Θεοπνευστία

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Θεοπνευστία αποκαλείται "η διαρκής πνευματοκίνητη δύναμη της κοινότητας διαμέσου χαρισματικών φορέων"[1] η οποία αποτυπώνει ιστορικά γεγονότα και τη ζωή μίας κοινότητας σε μνημεία πολιτισμού. Η θεοπνευστία στην ορθόδοξη παράδοση συνδέεται άρρηκτα με την πνευματοκίνητη δύναμη που χαρίζει σε ορισμένους φορείς τη δυνατότητα να δουν το Θεό μέσα από μία εμπειρία γεγονότων. Ουσιαστικά θεοπνευστία είναι η θεοπτία[2]. Έτσι όταν μιλάμε για θεοπνευστία εννοούμε τα γεγονότα που διενεργούνται και καταγράφονται στην ιστορία και εν συνεχεία την κλήση της κοινότητας, όπου τα μέλη της αποκτούν μέσω της χάριτος τη δυνατότητα να τα δουν, να τα καταγράψουν και να τα επιβεβαιώσουν. Αυτή η ενέργεια, δωρεά του Θεού, δεν εννοείται σαν κάτι αφηρημένο ή μία έκτακτη ενέργεια, αλλά ως διαρκής παρουσία του ίδιου του Θεού, που αποτελεί βασικό πυρήνα για τη λειτουργία της κοινότητας[3]. Στη θεοπνευστία λοιπόν από τη μία πλευρά ικανώνονται φορείς που ανακοινώνουν, καταγράφουν και ερμηνεύσουν τα συντελεσμένα γεγονότα τα οποία έχουν βιώσει και ζήσει στο πλαίσιο της κοινότητας και από την άλλη μεριά προφυλάσσονται από την πλάνη[4].

Η έννοια της θεοπνευστίας στην κοινότητα και στην Αγία Γραφή

Η έννοια της θεοπνευστίας

"Τα ιερά κείμενα της κοινότητας, γίνονται καρπός μιας εμπειρίας, την οποία γεύεται ολόκληρη η κοινότητα και αποτελούν υπομνηματισμό των γεγονότων και της σημασίας τους"[5]. Τα γεγονότα πάντα έχουν δύο όψεις. Αφενός την ιστορική τους διάσταση, αφετέρου τη σημασία τους. Αυτή η σημασία όμως των γεγονότων μπορεί να δοθεί μόνο μέσα από τη ζωντανή κοινότητα, διαμέσου των χαρισματικών φορέων[6]. Άλλωστε αυτό το νόημα έχει στη βιβλική ιστορία η κλήση ενός λαού και εν συνεχεία η κλήση χαρισματικών φορέων. Αν υπάρξει οποιαδήποτε διάσπαση μεταξύ κοινότητας και φορέων του σώματος, τότε δε μπορεί να γίνει λόγος για εμπειρία, θεολογία, θεοπτία, θεοπνευστία[7]. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι η θεοπνευστία δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο, εν αντιθέσει με την δυτική θεώρηση καθολικών και προστεσταντών, να νοηθεί ως μία έκτακτη χορήγηση ενέργειας ή δωρεάς, ως υπαγόρευση ή ως προνόμιο ορισμένων φορέων απομονωμένων από το λειτουργικό σώμα μιας ιστορικής κοινότητας[8]. Μία τέτοια αντίληψη θα αποτελούσε μία μηχανική ή "μαγική" κίνηση στο πλαίσιο της κοινότητας. Αντιθέτως στην πατερική σκέψη η θεοπνευστία "είναι η εμπειρία της θείας παρουσίας από την πλευρά της κοινότητας ως έργο ενός αγώνα, μιας άσκησης και ενός επίμονου οδοιπορικού προς την τελείωση"[9]. Γι αυτό και η ορθόδοξη θεολογία δε γίνεται να αντιληφθεί κανένα άλλο δρόμο και καμία απόκλιση αυτής της θεώρησης, ειδάλλως ενέχει ο κίνδυνος της διάβρωσης και της ενότητας της Αγίας Γραφής, αφού τα κριτήρια δε θα είναι η εμπειρία και η ιστορία της θείας οικονομίας, αλλά κάποια κτιστά αντικείμενα, αναβιώνοντας σχολαστικές μεθοδολογίες[10].

Θεοπνευστία στην Αγία Γραφή

Η διάκριση των βιβλίων της Αγίας Γραφής σε Θεόπνευστα και μη, είχε ξεκινήσει πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Ήδη κατά τη ραββινική Ιουδαϊκή αντίληψη, επιχειρήθηκε να περιορισθούν τα Θεόπνευστα βιβλία της Γραφής, μόνο στο χρονικό διάστημα μεταξύ του Μωυσέως και του βασιλιά των Περσών Αρταξέρξη του Α΄ του Μακρόχειρα (465 - 424 π.Χ.)[11]. Μια τέτοια διάκριση όμως έθετε φραγμό στη Θεοπνευστία προ και μετά από την εποχή εκείνη, με αποτέλεσμα να μη γίνει δεκτή από όλους[12]. Μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού έγινε από την Εκκλησία σαφής διάκριση των βιβλίων της Αγίας Γραφής σε διάφορες κατηγορίες, όπως προκύπτει από τους 6 κατοχυρωμένους κανόνες από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο. Στόχος της Εκκλησίας ήταν "να περιφρουρήσει τον αριθμό των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής μόνο για λόγους άμυνας κατά των αντιπάλων της και όχι γιατί η θεολογία της στηριζόταν σε συγκεκριμένα βιβλία"[13] τη στιγμή που η παραδόση, είναι "το μοναδικό στοιχείο της κοινότητας, το οποίο φανερώνει την αλήθεια της ζωής"[14]. Έτσι γίνεται εύκολα αντιληπτό, πως η Αγία Γραφή είναι το μνημείο εκείνου του υπομνηματισμού της κοινότητας, το οποίο καταγράφεται από τα χαρισματικά-θεοπτικά μέλη της, αφού τελικά προκύπτει και γεννιέται από τη ζωή της κοινότητας[15].

Η προβληματική όμως που αναπτύχθηκε για τη θεοπνευστία της Αγίας Γραφής προέρχεται από το δυτικό και συγκεκριμένα από τον Αυγουστίνειο τρόπο σκέψης. Οι θεολόγοι της δυτικής εκκλησίας ταύτισαν την αποκάλυψη, ως μία αποκάλυψη νοημάτων και ρημάτων από μέρους του Θεού προς τον άνθρωπο, με αποτέλεσμα να έχουμε μία κατά γράμμα θεοπνευστία της Γραφής στην οποία ο Θεός είναι ο υπαγορεύων τα ιερά βιβλία στους συγγραφείς. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ήταν η επιστημονική πρόοδος να ανατρέψει πολλές παραδοχές της, προκαλώντας σύγχυση, αφού έκανε το Θεό να μοιάζει "ψεύτης"[16]. Η ορθόδοξη πατερική θεολογία βεβαίως αποδέχεται την θεοπνευστία της Αγίας Γραφής, αλλά φυσικά αυτή δε μπορεί να νοηθεί με τον τρόπο που οι δυτικοί ερμηνεύουν, δηλαδή ως μία καθοδήγηση, ως μία έννοια του αλαθήτου του πάπα[17], μίας υποχρεωτικής αλάθητης αλήθειας που αποφασίζεται και διακηρύσσεται. Γι αυτό το λόγο όταν μιλάμε για θεοπνευστία στην πατερική παράδοση μιλάμε για επιστασία του Αγίου Πνεύματος δηλαδή την ικανότητα του θεωμένου και δοξασμένου μέλους[18], μέσω της αποκαλύψεως του Θεού να ερμηνεύσει σωστά και να αποφύγει κάθε πλάνη στην περιγραφή των ιστορικών γεγονότων και των θεοφανειών, και όχι κάποιου είδους έκτακτη ενέργεια[19] ή υπαγόρευση[20]. Εξ αυτού του λόγου παρατηρούνται στις θεόπνευστες γραφές ακόμα και λάθη. Όπως υπομνηματίζει όμως ο καθηγητής Ι. Ρωμανίδης: "Το να φυλάττεταί τις όμως από πνευματικήν ή θεολογικήν πλάνην και να είναι κεχαριτωμένος και θεόπνευστος, δεν σημαίνει ότι αποκτά απλανή γνώσιν περί της κτιστής αληθείας εν ταις επιστημονικαίς λεπτομερείαις αυτής, αλλά μόνον περί της σχέσεώς της και εξαρτήσεώς της εκ της ακτίστου αληθείας, ήτις είναι η δόξα της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού εν ή συγκατοικούν και συμβασιλεύουν οι άγιοι...Εντός των τοιούτων πλαισίων οφείλομεν να αντιληφθοώμεν την θεοπνευστίαν των προφητών, αποστόλων και αγίων, ως και της Αγίας Γραφής και των Συνόδων και το απλανές αυτών"[21].

Η Θεολογική διατύπωση της διάκρισης Θείου και Θεοπνεύστου

Η όλη διάκριση μεταξύ Θεόπνευστων και Θείων βιβλίων, ή μεταξύ Θεοπνευστίας και Θείας Επιστασίας, δεν είχε αναπτυχθεί και περιγραφεί θεωρητικά από τους Πατέρες της αρχαίας Εκκλησίας. Άλλωστε, γενικότερα οι Πατέρες «δεν αναπτύσσουν κάποια θεωρία για τη σχέση του θείου και του ανθρώπινου στις Γραφές»[22]. Η διάκριση μεταξύ Θεοπνευστίας και Θείας Επιστασίας, διατυπώθηκε σαφώς κατά τους τελευταίους αιώνες από έγκριτους εκκλησιαστικούς άνδρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας[23], αλλά και από ξένους θεολόγους[24]. Παρά το γεγονός ότι ακόμα δεν είχε διατυπωθεί και αναπτυχθεί κάτι τέτοιο θεωρητικά, οι Πατέρες και οι Σύνοδοι (τοπικές και Οικουμενικές) της Εκκλησίας, χρησιμοποιούσαν στην πράξη τη διάκριση των δύο αυτών εννοιών. Αυτό καθίσταται σαφές σε όσους ασχολούνται με τη σύνδεση των 6 κανόνων που εγκρίθηκαν από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο. Αλλά φαίνεται και από το σύνολο των ιερών και θείων κανόνων, οι οποίοι παρεμπιπτόντως επανειλημμένα, μιλούν ή αναφέρονται στα "θεία" και "θεόπνευστα" βιβλία της Αγίας Γραφής[25].

Η διάκριση μεταξύ "Θείων" και "Θεοπνεύστων" βιβλίων, όπως αυτή διατυπώνεται σαφώς σε πιο πρόσφατους αιώνες, φαίνεται από τις παρακάτω παρατηρήσεις του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη. Κάνοντας διάκριση μεταξύ Αγίας Γραφής και ιερών κανόνων, αναφέρει ότι οι τελευταίοι έχουν γραφτεί "κατ' επιστασίαν Θεού, ου κατ' έμπνευσιν". Δι' ό ουδέ θεόπνευστοι Γραφαί αυτοί ονομάζονται". Ονομάζονται όμως "Θείοι": "διακρίνουσι οι Θεολόγοι μεταξύ Αποκαλύψεως, Εμπνεύσεως και φωτισμού, δηλαδή ελλάμψεως και επιστασίας, δια της οποίας διαφυλάττεται ο γράφων από κάθε απάτην ή σφάλμα". Προσθέτει μάλιστα, ότι και παλαιότεροι εκκλησιαστικοί άνδρες "λέγουσιν ότι τα μεν μυστηριώδη και κυριώτερα των Γραφών και εξ εμπνεύσεως του Πνεύματος εχαράχθησαν, τα δε ιστορικά με επιστασίαν αυτού μόνην"[26]. Ο Άγιος Νικόδημος αναφέρει για τη διαφορά αυτή ότι "η διαφορά οπού είναι ανάμεσα εις τας δύω δόξας αυτάς, ολίγη είναι και παραμικρά. Και αι δύω γαρ δόξαι τας κυριότερα της Γραφής φρονούσιν, ότι υπό Πνεύματος ενεπνεύσθησαν και υπηγορεύθησαν, και ότι παρόν εις τους ιερούς συγγραφείς το Πνεύμα, δεν αφήκεν αυτούς εις κανένα να πλανηθούν. Ώστε πάντα τα εν ταις Θείαις Γραφαίς εν τε δόγμασι, και ιστορίαις, και χρονολογίαις, ρήματα Θεού είναι". Η διαφορά αυτή όμως, όσο μικρή κι αν είναι, πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν, όταν ασχολούμαστε με τους κανόνες της Αγίας Γραφής και τις ακριβέστατες διατυπώσεις τους, ώστε να επιτυγχάνεται η ορθή ερμηνεία (ανάλυση) και η εναρμόνισή (αρμονική σύνθεσή) τους. Γιατί "ου μικρόν εν βίω το παρά μικρόν"»[27].

Επί του ζητήματος αυτού, ο Ευ. Αντωνιάδης λέει "Υφίσταται προδήλως μεταξύ των εννοιών τούτων και διαφορά τις ουσίας, επειδή η πρώτη φέρνει θετικώτερον τινα χαρακτήρα, ως συμπεριλαμβάνουσα εν εαυτή και την έννοιαν της παροχής νέων αληθειών και πρωτοτύπων, η δε του αγίου Πνεύματος επιστασία παριστά απλώς αρνητικόν τινα χαρακτήρα, καθ' ον τούτο προφυλάττει απλώς τους ιερούς της Εκκλησίας άνδρας μακράν πάσης πλάνης"[28]. Τις διακρίσεις αυτές Θεοπνευστίας και Θειότητας (Θείας Επιστασίας), ο Άγιος Νικόδημος πιθανότατα και αυτός παρέλαβε από τον Ευγένιο Βούλγαρη (1716-1806)[29]. Αυτή τη διάκριση, υιοθετούν και νεώτεροι Ορθόδοξοι Θεολόγοι, όπως οι Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων[30], Κων. Κοντογόνης[31], Αλέξανδρος Λυκούργος[32], Ζήκος Ρώσης[33], Χρ. Ανδρούτσος[34], Δημ. Μπαλάνος[35], Παν. Τρεμπέλας[36].

Από τους ανωτέρω, ο Κων. Κοντογόνης, περισσότερο συγκεκριμένα αναφέρει πως "Συνήθως η θεοπνευστία διττώς πως θεωρείται. Και πρώτη μεν και κυρία λέγεται η αποκάλυψις, η αγνοουμένης αληθείας φανέρωσις, δι' ης το άγιον του Θεού Πνεύμα δηλοποιεί εις τον συγγραφέα τα γραπτέα. Ετέρα δε, η του θείου Πνεύματος φώτισις και επιστασία, υφ' ης ο συγγραφεύς, γράφων πράγματα γνωστά αυτώ άλλοθέν ποθεν, καθοδηγείται, και από πάσης απάτης διατηρείται ελεύθερος. Η κυρίως λεγομένη θεοπνευστία ενυπάρχει εις τας προφητείας και τα μυστήρια. Η δε του αγίου Πνεύματος επιστασία, εις τα ιστορικά και διδακτικά, άτινα εις τους ιερούς συγγραφείς και άλλοθεν ήσαν γνωστά"[37]. Και ο Ζ. Ρώσης αναφέρει παραπλήσια τα εξής: "Θεοπνευστία της αγίας Γραφής καλείται η κατά την συγγραφήν αυτής εις τους ιερούς συγγραφείς μετάδοσις θείων αληθειών και επιστασία του αγίου Πνεύματος προς ορθήν παράστασιν αυτών. Όθεν το αυτό θείον Πνεύμα, όπερ μετέδωκεν εις τους ιερούς συγγραφείς τας θείας αληθείας, μετέδωκεν εις αυτούς δια της επιστασίας αυτού και την δύναμιν να παραστήσωσιν αυτάς ορθώς δια συγγραφών". Συνεχίζοντας μάλιστα αναφέρει: "Κυρίως θεοπνευστία υπάρχει εν τοις μέρεσι της Αγ. Γραφής, εν οις περιέχονται αλήθειαι υπερβαίνουσαι τα όρια του πεπερασμένου πνεύματος του ανθρώπου και πηγάζουσαι μόνον εκ του θείου Πνεύματος ή εκ θείας αποκαλύψεως. Εν δε τοις μέρεσιν, εν οις περιέχονται αλήθειαι και γνώσεις δυνάμεναι να γνωσθώσι και υπό του ανθρωπίνου πνεύματος, οίον εν ιστορικοίς μέρεσι της Αγίας Γραφής κλπ, υπάρχει μόνον επιστασία του θείου Πνεύματος"[38]. Και ο Παν. Τρεμπέλας ομοίως, δέχεται την ίδια διάκριση, γράφοντας στο περιοδικό Εκκλησία, ένα άρθρο υπό τον τίτλο: "Επιστασία μόνον ή και θεοπνευστία", και λέγοντας επί λέξει: "Το διδάσκειν του Ιωάννη 14/ιδ: 26, δεν αποτελεί απλήν επιστασίαν, αλλ' είναι μετάδοσις αγνώστου τινός, τούτο δε δια τον αγνοούντα αποτελεί αποκάλυψιν, ενώ η επιστασία αφορά εις την ακριβή συγκράτησιν και απόδοσιν του ήδη γνωστού"[39].

Παραπομπές - Σημειώσεις

  1. Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α, σελίδα 189
  2. ο.π., σελίδα 188
  3. ο.π.
  4. ο.π.
  5. N. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α΄, σελίδα 188
  6. ο.π.
  7. ο.π.
  8. ο.π.
  9. ο.π. 189
  10. ο.π.
  11. Πρβλ. Φλαβίου Ιωσήπου, "Περί αρχαιότητος Ιουδαίων, Κατά Απίωνος, Λόγ. Α΄, 8, στο: "Τα ευρισκόμενα" (έκδοση από G. Dindorfius), τόμ. Β΄, Parisiis 1929, σελ. 340-341. Πρβλ. και Μητροπ. Μύρων Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδου - Εμμ. Φωτιάδου, Έκθεσις περί των πηγών της θείας Αποκαλύψεως κατά την Ορθόδοξον Ανατολικήν Εκκλησίαν, Θεσσαλονίκη 1971, σελ. 9 και εξής.
  12. Πρβλ. Αθ. Χαστούπη, Εισαγωγή, σελ. 547
  13. Ν. Ματσούκας, Ορθοδοξία και Αίρεση, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελίδα 41
  14. ο.π. 245
  15. ο.π. 246
  16. Ιωάννη Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, σελίδα 115-116
  17. Ιωάννη Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, σελίδα 118
  18. ο.π.
  19. Ν. Ματσούκα, Συμβολική και Δογματική Θεολογία Α΄, σείδα 187
  20. Ιωάννη Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, σελίδα 115
  21. Ιωάννου Ρωμανίδου, "Κριτική θεώρησις των εφαρμογών της θεολογίας", σελίδα 434
  22. Σάβ. Αγουρίδη: "Η έννοια της Θεοπνευστίας, εν "Βιβλικά Μελετήματα", τεύχ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 7.
  23. Πρβλ. Ευ. Αντωνιάδη: "Επί του προβλήματος της Θεοπνευστίας", σελ. 102.
  24. Πρβλ. Παν. Τρεμπέλα, Η Θεοπνευστία της Αγίας Γραφής, σελ. 39,40
  25. Τις πληροφορίες αυτές έχει συγκεντρώσει σε ιδιαίτερο τόμο ο Παν. Ι. Μπούμης δρ Θεολογίας Αναπληρωτής καθητητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
  26. Πηδάλιον, σελ. 112, 113 υποσημείωση.
  27. Καν. α΄ Διονυσίου Αλεξανδρείας, Ράλλη - Ποτλή, τόμ. Δ΄, σελ. 4.
  28. Επί του προβλήματος της Θεοπνευστίας, σελ. 151
  29. Πρβλ. Ευγενίου του Βουλγάρεως, Θεολογικόν (υπό Αρχιμανδρίτη Αγ. Λοντόπουλου), Βενετία 1872, σελ. 23 και εξής. Βλ. επίσης και Ευ. Αντωνιάδη Επί του προβλήματος της θεοπνευστίας της Αγ. Γραφής, στο ΕΕΘΣΠΑ, τόμ. Δ΄ 1937-1938, σελ. 102
  30. Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, Περί των Ο' Ερμηνευτών της Παλαιάς θείας Γραφής, τόμ. Δ΄, Αθήνες 1849, σελ. 59-60.
  31. Πρβλ. Κων. Κοντογόνου, Εισαγωγή εις την Αγίαν Γραφήν και στοιχεία ερμηνευτικής της Αγίας Γραφής, Αθήνα 1859, σελ. 8-9
  32. Στο Ιερομνήμων, έτους 1859-61, υπό το άρθρο "Βιβλιοκρισία", σελ. 302 και εξής.
  33. Ζήκου Ρώση, Σύστημα Δογματικής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα 1903, σελ. 470.
  34. Χρ. Ανδρούτσου, Συμβολική εξ επόψεως Ορθοδόξου, Έκδ. Β΄, Αθήνα 1930, σελ. 136. Πρβλ. του ιδίου Δογματική, σελ. 4.
  35. Δημ. Σ. Μπαλάνου, Η νεωτέρα Ορθόδοξος Θεολογία εν σχέσει προς την πατερικήν θεολογίαν και προς τας νεωτέρας αντιλήψεις και μεθόδους, στο ΕΕΘΣΠΑ, τόμ. Γ΄, 1936-1937, σελ. 125
  36. Παν. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. Α΄, σελ. 99,113,114), κ.λπ. (Πρβλ. και Ευ. Αντωνιάδου, Αι της Κ.Δ. Ορθόδοξοι ερμηνευτικαί αρχαί, σελ. 179, υποσ. 4
  37. Κων. Κοντογόνου, Εισαγωγή εις την Αγίαν Γραφήν και στοιχεία ερμηνευτικής της Αγίας Γραφής, Αθήνα 1859, σελ. 8-9
  38. Ζήκου Ρώση, Σύστημα Δογματικής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα 1903, σελ. 469, 470.
  39. Βλ. "Εκκλησία", τόμ. ΙΣΤ΄ (1938), σελ. 260. Πρβλ. και σελ. 244, 247, 262 και 262-263.

Βιβλιογραφία

  • Νικόλαος Ματσούκας, «Συμβολική και Δογματική Θεολογία Α΄ (Εισαγωγή στη θεολογική Γνωσιολογία)», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007.
  • Νικόλαος Ματσούκας, «Ορθοδοξία και Αίρεση (Στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των Δ΄, Ε΄, και Στ΄ αιώνα)», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992.
  • Ιωάννης Ρωμανίδης, «Πατερική Θεολογία», Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004.