Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ιγνάτιος ο Θεοφόρος

4 bytes αφαιρέθηκαν, 20:03, 15 Οκτωβρίου 2009
μ
καμία σύνοψη επεξεργασίας
Η ζωή του Αγίου Ιγνατίου είναι άγνωστη προς εμάς. Παρά τη μακρά δράση του, στο προσκήνιο της ιστορίας εμφανίζεται μόλις μερικές εβδομάδες πριν το μαρτυρικό του θάνατο<ref>Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 408</ref>. Έτσι για το βίο του γνωρίζουμε μόνο ότι διασώζεται στις επιστολές του, οδηγούμενος προς τη Ρώμη, λίγο πριν το θάνατό του<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 177</ref>. Που και πότε γεννήθηκε δεν είναι γνωστό. Το περιβάλλον που μορφώθηκε πρέπει να ήταν ελληνικό, όπως μαρτυρούν οι επιστολές του<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 177</ref>, αν και υπετέθη πως ίσως είχε λατινογενή προέλευση, καθώς το όνομα Ιγνάτιος προέρχεται από τη λατινική λέξη ''Ignis'' που αποδίδεται στα ελληνικά ως πυρ (φωτιά). Το όνομα αυτό, συνάμα με αρκετές λατινικές εκφράσεις που υπάρχουν στις επιστολές του, οδήγησε μερικούς ερευνητές να υποθέσουν λατινική καταγωγή, αλλά κάτι τέτοιο δε δύναται να εξακριβωθεί, καθώς αφενός οι λατινικές λέξεις υπάγονται στη στρατιωτική ορολογία, την οποία έμαθε από την παραμονή του ως αιχμάλωτος, αφετέρου το όνομα είναι πιθανό να το απέκτησε την εποχή που έλαβε Ρωμαϊκή υπηκοότητα<ref>Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 408</ref>.
Ο Ιγνάτιος επίσης αυτοαποκλήθηκε και θεοφόρος<ref>Ιγνατίου, Προς Εφεσίους ΒΕΠΕΣ 2, σελ. 264</ref>. Ο λόγος της ονομασίας αυτής παραμένει μέχρι σήμερα ανεξακρίβωτος. Η παράδοση διέσωσε δύο πιθανές εκδοχές για το όνομα αυτό, που όμως από την ιστορική πραγματικότητα απορρίπτονται<ref>Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 40</ref>. Κατά την πρώτη, μετά το θάνατό του βρέθηκε στο στήθος του γραμμένο το όνομα του Χριστού, κατά τη δεύτερη πως ήταν το παιδί που αγκάλιασε ο Ιησούς παρουσιάζοντάς το ενώπιον των μαθητών ως παράδειγμα αθωότητος<ref>Συμεών Μεταφραστού, Μαρτύριον Ιγνατίου 1</ref>. Με βάση τη δεύτερη αιτιολογία μάλιστα έγινε προσπάθεια να οριοθετηθεί η περίοδος που γεννήθηκε. Το πιθανότερο αίτιο αυτής της ονομασίας είναι ο εκκλησιαστικός βίος που διήγαγε, καθώς ο ίδιος μέσω των επιστολών του αναφέρει ως θεοφόρους, αγιοφόρους, χριστοφόρους όλους τους χριστιανούς<ref>ΑπΝ. Νικολαΐδης, Αποστολικοί πατέρες, σελ. 175</ref>.
Ο Ιγνάτιος δε φαίνεται να είχε λάβει συστηματική μόρφωση, αλλά διακρίνεται μία αυτοδιδακτική ικανότητα η οποία είχε καλλιεργηθεί με τη συναναστροφή με πεπαιδευμένους ανθρώπους, όπως διακρίνεται στις επιστολές του<ref>Χ. Κρικώνης, Αποστολικοί Πατέρες Α΄, σελ. 113</ref>. Άλλωστε η Αντιόχεια στην εποχή του ήταν ένα πολιτιστικό χωνευτήρι, στο οποίο είχε τη δυνατότητα να γνωρίσει τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά ρεύματα της εποχής του<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 177</ref>. Η γνωριμία του με τους αποστόλους θεωρείται βεβαία<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 177</ref>. Κατά τον [[Ιωάννης ο Χρυσόστομος|ιερό Χρυσόστομο]] είχε συναναστραφεί τους αποστόλους<ref>Εις Ιγνάτιον 1</ref>, ενώ ο [[Ευσέβιος Καισαρείας|Ευσέβιος]] τον θέλει ακροατή του [[Ιωάννης ο θεολόγος|Ευαγγελιστή Ιωάννη]]<ref>Ευσέβιος, Χρονικόν εις έτος 2122</ref>. Σύμφωνα με τον [[Ωριγένης|Ωριγένη]] επίσης υπήρξε ο δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας, μετά τον [[Απόστολος Πέτρος|Απόστολο Πέτρο]]<ref>Ωριγένους, Ομιλία 6 εις Λουκάν PG 13, 1818, 15</ref>, ενώ κατά τον Ευσέβιο, που είναι και ορθός, ήταν διάδοχος του Ευόδου και προκάτοχος του Ήρωνος<ref>Ευσεβίου Εκκλ. Ιστορία, 3, 22</ref>. Κατά τον Ευσέβιο μάλιστα η επισκοπεία του τοποθετείται μεταξύ του πρώτου έτους του Βεσπασιανού και του δέκατου του Τραϊανού, δηλαδή μεταξύ 70 και 107. Το κύρος του και η φήμη του φαίνεται πως επεκτεινόταν πέρα από τα όρια της επισκοπής του<ref>Χ. Κρικώνης, Αποστολικοί Πατέρες Α΄, σελ. 113</ref> και ο σεβασμός που επιδεικνυόταν προς το πρόσωπό του είναι κάτι που μας επιτάσσει να τον θεωρήσουμε επίσκοπο οικουμενικού κύρους<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 177</ref>.
====Επίσκοπος====
Συντηρητές της ενότητας είναι οι γνήσιοι εκκλησιαστικοί άρχοντες, οι φύλακες της παρακαταθήκης του Χριστού και οι συνεχιστές του έργου του. Εδώ βρίσκεται και η σπουδαία ιστορική μαρτυρία από τον Ιγνάτιο, ο οποίος μας μεταφέρει πως ήδη στην εποχή είχε αρχίσει η οριστική μετάβαση στο θεσμό του επισκόπου<ref>Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 426</ref>. Ο επίσκοπος, αναφέρει ο Ιγνάτιος, είναι εικόνα του Θεού<ref>Προς Μαγνησιοίς 6, 1</ref> και όπου βρίσκεται εκεί είναι σα να βρίσκεται ο Χριστός και μαζί του όλη η καθολική εκκλησία<ref>Προς Σμυρναίους 8, 2</ref>. Ο επίσκοπος λοιπόν είναι εις τύπο Θεού, διότι από το Θεό αντλεί το κύρος του και την εξουσία του. Η σχέση αυτή μάλιστα λειτουργεί κατά το άρρητο σχήμα της προέλευσης του Υιού και Λόγου από τον Πατέρα<ref>Προς Μαγνησιοίς 7, 1</ref>. Έτσι λοιπόν όπως ο Υιός έχει την ίδια γνώμη με τον πατέρα και τον υπακούει, κατ αυτόν τον τρόπο το πλήρωμα της εκκλησίας πρέπει να έχει την ίδια υπακοή ώστε να υπάρχει η μία ενότητα. Ο τύπος φυσικά αυτός συνάδει με τη λειτουργική ιδιότητα του επισκόπου και ιδίως κατά την ευχαριστιακή σύναξη<ref>ο.π. 7</ref>, που είναι το κατ εξοχήν μέσο για τη διαφύλαξη της ενότητας των μελών της εκκλησίας μεταξύ τους και με το Θεό. Η ιδιότητα όμως αυτή του επισκόπου δεν είναι άνευ όρων. Πρέπει να πάντοτε να βρίσκεται σε συνάρτηση με την ορθή ομολογία πίστεως, όπως για παράδειγμα των δύο φύσεων του Χριστού<ref>ΧρΝ. Νικολαΐδης, Οι Αποστολικοί Πατέρες, σελ. 191</ref>.
==Υποσημειώσεις==
12.398
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης