμος και ελεήμων και άκακος και ησύχιος και αγαθός και τρέμων τους λόγους δια παντός, ους ήκουσας. 9. ουχ υψώσεις σεαυτόν ουδέ δώσεις τη ψυχή σου θράσος. ου κολληθήσεται η ψυχή σου μετά υψηλών, αλλά μετά δικαίων και ταπεινών αναστραφήση. 10. τα συμβαίνοντά σοι ενεργήματα ως αγαθά προσδέξη, ειδώς ότι άτερ θεού ουδέν γίνεται.
IV (4)
1. Τέκνον μου, του λαλούντός σοι τον λόγον του θεού μνησθήση νυκτός και ημέρας, τιμήσεις δε αυτόν ως κύριον· όθεν γαρ η κυριότης λαλείται, εκεί κύριός εστιν. 2. εκζητήσεις δε καθ’ ημέραν τα πρόσωπα των αγίων, ίνα επαναπαής τοις λόγοις αυτών. 3. ου ποιήσεις σχίσμα, ειρηνεύσεις δε μαχομένους· κρινείς δικαίως, ου λήψη πρόσωπον ελέγξαι επί παραπτώμασιν. 4. ου διψυχήσεις, πρότερον έσται ή ου.
5. Μη γίνου προς μεν το λαβείν εκτείνων τας χείρας, προς δε το δούναι συσπών. 6. εάν έχης δια των χειρών σου, δώσεις λύτρωσιν αμαρτιών σου. 7. ου διστάσεις δούναι ουδέ διδούς γογγύσεις· γνώση γαρ, τις εστιν ο του μισθού καλός ανταποδότης. 8. ουκ αποστραφήση τον ενδεόμενον, συγκοινωνήσεις δε πάντα τω αδελφώ σου και ουκ ερείς ίδια είναι· ει γαρ εν τω αθανάτω κοινωνοί εστε, πόσω μάλλον εν τοις θνητοίς;
9. Ουκ αρείς την χείρα σου από του υιού σου ή από της θυγατρός σου, αλλά από νεότητος διδάξεις τον φόβον του θεού. 10. ουκ επιτάξεις δούλω σου ή παιδίσκη, τοις επί τον αυτόν θεόν ελπίζουσιν, εν πικρία σου, μήποτε ου μη φοβηθήσονται τον επ’ αμφοτέροις θεόν· ου γαρ έρχεται κατά πρόσωπον καλέσαι, αλλ’ εφ’ ους το πνεύμα ητοίμασεν. 11. υμείς δε οι δούλοι υποταγήσεσθε τοις κυρίοις υμών ως τύπτω θεού εν αισχύνη και φόβω.
12. Μισήσεις πάσαν υπόκρισιν και παν ό μη αρεστόν τω κυρίω. 13. ου μη εγκαταλίπης εντολάς κυρίου, φυλάξεις δε α παρέλαβες, μήτε προστιθείς μήτε αφαιρών. 14. εν εκκλησία εξομολογήση τα παραπτώματά σου, και ου προσελεύση επί προσευχήν σου εν συνειδήσει πονηρά· αύτη εστίν η οδός της ζωής.
V (5)
1. Η δε του θανάτου οδός εστιν αύτη· πρώτον πάντων πονηρά εστι και κατάρας μεστή· φόνοι, μοιχείαι, επιθυμίαι, πορνείαι, κλοπαί, ειδωλολατρίαι, μαγείαι, φαρμακίαι, αρπαγαί, ψευδομαρτυρίαι, υποκρίσεις, διπλοκαρδία, δόλος, υπερηφανία, κακία, αυθάδεια, πλεονεξία, αισχρολογία, ζηλοτυπία, θρασύτης, ύψος, αλαζονεία. 2. διώκται αγαθών, μισούντες αλήθειαν, αγαπώντες ψεύδος, ου γινώσκοντες μισθόν δικαιοσύνης, ου κολλώμενοι αγαθώ ουδέ κρίσει δικαία αγρυπνούντες ουκ εις το αγαθόν, αλλ’ εις το πονηρόν· ων μακράν πραύτης και υπομονή, μάταια αγαπώντες, διώκοντες ανταπόδομα, ουκ ελεούντες πτωχόν, ου πονούντες επί καταπονουμένω, ου γινώσκοντες τον ποιήσαντα αυτούς, φονείς τέκνων, φθορείς πλάσματος θεού, αποστρεφόμενοι τον ενδεόμενον, καταπονούντες τον θλιβόμενον, πλουσίων παράκλητοι, πενήτων άνομοι κριταί, πανθαμάρτητοι· ρυσθείητε, τέκνα, από τούτων απάντων.
VI (6)
1. Όρα, μη τις σε πλανήση από ταύτης της οδού της διδαχής, επεί παρεκτός θεού σε διδάσκει. 2. ει μεν γαρ δύνασαι βαστάσαι όλον τον ζυγόν του κυρίου, τέλειος έση· ει δ’ ου δύνασαι, ό δύνη, τούτο ποίει. 3. περί δε της βρώσεως, ό δύνασαι βάστασον· από δε του ειδωλοθύτου λίαν πρόσεχε· λατρεία γαρ εστι θεών νεκρών.
VII (7)
1. Περί δε του βαπτίσματος, ούτω βαπτίσατε· ταύτα πάντα πρειπόντες, βαπτίσατε εις το όνομα του πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος εν ύδατι ζώντι. 2. εάν δε μη έχης ύδωρ ζων, εις άλλο ύδωρ βάπτισον· ει δ’ ου δύνασαι εν ψυχρώ, εν θερμώ. 3. εάν δε αμφότερα μη έχης, έκχεον εις την κεφαλήν τρις ύδωρ εις όνομα πατρός και υιού και αγίου πνεύματος. 4. προ δε του βαπτίσμος προνηστευσάτω ο βαπτίζων και ο βαπτιζόμενος και ει τινες άλλοι δύναται· κελεύεις δε νηστεύσαι τον βαπτιζόμενον προ μιας ή δύο.
VIII (8)
1. Αι δε νηστείαι υμών μη έστωσαν μετά των υποκριτών. νηστεύουσι γαρ δευτέρα σαββάτων και πέμτη· υμείς δε νηστεύσατε τετράδα και παρασκευήν. 2. μηδέ προσεύχεσθε ως οι υποκριταί, αλλ’ ως εκέλευσεν ο κύριος εν τω ευαγγελίω αυτού, ούτω προσεύχεσθε· Πάτερ ημών ο εν τω ουρανώ, αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί γης· τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών, και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού· ότι σου εστιν η δύναμις και η δόξα εις τους αιώνας. 3. τρις της ημέρας ούτω προσεύχεσθε.
IX (9)
1. Περί δε της ευχαριστίας, ούτως ευχαριστήσατε· 2. πρώτον περί του ποτηρίον· Ευχαριστούμεν σοι, πάτερ ημών, υπέρ της αγίας αμπέλου Δαυίδ του παιδός σου· σοί η δόξα εις τους αιώνας. 3. περί δε του κλάσματος· Ευχαριστούμέν σοι, πάτερ ημών, υπέρ της ζωής και γνώσεως, ης εγνώρισας ημίν δια Ιησού του παιδός σου. σοί η δόξα εις τους αιώνας. 4. ώσπερ ην τούτο το κλάσμα διεσκορπισμένον επάνω των ορέων και συναχθέν εγένετο εν, ούτω συναχθήτω σου η εκκλησία από των περάτων της γης εις την σήν βασιλείαν. ότι σου εστιν η δόξα και η δύναμις δια Ιησού εις τους αιώνας. 5. μηδείς δε φαγέτω μηδέ πιέτω από της ευχαριστίας υμών, αλλ’ οι βαπτισθέντες εις όνομα κυρίου· και γαρ περί τούτου είρηκεν ο κύριος· Μη δώτε το άγιον τοις κυσί.
X (10)
1. Μετά δε το εμπλησθήσαι ούτως ευχαριστήσατε· 2. Ευχαριστούμέν σοι, πάτερ άγιε, υπέρ του αγίου ονόματος σου, ου κατεσκήνωσας εν ταις καρδίαις ημών, και υπέρ της γνώσεως και πίστεως και αθανασίας ημίν δια Ιησού του παιδός σου· σοί η δόξα εις τους αιώνας. 3. συ, δέσποτα παντοκράτορ, έκτισας τα πάντα ένεκεν του ονόματός σου, τροφήν τε και ποτόν έδωκας τοις ανθρώποις εις απόλαυσιν, ίνα σοι ευχαριστήσωσιν, ημίν δε εχαρίσω πνευματικήν τροφήν και ποτόν και ζωήν αιώνιον δια του παιδός σου. 4. προ πάντων ευχαριστούμέν σοι, ότι δυνατός ει· σοί η δόξα εις τους αιώνας. 5. μνήσθητι, κύριε, της εκκλησίας σου, του ρύσασθαι αυτήν εν τη αγάπη σου, και σύναξον αυτήν από των τεσσάρων ανέμων, την αγιασθείσαν, εις την σήν βασιλείαν, ην ητοίμασας αυτή· ότι σου εστιν η δύναμις και η δόξα εις τους αιώνας. 6. ελθέτω χάρις και παρελθέτω ο κόσμος ούτος. Ωσαννά τω θεώ Δαυίδ. ει τις άγιός εστιν, ερχέθω· ει τις ουκ έστι, μετανοείτω· μαράν αθά· αμήν. 7. τοις δε προφήταις επιτρέπετε ευχαριστείν όσα θέλουσιν.
XI (11)
1. Ος αν ουν ελθών διδάξη υμάς ταύτα πάντα τα προειρημένα, δέξασθε αυτόν· 2. εάν δε αυτός ο διδάσκων στραφείς διδάσκη άλλην διδαχήν εις το καταλύσαι, μη αυτού ακούσητε· εις δε το προσθείναι δικαιοσύνην και γνώσιν κυρίου, δέξασθε αυτόν ως κύριον.
3. Περί δε των αποστόλων και προφητών, κατά τα δόγμα του ευαγγελίου ούτω ποιήσατε. 4. πας δε απόστολος ερχόμενος προς υμάς δεχθήτω ως κύριος· 5. ου μενεί δε ει μη ημέραν μίαν· εάν δε ή χρεία, και την άλλην· τρεις δε εάν μείνη, ψευδοπροφήτης εστίν. 6. ερχόμενος δε ο απόστολος μηδέν λαμβανέτω ει μη άρτον, έως ου αυλισθή· εάν δε αργυριον αιτή, ψευδοπροφήτης εστί.
7. Και πάντα προφήτην λαλούντα εν πνεύματι ου πειράσετε ουδέ διακρινείτε· πάσα γαρ αμαρτία αφεθήσεται, αύτη δε η αμαρτία ουκ αφεθήσεται. 8. ου πας δε ο λαλών εν πνεύματι προφήτης εστίν, αλλ’ εάν έχη τους τρόπους κυρίου. από ουν των τρόπων γνωσθήσεται ο ψευδοπροφήτης και ο προφήτης. 9. και πας προφήτης ορίζων τράπεζαν εν πνεύματι ου φάγεται απ’ αυτής, ει δε μήγε ψευδοπροφήτης εστί. 10. πας δε προφήτης διδάσκων την αληθειαν, ει α διδάσκει ου ποιεί, ψευδοπρφήτης εστί. 11. πας δε προφήτης δεδοκιμασμένος, αληθινός, ποιών εις μυστήριον κοσμικόν εκκλησίας, μη διδάσκων δε ποιείν, όσα αυτός ποιεί, ου κριθήσεται εφ’ υμών· μετά θεού γαρ έχει την κρίσιν· ωσαύτως γαρ εποίησαν και οι αρχαίοι προφήται. 12. ος δ’ αν είπη εν πνεύματι· δος μοι αργύρια ή έτερά τινα, ουκ ακούσεσθε αυτού· εάν δε περί άλλων υστερούντων είπη δούναι, μηδείς αυτόν κρινέτω.
XII (12)
1. Πας δε ο ερχόμενος εν ονόματι κυρίου δεχθήτω· έπειτα δε δοκιμάσαντες αυτόν γνώσεσθε, σύνεσιν γαρ έξετε δεξιάν και αριστεράν. 2. ει μεν παρόδιός εστιν ο ερχόμενος, βοηθείτε αυτώ, όσον δύνασθε· ου μενεί δε προς υμάς ει μη δύο ή τρεις ημέρας, εάν ή ανάγκη. 3. ει δε θέλει προς υμάς καθήσθαι, τεχνίτης ων, εργαζέσθω και φαγέτω. 4. ει δε ουκ έχει τέχνην, κατά την σύνεσιν υμών προνοήσατε, πως μη αργός μεθ’ υμών ζήσεται Χριστιανός. 5. ει δ’ ου θέλει ουτω ποιείν, χριστέμπρός εστι· προσέχετε από των τοιούτων.
XIII (13)
1. Πας δε προφήτης αληθινός θέλων καθήσθαι προς υμάς άξιός εστι της τροφής αυτού. 2. ωσαύτως διδάσκαλος αληθινός εστιν άξιος και αυτός ώσπερ ο εργάτης της τροφής αυτού. 3. πάσαν ουν απαρχήν γεννημάτων ληνού και άλωνος, βοών τε και προβάτων λαβών δώσεις την απαρχήν τοις προφήταις· αυτοί γαρ εισιν οι αρχιερείς υμών. 4. εάν δε μη έχητε προφήτην, δότε τοις πτωχοίς. 5. εάν σιτίαν ποιής, την απαρχήν λαβών δος κατά την εντολήν. 6. ωσαύτως κεράμιον οίνου ή ελαίου ανοίξας, την απαρχήν λαβών δος τοις προφήταις· 7. αργυρίου δε και ιματισμού και παντός κτήματος λαβών την απαρχήν, ως αν σοι δόξη, δος κατά την εντολήν.
XIV (14)
1. Κατά κυριακήν δε κυρίου συναχθέντες κλάσατε άρτον και ευχαριστήσατε, προεξομολογησάμενοι τα παραπτώματα υμών, όπως καθαρά η θυσία υμών η. 2. πας δε έχων την αμφιβολίαν μετά του εταίρου αυτού μη συνελθέτω υμίν, έως ου διαλλαγώσιν, ίνα μη κοινωθή η θυσία υμών. 3. αύτη γαρ εστιν η ρηθείσα υπό κυρίου· Εν παντί τόπω και χρόνω προσφέρειν μοι θυσίαν καθαράν. ότι βασιλεύς μέγας ειμί, λέγει κύριος, και το όνομά μου θαυμαστόν εν τοις έθνεσι.
XV (15)
1. Χειροτονήσατε ουν εαυτοίς επισκόπους και διακόνους αξίους του κυρίου, άνδρας πραείς και αφιλαργύρους και αληθείς και δεδοκιμασμένους· υμίν γαρ λειτουργούσι και αυτοί την λειτουργίαν των προφητών και διδασκάλων. 2. μη ουν υπερίδητε αυτούς· αυτοί γαρ εισιν οι τετιμημένοι υμών μετά των προφητών και διδασκάλων.
3. Ελέγχετε δε αλλήλους μη εν οργή, αλλ’ εν ειρήνη ως έχετε εν τω ευαγγελίω· και παντί αστοχούντι κατά του ετέρου μηδείς λαλείτω μηδέ παρ’ υμών ακουέτω, έως ου μετανοήση. 4. τας δε ευχάς υμών και τας ελεημοσύνας και πάσας τας πράξεις ούτω ποιήσατε, ως έχετε εν τω ευαγγελίω του κυρίου ημών.
XVI (16)
1. Γρηγορείτε υπέρ της ζωής υμών· οι λύχνοι υμών μη σβεσθήτωσαν, και αι οσφύες υμών μη εκλυέσθωσαν, αλλά γίνεσθε έτοιμοι· ου γαρ οίδατε την ώραν, εν ή ο κύριος ημών έρχεται. 2. πυκνώς δε συναχθήσεσθε ζητούντες τα ανήκοντα ταις ψυχαίς υμών· ου γαρ ωφελήσει υμάς ο πας χρόνος της πίστεως υμών, εάν μη εν τω εσχάτω καιρώ τελειωθήτε. 3. εν γαρ ταις εσχάταις ημέραις πληθυνθήσονται οι ψευδοπροφήται και οι φθορείς, και στραφήσονται τα πρόβατα εις λύκους, και η αγάπη στραφήσεται εις μίσος. 4. αυξανούσης γαρ της ανομίας μισήσουσιν αλλήλους και διώξουσι και παραδώσουσι, και τότε φανήσεται ο κοσμοπλανής ως υιος θεού, και ποιήσει σημεία και τέρατα, και η γη παραδοθήσεται εις χείρας αυτού, και ποιήσει αθέμιτα, α ουδέποτε γέγονεν εξ αιώνος. 5. τότε ήξει η κτίσις των ανθρώπων εις την πύρωσιν της δοκιμασίας, και σκανδαλισθήσονται πολλοί και απολούνται, οι δε υπομείναντες εν τη πίστει αυτών σωθήσονται υπ’ αυτου του καταθέματος. 6. και τότε φανήσεται τα σημεία της αληθείας· πρώτον σημείον εκπετάσεως εν ουρανώ, είτα σημείον φωνής σάπιγγος, και το τρίτον ανάστασις νεκρών. 7. ου πάντων δε, αλλ’ ως ερρέθη· Ήξει ο κύριος και πάντες οι άγιοι μετ’ αυτού. 8. τότε όψεται ο κόσμος τον κύριον ερχόμενον επάνω των νεφελών του ουρανού.