Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ιγνάτιος ο Θεοφόρος

17.720 bytes προστέθηκαν, 21:25, 30 Ιανουαρίου 2012
μ
Η συνεισφορά του
| Όνομα Εικόνας = Ο άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος
| ΗμερομηνίαΓέννησης = άγνωστο
| ΗμερομηνίαΚοίμησης = περπιθ. 113 μ.Χ.(107-118)
| ΗμερομηνίαΕορτής = [[Πρότυπο:20 Δεκέμβριος|20 Δεκεμβρίου]]
| Ημερομηνίες = 70 μ.Χ. Επισκοπος Επίσκοπος Αντιοχείας<br>113 Σύλληψη από Ρωμαίους
| Τίτλος = [[Αποστολικοί Πατέρες|Αποστολικός Πατέρας]], [[Επίσκοπος]]
}}
Ο '''Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος''' ή '''Ιγνάτιος Αντιοχείας''' (;-περ. 113), αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, που έδρασε στα τέλη του πρώτου, με αρχές του δευτέρου αιώνα. Αποκαλείται [[Αποστολικοί Πατέρες|Αποστολικός πατήρ]] της εκκλησίας και διετέλεσε δεύτερος [[επίσκοπος]] Αντιοχείας. Η επιστολογραφία του αποτελεί σπουδαίο ιστορικό εύρημα για το χριστιανισμό, καθώς μας διασώζει τον ιστορικό τρόπο μετάβασης της αδιάκοπης αποστολικής διαδοχής από τους [[Απόστολοι|αποστόλους]] στους [[Τάξη των Προφητών|προφήτες]] και τη μετάβαση της εξουσίας αυτής στους [[Επίσκοπος|επισκόπους]]. Οι επιστολές επίσης είναι πολύ σημαντικές διότι , ενώ διασώζουν και σημαντικά ιστορικά στοιχεία των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων. Τελικώς παρέδωσε τη ζωή του μαρτυρικώς στη Ρώμη επί Αυτοκράτορος Τραϊανού.
==Ο βίος του==
Η ζωή του Αγίου Ιγνατίου είναι άγνωστη προς εμάς. Παρά τη μακρά δράση του, στο προσκήνιο της ιστορίας εμφανίζεται μόλις μερικές εβδομάδες πριν το μαρτυρικό του θάνατο<ref>Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 408</ref>. Έτσι για το βίο του γνωρίζουμε μόνο ότι διασώζεται στις επιστολές του, οδηγούμενος προς τη Ρώμη, λίγο πριν το θάνατό του<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 177</ref>. Που και πότε γεννήθηκε δεν είναι γνωστό. Το περιβάλλον που μορφώθηκε πρέπει να ήταν ελληνικό, όπως μαρτυρούν οι επιστολές του<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 177</ref>, αν και υπετέθη πως ίσως είχε λατινογενή προέλευση, καθώς το όνομα Ιγνάτιος προέρχεται από τη λατινική λέξη ''Ignis'' που αποδίδεται στα ελληνικά ως πυρ (φωτιά). Το όνομα αυτό, συνάμα με αρκετές λατινικές εκφράσεις που υπάρχουν στις επιστολές του, οδήγησε μερικούς ερευνητές να υποθέσουν λατινική καταγωγή, αλλά κάτι τέτοιο δε δύναται να εξακριβωθεί, καθώς αφενός οι λατινικές λέξεις υπάγονται στη στρατιωτική ορολογία, την οποία έμαθε από την παραμονή του ως αιχμάλωτος, αφετέρου το όνομα είναι πιθανό να το απέκτησε την εποχή που έλαβε Ρωμαϊκή υπηκοότητα<ref>Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 408</ref>.
Ο Ιγνάτιος επίσης αυτοαποκλήθηκε και θεοφόρος<ref>Ιγνατίου, Προς Εφεσίους ΒΕΠΕΣ 2, σελ. 264</ref>. Ο λόγος της ονομασίας αυτής παραμένει μέχρι σήμερα ανεξακρίβωτος. Η παράδοση διέσωσε δύο πιθανές εκδοχές για το όνομα αυτό, που όμως από την ιστορική πραγματικότητα απορρίπτονται<ref>Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 40</ref>. Κατά την πρώτη, μετά το θάνατό του βρέθηκε στο στήθος του γραμμένο το όνομα του Χριστού, κατά τη δεύτερη πως ήταν το παιδί που αγκάλιασε ο Ιησούς παρουσιάζοντάς το ενώπιον των μαθητών ως παράδειγμα αθωότητος<ref>Συμεών Μεταφραστού, Μαρτύριον Ιγνατίου 1</ref>. Με βάση τη δεύτερη αιτιολογία μάλιστα έγινε προσπάθεια να οριοθετηθεί η περίοδος που γεννήθηκε. Το πιθανότερο αίτιο αυτής της ονομασίας είναι ο εκκλησιαστικός βίος που διήγαγε, καθώς ο ίδιος μέσω των επιστολών του αναφέρει ως θεοφόρους, αγιοφόρους, χριστοφόρους όλους τους χριστιανούς<ref>ΑπΝ. Νικολαΐδης, Αποστολικοί πατέρες, σελ. 175</ref>.
Ο Ιγνάτιος δε φαίνεται να είχε λάβει συστηματική μόρφωση, αλλά διακρίνεται μία αυτοδιδακτική ικανότητα η οποία είχε καλλιεργηθεί με τη συναναστροφή με πεπαιδευμένους ανθρώπους, όπως διακρίνεται στις επιστολές του<ref>Χ. Κρικώνης, Αποστολικοί Πατέρες Α΄, σελ. 113</ref>. Άλλωστε η Αντιόχεια στην εποχή του ήταν ένα πολιτιστικό χωνευτήρι, στο οποίο είχε τη δυνατότητα να γνωρίσει τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά ρεύματα της εποχής του<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 177</ref>. Η γνωριμία του με τους αποστόλους θεωρείται βεβαία<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 177</ref>. Κατά τον [[Ιωάννης ο Χρυσόστομος|ιερό Χρυσόστομο]] είχε συναναστραφεί τους αποστόλους<ref>Εις Ιγνάτιον 1</ref>, ενώ ο [[Ευσέβιος Καισαρείας|Ευσέβιος]] τον θέλει ακροατή του [[Ιωάννης ο θεολόγος|Ευαγγελιστή Ιωάννη]]<ref>Ευσέβιος, Χρονικόν εις έτος 2122</ref>. Σύμφωνα με τον [[Ωριγένης|Ωριγένη]] επίσης υπήρξε ο δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας, μετά τον [[Απόστολος Πέτρος|Απόστολο Πέτρο]]<ref>Ωριγένους, Ομιλία 6 εις Λουκάν PG 13, 1818, 15</ref>, ενώ κατά τον Ευσέβιο, που είναι και ορθός, ήταν διάδοχος του Ευόδου και προκάτοχος του Ήρωνος<ref>Ευσεβίου Εκκλ. Ιστορία, 3, 22</ref>. Κατά τον Ευσέβιο μάλιστα η επισκοπεία του τοποθετείται μεταξύ του πρώτου έτους του Βεσπασιανού και του δέκατου του Τραϊανού, δηλαδή μεταξύ 70 και 107. Το κύρος του και η φήμη του φαίνεται πως επεκτεινόταν πέρα από τα όρια της επισκοπής του<ref>Χ. Κρικώνης, Αποστολικοί Πατέρες Α΄, σελ. 113</ref> και ο σεβασμός που επιδεικνυόταν προς το πρόσωπό του είναι κάτι που μας επιτάσσει επιβάλλει να τον θεωρήσουμε επίσκοπο οικουμενικού κύρους<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 177</ref>.
Τελικά συνελήφθη από τος ρωμαϊκές αρχές μεταξύ 107 και 118 και καταδικάστηκε σε θάνατο<ref>Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 409</ref>. Η σύλληψη συνέβη πιθανώς κατά διάρκεια του διωγμού του 112-113 στη Μικρά Ασία, κάτι που συμφωνεί και το αντιοχειανό μαρτυρολόγιο<ref>Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 410</ref>. Η δίκη συνέβη στην Αντιόχεια και η καταδίκη αφορούσε θανάτωση δια θηρίων. Η απόφαση μεταφοράς στη Ρώμη εικάζεται πως στόχο είχε τη θυσία ενός γνωστού χριστιανού ηγέτη στο κοινό της Ρώμης, συνάμα με τον παραδειγματισμό προς νουθεσία των λαών της Μικράς Ασίας και της Ελλάδας, οι οποίοι εμφανίζονταν προθυμότεροι για τη μεταστροφή τους στο χριστιανισμό. Ο Ιγνάτιος μέχρι να φτάσει στη Ρώμη, πορεύθηκε για πολλούς μήνεςαρκετό καιρό, συνοδεία στρατιωτών που αποκαλούντο "λεοπάρδοι" (πιθανώς ανήκουσα σε λεγεώνα φέρων τέτοιο όνομα<ref>Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 411</ref>), οι οποίοι και του φέρονταν βάναυσα. Κατά την πορεία του, σε ενδιάμεσους σταθμούς, απεσταλμένοι εκκλησιών παρίσταντο στον Ιγνάτιο και λάμβαναν τις επιστολές του, για να δεχτούν συμβουλές. Τελικώς μαρτύρησε στις 20 Δεκεμβρίου στη Ρώμη. Τα οστά του μεταφέρθηκαν από τη Ρώμη στην Αντιόχεια, αλλά επανήλθαν και πάλι στη Ρώμη. ===Η συνεισφορά του=== Ο Ιγνάτιος θεωρείται ως ο πρώτος μεγάλος θεολόγος μετά τους Αποστόλους. Χάρη σε αυτόν θα λέγαμε πως η εκκλησία προχωρά στη θεμελίωσή της, όχι πλέον περιστασιακά και πρακτικά, αλλά θεολογικά (αν και όχι συστηματικά)<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 174</ref>. Ο Ιγνάτιος μέσα από την αμεσότητα και τη βεβαιότητα των λόγων του βοηθά την εκκλησία, που σε πολλές περιπτώσεις ερωτοτροπούσε με τον ηθικισμό και την αρετολογία, να ξεπεράσει αυτήν την προοπτική. Ταυτόχρονα η μάχη που έδωσε ενάντια στις προσμίξεις και τις αλλοιώσεις του αποστολικού μηνύματος από τον ιουδαϊσμό και το [[Δοκητισμός|Δοκητισμό]], χρησιμοποιώντας μάλιστα τη γλώσσα τους<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 174</ref>, βοήθησε την Εκκλησία να υπερνικήσει και να ξεπεράσει το κλίμα μέσα στο οποίο ανέπνεε, δημιουργώντας μία εκκλησιαστική θεολογία σαφώς διαχωρισμένη από τις μήτρες της αίρεσης. Η θεολογία του αποτελεί συνέχεια της αποστολικής διδαχής<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 174</ref> και συνίσταται από τρεις βασικούς πυλώνες, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τα προβλήματα των εκκλησιών της εποχής. Τη θεολογία του Επισκόπου, της ενότητος της εκκλησίας και της ευχαριστίας. Η θεολογία του μάλιστα θα αποτελέσει πρότυπο στη συνέχεια της εκκλησιαστικής πραγματικότητος, αφού αφενός εξαρτάται από το φωτισμό και τη καθοδήγηση που παρέχει ο Θεός, αφετέρου επισημαίνει διαρκώς την αποκαλυπτική παρουσία του Θεού στην κτίση<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 176</ref>. Τελικά το έργο του κρίνεται ως ένα πολύ τολμηρό και σπουδαίο βήμα στην πορεία του εκκλησιαστικού βίου, αφού παρέχει τη σαφή ιεραρχική οργάνωση της εκκλησίας, τη θεολογία της ενότητος, η οποία μειώνει την ένταση της ταχείας έλευσης του Κυρίου και ποιεί την Αγία Γραφή κύρια πηγή των εκκλησιαστικών συγγραφέων, δίνοντας ιδιαίτερη βάση στη χριστολογία.
== Η επιστολογραφία του Αγίου Ιγνατίου ==
Οι επιστολές που συνέγραψε ο Ιγνάτιος, συντάχθηκαν λίγο πριν το τέλος της ζωής του και ήταν αυτές που χάρισαν την εξαιρετική τιμή που λαμβάνει μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση και τη συνείδηση των χριστιανών. Χαρακτηρίζονται ως φιλολογικά και θεολογικά μνημεία, κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο ίδιος ήταν ικανός συγγραφέας και πως είχε εμπειρία πάνω στο αντικείμενο<ref>Στ. Παπαδόπουλος Α΄, Πατρολογία, σελ. 178</ref>.
Οι επιστολές αυτές εκφράζουν το πολυσχιδές πνεύμα του Ιγνατίου, την πρωτοτυπία της σκέψης του και της έκφρασής του<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 178</ref>. Ο λόγος του είναι άλλοτε λυρικός, άλλοτε δραματικός, αλλού αρμονικός, παρουσιάζοντας σε μερικά σημεία ελαττώματα και ασυνέχειες. Το ύφος του θεωρείται διαυγές, που κατά περιπτώσεις μετατρέπεται σε σκοτεινό, ένεκα των Συριακών καταβολών του και του αυθορμητισμού που τον διέπει<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 178</ref>. Χρησιμοποιεί ρητορικά σχήματα και κυρίως τη δεύτερη ασιανική σοφιστική, αλλά και από το στωικισμό. Οι τεχνικές αυτές γίνονται οχήματα, για να εκφράσει τις νουθεσίες του προς τις εκκλησίες, με αγάπη και τρυφερότητα<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 179</ref>, με ταπεινοφροσύνη, σταθερή και αμετακίνητη πίστη στο Χριστό.
Ο Ιγνάτιος συνέταξε 7 γνήσιες επιστολές, οι οποίες ήτανοι: ''[[Προς Εφεσίους Επιστολή του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου|Προς Εφεσίους]]'', ''[[Προς Μαγνησιείς Επιστολή του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου|Προς Μαγνησιείς]]'', ''[[Προς Τραλλιανούς Επιστολή Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου|Προς Τραλλιανούς]]'', ''[[Προς Ρωμαίους Επιστολή Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου|Προς Ρωμαίους]]'', ''[[Προς Φιλαδελφείς Επιστολή του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου|Προς Φιλαδελφείς]]'', ''[[Προς Σμυρναίους Επιστολή του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου|Προς Σμυρναίους]]'', ''[[Προς Πολύκαρπον Επιστολή του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου|Προς Πολύκαρπον]]''. Κύρια ζητήματα που πραγματεύεται είναι η ενότητα των πιστών και κατ επέκτασιν της εκκλησίας, ο θεσμός του επισκόπου, οι αιρετικές διδασκαλίες και ο ενάρετος βίος των πιστών.
Σε ότι αφορά τη γνησιότητα των επιστολών του Ιγνατίου, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα οι θεολόγοι Zahn, Funk, Lightfoot και Harnack ακολουθώντας τον Pearson αποφάνθηκαν τελικώς πως οι επτά αυτές επιστολές που βρίσκονται στη μικτή παραλλαγή είναι γνήσιες. Παρόλα αυτά μερικοί ερευνητές όπως οι Βολταίρος, ο Ρενάν, ο Weijenborg διατύπωσαν είχαν διατυπώσει αντίθετες απόψεις. Οι απόψεις αυτές όμως φαίνονται μεμονωμένες, ενώ παραβλέπουν και μερικά σοβαρά ιστορικά στοιχεία<ref>Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 415-416</ref>.
Για να μπορέσουν να εντοπίσουν ποιες ήταν γνήσιες και αν τελικώς υπήρξαν τέτοιες, οι εν λόγω θεολόγοι συγκέντρωσαν αρχεία της [[Πατρολογία|πατερικής γραμματολογίας]] όπως του [[Ειρηναίος Λυών|Ειρηναίου]], του [[Ωριγένης|Ωριγένη]], του Ευσεβίου, του [[Θεοδώρητος Κύρου|Θεοδώρητου Κύρου]], του [[Κύριλλος Αλεξανδρείας|Κυρίλλου Αλεξανδρείας]] κ.α. και τα συνέκριναν με τους κώδικες. Από την έρευνα αποκαλύφθηκε πως οι συνοπτικές επιστολές της μικτής παραλλαγής είχαν αποτελέσει την αρχική συλλογή<ref>Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 416</ref>.
Από τις νόθες επιστολές, οι τέσσερις, της λατινικής παραλλαγής δεν παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον. Αντιθέτως όμως με τις έξι της μικτής παραλλαγής. Όλοι σχεδόν σήμερα οι ερευνητές συμφωνούν πως ο πλαστογράφος διαχειρίζεται τον εξελιγμένο [[Μοναρχιανισμός|μοναρχιανισμό]] και [[Γνωστικισμός|γνωστικισμό]], ενώ είχε επιρροές από το δοκητισμό και τον Ιουδαϊσμό<ref>Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 430</ref>.
Ο συγγραφέας ανήκει στην εποχή του δ΄ αιώνος, ενώ μερικοί ερευνητές θεωρούν πως ήταν κοινωνός [[Αρειανισμός|αρειανικών]] ή [[Απολλιναρισμός|απολλιναριστικών]] απόψεων, με κάτι τέτοιο να μη βρίσκει επαρκή στηρίγματα, καθώς παρουσιάζονται απόψεις που δεν απηχούν αρειανικές ή απολλιναριστικές δογματικές αντιλήψεις<ref>Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 430</ref>. Σύμφωνα με τους ερευνητές<ref>D. Hagedorn, Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Β΄, σελ. 435</ref> ο χαλκευτής των Ιγνατιανών επιστολών, είναι ο άνθρωπος ο οποίος συνέταξε τις Αποστολικές διαταγές. Έτσι μελετητές, αντιπαραβάλλοντας τα κείμενα των Αποστολικών διαταγών, θεωρούν βέβαιο ότι τα συνέταξε ο ίδιος καθώς υπάρχουν πολλές ομοιότητες<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Β΄, σελ. 435</ref>. Σύμφωνα μάλιστα με τον D. Hagedorn, ο πιθανός δημιουργός των δύο αυτών κειμένων είναι ο [[Ιουλιανός ο νεοαρειανός]]<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Β΄, σελ. 441</ref>, χωρίς να βρίσκει σύμφωνους όμως και την πλειοψηφία των ερευνητών.
Τα νόθα κείμενα επίσης δύναται να διαχωριστούν σε δύο κομμάτια. Στον πυρήνα των γνήσιων επιστολών και στα παρεμβαλλόμενα. Στην έρευνα λοιπόν που διεξήχθη, συγκρίνοντας τα κομμάτια των νόθων με αυτά των γνήσιων, απεκαλύφθη τελικά πως η αρχική συλλογή (Συλλογή της Σμύρνης) συγκροτήθηκε αυτόματα, ενώ το υλικό των έξι νόθων διακρίνεται από αυτό και φιλολογικώς<ref>Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 432</ref>.
===Εισαγωγή===
Οι Αποστολικοί πατέρες απεύθυναν τις επιστολές τους σε ομόπιστους χριστιανούς. Το γεγονός αυτός προσδιορίζει τη διδασκαλία και τη θεολογία τους γύρω από την εκκλησιαστική θεολογία<ref>Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελ. 169</ref>.  Κεντρικό σημείο στη διδασκαλία του Ιγνατίου είναι ο Χριστός, ο οποίος είναι κεφαλή της εκκλησίας. Σε ότι αφορά τη χριστολογία, ακολουθεί τον Παύλο, ενώ σε ότι αφορά τη θεολογία της προϋπάρξεως του Λόγου, τον Ιωάννη<ref>Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 420</ref>. Η οικειότητά του με την [[Καινή Διαθήκη]] είναι ευδιάκριτη μέσα από τα κείμενά του. Στις επιστολές όμως δε συναντάμε κατά γράμμα αναφορές. Κάτι τέτοιο όμως είναι λογικό, αφού οι επιστολές εγράφησαν κατά την αιχμαλωσία του, γι αυτό και οι αναφορές είναι από μνήμης<ref>Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 420</ref>. Υπάρχουν επίσης και αποσπάσματα από απόκρυφα ευαγγέλια, καθώς και άλλα τεμάχια που προέρχονται από τη λειτουργική πράξη της εκκλησίας.
Έτσι, κεντρικό σημείο στη διδασκαλία Ο Άγιος Ιγνάτιος επίσης είναι αρκετά σκληρός προς τους αιρετικούς. Φαίνεται πως την εποχή του Ιγνατίου είναι ο Χριστός, ο οποίος είναι κεφαλή της εκκλησίαςταλάνιζαν ιδιαίτερα δύο σημαντικά προβλήματα. Ο Ιησούς δεν είναι κάποιος μαθητής ή απλώς συνεχιστής των προφητών, αλλά δοκητισμός και ο διδάσκαλος των προφητών στην Παλαιά Διαθήκη, ο αληθινός Υιός Ιουδαϊσμός. Η περίπτωση μάλιστα του Θεού[[Δοκητισμός|Δοκητισμού]] αντιμετωπίζεται ήδη από το [[Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον]]. Σε ότι αφορά τη χριστολογία, ακολουθεί Οι αιρετικοί κατά τον Παύλο, ενώ σε ότι αφορά τη θεολογία Ιγνάτιο διασπούν την ενότητα της προϋπάρξεως του Λόγου, τον Ιωάννη<ref>Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελεκκλησίας. 420</ref>. Η οικειότητά του με την Οι [[Καινή Διαθήκηδοκητές]] για παράδειγμα αρνούνται τον πραγματικό θάνατο του Ιησού και ουσιαστικά την αληθινή σάρκωση του Υιού. Όσοι λοιπόν εμμένουν στην αίρεση αρνούνται το Χριστό και τελικά θα τους αρνηθεί και Αυτός. Συνέπεια αυτού θα είναι ευδιάκριτη μέσα από τα κείμενά η κατάσταση τουαιώνιου πνευματικού θανάτου, στις επιστολές όμως δε συναντάμε κατά γράμμα αναφορές. Κάτι τέτοιο διότι η άρνηση στην εκκλησία είναι λογικό, αφού οι επιστολές εγράφησαν κατά την αιχμαλωσία άρνηση του, γι αυτό Χριστού και οι αναφορές είναι αποκοπή από μνήμηςτο ζωοφόρο σώμα Του, αφού δίχως ''"(Χριστό) το αληθινόν ζην ουκ έχομεν"''<ref>Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄Προς Τραλλιανούς 9, σελ. 4202</ref>. Υπάρχουν επίσης καθώς Αυτός ''"εστίν αρχή ζωής και αποσπάσματα από απόκρυφα ευαγγέλιατέλους"''<ref>Προς Εφεσίους 14, καθώς και άλλα τεμάχια που προέρχονται από τη λειτουργική πράξη της εκκλησίας1</ref>.
===Θεολογία===
Η πίστη των Αποστολικών πατέρων στην [[Αγία Τριάδα]], δεν είναι προϊόν προσωπικού στοχασμού, αλλά πίστη που έχει δεχθεί ο πιστός στην Εκκλησία με το [[Βάπτισμα|Βάπτισμά]] του<ref>J. Lebreton, Histoire du Dogme de la Trinite. Des origines au concile de Nicee II, Paris 1928, σελ. XIII</ref>. Στον Ιγνάτιο μάλιστα ανευρίσκουμε το μοναδικό αποστολικό πατέρα στον οποίο απαντάται η Αγία Τριάδα<ref>Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 423</ref>. Ο Θεός λοιπόν για τον Ιγνάτιο είναι Ένας και ενιαίος<ref>Προς Μαγνησιοίς Μαγνησιείς 8, 2: ''"Εις Θεός εστίν, ο φανερώσας εαυτόν δια Ιησού Χριστού"''</ref>. Είναι υπερβατικός και ο δημιουργός της εκκλησίας. Η εκκλησία κατά τον Ιγνάτιο είναι ''"του Θεού Πατρός και του ηγαπημένου Ιησού...εν αμώμω Πνεύματι"''<ref>Προς Σμυρναίους, Πρόλογος</ref> και είναι οικοδόμημα του [[Θεός Πατήρ|Θεού Πατρός]]. Οι πιστοί αποτελούν τους λίθους της εκκλησίας και ο [[σταυρός]] του Ιησού τη ''"μηχανή"'' με την οποία οι λίθοι (πιστοί), αναφέρονται στα ύψη της οικοδομής. Το [[Άγιο Πνεύμα]] είναι το ''"σχοινί"'' για την αναφορά των λίθων<ref>Προς Εφεσίους 9, 1. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 171</ref>. Γίνεται λοιπόν φανερό, πως κατά τον Ιγνάτιο, ολόκληρη η τριάδα ενεργεί, παρά τη διάκριση των προσώπων<ref>Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 423</ref>.  Ο Ιησούς κατά τον Ιγνάτιο, είναι ο Υιός και Λόγος του θεού<ref>Προς Μαγνησιείς 8, 2</ref>, ο οποίος προήλθε από τη σιγή, για να ευαρεστήσει Αυτόν που τον απέστειλε. Η έκφραση μάλιστα ''"από σιγής προελθών"'' δηλώνει την απόσταση η οποία χωρίζει τη θεότητα, από την κτιστή πραγματικότητα<ref>Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 173</ref>. Γι αυτό και το μόνο που αρμόζει για την υπόστασή του είναι η σιγή, καθώς ο ανθρώπινος νους δε μπορεί να προσπελάσει αυτή την πραγματικότητα, όπως άλλωστε και το φαινόμενο της σάρκωσεως του Υιού το οποίο επίσης ''"εν ησυχία Θεού επράχθη"''<ref>Προς Εφεσίους 19, 1</ref>. Έτσι γίνεται φανερό πως η αποφατικότητα του Ιγνατίου διευρύνεται και στο μυστήριο της σαρκώσεως. Ο Ιησούς λοιπόν είναι ανόμοιος από την κτιστή πραγματικότητα και σκοπό είχε να φέρει τη νέα αΐδια ζωή<ref>Προς Εφεσίους 19, 2</ref>. Είναι τέλειος Θεός και προεξαγγέλθηκε από τους προφήτες<ref>Προς Μαγνησιείς 8, 2</ref>. Φανέρωσε δε τη σοφία Του σε όσους θεμελίωσαν την αμετακίνητη πίστη τους στην αγάπη του αίματός του<ref>Προς Σμυρναίους 1, 1</ref>. Γι αυτό είναι ο Θεός της Εκκλησίας<ref>Προς Εφεσίους, Πρόλογος</ref>, χαρακτηρίζοντας μάλιστα το πάθος του, πάθος Θεού<ref>Προς Ρωμαίους 6, 3</ref> και τον άρτο και τον οίνο της [[Θεία Ευχαριστία|Θείας Ευχαριστίας]], σώμα και αίμα Θεού<ref>ο.π. 7, 3</ref>.  Το Άγιο Πνεύμα παρέχει τη κοινή ζωή της αγάπης. Αυτή η ζωή εννοείται μόνο ''"εν Υιώ και Πατρί και εν Πνεύματι"''<ref>Προς Μαγνησιείς 13, 1</ref>. Η απαρχή της ζωής αυτής είναι γίνεται με τη σάρκωση, ενώ το Άγιο Πνεύμα τη σφραγίζει. Η [[Θεοτόκος]] μάλιστα κυοφόρησε τον Ιησού, με τη συνεργία του Αγίου Πνεύματος<ref>Προς Εφεσίους 18, 2</ref>. ====Χριστολογία==== Οι Αποστολικοί Πατέρες για την προΰπαρξη του Υιού και τη θεότητά του παρέχουν ικανές μαρτυρίες<ref>Κ. Σκουτέρης, Ενθ.αν., σελ. 171</ref>. Κύριος σκοπός των χριστολογικών αναφορών είναι να στηρίξουν τους πιστούς για το έργο που επιτελεί το γεγονός της σαρκώσεως και συνάμα η προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι δοκητικές πλάνες<ref>Ν. Νικολαΐδης, Αποστολικοί Πατέρες, σελ. 389</ref>. Η χριστολογία δε του Ιγνατίου εντυπωσιάζει. Και εντυπωσιάζει, διότι αναφέρεται με σαφήνεια στις δύο φύσεις του Χριστού, παρά την εποχή της συγγραφής των έργων του. Αναφέρει χαρακτηριστικά:  :''"Εις ιατρός εστί, σαρκικός τε και πνευματικός, γεννητός και αγέννητος, εν σαρκί γενόμενος θεός, εν θανάτω ζωή αληθινή, και εκ Μαρίας και εκ Θεού, πρώτον παθητός και τότε απαθής, Ιησούς Χριστός ο Κύριος ημών"''<ref>Προς Εφεσίους 7, 2</ref>, :''"Τον υπέρ καιρόν προσδόκα, τον άχρονον, τον αόρατον, τον δι ημάς ορατόν, τον αψηλάφητον, τον απαθή, τον δι υμάς υπομείναντα"''<ref>Προς Σμυρναίους 5, 2</ref>. :''"...τον αφ ενός Πατρός προελθόντα και εις ένα και χωρήσαντα"''<ref>Προς Μαγνησιείς 7, 2</ref>.
Ο Ιησούς κατά τον ΙγνάτιοΕίναι χαρακτηριστικά και ιδιαίτερα περιεκτικά τα χωρία αυτά, είναι ο Υιός και Λόγος καθώς αναφέρονται στις δύο φύσεις του θεού<ref>Προς Μαγνησιοίς 8Χριστού, 2</ref>στον τρόπο σαρκώσεως, ο οποίος προήλθε από τη σιγή, για να ευαρεστήσει Αυτόν που τον απέστειλε. Η έκφραση μάλιστα ''"από σιγής προελθών"'' δηλώνει την απόσταση η οποία χωρίζει τη θεότητα, από την κτιστή πραγματικότηταστην αντίδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων<ref>Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων δογμάτων Α΄, σελ. 173176</ref>και στην ενότητα και διαφορότητα Πατρός και Υιού. Γι αυτό και το μόνο που αρμόζει για την υπόστασή του είναι η σιγήΕπιπρόσθετα απευθυνόμενος προς τον Πολύκαρπο, καθώς ο ανθρώπινος νους δε μπορεί να προσπελάσει αυτή ερμηνεύει την πραγματικότητα, όπως άλλωστε και το φαινόμενο της σάρκωσεως θείας φύσης του Υιού το οποίο επίσης ''"εν ησυχία Θεού επράχθη"''<ref>Προς Εφεσίους 19Χριστού, 1</ref>. Έτσι γίνεται φανερό πως η αποφατικότητα του Ιγνατίου διευρύνεται και στο μυστήριο τις ιδιότητές της σαρκώσεως. Ο Ιησούς λοιπόν είναι ανόμοιος από την κτιστή πραγματικότητα και σκοπό είχε να φέρει τη νέα αΐδια ζωή<ref>Προς Εφεσίους 19, 2</ref>. Είναι τέλειος Θεός και προεξαγγέλθηκε από τους προφήτες<ref>Προς Μαγνησιοίς 8, 2</ref>. Φανέρωσε δε τη σοφία Του σε όσους θεμελίωσαν την αμετακίνητη πίστη τους στην αγάπη του αίματός του<ref>Προς Σμυρναίους 1, 1</ref>. Γι αυτό είναι ο Θεός αλήθεια της Εκκλησίας<ref>Προς Εφεσίους, Πρόλογος</ref>, χαρακτηρίζοντας μάλιστα το πάθος ανθρωπότητάς του, πάθος Θεού<ref>Προς Ρωμαίους 6, 3</ref> και τον άρτο και τον οίνο τις ιδιαιτερότητές της [[Θεία Ευχαριστία|Θείας Ευχαριστίας]], σώμα και αίμα Θεού<ref>οΝ.πΝικολαΐδης, Αποστολικοί Πατέρες, σελ. 7, 3411</ref>.
Το Άγιο Πνεύμα παρέχει Είναι χαρακτηριστικό επίσης, πως για τον Ιγνάτιο οποιαδήποτε απο-θεοποίηση του Χριστού αποθεμελιώνει τη κοινή ζωή χριστιανική πίστη, ενώ με αυτόν τον τρόπο καταδικάζει και τη δοκητική πλάνη που αμφισβητούσε την πραγματικότητα της αγάπηςανθρώπινης φύσης του Ιησού. Αυτή η ζωή εννοείται μόνο Θεότητα λοιπόν και ανθρωπότητα ενυπάρχουν στο ένα πρόσωπο του Ιησού. Γι αυτό και ο Χριστός ''"εν Υιώ και Πατρί παρα τω πατρί ην και εν Πνεύματιτέλει εφάνη"''<ref>Προς Μαγνησιοίς 13Μαγνησιείς 6, 1</ref>, ενώ συνάμα είναι υιός ανθρώπου και υιός Θεού<ref>Προς Εφεσίους 20, 2</ref>. Η απαρχή της ζωής αυτής είναι γίνεται με Ο Χριστός ήλθε για να φέρει την καινή ζωή και τη σάρκωσησωτηρία, ενώ το Άγιο Πνεύμα τη σφραγίζει. Η [[Θεοτόκος]] μάλιστα κυοφόρησε τον θεωρεί πως Ιουδαϊσμός και λόγοι του Ιησού, με τη συνεργία του Αγίου Πνεύματοςβρίσκονται σε πλήρη αντιδιαστολή<ref>Προς Εφεσίους 18Μαγνησιείς 10, 23</ref>.
===Εκκλησιολογία===
Η νέα κατάσταση που έφερε ο Χριστός, εγκαινιάζεται από την εκκλησία Του. Αυτή περιλαμβάνει όσους πιστεύουν σε αυτή ορθά. Η κεφαλή της εκκλησίας είναι ο Χριστός, και όποιος αληθινά βιώνει την εμπειρία της, είναι πραγματικά ενωμένος με αυτή. Άλλωστε όπου βρίσκεται Χριστός, εκεί βρίσκεται και η πραγματική εκκλησία<ref>Προς Σμυρναίους 8, 2</ref>. Οι πιστοί μετά το βάπτισμα γίνονται μέλη του σώματος του Χριστού, όπου η συμφωνία και σύμπνοια είναι εκδηλώσεις της φυσικής της καταστάσεως. Η ενότητα μάλιστα της εκκλησίας αποτελεί απαραίτητο θεμέλιο για την σχέση των πιστών με το Θεό<ref>Προς Εφεσίους 4, 1-2</ref>. Οι συναθροίσεις της είναι ένα από τα βασικότερα σημεία της ζωής της νέας κοινότητας. Η τέλεση δε των μυστηρίων διοχετεύει τη χάρη του θεού η οποία καθαιρεί τις δαιμονικές δυνάμεις και αποτελούν φάρμακο αθανασίας<ref>Προς Εφεσίους 20, 2</ref>. Οι [[Αίρεση|αιρέσεις]] αντιθέτως επιφέρουν διάσπαση της ενότητας, οπότε οι αιρετικοί δε δύναται να βρουν σωτηρία, αφού στερούνται του πραγματικού άρτου της ζωής.
 
Η εκκλησία λοιπόν κατά τον Ιγνάτιο είναι ευλογημένη, προορισμένη προ αιώνων, αξιομακάριστος, αγία, εκλεκτή και αξιόθεος<ref>Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 187</ref>. Η περιγραφή που κάνει για την εκκλησία ο Άγιος Ιγνάτιος μας δίνει την ξεκάθαρη εικόνα μιας εκκλησίας που είναι ο συνεχιστής του ίδιου του Χριστού. Συνεχίζει το απολυτρωτικό του έργο και αποτελεί την ορατή απόδειξη της αδιάκοπης παρουσίας Του στον κόσμο<ref>Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 187</ref>. Η εκκλησία κατέχει ολόκληρη τη χάρη του Θεού και παρέχει στους πιστούς την αλήθεια του ευαγγελίου. Η εκκλησία μάλιστα δεν αποτελεί απλώς το έργο του Θεού, αλλά υπάρχει αϊδίως στη βουλή Του, μία άποψη που ασπάζονται και οι [[Κλήμης Ρώμης]] και ο [[Ποιμήν του Ερμά|Ποιμένας του Ερμά]]<ref>Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 187</ref>. Η εκκλησία είναι ένα ζωντανό μέλος το οποίο βρισκεται σε ακατάλυτη ενότητα και πληρότητα και αποτελεί ζωντανό σώμα. Η ενότητα αυτή αφείλεται στον Ιησού Χριστό που είναι το θεμέλιο και η κεφαλή της εκκλησίας.
 
Στην εκκλησία δεν υπάρχει ίδιον και αυτονομημένα άτομα, αλλά μία εσωτερική σύμπνοια και συμφωνία. Έτσι αποτελεί ''"μία προσευχή, μία δέησις, ένας νους, μία ελπίς εν αγάπη, εν τη χαρά αμώμω, ο εστίν Ιησούς Χριστός, ου άμεινον ουδέν εστίν. Πάντες ως εις ένα ναόν συντρέχουν Θεού, ως επί εν θυσιαστήριον, επί ένα Ιησούν Χριστόν, τον αφ ενός Πατρός προελθόντα και εις ένα όντα και χωρήσαντα"''<ref>Προς Μαγνησιείς 7, 1-2</ref>. Η ενότητα αυτή όμως έχει τον εξωτερικό, ιστορικό και ορατό της τύπο. Αυτός είναι η συμφωνία επισκόπου, πρεσβυτέρου και πιστών. Ο επίσκοπος δε, είναι το σύμβολο και η οδός της ενότητας<ref>Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 192</ref>, είναι η δύναμη εκείνη που έχει τη χαρισματική ευθύνη της συνοχής και της συγκρότησης του σώματος<ref>Προς Φιλαδελφείς 9, 1</ref>. Αυτό συμβαίνει διότι αυτός είναι ο οικονόμος των μυστηρίων. Η πληρότητα της ζωής και η αγάπη μέσα στην εκκλησία εκφράζεται με την [[Θεία Ευχαριστία]], διότι η εκκλησία είναι η συνέχεια του Κυριακού Δείπνου<ref>Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 194</ref>. Εξού και η εκκλησία κατά το θεοφόρο αυτό πατέρα σημαίνεται και πραγματώνεται στο ευχαριστιακό Δείπνο.
====Επίσκοπος====
Συντηρητές της ενότητας είναι οι γνήσιοι εκκλησιαστικοί άρχοντες, οι φύλακες της παρακαταθήκης του Χριστού και οι συνεχιστές του έργου του. Εδώ βρίσκεται και η σπουδαία ιστορική μαρτυρία από τον Ιγνάτιο, ο οποίος μας μεταφέρει πως ήδη στην εποχή είχε αρχίσει η οριστική μετάβαση στο θεσμό του επισκόπου<ref>Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 426</ref>. Ο επίσκοπος, αναφέρει ο Ιγνάτιος, είναι εικόνα του Θεού<ref>Προς Μαγνησιοίς Μαγνησιείς 6, 1</ref> και όπου βρίσκεται εκεί , είναι σα να βρίσκεται ο Χριστός και μαζί του όλη η καθολική εκκλησία<ref>Προς Σμυρναίους 8, 2</ref>. Ο επίσκοπος λοιπόν είναι εις τύπο Θεού, διότι από το Θεό αντλεί το κύρος του και την εξουσία του. Η σχέση αυτή μάλιστα λειτουργεί κατά το άρρητο σχήμα της προέλευσης του Υιού και Λόγου από τον Πατέρα<ref>Προς Μαγνησιείς 7, 1</ref>. Έτσι λοιπόν όπως ο Υιός έχει την ίδια γνώμη με τον πατέρα και τον υπακούει, κατ αυτόν τον τρόπο το πλήρωμα της εκκλησίας πρέπει να έχει την ίδια υπακοή ώστε να υπάρχει η μία ενότητα. Ο τύπος φυσικά αυτός συνάδει με τη λειτουργική ιδιότητα του επισκόπου και ιδίως κατά την ευχαριστιακή σύναξη<ref>ο.π. 7</ref>, που είναι το κατ εξοχήν μέσο για τη διαφύλαξη της ενότητας των μελών της εκκλησίας μεταξύ τους και με το Θεό. Η ιδιότητα όμως αυτή του επισκόπου δεν είναι άνευ όρων. Πρέπει να πάντοτε να βρίσκεται σε συνάρτηση με την ορθή ομολογία πίστεως, όπως για παράδειγμα των δύο φύσεων του Χριστού<ref>Ν. Νικολαΐδης, Οι Αποστολικοί Πατέρες, σελ. 191</ref>. Ο επίσκοπος ως βεβαιότητα και σημείο αναφοράς της εκκλησιαστικής κοινότητας κατανοείται από τον Ιγνάτιο, ως διασφαλιστής της ταυτότητας της διδασκαλίας και της πίστεως στο εκκλησιαστικό σώμα<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 192</ref>. Σκοπός του ρόλου του είναι η διασφάλιση της αυθεντικότητας της διδασκαλίας. Οι πιστοί μάλιστα αγκιστρώνονται στο εκκλησιαστικό σώμα, μη δυνάμενοι να πλανηθούν όταν είναι ''"αχώριστοι Θεού Ιησού Χριστού και του επισκόπου και των διαταγμάτων των αποστόλων"''. Τα σχίσματα τελικά διασπούν την ενότητα της εκκλησίας, αλλά δύναται να θεραπευτούν στο περί των επισκόπων συνέδριο. Η σύμπνοια δηλαδή των τοπικών εκκλησιών είναι ο βασικός δείκτης της αρμονικής συνύπαρξης του λαού. Έτσι η ορθοδοξία των τοπικών εκκλησιών είναι ο δείκτης και του ορθού φρονήματος του εκάστοτε επισκόπου της τοπικής εκκλησίας. Σε αυτό το σημείο πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην έννοια της υπακοής που προτρέπει ο Ιγνάτιος. Η υπακοή αυτή δεν εννοείται ως δουλικότητα, καθώς ο τύπος της λειτουργίας της σχετίζεται με το πνεύμα το υπακοής του Υιού με το Πατέρα<ref>Ν. Νικολαΐδης, ενθ.αν., σελ. 436-437</ref>. Έτσι λαμβάνει την κατά ''θεόν ομοήθειαν'', προβάλλοντας την άρρητη προέλευση και ένωση του Υιού με το Πατέρα. Παρόλα αυτά δε θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί πως στο σύστημα του Ιγνατίου υπάρχει μία έξαρση και προβολή του επισκοπικού ρόλου. Η αντίληψη του Ιγνατίου δεν εκφράζει προσωπικές αντιλήψεις όπως διαφαίνεται, αλλά είναι έκφραση και διερμηνεία της υπάρχουσας πίστης της εκκλησίας στο θεσμό και το ρόλο του επισκόπου<ref>Ν. Νικολαΐδης, ενθ.αν., σελ. 447</ref>. Οι εκφράσεις ταπεινότητας άλλωστε που διατυπώνει για το πρόσωπό του αλλά και η υπαγόρευση όλων αυτών των δεδομένων προς ένα αντιστοίχου θεσμού πρόσωπο, τον Πολύκαρπο, δείχνει πως οι αναφορές του αποτελούν διευκρινιστική αναφορά του προσώπου προς το θεσμό και το αξίωμα<ref>Ν. Νικολαΐδης, ενθ.αν., σελ. 448</ref>. Βασική πάντα παράμετρος είναι και η διαφύλαξη της ενότητας, από τις ποικιλώνυμες διασπαστικές προκλήσεις.
==Υποσημειώσεις==
[[Κατηγορία:Εκκλησιαστικοί Πατέρες|Ι]]
[[Κατηγορία:Ζωτικά Άρθρα|Ι]]
[[Κατηγορία:2ος αιώνας|Ι]]
[[ar:إغناطيوس النوراني]]
12.398
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης