Κόλαση

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Κόλαση αποκαλείται η πνευματική κατάσταση, που οδηγείται ο άνθρωπος εκουσίως, λόγω της άρνησης μετοχής του στη σωτήριο χάρη του Αγίου Πνεύματος. Η κόλαση, αντίθετα από τη δυτική παράδοση, στην ορθόδοξη θεολογία δεν είναι τόπος ή μέρος ετοιμασμένο από το Θεό για την καταδίκη του ανθρώπου, αλλά μια βιωματική κατάσταση, στην οποία εισέρχεται ο άνθρωπος με βάση την προετοιμασία από τον εγκόσμιο βίο του.

Η αλλοίωση της ορθόδοξης αποστολικής, πατερικής θεολογίας

Η κόλαση, ως θεολογικό ζητούμενο, είναι ένα θεμελιώδες ζήτημα στην ορθόδοξη θεολογία. Στο ορθόδοξο ποίμνιο έχει εισέλθει, η δυτική θεολογική προσέγγιση της έννοιας της κολάσεως όπως αυτή θεμελιώθηκε από το σχολαστικισμό. Καθ'αυτή την προσέγγιση η κόλαση και ο παράδεισος είναι δύο ξεχωριστοί τόποι, μια εκδοχή που κατά την ορθόδοξη θεολογία είναι ειδωλολατρική και συνάμα οδηγεί σε αποκλίσεις στη διδασκαλία και τη ζωή των χριστιανών..."[ώστε να μην] είναι φίλοι και κοινωνοί του Θεού"[1]. Έτσι η κόλαση είναι τόπος τιμωρίας και αποτελεί ένα ετοιμασμένο από το Θεό μέρος για την καταδίκη των αμαρτωλών. Επίσης είναι τόπος απουσίας του Θεού ή της οράσεως της Θείας Ουσίας, ενώ οι Ρωμαιοκαθολικοί εισήγαγαν και την έννοια της κτιστής κολάσεως, με την καθιέρωση του καθαρτηρίου πυρός, κατά την οποία η κόλαση, για μερικούς πιστούς δεν είναι αιώνια, αφού ο Θεός αποκαταστά εν τέλη μέσω του καθαρτηρίου, τους αμαρτωλούς.

Η κόλαση στην ορθόδοξη παράδοση

Στα ευαγγέλια γίνεται συχνή αναφορά στη κόλαση, από τον Κύριο Ιησού Χριστό. Για την ορθόδοξη θεώρηση όμως η περιγραφή της καταστάσεως, ως πυρ, αφορά μια πνευματική κατάσταση βιώσεως των ανθρώπων, μετά τη Δευτέρα Παρουσία. Γι αυτό και μέσα από την Ορθόδοξη παράδοση και θεολογία "καταλαβαίνει κανείς έυκολα ότι η κολασμένη ζωή δεν είναι μία ιδιαίτερη κατάσταση που επιβάλλει βάσει ενός νόμου ο Θεός και μάλιστα σε μία φυλακή κτιστών βασάνων", αλλά η αίσθηση του Θεού από την πλευρά τους ως "τιμωρό και εχθρικό"[2].

Έτσι στην ορθόδοξη θεολογία η κόλαση είναι μια διαφορετική κατάσταση από τον παράδεισο, που όμως προκύπτει από την ίδια άκτιστη πηγή και βιώνεται ως διαφορετική εμπειρία. Γι αυτό στην ορθόδοξη εκκλησία "η ζωή και η αθανασία δεν έχουν πια σχέση με αμοιβές και τιμωρίες...αλλά ερμηνεύονται ως υψηλά επιτεύγματα, ως διαρκής πορεία...στο θείο φως. Παράδεισος και Κόλαση δεν είναι δύο τόποι ξεχωριστοί"[3]. Η εμπειρία αυτή είναι είναι η όραση του Θεού, μέσα στο άκτιστο της θεότητάς του, όπως θα καθοράται μετά τη δευτέρα και ένδοξη παρουσία του. Έτσι παράδεισος και κόλαση, είναι η ίδια πραγματικότητα, βιούμενη με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα την προετοιμασία της ψυχής στον εγκόσμιο βίο. Γι αυτό το λόγο η κόλαση δεν είναι τόπος "δίκης" για τον αμαρτωλό αλλά η δυνατότητα θέασης και βίωσης της μακαριότητας του Θεού, με βάση την καθαρότητα της "καρδιάς" του ανθρώπου, η οποία μέσω της εκκλησίας θεραπεύεται και οδηγείται στην εν Χριστώ τελείωση και το φωτισμό, με τη συνεργό χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Θα λέγαμε πως την ορθόδοξη πατερική παράδοση η κόλαση δεν έχει καμία σχέση με τιμωρία, αφού ακόμα και αν πολλές φορές "διατηρούνται τέτοιες παραστάσεις...καθίσταται αμεθεξία και ακοινωνησία μεταξύ Θεού και κολασμένων και μεταξύ αυτών των ιδίων που έχουν στερηθεί τη μέθεξη στη χάρη του Θεού"[4], που προκύπτει από τη βουλητική στάση του ανθρώπου[5]. "Η κόλαση είναι αστοχία και αποτυχία στην κίνηση του ανθρώπου να ξεπεράσει την κακή αλλοίωση, να νικήσει το μηδέν, το μη όν και να καρπωθεί το είναι. Συνάμα ο κολασμένος έχοντας άτρεπτη την ύπαρξή του στη στασιμότητα, εξαιτίας σκλήρυνσης και αμετανοησίας, φλέγεται από επιθυμία που δε μπορεί να ικανοποιηθεί, αφού δεν υπάρχει αντικείμενό της"[6]. Ταυτόχρονα αποβαίνει "τέλεια ακοινωνησία και τέλεια αφιλία"[7]. Όπως υπομνηματίζει και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός στο "Διάλογο κατά Μανιχαίων" κόλαση "δεν είναι τίποτα άλλο παρά φλόγα που επιθυμεί την κακία και την αμαρτία και φλόγα που αστοχεί στην επιθυμία...επειδή λοιπόν επιθυμούν και δεν έχουν τα αντικείμενα της επιθυμίας καταφλέγονται σα φωτιά από την επιθυμία"[8], τη στιγμή μάλιστα που "ο Θεός δεν αρνείται τη μετάνοια μετά το θάνατο...γιατί δεν μπορεί να "αρνηθεί" τον εαυτό του, αλλά...η ψυχή μετά το θάνατο δεν τρέπεται, [αφού] σκληραίνει στις αχτίδες της θείας δόξας όπως ο πηλός"[9]. Έτσι η πνευματική μετοχή στην κόλαση, αποβαίνει κατεξοχήν ζήτημα του πιστού. Στην παραβολή του Πλουσίου με τον Λάζαρο[10], διαφαίνεται, πως ο πλούσιος αρνείται την προσφερόμενη από το θεό σωτηρία, δηλαδή βλασφημεί κατά του Αγίου Πνεύματος και οδηγείται στη κόλαση, από όπου δύναται να δει την ίδια πραγματικότητα με το Λάζαρο, δηλαδή και τον παράδεισο και την κόλαση, αλλά αδυνατεί να βιώσει τον παράδεισο. Αυτό διότι οι κολασμένοι, λόγω πώρωσης[11] και μη καθαρότητας της καρδίας των, δύναται να δουν ως σωτηρία μόνο το πυρ (άκτιστο), διότι η κατάστασή τους, αδυνατεί να δεχθεί άλλη μορφή σωτηρίας. Έτσι και αυτοί φτάνουν στην τελείωση, αλλά μόνο οι δίκαιοι τελειούνται σωζόμενοι, καθώς για τους υπολοίπους, η σωτήρια είναι η κόλαση, εξαιτίας ότι εν ζωή επεδίωξαν μόνο την ευδαιμονία. Δίκαιοι λοιπόν και άδικοι περνούν από το πυρ της Θείας παρουσίας, αλλά οι μεν περνούν «αλώβητοι», οι δε «καιόμενοι», όπως ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός παρατηρεί, τον 12ο αιώνα.

Τελικά γίνεται αντιληπτό, πως ο Θεός δεν είναι τιμωρός και η κόλαση δεν είναι ο ετοιμασμένος τόπος καταδίκης των αμαρτωλών, αλλά ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος με τη στάση του, για την πορεία που θα ακολουθήσει και τρόπο που θα βιώσει και θα θεωρήσει τον ίδιο τον Θεό, εν ημέρα κρίσεως. Αντίστοιχα πρέπει ο ορθόδοξος να αντιληφθεί πως το μυστήριο της κολάσεως βιώνεται και μέσα στον κόσμο, μέσω της μυστηριακής ζωής της εκκλησίας και ιδιαιτέρως της Θείας Ευχαριστίας, που η κατάλληλη προετοιμασία οδηγεί σε αξιότητα μετοχής των αχράντων μυστηρίων, ενώ πυρ εσωτερικό αποβαίνει, για τον αναξίως μετέχοντα. Εν τέλη κόλαση είναι μια κατάσταση άκτιστη, αδύνατο να νοηθεί από τη ανθρώπινη αίσθηση. Παρόλη την αντίθετη θεολόγηση της δυτικής θεολογίας, περί κτιστού και ότι ο μετέχων της κολάσεως δε θα δύναται να ορά τον Θεό, ο ορθόδοξη θεολογία μένοντας πιστή στη Γραφή, ισχυρίζεται πως και αυτοί θα έχουν τη δυνατότητα να δουν το Θεό, όπως στην παραβολή του πλουσίου με τον Λάζαρο περιγράφεται, χωρίς να συμμετέχουν στην μακαριότητά του για την οποία προετοιμάστηκε ο άνθρωπος να ζήσει.

Το περί ""Αποκατάστασης των πάντων" ζήτημα

Υποσημειώσεις

  1. Νικ. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, σελίδα 552
  2. Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, σελίδα 544
  3. Νικολάου Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας, σελίς 549
  4. Νικολάου Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας, σελίς 549
  5. ο.π.
  6. Ιωάννου Δαμασκηνού, «Ι. Κατα Μανιχαίων Διάλογος. ΙΙ. Προς τους Διαβάλλοντας...», (απόδοση-σχόλιο Νίκος Ματσούκας), σελίς 17
  7. Νικ. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελίδα 546
  8. Ιωάννου Δαμασκηνού, «Ι. Κατα Μανιχαίων Διάλογος. ΙΙ. Προς τους Διαβάλλοντας...», (απόδοση-σχόλιο Νίκος Ματσούκας), σελίς 97
  9. σχόλιο Νικολάου Ματσούκα στον Ιωάννη Δαμασκηνό και Μάξιμο Ομολογητή, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, σελίδα 545
  10. Κατά Λουκάν, 16
  11. Κατά Μάρκον 3,5

Πηγές