Πίστευε και μη ερεύνα
H φράση «πίστευε και μη ερεύνα» αποτελεί μια ευρέως διαδεδομένη έκφραση που χρησιμοποιείται συχνά ώστε να καταγγέλονται εκκλησιαστικές πρακτικές, αλλά και ως δογματικός, τρόπον τινά ορισμός, για τον τρόπο που προωθεί τα πιστεύω της η εκκλησία, ώστε να καταδείξουν, οτι αντιτίθεται στην έρευνα. Στην πραγματικότητα όμως, αποτελεί μια φράση με περιορισμένη εφαρμογή, μόνο σε ειδικό τομέα έρευνας, δηλαδή ως προς την ουσία του Θεού και τα υπέρλογα μυστήρια της Θείας Οικονομίας, όπως η Ενανθρώπιση του Θεού Λόγου.
Η φράση αυτή κατά γενική ομολογία σήμερα αναφέρεται ως προς το γενικό ορισμό της έννοιας της έρευνας. Έτσι συνήθως εκλαμβάνεται ως μια εκκλησιαστική πρακτική, που αντιτίθεται προς τις γραφές, αφού στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον (5/ε: 39) αναφέρεται «Ερευνάτε τας γραφάς», αν και αυτό συνήθως ελλειπώς, καθώς ακολουθεί «ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν· και εκείναί εισιν αι μαρτυρούσαι περί εμού· 40 και ου θέλετε ελθείν προς με ίνα ζωήν έχητε». Κατά μία άλλη άποψη, η έκφραση αυτή παραχαράχθηκε ως προς την στίξη της, αφού η εν λόγω έκφραση δεν αναφέρει «Πίστευε',' και μη ερεύνα», αλλά «Πίστευε και μη',' ερεύνα», ενώ κάποιοι το τοποθετούν ως μια γενική εκκλησιαστική πρακτική που καθιερώθηκε από την ρωμαιοκαθολική εκκλησία την εποχή του μεσαίωνα .
Η έκφραση όμως πίστευε και μη ερεύνα θεολογικά υφίστασαται στην ορθόδοξη παράδοση. Έτσι ο Αθανάσιος Θεολόγος αναφέρει:
- "...'αλλά πίστευε είς πατέρα, μη ερευνήσεις δε το πράγμα. Προσκύνει τον Υιόν, μη πολυπράγμων την αυτού γέννησιν. Ανυμνεί το πνεύμα το Άγιον, μη εκζητών το της Αγίας Τριάδος μυστήριον» (Αθανάσιος Θεολόγος, Quaestiones ad Antiochum Vol 28 page 600 line 27 - 31.)
Έτσι γίνεται αντιληπτό πως το «πίστευε και μη ερεύνα» έχει συγκεκριμένη εφαρμογή και ισχύει μόνο για τα θέματα της ουσίας. Δηλαδή ισχύει μόνο για το πως της Αγίας Τριάδος. Και ο λόγος είναι ότι αυτά τα ζητήματα είναι καταστάσεις εκτός χρόνου, έξω από την ανθρώπινη εμπειρία και ασύλληπτα για τον ανθρώπινο νου.
Έτσι ο Θεός χαίρει ερευνώμενος και μας προτρέπει, να ερευνήσουμε όχι μόνο τα της πίστεως, αλλά και Αυτόν τον Ίδιο. Αλλά επειδή είμαστε κτιστά όντα και η δυνατότητα κατανόησής μας είναι πεπερασμένη δεν δυνάμεθα να καταννοήσουμε το πως, δηλαδή την Άκτιστη Θεία Ουσία.