Πίστευε και μη ερεύνα
Το απόφθεγμα Πίστευε και μή ερεύνα, είναι μία έκφραση που αποδίδεται κυρίως με αρνητικό περιεχόμενο, προσπαθώντας να δηλώσει ότι "η υπό της θεολογίας εκζητουμένη πίστις...ταυτίζεται προς την ευπιστίαν"[1]. Με ένα τέτοιο νόημα όμως, δεν μπορεί να αποτελεί "αξίωμα ευαγγελικόν"[2] και η Ορθόδοξη Θεολογία σαφώς εναντιώνεται σ' αυτό το περιεχόμενο. Όπως σημειώνει ο δογματολόγος Ν. Ματσούκας:
- "Aτυχώς...επιστήμονες ή περί τα πράγματα της πίστης ασχολούμενοι, εξαιτίας ελαττωματικής και ατροφικής γνώσης των χριστιανικών αληθειών, νομίζουν ότι πίστη σημαίνει μια αδύναμη αφέλεια ή ότι η Αγία Γραφή διδάσκει το πίστευε και μη ερεύνα"[3].
Αντιθέτως, για τους Ορθοδόξους, η πίστη είναι κάτι δυναμικό, ένα προϊόν αγώνα "συνδεδεμένο με συγκεκριμένες μορφές ζωής" όπως "δείχνει και η γλωσσική διαμόρφωση...όρων" απ' αυτή τη λέξη, όπως "αξιόπιστο, αυτόπιστο, απιστία, πίστωση κ.λπ."[4]. Κατά συνέπεια, το λογικό του ανθρώπου "δεν αποτυφλούται" ούτε υποδουλώνεται από την πίστη[5]. Οι άνθρωποι, "εφόσον μετέχουν στό κοινωνικό σώμα της Εκκλησίας"[6], "διά της βιώσεως...του περιεχομένου...της πίστεως"[7], ζουν (πάντα σε μια ιστορική συνέχεια) πράγματα και γεγονότα, και έτσι κατανοούν "όσα του Θεού μπορούν να γίνουν γνωστά"[8]. Δεν τα ανιχνεύουν διαλεκτικά ή συλλογιστικά, αλλά αντιθέτως "οι συλλογισμοί ακολουθούν, μετά την πείρα των συμβάντων και συμβαινόντων"[9] και έτσι το λογικό είναι αυτό που μπορεί να προετοιμάσει τον άνθρωπο ώστε να οδηγηθεί στην "διά πίστεως αποδοχήν" εκείνου του περιεχομένου της Θεολογίας που είναι ακατάληπτο[10]. Θα μπορούσε π.χ. ο άνθρωπος να ελέγξει την αξιοπιστία των κομιστών του ευαγγελικού μηνύματος[11] πράγμα σημαντικό αφού με τις θεοφάνειες συντελείται "θεογνωσία...μέσω της δράσης της θείας δόξας" και αφορά γνώση όχι θεωρητική αλλά "άμεση και πείρα ζωής"[12].
Από μία άλλη όμως πλευρά, το Πίστευε και μή ερεύνα απαντάται στην ορθόδοξη παράδοση με Αποφατικό περιεχόμενο:
- Ο Μ. Αθανάσιος Θεολόγος αναφέρει:
- "...αλλά πίστευε είς πατέρα, μη ερευνήσεις δε το πράγμα. Προσκύνει τον Υιόν, μη πολυπράγμων την αυτού γέννησιν. Ανυμνεί το πνεύμα το Άγιον, μη εκζητών το της Αγίας Τριάδος μυστήριον"[13].
- O άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος επίσης:
- "Πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα παντοκράτορα. Πιστεύω, ουκ ερευνώ...ού διώκω το ακατάληπτον...ού μετρώ το αμέτρητον"[14].
- Και ο Εφραίμ ο Σύρος, παρομοίως:
- "...πίστευε, μή ερευνών...ο Θεός ο Πατήρ έπεμψε τόν μονογενή Υιόν...εσαρκώθη εν μήτρα τής αγίας Παρθένου, καί ετέχθη εξ αυτής εκ Πνεύματος Αγίου, έχε πληροφορίαν εις τήν καρδίαν σου...θεωρών ειλικρινώς εν οφθαλμοίς πίστεως αυτά τά πεπραγμένα καί ίδε τόν Κύριον εν οφθαλμοίς καρδίας..."[15].
Κατά συνέπεια, και μόνο για εκείνο το κομμάτι της Θεολογίας που είναι ακατάληπτο, οι Πατέρες μας παροτρύνουν "ν' αποφύγουμε τους μεταφυσικούς μετεωρισμούς του νου για την αναγωγή στο Θεό, και να στραφούμε στις θεοφάνειες, που συντελούνται στην κτίση και την ιστορία"[16], στη "ζωή της Εκκλησίας, τη διδαχή, τα μυστήρια, την άσκηση και την κατάφαση του κόσμου και της ζωής"[17].
Δεν θα πρέπει όμως να παραβλέπεται ότι και ο Μέγας Βασίλειος στην Εξαήμερο, παρότι μιλά για το απρόσιτο και δυσερμήνευτο, προτρέπει:
- "...ή τις επόψεται τα απόρρητα; Απρόσιτος μεν γαρ αυτών η θέα, δυσερμήνευτος δε παντελώς των νοηθέντων λόγος. Πλην αλλ' επειδή παρά τω δικαίω κριτή και υπέρ μόνου του προέλεσθαι τα δέοντα, ουκ ευκαταφρόνητοι εισίν αφωρισμένοι μισθοί, μη αποκνήσομεν προς έρευναν"[18]
Κατά τον Μ. Βασίλειο, '"από τη μια μεριά είναι 'απόρρητα' τα μυστήρια του Θεού, 'απρόσιτος η θέα αυτών' και 'δυσερμήνευτος ο λόγος των νοηθέντων', και από την άλλη δεν πρέπει κανείς να διστάζει για την έρευνα· υπάρχει μισθός και αμοιβή από τον ίδιο τον Θεό!"[19]. Αυτό σημαίνει ότι οποιοαδήποτε έκφραση με το περιεχόμενο "Πίστευε και μη ερεύνα" δεν είναι απαγορευτική, αλλά μόνο συμβουλευτική εξαιτίας της δυσκολίας προσέγγισης του Ακτίστου. Τελικά όμως η λειτουργικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης "εκφράζεται σε μια ενιαία διάσταση βατής και υπερβατής πραγματικότητας" και "το συντονιστικό κέντρο αυτής της λειτουργικότητας είναι η θεία χάρη"[20].
Υποσημειώσεις
- ↑ Τρεμπέλας Ν. Παν., Εγκυκλοπαίδεια της θεολογίας, έκδ. 5η, Ο Σωτήρ, Αθήναι 2000, σελ. 141.
- ↑ ό.π., σελ. 140
- ↑ Ματσούκας Α. Νίκος, Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Γ' (Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία-Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 154.
- ↑ Ματσούκας, Δογματική..., Γ', ό.π..
- ↑ Τρεμπέλας, ό.π., σελ. 141.
- ↑ Ματσούκας, ό.π., σελ. 153-154.
- ↑ Τρεμπέλας, ό.π..
- ↑ Ματσούκας, στο ίδιο.
- ↑ ό.π..
- ↑ Τρεμπέλας, ό.π., σελ. 140-141.
- ↑ Τρεμπέλας, ό.π., σελ. 141.
- ↑ Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 286.
- ↑ M. Αθανασίου, "Προς Αντίοχον άρχοντα", PG 28,600.
- ↑ Ι. Χρυσοστόμου, "Εις την παραβολήν περί συκής", PG 59,584.
- ↑ Εφραίμ Σύρου, "Περί τούς καταζητούντας του Υιού την φύσιν", 205.
- ↑ Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 290.
- ↑ ό.π., σελ. 289.
- ↑ Μ. Βασιλείου, "Εις την Εξαήμερον", PG 29, 28 CD
- ↑ Ματσούκας Α. Νίκος, Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, (Φιλοσοφική και Θεολογική Βιβλιοθήκη #10), 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 66.
- ↑ Ματσούκας, Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία..., ό.π.