Χριστιανισμός και Φιλοσοφία

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ως ερώτημα προς εξέταση από θεολόγους και μή, προβάλει συχνά το ποια ακριβώς ήταν η σχέση του Χριστιανισμού με την Φιλοσοφία και αν η θεολογική σκέψη των Πατέρων θα μπορούσε να ονομαστεί Χριστιανική Φιλοσοφία. Αν και πολλοί συγγραφείς χρησιμοποιούν με ευκολία τον όρο αυτό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ως χαρακτηρισμός περιέχει κάτι το υπερβολικό και θα ήταν ορθότερο να μιλούσαμε μόνο περί "φιλοσοφίας τιθεμένης απολύτως εις την υπηρεσίαν της χριστιανικής δογματικής" και όχι "αυτοτελώς καλλιεργούμενης"[1].

Είναι πραγματικότητα ότι στο Βυζάντιο δεν γεννιούνται "αυτόνομα φιλοσοφικά συστήματα. Οι πατέρες χρήσιμοποιούν πολλές φορές τον όρο φιλοσοφία με την έννοια ότι έχουν τη ζωντανή εμπειρία των μυστηρίων του τριαδικού Θεού" όπου "χρειάζεται η κάθαρση της ψυχής και του σώματος, ο φωτισμός και η θέωση...Δεν μπορούν με άλλο τρόπο να προσεγγίσουν τις ενέργειες του Θεού...κι έτσι δεν είναι δυνατή καμιά φιλοσοφία...Όταν λοιπόν κάνουν λόγο για την Αγία Τριάδα...τη θεία ουσία...τις υποστάσεις ή τα πρόσωπα, τη θεογνωσία...την ετερότητα των υποστάσεων...αντλούν εκφραστικά μέσα απ' αυτή την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα», όπου κυριαρχεί η φιλοσοφική παράδοση με τον πλατωνισμό, αριστοτελισμό, στωικισμό, νεοπλατωνισμό κι άλλες φιλοσοφίες της αρχαιότητας. Άλλο πράγμα λοιπόν εμπειρία κι άλλο διατύπωση με τη φιλοσοφική γλώσσα"[2]

O Πατρολόγος Παναγιώτης Χρήστου, μιλώντας περί "διαποτίσεως του Χριστιανισμού δια του ελληνικού πνεύματος"[3] διευκρινίζει:

  • Καταρχάς "τα αντικείμενα της φιλοσοφίας και της θεολογίας διακρίνονται σαφώς. Η φιλοσοφία αποβλέπει...αφ' ενός μέν εις την έρευναν της φύσεως και κινήσεως των όντων, αφ' ετέρου δε εις τον καθορισμόν των αρχών του οργανωμένου κοινωνικού βίου...Εις τα πέραν αυτών, τα αόρατα και τα αιώνια, αποβλέπει η θεολογία...επομένως αι δύο επιστήμαι διακρίνονται σαφώς αλλήλων και βαδίζουν παραλλήλως...η προοριζομένη δια τον αιώνιον βίον είναι πολυτιμοτέρα και απολύτως απαραίτητος δια την πνευματικήν τελείωσιν και σωτηρίαν."[4].
  • Κατά δεύτερον, "δεν υπήρξαν οπαδοί ενός συστήματος οι επίμέρους Πατέρες, αλλ' εκλεκτικώς εχρησιμοποίησαν ό,τι τους εβοήθει εις την άνετον και επωφελή διατύπωσιν της σκέψεως των.... Η λογική του Αριστοτέλους, η οντολογία του Πλάτωνος, η θεολογία των Πυθαγορείων, η ηθικολογία των Πυθαγορείων πάλιν και των Στωικών, προσέφερον εις αυτούς ιδέας και μέσα προς έκφρασιν"[5].
  • Τρίτον πρέπει ορθά "να κατανοήσωμεν τι προσέφερεν εις τον Χριστιανισμόν η ελληνική φιλοσοφία, αλλά και που εσταμάτησεν...Δεν δυνάμεθα...να ομιλήσωμεν περί εξελληνίσεως του χριστιανισμού...ενώ δυνάμεθα να ομιλήσωμεν περί εκχριστιανίσεως της ελληνικής σκέψεως διά χίλια περίπου έτη. Ούτε πάλιν μετέβαλε τον Χριστιανισμόν εις φιλοσόφημα η διαδικασία αυτή. Τα φιλοσοφήματα δεν κηρύσσουν τον Θεόν, αλλά τον ερευνούν, η χριστιανική θεολογία δεν ερευνά τον Θεόν, αλλά τον κηρύσσει και τον βιώνει, ακόμη και όταν δανείζεται μεθόδους από τα πρώτα."[6].

Όπως γράφει ο Μεθόδιος Φούγιας (στο βιβλίο του Το ελληνικό υπόβαθρο του χριστιανισμού):

"Δεν προτίθεμαι να εξετάσω τις απόψεις εκείνων, οι οποίοι υποστηρίζουν επίδρασι άμεση ή έμμεση των διαφόρων θρησκειών επί της Καινής Διαθήκης. Και φυσικά δεν αποδέχομαι την άποψη του δεϊσμού και του ορθολογισμού του 17ου αιώνος, περί συναφειών και συγγενειών τοΰ Χριστιανισμού προς τις εξωχριστιανικές θρησκείες. Ούτε την Ελληνική Φιλοσοφία δέχομαι σύμφωνα με την εγελιανή άποψη ως μέσο κατανοήσεως του θεού από το ανθρώπινο πνεύμα προοδευτικώς. Άλλο θέμα είναι η σχέσις του αρχεγόνου Χριστιανισμού προς την γλώσσα και την έκθεσι των παραστάσεων προς τον τότε σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό...Πράγματι ο Χριστιανισμός δεν έφερε νέες λέξεις, νέους γλωσσικούς τύπους και νέα μέσα παραστάσεως των ιδεών, αλλά νέες έννοιες, νέο περιεχόμενο, το οποίο έβαλε στους παλαιούς προϋπάρχοντες τύπους[7].

Η θέση της ελληνικής Φιλοσοφίας στην πατερική σκέψη, αφορούσε μόνο της χρησιμοποίηση της και όχι "αποδοχή της θεολογούσας αρχαιοελληνικής σκέψης", σημειώνει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός: "Στο σημείο αυτό η πατερική ελληνικότητα συνιστά αυθυπέρβαση έναντι της προχριστιανικής ελληνικότητος, όπως οι ίδιοι οι Έλληνες Πατέρες το βεβαιώνουν, ως τον 14ο αιώνα, όταν διατυπώνεται η τελική στο πρόβλημα θέση, στο «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας». Εκεί κωδικοποιείται η μακραίωνη αγιοπατερική στάση, που διαφοροποιεί τη σπουδή της Ελληνικής Φιλοσοφίας, την παιδευτική της δηλαδή χρήση, από την αποδοχή της θεολογίας της. Ο Χριστιανισμός, στην αυθεντική του έκφραση ως Ορθοδοξία, είναι συνέχεια της προφητικής εμπειρικής θεολογήσεως. Εγκλωβισμένες στην αρχαιοελληνική θεολογούσα σκέψη...μένουν οι αιρέσεις"[8].

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ακόμη και ο απόστολος Ιωάννης ήταν "άριστος γνώστης όχι απλώς της ελληνικής γλώσσας, αλλά και της πλατωνικής και πυθαγόρειας ελληνικής φιλοσοφίας και σκέψης. Άν δεχθούμε, ότι δεν είχε μια άμεση και απευθείας σχέση με τα κλασικά ελληνικά κείμενα, οπωσδήποτε όμως ήταν ενήμερος του ελληνικού στοχασμού...Ο πρόλογος του Δ' Ευαγγελίου (Ιωάν. 1, 1-18) φανερώνει αναμφισβήτητα μια τέτοια υποδομή. Η θεολογία του Λόγου του Ιωάννη προϋποθέτει την αντίστοιχη περί λόγου φιλοσοφία του Πλάτωνα και του Φίλωνα. Εκεί προσεγγίζεται ανθρωποπαθώς ενώ, αναμφίβολα, στην Ιωάννεια θεολογία προσεγγίζεται αποκαλυπτικά και θεόπνευστα"[9].

Στην πραγματικότητα, κάθε φορά "εξυπακούεται ότι η ελληνική σκέψη, ακόμη και όταν μεταφέρεται κατά γράμμα, προσλαμβάνει μια εντελώς νέα σημασία, αφού η βάση του οικοδομήματος στο όποιο εντάσσεται είναι εντελώς διαφορετική"[10]. Από την εποχή του Ιγνατίου, "η Εκκλησία...έδειξε ότι ο χριστιανός θεολόγος μπορεί να χρησιμοποιή τη γλώσσα του συγχρόνου του πνευματικού κλίματος (ιουδαϊκού, γνωστικού, ελληνικού), χωρίς ουσιαστικά να επηρεάζεται από αυτό. Η θεολογία της Εκκλησίας είναι δρόμος ιδιαίτερος με προϋποθέσεις και προοπτικές, τις οποίες πρέπει ν' αναζητή κανείς στο χώρο της εκκλησιαστικής αληθείας."[11]. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, συνοψίζοντας όλη τη σχετική πατερική στάση, επισημαίνει κατηγορηματικά: "Καν τις των Πατέρων τα αυτά τοις έξω φθέγγηται, μάλλον επί των ρημάτων μόνον, επί δε των νοημάτων πολύ το μεταξύ" (Και αν κανείς από τους Πατέρες λέγει τα ίδια με τους φιλοσόφους, η σχέση σταματά στις λέξεις· στα σημαινόμενα όμως απ' αυτές υπάρχει μεγάλη απόσταση-διαφορά)[12].

Στα διλήμματα που έθεσε και θέτει η επιστημονική έρευνα, αν η θεολογία είναι εξελληνισμός του Χριστιανισμού ή εκχριστιανισμός του Ελληνισμού ή κατά βάση κυριαρχία του Ιουδαϊσμού οφείλει κανείς να σταθεί με πολύ σκεπτικισμό, γράφει ο δογματολόγος Νίκος Ματσούκας. Και συνεχίζει: "η όλη προβληματική είναι σε εσφαλμένο δρόμο". "Η θεολογία, που εκφράζει την εκκλησιαστική πείρα, κατά κανένα τρόπο δεν φτιάχνει συμπιλήματα μήτε ωθείται σε μια συγκρητιστική λειτουργία, αλλά αποτελεί πρωτότυπη, ελεύθερη και δημιουργική οικοδόμηση ενός πνευματικού και πολιτιστικού έργου". "Πολύ σωστά επισημαίνεται καταρχήν ότι το δόγμα μορφολογικά αναπτύσσεται με τη φιλοσοφική γλώσσα του περιβάλλοντος· ότι οι πατέρες στοχαζόμενοι δεν παράγουν το δόγμα συλλογιστικά και διαλεκτικά, αλλά το διατυπώνουν μ' ένα τέτοιο τρόπο". "Επομένως ο πυρήνας κατά βάση και κατ' ουσία είναι χριστιανικός." "Οι τεχνικοί φιλοσοφικοί όροι και το περιρρέον πολιτιστικό κλίμα...μπολιάζονται στην πείρα της εκκλησιαστικής κοινότητας". "Με τούτο το μπόλιασμα έχουμε μετάπλαση όρων και περιεχομένου...μια νέα δημιουργία αυθύπαρκτη"[13]. Το γεγονός, άλλωστε, του Χριστού, ήταν ανέκαθεν ο καταλυτικός παράγοντας στο ζήτημα αυτό: "νήπιοι ουν και οι φιλόσοφοι, εάν μη υπό του Χριστού απανδρωθώσιν"[14], έγραψε στις αρχές του 3ου αιώνα ο Κλήμης Αλεξανδρεύς.

Στην Ορθόδοξη χριστιανική πίστη, σημαντικό ρόλο έπαιζε πάντα η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου[15] ο οποίος προσερχόταν σε μία "θεία λατρεία" όπου "βιωνόταν εμπειρικά το όλο περιεχόμενο της χριστιανικής πίστεως"[16]. Έτσι, οι άνθρωποι, "εφόσον μετέχουν στό κοινωνικό σώμα της Εκκλησίας"[17], διά της βιώσεως του περιεχομένου της πίστεως[18], ζουν (πάντα σε μια ιστορική συνέχεια) πράγματα και γεγονότα, και έτσι κατανοούν "όσα του Θεού μπορούν να γίνουν γνωστά"[19]. Δεν τα ανιχνεύουν διαλεκτικά ή συλλογιστικά, αλλά αντιθέτως "οι συλλογισμοί ακολουθούν, μετά την πείρα των συμβάντων και συμβαινόντων"[20]. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας παροτρύνουν "ν' αποφύγουμε τους μεταφυσικούς μετεωρισμούς του νου για την αναγωγή στο Θεό, και να στραφούμε στις θεοφάνειες, που συντελούνται στην κτίση και την ιστορία"[21], στη "ζωή της Εκκλησίας, τη διδαχή, τα μυστήρια, την άσκηση και την κατάφαση του κόσμου και της ζωής"[22]. Η φιλοσοφία για την Πατερική θεολογία είχε μεν τον ρόλο ενός "τεχνητού βοηθητικού οργάνου στην υπηρεσία της κατανοήσεως των θείων αληθειών" πρέπει όμως να διευκρινιστεί το σημαντικότερο: "ενώ η φιλοσοφία παρέχει κάποια ικανοποίησι στο ανθρώπινο πνεύμα, όμως δεν μπορεί να λύτρωση τον άνθρωπο"[23].

Γίνεται έτσι κατανοητό για ποιο λόγο η Ορθόδοξη Θεολογία εναντιώθηκε στη φιλοσοφία ενώ ταυτόχρονα "πολυάριθμοι θεολόγοι υπήρξαν φιλοσοφικά πεπαιδευμένοι στο έπακρο, και το κυριότερο μαζί με την καταδίκη εξέφραζαν και τον έπαινο της φιλοσοφίας, ενίοτε και με θριαμβευτικό τόνο". Και για ποιο λόγο εκκλησιαστικά πρόσωπα όπως ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός που υπεράσπισε με πάθος την ενασχόληση των χριστιανών με την ελληνική παιδεία όταν ο Ιουλιανός ο παραβάτης την είχε απαγορεύσει, εξαπέλυσε βολές εναντίον της ελληνικής φιλοσοφίας[24]. Η ερμηνεία του φαινομένου αυτού είναι σαφής: "Η φιλοσοφία...δεν ήταν μπορετό...ν' αντικαταστήσει τη δογματική διδασκαλία" και "η πείρα...δεν ήταν νοητό...να είναι απόρροια συλλογισμών" αφού κατά τον Γρηγόριο Παλαμά αποτελούσε "αποδεδειγμένη γνώση από τα έργα και το βίο του εκκλησιαστικού σώματος και των χαρισματικών φορέων του"[25]:

"Hμείς δε ου την διά λόγων και συλλογισμών ευρισκομένην γνώσιν δόξαν αληθή νομίζομεν, αλλά την δι' έργων τε και βίου αποδεικνυμένην, ή και μη μόνον αληθής, αλλά και ασφαλής εστι και απερίτρεπτος"[26].

Εν κατακλείδι αυτό που ήταν και παραμένει απαράδεκτο είναι η φιλοσοφία να "αντικαθιστά τη διδασκαλία για τη σωτηρία του ανθρώπου κατά τα ευαγγελικά δεδομένα", ταυτόχρονα όμως, για τους Πατέρες η Φιλοσοφία "είναι πολύ χρήσιμη, αν προορίζεται για την παίδευση του ανθρώπου"[27]. Την ιδιαίτερη θέση της Φιλοσοφίας στην Ορθόδοξη Παράδοση μαρτυρούν εύγλωττα και δύο τεκμήρια:

α) Η αγιογραφική παράδοση του Βυζαντίου, "ως διεσώθη αυτή εν τη γνωστή «Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης» του...αγιογράφου Διονυσίου, όπου δίδονται οδηγίαι περί ζωγραφήσεως εν χριστιανικοίς ναοίς Ελλήνων σοφών (Σόλωνος, Πλάτωνος, Αριστοτέλους, Σοφοκλέους κ.ά.)"[28] και
β) "το εξής επίγραμμα του γνωστού Βυζαντινού λογίου και υμνογράφου Ιωάννου τον Μαυρόποδος, επισκόπου Ευχαΐτων κατά τον ΙΑ' αιώνα, οπού ούτος παρακαλεί τον Χριστόν":
"...της σης απειλής εξελέσθαι, Χριστέ μου, Πλάτωνα και Πλούταρχον...άμφω γαρ εισί και λόγον και τον τρόπον τοις σοις νόμοις έγγιστα προσπεφυκότες..."[29].

Υποσημειώσεις

  1. λήμμ. "Φιλοσοφία", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (Θ.Η.Ε.), τόμ. 11, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1967, στ. 1147-1148.
  2. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Φιλοσοφίας, 7η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 253-255.
  3. Χρήστου Παναγιώτης, Ελληνική Πατρολογία, τόμ. Α'-Εισαγωγή, 3η έκδ., Κυρομάνος, Αθήνα 1994 (c1976), σελ. 104.
  4. Χρήστου, ό.π., σελ. 108.
  5. Χρήστου, στο ίδιο, σελ. 104.
  6. Χρήστου, ό.π., σελ. 111.
  7. Φούγιας Γ. Μεθόδιος, Το Ελληνικό Υπόβαθρο του Χριστιανισμού, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1992, σελ. 141.
  8. Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;, 3η έκδ., Αρμός, 2003, σελ. 53-54.
  9. Πατρώνος Π. Γεώργιος, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, Αποστολική Διακονία, 2003, σελ. 111-112.
  10. Τατάκης Βασίλειος, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1977, σελ. 23.
  11. Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, Πατρολογία, τόμ. Α', έκδ. 4η, Αθήνα 2000, σελ. 174.
  12. Γρ. Παλαμά, Περί των ιερώς ησυχαζοντων, Α΄, 1,11. Στο: Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, Λόγος ως Αντίλογος, 2η έκδ., Αρμός, Αθήνα 1998, σελ. 108.
  13. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 49-50.
  14. Κλήμης Αλεξανδρείας, Στρωματείς, Λόγος Α', PG 8,752A.
  15. Αγουρίδης Σάββας, Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης, 4η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 207.
  16. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Από την Εικονομαχία μέχρι τη Μεταρρύθμιση, τόμ. Β', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 33.
  17. Ματσούκας Α. Νίκος, Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Γ', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 153-154.
  18. Τρεμπέλας Ν. Παν., Εγκυκλοπαίδεια της θεολογίας, έκδ. 5η, Ο Σωτήρ, Αθήναι 2000, σελ. 141.
  19. Ματσούκας, στο ίδιο.
  20. ό.π..
  21. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 290.
  22. ό.π., σελ. 289.
  23. Φούγιας Γ. Μεθόδιος, Το Ελληνικό Υπόβαθρο του Χριστιανισμού, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1992, σελ. 142.
  24. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 43-44.
  25. Ό.π., σελ. 44.
  26. Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, 1,3,13.
  27. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 300-301.
  28. Μπρατσιώτης Παναγιώτης, Τα ελληνικά γράμματα και η εκκλησία, Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμ.45, τεύχ.1, σελ. 156, 1970.
  29. Μπρατσιώτης, ό.π., σελ. 157.