Μονή των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού
Η Μονή των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού, η λεγομένη και Κοσμίδιον ήταν από τις αρχαιότερες και γνωστότερες της Κωνσταντινούπολης. Στα χρόνια του Θεοδοσίου Β΄ χτίστηκε έξω από τα τείχη, στην τοποθεσία που σήμερα αποκαλείται Eyup, βασιλική αφιερωμένη στους δύο Αγίους Ανάργυρους Κοσμά και Δαμιανό. Γρήγορα, χάρη στα πολλά θαύματα που έλαβαν χώρα η εκκλησία έγινε διάσημη και ενισχύθηκε με πλήθος δωρεών. Κατά τον 6ο αιώνα, άγνωστο πότε ακριβώς, ιδρύθηκε γύρω από την εκκλησία ένα μοναστήρι, που γρήγορα ανέλαβε τον έλεγχό της. Το 626 η Μονή καταστράφηκε από τους Αβάρους, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Πόλης. Όμως μέχρι τον 8ο αιώνα φαίνεται ότι είχε ανακαινιστεί. Κατά τον 11ο αιώνα ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Δ' ο Παφλαγών προχώρησε σε εκτεταμένη ανοικοδόμηση και επέκταση του μοναστηριακού συγκροτήματος, το οποίο έθεσε υπό την ποστασία του. Μάλιστα το 1041, λίγο πριν πεθάνει, παραιτήθηκε από το θρόνο και έλαβε σ' αυτό τους μοναστικούς όρκους. Χάρη στις δωρεές του Μιχαήλ η Μονή απέκτησε σημαντικές κτηματικές εκτάσεις, προστέθηκαν Λουτρά και Κρήνες στο Μοναστήρι και η εκκλησία διακοσμήθηκε με ψηφιδωτά και μαρμάρινη επένδυση, εντός της εκκλησίας βρισκόταν και ο τάφος του αυτοκράτορα. Η Μονή αναφέρεται συχνά σε κείμενα της Παλαιολογείου περιόδου, πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως βρισκόταν σε λειτουργία μέχρι και τις παραμονές της Αλώσεως. Ήταν ανδρικό και δεν πρέπει να συγχέεται με το ομώνυμο γυναικείο μοναστήρι, που ανακαίνισε η χήρα του Μιχαήλ Η΄ Θεοδώρα στα τέλη του 13ου αιώνα.
Βιβλιογραφία
- Alice-Mary Talbot, "Kosmas and Damianos Monastery", The Oxford Dictionary of Byzantium, ed. Alexander P. Kazhdan, Oxford University Press, 1991.