Χρήστης:Papyrus/Βιβλιογραφία

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Βιβλιογραφία και επαληθεύσιμη αρθρογραφία

Μερικές προσωπικές σκέψεις

Σε αυτό το σύντομο κείμενο θα αναφερθούμε σε μερικές απόψεις, για τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να συγκροτήσουμε μια καλή βιβλιογραφία, που να καλύπτει τουλάχιστο στα βασικά σημεία το γνωστικό πεδίο που μας ενδιαφέρει και να προσφέρει επαληθευσιμότητα στα κείμενά μας.

Η ανάγκη για βιβλιογραφία

Θα παραθέσουμε εδώ μερικές πτυχές της έννοιας "βιβλιογραφία", οι οποίες, για να κινηθούμε και στο πνεύμα του κειμένου, αντλούν την αξιοπιστία τους από ανθρώπους που έχουν συγγράψει, αναγνωρισμένα από την επιστήμη τους έργα.

Σύμφωνα με τον καθ. Καραγιαννόπουλο, "πρώτη αποστολή...του ερευνητή είναι να καταρτίσει μια κατά το δυνατόν πλήρη βιβλιογραφία, σχετική...με το αντικείμενο έρευνας του"[1]. Τώρα, καθώς είναι πιθανό να επιδιώκουμε απλώς την συγγραφή ενός τεκμηριωμένου εγκυκλοπαιδικού άρθρου, δεν χρειαζόμαστε σε τέτοιο βαθμό την πλήρη βιβλιογραφία που περιλαμβάνει και τις πρωτότυπες πηγές, όμως η παραπάνω φράση δείχνει πόσο σημαντικό είναι να προσφέρουμε πληροφορίες που έχουν επιστημονικά στηρίγματα. Έχουμε λοιπόν ανάγκη από τεκμήρια, πάνω στα οποία θα στηρίξουμε την επιχειρηματολογία μας. Το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων αυτών αποτελεί την τεκμηρίωση της εργασίας μας και αυτή αντλείται από τη βιβλιογραφία[2].

Σχετική με αυτό και αρκετά ενδιαφέρουσα, είναι η παρατήρηση του καθ. Αγουρίδη για συνάδελφό του, που δείχνει πόσο μεγάλη σημασία δίνουν στην βιβλιογραφία αναγνωρισμένοι επιστήμονες:

"Ο κ. [...] έχτισε ένα σωρό πράγματα με την ταύτιση των περιπτώσεων, σαν να μην υπήρχε θέμα. Αγνόησε τη σύγχρονη βιβλιογραφία στο θέμα αυτό, και κατέληξε σε συμπεράσματα, κατά τη γνώμη μου, εντελώς λανθασμένα"[3].

Ο ίδιος πάλι, σε μια βιβλιοκρισία του, παρατηρεί επικριτικά τον συγγραφέα επειδή "η βιβλιογραφία του έργου [...] είναι πενιχρωτάτη και καθόλου αντιπροσωπευτική"[4] γεγονός το οποίο για τον Σάββα Αγουρίδη δημιουργεί πρόβλημα επιστημονικότητας και σοβαρότητας: "υπάρχουν πάντοτε ορισμένα κριτήρια [...] [και] η έρευνα [...] έχει κατασταλάξει σ' ορισμένα γενικώτερα αποδεκτά πορίσματα [...] δεν είναι σήμερα δυνατό άσχετα κι ανεξάρτητα απ' αυτά τα γενικά πορίσματα της κριτικής να καταπιαστεί [κάποιος] σοβαρά μ' αυτά τα θέματα"[5].

Σύμφωνα με τον π. Γεώργιο Μεταλληνό "η βιβλιογραφία είναι πρωταρχικό στοιχείο στην επιστήμη. Δεν γίνεται επιστημονική έρευνα χωρίς βιβλιογραφία...η συγγραφή, άλλωστε, δεν είναι στην ουσία της παρά διάλογος του συγγραφέα με τη βιβλιογραφία, και μέσω αυτής με τους συγγραφείς όλων των εποχών"[6]. Ο ερευνητής δεν μπορεί να αυτοσχεδιάζει ξεπερνώντας αδιάφορα το επιστημονικό οικοδόμημα αυτών που προηγήθηκαν, χωρίς να δίνει λόγο για τα συμπεράσματά του τα οποία θα πρέπει "να θεμελιώνονται λογικά και μεθοδικά και να μη γρονθοκοπούνται προς τα επιστημονικά δεδομένα και τις απαιτήσεις της λογικής"[7].

Τις συνέπειες από την απουσία ή τη μη χρήση της βιβλιογραφίας επισημαίνει ο σπουδαίος Ιστορικός και Ακαδημαϊκός, Άμαντος Κων/νος:

"[τα] αμάρτυρα έργα είναι εκ γενετής ατελέστερα και εμποδίζουν επί πολύ την ιστορικήν πρόοδον. Αν υπήρχεν έστω και ένας ιστορικός πυρήν βιβλιογραφικός, θα ηδύναντο πολλοί νεώτεροι να ασχοληθούν με την νεωτέραν ελληνικήν ιστορίαν. Τώρα πως να αρχίσουν; Φαίνεται ότι το σύστημα της αμάρτυρου ιστορίας...προήλθεν εκ τούτου, ότι πολλοί ήθελαν να μιμηθούν τον Κωνσταντίνον Παπαρρηγόπουλον. Οι Παπαρρηγόπουλοι όμως...δύνανται να γράφουν όπως θέλουν. Όσοι δεν είναι Παπαρρηγόπουλοι πρέπει να προσέχουν τουλάχιστον την αλήθειαν και αυτό θα το επιτύχουν στηριζόμενοι εις όσον το δυνατόν ακριβεστέραν βιβλιογραφίαν"[8].

Εδώ θα πρέπει να κάνουμε μια σημαντική παρατήρηση: όταν θα γράψουμε, π.χ., ένα θεολογικό άρθρο που αφορά την ασκητική αρετή της διάκρισης ή την νοερά προσευχή, είναι προφανές ότι μια συλλογή σχετικών ιστορικών μαρτυριών από την επιστημονική βιβλιογραφία θα είναι χρήσιμη, όμως στην ουσία των ζητημάτων αυτών, προτεραιότητα έχουν οι θεούμενοι καθηγητές της ερήμου, οι Ορθόδοξοι ασκητές μας. Απαραίτητη βιβλιογραφία στα ζητήματα βίωσης της πίστεως είναι τα Πατερικά κείμενα, τα Γεροντικά, οι βίοι των αγίων, τα συναξάρια και όχι τόσο τα πανεπιστημιακά συγγράμματα. Κι έτσι όμως, πάλι η βιβλιογραφία απαιτείται για την τεκμηρίωση του κειμένου, μόνο που στην περίπτωση αυτή αποτελείται από τα γραπτά μνημεία της Ορθόδοξης Παράδοσης.

Ας θυμόμαστε το εξής: για τον αναγνώστη, το γεγονός ότι το κείμενο έγραψε κάποιος χρήστης με το ψευδώνυμο tom1234, προφανώς δεν προσφέρει καμμία απολύτως αίσθηση αξιοπιστίας. Για το λόγο αυτό, μια ανοιχτή διαδικτυακή προσπάθεια εγκυκλοπαιδικής αρθρογραφίας, χρειάζεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό την καταγεγραμμένη στήριξη στη βιβλιογραφία ώστε να διαλύσει κάθε υποψία αυθαιρεσίας από τη σκέψη του αναγνώστη. Σε κάθε περίπτωση, η ιδανική παρουσίαση μιας επιχειρηματολογίας, περιλαμβάνει την τεκμηρίωσή της επάνω στις "πηγαίες μαρτυρίες" αλλά με στηρίγματα στη σχετική βιβλιογραφία[9]. Παρ' όλ΄αυτά, ανάλογα με τις περιστάσεις, είναι δυνατόν να επικαλεσθούμε έστω τη "βοηθητική βιβλιογραφία" προς επίρρωση μιας θέσης[10]. Δεν είναι όμως πάντα αναγκαίο να στηριχτούμε σε δεκάδες βιβλία. Ένα βασικό άρθρο θα μπορούσε να περιλαμβάνει απλώς, μια δική μας, περιληπτική απόδοση, όσων διαβάσαμε σε σχετικό άρθρο μίας ή δύο αξιόλογων εγκυκλοπαιδειών[11], και αυτά τα δύο άρθρα να αποτελούν τη βιβλιογραφία που θα σημειώσουμε. Αυτό όμως επιτυγχάνει σαφώς το στόχο της επαληθευσιμότητας και συμβάλλει στην ευρύτερη αξιοπιστία ενός έργου όπως η Ορθόδοξη wiki.

Κλείνοντας, θα προσθέσουμε μια ακόμη προσωπική άποψη για την μορφοποίηση των άρθρων του παρόντος εγχειρήματος, σε συνάρτηση με τη χρήση της βιβλιογραφίας. Οι ειδικοί, προτείνουν γενικά, η χρήση αυτούσιων αποσπασμάτων από μια βιβλιογραφία να γίνεται με φειδώ και για εκείνες τις ιδέες μόνο, που είτε ξεχωρίζουν, κατά την άποψή μας, είτε είναι αναγκαίο να μεταφερθούν έτσι για να μην αλλοιωθεί το ύφος τους. Στην περίπτωση όμως του Ορθόδοξου Wiki, θα μπορούσε να γίνει εξαίρεση. Αν και η ανάγνωση ενός άρθρου που περιέχει πολλά αυτούσια τμήματα επισημασμένα με εισαγωγικά ή πλάγια γράμματα για πολλούς είναι κάπως κουραστική, εντούτοις για το εγχείρημα αυτό, η μεταφορά μικρών έστω παραθεμάτων σε τακτά διαστήματα, παρουσιάζει το πλεονέκτημα της αύξησης της αξιοπιστίας του κειμένου. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται σε διαρκή επαφή περισσότερο με την βιβλιογραφία παρά με τον ανώνυμο συντάκτη.

Αξιόπιστη βιβλιογραφία

Είναι γνωστό ότι τα βιβλία κοστίζουν, και έτσι, το ζητούμενο δεν είναι να αγοράσουμε κάθε τι που προτείνεται από τηλε-βιβλιοπωλεία, ή από αυτοδιαφημιζόμενους "συγγραφείς" παύλα "ερευνητές"!

Για τους ειδικούς, η λύση για την ανεύρεση της βιβλιογραφίας έχει να κάνει με τις ειδικές εκδόσεις που κυκλοφορούν ανά τον κόσμο: βιβλιογραφικά σημειώματα και βιβλιοκρισίες που δημοσιεύονται στα ειδικά, επιστημονικά περιοδικά και τόμοι με βιβλιογραφίες "που ταξινομούν χρονολογικά ή και ειδολογικά και περιγράφουν όλα τα βιβλία και λοιπά έντυπα...που εκδόθηκαν"[12].

Για όλους όμως, υπάρχουν κάποια κριτήρια που πρέπει να ικανοποιούνται:

  • Χρειαζόμαστε βιβλία αξιόπιστα που να παρέχουν επιστημονική εγκυρότητα, γραμμένα από ειδικούς στο αντικείμενό τους συγγραφείς.
  • Χρειαζόμαστε βιβλία, από ανθρώπους που κρίνονται για το έργο τους, και κάθε αυθαιρεσία, επιπολαιότητα ή σοβαρή ανακρίβεια, μπορεί να τους στοιχίσει την επιστημονική τους αξιοπιστία και μια αυστηρή κριτική από τους συναδέλφους τους.
  • Χρειαζόμαστε βιβλία που να έχουν συμμετοχή στα βιβλιογραφικά σημειώματα του πεδίου στο οποίο ειδικεύονται, γιατί έτσι καταλαβαίνουμε ότι κάποιοι πιο ειδικοί από εμάς ασχολήθηκαν μαζί τους και τα χρησιμοποίησαν.
  • Χρειαζόμαστε βιβλία που προέρχονται από αξιόλογους, ελληνικούς ή ξένους εκδοτικούς οίκους[13] που δεν χαραμίζουν το όνομά τους σε χαμηλής ή αμφιβόλου ποιότητας εκδόσεις. Στο Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ή συντομογραφικά ΜΙΕΤ), στον Καρδαμίτσα, στον Πουρναρά, τον Άρτο Ζωής ή τον Παπαδήμα, θα βρούμε αξιόλογα βιβλία Ελλήνων συγγραφέων ή μεταφράσεις έργων που ξεχωρίζουν. Όταν ένα βιβλίο έχει εκδοθεί από γνωστό εκδοτικό οίκο, υπάρχη ήδη ένα πρώτο βασικό στοιχείο υπέρ της αγοράς του[14].

Το ξεκίνημα της αναζήτησης, μπορεί να περιλαμβάνει μια επίσκεψη στην ιστοσελίδα της πανεπιστημιακής σχολής όπου διδάσκεται το γνωστικό πεδίο του ενδιαφέροντός μας. Βρίσκοντας τα ονόματα των διδασκόντων θα μπορέσουμε να αναζητήσουμε το συγγραφικό τους έργο και να μελετήσουμε, κρατώντας σημειώσεις, και τη βιβλιογραφία που έχουν χρησιμοποιήσει. Κατόπιν, από μια επίσκεψη σε μεγάλα βιβλιοπωλεία με έμπειρους πωλητές, μπορούμε να αποκομίσουμε χρήσιμες συμβουλές σχετικά με τα πλέον κλασικά έργα στο πεδίο που μας ενδιαφέρει και να μάθουμε τους αξιόλογους εκδοτικούς οίκους. Ακόμη περισσότερο, αν καταφέρουμε να επισκεφτούμε τον βιβλιοθηκάριο της σχετικής πανεπιστημιακής σχολής.

Κατόπιν, μπορούμε να συγκρίνουμε όλες τις πληροφορίες αυτές και να καταλήξουμε σε κάποια βασικά συγγράμματα, τα οποία σίγουρα περιέχουν εκτενή βιβλιογραφία για να συμβουλευτούμε, αν χρειαστεί περαιτέρω μελέτη.

Εδώ θα πρέπει να προσέξουμε το εξής: από τα κλασικά έργα, αναζητούμε τα πιο σύγχρονα: δηλαδή, καλό είναι να λαμβάνουμε υπόψη μας τη χρονική απόσταση που θα πρέπει να μεσολαβεί, ανάμεσα σε πολύ σημαντικές ανακαλύψεις του επιστημονικού πεδίου που μας ενδιαφέρει και στη βιβλιογραφία που θα επιλέξουμε για την ενημέρωσή μας. Αν μελετούμε τον Γνωστικισμό ή γενικά τα Απόκρυφα κείμενα, θα πρέπει π.χ. να λάβουμε υπόψη ότι, τα σημαντικά Γνωστικά κείμενα του Nag Hammadi βρέθηκαν το 1946 στην Αίγυπτο. Αν προσθέσουμε το χρονικό περιθώριο που χρειάζεται για να γίνουν οι απαραίτητες επιστημονικές διεργασίες (διάθεση των κειμένων στους επιστήμονες, κριτική επεξεργασία και έκδοσή τους, δημοσίευση μελετών, αρθρογραφίας, διατριβών, εκδήλωση διαφωνιών κ.λπ.) τότε, καλό είναι, τα βιβλία που θα επιλέξουμε να έχουν εκδοθεί μερικά χρόνια μετά από τη σημαντική αυτή ανακάλυψη[15] αφού σε διαφορετική περίπτωση το βιβλίο θα βασίζεται σε ελλιπείς πληροφορίες. Παρόμοια προβλήματα θα συναντήσουμε όταν βασιστούμε σε εγκυκλοπαίδειες πολύ παλιές. Η Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια ήταν ένα αξιόλογο έργο που ακόμη προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες, όμως εκδόθηκε στα έτη 1927-1934 και αυτό πρέπει να το λάβουμε υπόψη.

Προκειμένου περί θεολογικών ζητημάτων, ερμηνειών της Αγίας Γραφής κ.λπ., θα ήταν καλό να παραθέτουμε και τις ίδιες τις απόψεις των Πατέρων και θεουμένων. Επειδή όμως για πρακτικούς λόγους είναι αδύνατον για τους περισσότερους να κατέχουν και να μελετήσουν το πλήρες έργο των Αγίων Πατέρων που ανέρχεται σε αρκετές δεκάδες χιλιάδες σελίδων, και να γνωρίζουν λεπτομέρειες όπως, ποια έργα είναι νόθα ή αμφιβαλλόμενα ή ποια από αυτά η πορεία της κριτικής τελικά τα απέδωσε σε άλλους συγγραφείς, υπάρχουν τα έργα των ειδικών επιστημόνων που θα μας πληροφορήσουν για τις πατερικές απόψεις, είτε είναι πατερικά λεξικά και ευρετήρια (λέγονται και "ταμεία"), είτε εργασίες που μας πληροφορούν για το σύνολο των απόψεων των πατέρων σε κάποιο ζήτημα, με παραπομπές στο έργο τους, τις οποίες μπορούμε να ελέγξουμε.

Σε κάθε περίπτωση, η επιστημονική βιβλιογραφία είναι απαραίτητη και στον ευρύτερο τομέα της θεολογίας. Η μελέτη του ιστορικού βίου της Εκκλησίας (Ρωμαϊκή, Βυζαντινή Ιστορία, Τουρκοκρατία κ.λπ. με κριτική των πηγών), η εξέταση των αιρέσεων, η ιστορία των Δογμάτων, η μελέτη και κριτική αποκατάσταση των αγιολογικών, υμνογραφικών, πατερικών, συνοδικών και κανονικών κειμένων, η εκκλησιαστική ζωγραφική, μουσική και αρχιτεκτονική, είναι μερικοί από τους τομείς, που χωρίς το κοπιαστικό έργο των ειδικών επιστημόνων, θα μας ήταν αδύνατο να τους μελετήσουμε, και έτσι θα έμεναν στην αφάνεια τόσο σημαντικά στοιχεία της Ορθόδοξης Παράδοσης.

Υποσημειώσεις

  1. Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, Εισαγωγή στην Τεχνική της Επιστημονικής Ιστορικής Εργασίας, 3η ανατύπωση, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 31.
  2. Καραγιαννόπουλος, ό.π..
  3. Αγουρίδης Σάββας, Αποστόλου Παύλου Πρώτη προς Κορινθίους Επιστολή, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 26.
  4. Αγουρίδης Σάββας, Οράματα και Πράγματα, Άρτος Ζωής, Αθηνα 1991, σελ. 230.
  5. Αγουρίδης, Οράματα..., ό.π., σελ. 231-232.
  6. Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, Εγκόλπιο Επιστημονικής Έρευνας, 3η έκδ., Αρμός, Αθήνα 1998, σελ. 46.
  7. Καραγιαννόπουλος, ό.π., σελ. 26.
  8. Άμαντος Κωνσταντίνος, Σχέσεις Ελλήνων & Τούρκων από του ενδεκάτου αιώνος μέχρι του 1821, Τόμ. Α' (1071-1571), Αθήναι 1955, σελ. 7.
  9. Μπέγζος Μάριος, Διόνυσος και Διονύσιος, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000, σελ. 115.
  10. Μπέγζος, Διόνυσος..., ό.π..
  11. Ασφαλώς, μία εγκυκλοπαίδεια που επί δεκαετίες βρίσκεται στο εκδοτικό προσκήνιο με τακτικές συμπληρώσεις ή ανανεώσεις των άρθρων της, όπως αυτή του Πάπυρου (από το 1963 και από το 1981 με τη μορφή της Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα) ή η Δομή (από το 1970), εμπνέει περισσότερη εμπιστοσύνη.
  12. Μεταλληνός, ό.π., σελ. 55-56.
  13. Μια αναζήτηση της παγκόσμιας κατάταξης των πανεπιστημίων, θα μας δώσει τη βεβαιότητα ότι εκδόσεις όπως της Οξφόρδης, του Καίμπριτζ, του Πρίνστον, του Στάνφορντ, του Χάρβαρντ κ.ά. αξίζει να μελετηθούν.
  14. Φέσσα Ρωξάνη-Λίτσα Κάρη, Η Βιβλιοθήκη - Οργάνωσις, Λειτουργία, Ίδρυμα Ευγενίδου, Αθήναι 1970, σελ. 76.
  15. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, απ' τα πρώτα ελληνικά έργα που χρησιμοποιούνται στη βιβλιογραφία με αντικείμενο τους πάπυρους του Nag Hammadi, είναι εκδόσεις του 1959 (Σάββας Αγουρίδης) και 1960 (Γεώργιος Γαλίτης).

Δες επίσης


Papyrus 07:56, 25 Μαΐου 2008 (UTC)