Θεολογία
Θεολογία (σύνθετη από τις λέξεις θεός και λόγος) είναι η μελέτη της θρησκευτικής πίστης, πρακτικής και εμπειρίας. Ειδικότερα χαρακτηρίζεται ως η λογική και συστηματική μελέτη του Θεού και της σχέσης του με τον κόσμο και η επιστήμη που διαπραγματεύεται την ύπαρξη, τη φύση και τις ιδιότητες του Θεού, τις αρχές και την εξουσία του, τα δόγματα που ορίζουν την ορθότητα της πίστης και τα λατρευτικά καθήκοντα προς το Θεό. Επιπλέον μπορεί ως όρος να εκφράζει μια θεολογική θεωρία ή σύστημα ή μία ειδική κατηγορία θεολογικού δόγματος. Ακόμη θεολογία, από τις χαλκηδόνιες εκκλησίες, χαρακτηρίζεται η ιδιαίτερη κατάσταση του ανθρώπου, ο οποίος δεχόμενος την αγιαστική χάρη (φωτισμό) του Αγίου Πνεύματος, εκφράζει με τη μαρτυρία του το λόγο, την επιθυμία ή τη γνώση των ενεργειών (τη δυνατή δηλαδή από τον άνθρωπο κατανόηση) του Θεού.
Θεολόγος μπορεί να χαρακτηριστεί ακαδημαϊκά ο ειδικός στη θεολογία και τη μελέτη των θρησκειών και των θρησκευτικών διδασκαλιών, ο κάτοχος πτυχίου θεολογικής σχολής ή ο μελετητής κλάδων της θεολογίας. Εκκλησιολογικά θεολόγος αποκαλείται αυτός που μεταφέρει το λόγο του Θεού στον κόσμο, όπως για παράδειγμα η Εκκλησία έχει αποδώσει τον τίτλο του Θεολόγου στον Ευαγγελιστή Ιωάννη.
Ιστορία του όρου
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά στα έργα του Πλάτωνα και άλλων Ελλήνων φιλόσοφων με αναφορά στη διδασκαλία του μύθου. Υπήρξαν πολλές μορφές και απόψεις θεολογίας στον προχριστιανικό κόσμο, από την ορφική θεολογία έως την Ελεατική σχολή, το Δημόκριτο, τους Σοφιστές και τον Αριστοτέλη. Πάντα όμως η θεολογία εξελισσόταν παράλληλα και εντός της φιλοσοφίας στον αρχαιοελληνικό κόσμο και όχι συστηματικοποιημένα.
Στο δέκατο βιβλίο των Νόμων ο Πλάτωνας πραγματεύεται το θέμα της θεολογίας. Η συζήτηση αυτού του θέματος ανοίγει όταν ένας από τους τρεις συνομιλητές του διαλόγου, ο Αθηναίος ξένος, που μπορεί να είναι ο Πλάτωνας, θίγει το πολιτικό πρόβλημα των εγκλημάτων ενάντια στους Θεούς, ειδικότερα της βλασφημίας και της ασεβούς δράσης των νέων. Σύμφωνα με τον Αθηναίο, η βλασφημία και οι ασεβείς ενέργειες τους οφείλονται στο ότι έχουν τρεις λανθασμένες αντιλήψεις για τους θεούς : θεωρούν είτε ότι οι Θεοί δεν υπάρχουν, είτε ότι οι Θεοί υπάρχουν αλλά δεν ενδιαφέρονται για τις ανθρώπινες υποθέσεις, ή ότι οι Θεοί μπορούν να πειστούν εύκολα από τον άδικο εάν τους δίνονται προσφορές υπό μορφή θυσιών και προσευχών. Η θεολογία των Νόμων είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας του Αθηναίου ξένου να αντικρούσει αυτές τις λανθασμένες απόψεις, ή να παρέχει τα επιχειρήματα που θα διαθέσουν τον ασεβή νέο και άλλους σε μια σωστή κατανόηση του θείου.
Στο Χριστιανισμό και τις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες η θεολογία συνίσταται στη χρήση της φιλοσοφικής μεθόδου, προκειμένου το περιεχόμενο της θείας αποκάλυψης να διατυπωθεί με όρους που είναι αποδεκτοί από την ανθρώπινη διάνοια. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας είναι ότι στη θεολογία η χρήση της φιλοσοφικής μεθόδου στοχεύει εκ των προτέρων στην επίτευξη μιας σύγκλισης της θεωρητικής αλήθειας με τη θεία αποκάλυψη, ενώ στη φιλοσοφία καμία αποκάλυψη δεν είναι δεσμευτική για την έκβαση της θεωρητικής αναζήτησης.
Η μονοθεϊστική θεολογία πραγματεύεται όρους όπως η αμαρτία, η πίστη, η συγχώρηση και εξετάζει τα πλαίσια της συμφωνίας του Θεού με την ανθρωπότητα σε θέματα όπως η σωτηρία και η εσχατολογία. Η θεολογία συνήθως θεωρεί δεδομένη την πνευματική εξουσία ενός θρησκευτικού δασκάλου ή την ισχύ μιας θρησκευτικής εμπειρίας. Διακρίνεται από τη φιλοσοφία στο ενδιαφέρον της για τη δικαίωση και την εξήγηση μιας πίστης, παρά στην επερώτηση των ελλοχευουσών υποθέσεων μιας τέτοιας πίστης, αλλά υιοθετεί συχνά φιλοσοφικές μεθόδους.
Χριστιανική θεολογία
Ως χριστιανική θεολογία θα μπορούσε εν μέρει να χαρακτηριστεί η διδασκαλία των χριστιανικών εκκλησιών, αλλά επειδή η σπουδή της θεολογίας έχει μετατοπιστεί και στις σύγχρονες θεολογικές σχολές είναι δόκιμο να επεκταθεί ο όρος στην εξάσκηση της θεολογίας από χριστιανική άποψη ή τη μελέτη του Χριστιανισμού θεολογικά. Ιστορικά η πορεία της χριστιανικής θεολογίας ταυτίζεται με την πορεία της χριστιανικής Εκκλησίας. Πρώτες θεολογικές μαρτυρίες θεωρούνται τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, λόγω της θεωρούμενης θεοπνευστίας τους, επέχουν ακριβή θέση θεολογικών συγγραμμάτων. Τα Ευαγγέλια όπως και τα άλλα βιβλία του Κανόνα της Καινής Διαθήκης είναι μαρτυρίες πίστης, έκφραση βιώματος, κήρυγμα ιεραποστολής και μετάδοσης του χριστιανικού μηνύματος και θεολογική κατήχηση των μελών της Εκκλησίας. Συνάμα υπό το πρίσμα της χριστιανικής διδασκαλίας απέκτησαν νέο θεολογικό νόημα και τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.
Τα πρώτα χριστιανικά συγγράμματα που γράφτηκαν μετά τα βιβλία της Κ.Δ. ήταν αυτά των Αποστολικών Πατέρων. Τα περισσότερα εξ αυτών ήταν περιστασιακά και για το λόγο αυτό δεν εξέθεταν συστηματικά τη χριστιανική διδασκαλία ούτε έκαναν ιδιαίτερες θεολογικές αναλύσεις. Στις αρχές του β’ αιώνα παρουσιάζονται οι πρώτοι Απολογητές Πατέρες. Οι Απολογητές ήταν χριστιανοί φιλόσοφοι και απευθύνονταν κυρίως σε φιλοσόφους και λόγιους. Η προσπάθειά τους έγκειτο στο να ανασκευάσουν τις κατηγορίες των Εθνικών και των Ιουδαίων κατά των Χριστιανών και να καταδείξουν την αλήθεια της χριστιανικής πίστης. Με τους Απολογητές ο Χριστιανισμός παρέλαβε όρους και έννοιες της ελληνικής φιλοσοφίας και επηρεάστηκε από αυτή σοβαρά στον τρόπο σύλληψης και διατύπωσης της θεολογικής του διδασκαλίας. Από εκεί και πέρα η χριστιανική θεολογία αναπτύχθηκε κατά τρόπο ώστε να κυριαρχήσει στη σκέψη των στοχαστών και συγγραφέων των επόμενων αιώνων, τιθέμενη στο κέντρο της επιστημονικής και φιλολογικής παραγωγής. Εξ αιτίας της συντριπτικής επικράτησης του Χριστιανισμού στο Δυτικό κόσμο και τη Ρωμαϊκή Ανατολή επηρέασε καταλυτικά τη δυτική διανόηση.
Ιουδαϊκή θεολογία
Η ιουδαϊκή θεολογία μαρτυρεί τη δογματική παρουσίαση του περιεχομένου και της ουσίας της εβραϊκής θρησκείας, τις αρχές στις οποίες στηρίζεται και τα θεμελιώδη δόγματα της. Ο Ορθόδοξος Ιουδαϊσμός θεωρεί την εβραϊκή θρησκεία ως θρησκεία εξ αποκαλύψεως, οι διδασκαλίες της οποίας γνωστοποιήθηκαν από το Θεό στον άνθρωπο με υπερφυσικά μέσα. Αυτές οι θείες αποκαλύψεις συνέβησαν, εντούτοις, μόνο σε ορισμένες χρονικές περιόδους στο παρελθόν και μόνο σε επιλεγμένους ανθρώπους, τους προφήτες, μεταξύ των οποίων εξέχων υπήρξε ο Μωυσής. Με τη διακοπή της προφητείας διακόπηκαν συνολικά. Μέσω αυτών των υπερφυσικών εκδηλώσεων ο Θεός αποκάλυψε στους ανθρώπους όλες τις θρησκευτικές αλήθειες, οι οποίες ήταν απαραίτητες για την καθοδήγησή τους μέσα στη ζωή και την πνευματική ευημερία τους. Αυτές περιλαμβάνονται κυρίως στο Τανάκ, την Εβραϊκή Βίβλο, που θεωρείται ότι γράφτηκε από ανθρώπους καθοδηγούμενους από το Θεό, και εν μέρει βρίσκονται μεταξύ των διδασκαλιών και των εκδηλώσεων που φέρεται να αποκαλύφτηκαν από το Θεό στο Μωυσή και δεν καταγράφηκαν αλλά συντηρήθηκαν στο έθνος από την προφορική παράδοση.
Αν και η πηγή όλων των δογμάτων του Ιουδαϊσμού βρίσκεται στην αποκάλυψη, η εβραϊκή θεολογία δεν είναι απλώς θεολογία εξ αποκαλύψεως. Θεωρείται θεμελιώδες αξίωμα μεταξύ σχεδόν όλων των Εβραίων θεολόγων και των θρησκευτικών φιλοσόφων ότι οι διδασκαλίες και τα δόγματα που περιλαμβάνονται στις Γραφές ως θεόπνευστα δεν μπορούν να είναι σε άμεση αντίφαση με την ανθρώπινη διάνοια, που και αυτή έχει θεία προέλευση. Οι αλήθειες, που γίνονται κατανοητές και αποδεκτές από τον ανθρώπινο νου και αποτελούν το κριτήριο της φυσικής θεολογίας επομένως λαμβάνονται υπόψη στον προσδιορισμό των αποκεκαλυμμένων θρησκευτικών αληθειών. Και, εκτός αυτού, στην ανθρώπινη διάνοια έχει παραχωρηθεί το γενικό δικαίωμα να κρίνει την αξία και τη σπουδαιότητα των θείων διδασκαλιών. Αυτό δύναται να το κάνει μόνο με τη χρήση ως προτύπου των θεμελιωδών αληθειών που αναγνωρίζει η ίδια. Το θεολογικό σύστημα που ακολουθεί κάθε ορθόδοξος Εβραίος, και που περιέχει την ομολογία πίστης του, είναι επομένως μια σύνθεση της φυσικής και αποκαλυφθείσας θεολογίας.
Διάκριση Θεολογίας και Οικονομίας
Το ερώτημα της σχέσεως της «Οικονομικής» Τριάδος προς τη αιώνια Τριάδα συνδέθηκε και με το θέμα του Filioque. Στο σημείο αυτό οι εξής παρατηρήσεις είναι βασικές:
Πρώτα, οι Πατέρες ετόνισαν ότι η ουσία του Θεού είναι εντελώς ασύλληπτη, αδιανόητη, ακατάληπτη –και για τους πατέρες της Ανατολής – και αμέθεκτη, δηλαδή δεν μπορείς να μετάσχεις στην ουσία του Θεού. Για τη Δύση, τους Σχολαστικούς και τον Ακινάτο, υπάρχει δυνατότητα μετοχής στην ουσία του Θεού. Επομένως, απ’ αυτήν την άποψη διακρίνουμε την «θεολογία» από την «οικονομία». Εάν η «θεολογία» επρόκειτο ν’ ασχοληθεί μόνο με την ουσία του Θεού, τότε δεν θα είχαμε πρόβλημα διότι η ουσία του Θεού είναι ακατάληπτη και επομένως δεν έχουμε θεολογία της ουσίας του Θεού.
Αλλά η θεολογία, ο λόγος περί Θεού όπως είναι αιωνίως, σε αντιδιαστολή με την οικονομία, ασχολήθηκε με την Τριάδα, με τον Τριαδικό τρόπο υπάρξεως του Θεού. Συνεπώς δεν μπορούμε εκεί να έχουμε αποφατισμό απόλυτο, και να πούμε ότι δεν μπορούμε να πούμε τίποτα. Για τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος μπορούμε να πούμε. Και όχι μόνο μπορούμε να πούμε, αλλά – αυτό είναι το πιο σημαντικό - , μπορούμε να μετάσχουμε στη ζωή των Τριών Προσώπων. Ακριβώς αυτό στο οποίο μας καλεί ο Θεός να μετάσχουμε με τη θέωση είναι να μετάσχουμε στη ζωή της Τριάδος, λαμβάνοντας μέρος στην υιϊκή, αγαπητική σχέση μεταξύ του Πατρός και του Υιού. Αυτό έκανε ο Χριστός, μας έφερε στον κόσμο αυτή τη σχέση Του με τον Πατέρα. Και μας είπε: τώρα θα είσθε και σεις μέρος αυτής της σχέσεως και θα σας αναγνωρίζει ο Πατήρ μου ως Υιούς. Αυτό είναι το μεγάλο δώρο της υιοθεσίας. Επομένως μπαίνουμε μέσα στην Τριαδική ζωή του Θεού. Εκεί δεν μπορεί να γίνει λόγος για αποφατισμό. Εδώ χρειάζεται προσοχή, διότι τελευταία με τον Αποφατισμό αρχίζουμε λίγο υπερβολικά να ερωτοτροπούμε, μετά τον Lossky. Υπάρχουν πάρα πολλοί κίνδυνοι σ’ αυτή την ιδέα του αποφατισμού. Ως προς την ουσία του Θεού δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι έχουμε αποφατισμό. Δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για την ουσία του Θεού. Αλλά ομολογούμε πίστη εις Πατέρα Υιό και Άγιο Πνεύμα. Αυτό δεν είναι αποφατικό. Ξέρουμε ότι ο Θεός είναι Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Ως προς τα πρόσωπα έχουμε κατάφαση και όχι μόνο κατάφαση λογική και διανοητική διότι ομολογούμε ότι είναι έτσι, αλλά μετοχή, υπαρξιακή μετοχή. Και εμείς, λαμβάνουμε μέρος σ’ αυτές τις προσωπικές σχέσεις του Θεού. Περί Αγίας Τριάδος δεν χωρεί αποφατισμός, εκτός του ότι βέβαια οι αναλογίες που θα χρησιμοποιήσουμε είναι όλες ανεπαρκείς σε όποιο σημείο και αν θελήσουμε να δούμε την Αγία Τριάδα με αναλογίες ανθρώπινες. Κάπου η αναλογία σταματάει όπως η αναλογία των τριών ανθρώπων κ.λ.π.
Αφού λοιπόν μπορούμε να κάνουμε λόγο για τον Θεό καθ’ Εαυτόν ως προς την Τριαδική Του ύπαρξη και όχι ως προς την ουσία Του, τότε το ερώτημα τίθεται εάν αυτός ο λόγος που κάνουμε περί Τριάδος στην αιώνια ύπαρξη του Θεού, στηρίζεται ή μάλλον μας αποκαλύπτει τις ίδιες σχέσεις και τις ίδιες ιδιότητες που μας αποκαλύπτονται στην οικονομία. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τον Αυγουστίνο. Όταν δίνει υποστατική ιδιότητα θετική στον Λόγο και λέει ότι είναι η Γνώση του Θεού, τότε όταν μας αποκαλύπτεται ο Λόγος στην «Οικονομική» Τριάδα, στην Οικονομία, θα πρέπει να μας αποκαλύπτεται κατ’ εξοχήν με την ιδιότητά Του αυτή την υποστατική, που είναι η γνώση. Να είναι δηλαδή η αποκάλυψη ή το μέσον το γνωστικό με το οποίον φθάνουμε στον Θεό. Και πράγματι η έννοια του λόγου στον Β΄ αιώνα κυρίως και στον Γ΄ αιώνα χρησιμοποιήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Το ότι ο Υιός ταυτίσθηκε στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο με τον Λόγο, έδωσε την αφορμή στον Ιουστίνο και σε μια σειρά άλλων συγγραφέων εκείνης της εποχής να δουν στο Πρόσωπο του Χριστού το γνωστικό μέσο με το οποίο φθάνουμε στον Θεό. Γι’ αυτό και έβαλε και τους φιλοσόφους όλους μέσα σ’ αυτό το λόγο τον «σπερματικό», όπως τον ονόμασε. Μετέχουν όλοι του λόγου και επομένως η ιδιότητα του Υιού είναι μια ιδιότητα αποκαλύψεως της γνώσεως του Θεού. Συγχρόνως το Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται με άλλες ιδιότητες, όπως η ιδιότητα της κοινωνίας, και επομένως το Άγιο Πνεύμα μας εμφανίζει τον Θεό ως κοινωνία.
Το εάν το Άγιο Πνεύμα και ο Λόγος έχουν αυτές τις ιδιότητες στις Υποστάσεις Τους αιώνια ή εάν αυτές τις ιδιότητες τις προσλαμβάνουν προς χάριν μας στην οικονομία, είναι ένα λεπτό και πολύ σπουδαίο θέμα. Οι Έλληνες Πατέρες αποφεύγουν να δώσουν θετικές υποστατικές ιδιότητες στα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, διότι εάν έκαναν αυτό που κάνει ο Αυγουστίνος δίνοντας υποστατικές ιδιότητες, τότε θα πρέπει να πούμε ότι, ό,τι ο Θεός είναι στην αιώνια ύπαρξή Του, - επί παραδείγματι ό,τι είναι ο Λόγος – αυτό μεταφέρει και στην οικονομία. Οπότε φθάνουμε σε μια αναγκαστική οικονομία. Διότι εάν ο Υιός είναι Λόγος του Θεού, η γνώση Αυτού, αυτή η γνώση πρέπει να μεταδοθεί και στην οικονομία για να γίνει γνωστός ο Θεός. Να μεταφερθεί στην Οικονομία αναγκαστικά δια του Υιού. Στο Μεσαίωνα είχε τεθεί το πρόβλημα, αν θα μπορούσε ένα άλλο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος να σαρκωθεί. Και η απάντηση που δόθηκε από άλλους ήταν ότι θα μπορούσε. Δεν υπάρχει καμιά λογική ανάγκη «γιατί μόνο ο Υιούς να σαρκωθεί». Από άλλους δόθηκε η απάντηση, και σήμερα δίνεται η απάντηση από τον Rahner κυρίως, και άλλους δυτικούς θεολόγους, ότι μόνο ο Υιός θα μπορούσε να σαρκωθεί. Διότι μόνον Αυτός είναι ο Λόγος, ο Οποίος κάνει γνωστό τον Θεό. Μέσα στον ίδιο τον Θεό αιώνια, ο Θεός γνωρίζει τον εαυτό Του δια του Υιού και Λόγου. Επομένως εάν ο Θεός θέλει να κάνει τον εαυτό Του γνωστό σε εμάς, στην οικονομία, θα πρέπει πάλι να χρησιμοποιήσει αυτό το όργανο που έχει ο Ίδιος, της γνώσεως, δηλαδή τον Λόγο. Θα ήταν επομένως αναγκαστική αυτή η επιλογή που έκανε, να σαρκωθεί ο Λόγος. Δεν θα ήταν ελεύθερη.
Εάν από την άλλη μεριά αποφύγουμε να δώσουμε θετικό περιεχόμενο στις ιδιότητες των Προσώπων και βεβαίως δεν ταυτίσουμε τον Λόγο με το γνωστικό όργανο του Θεού, τότε γιατί να σαρκωθεί μόνον ο Υιός; Δεν έχουμε λογική απάντηση, αναγκαστικό λογικό επιχείρημα που να πείθει ότι μόνο ο Υιός θα μπορούσε να σαρκωθεί, διότι μόνο Αυτός έχει την ιδιότητα αυτή. Αλλά το αφήνουμε στην ελευθερία, διότι ο Υιός είπε «Ναι» στον Πατέρα ελεύθερα και ανέλαβε αυτή την αποστολή, την οικονομία επάνω Του. Κινούμεθα σε ατμόσφαιρα ελευθερίας πλέον, και όχι σε ατμόσφαιρα λογικής ανάγκης. Διαφορετικά εάν δώσουμε θετικό περιεχόμενο στις υποστατικές ιδιότητες, κινούμεθα υποχρεωτικά σε λογική ανάγκη ως προς την οικονομία.
Ο Αυγουστίνος και ο Θωμάς ο Ακινάτος στήριξαν το Filioque στο επιχείρημα ότι αφού ο Υιός και Λόγος είναι η Γνώση του Θεού, και το Πνεύμα είναι η Αγάπη του Θεού, άρα το Πνεύμα πρέπει να εξαρτάται αιώνια επίσης στην προέλευσή Του και από τον Υιό διότι – το λέει σαφώς ο Αυγουστίνος αυτό, - η Γνώση προηγείται της Αγάπης. Δεν μπορείς να αγαπάς κάτι που δεν γνωρίζεις. Αυτό είναι ένα μεγάλο λάθος. Έτσι δημιουργείται ένα λογικό επιχείρημα, μια λογική αναγκαιότητα. Εφ’ όσον δεν μπορείς να αγαπάς κάτι που δεν το γνωρίζεις, δεν μπορεί ο Θεός να αγαπά τον Εαυτό Του εάν δεν προηγηθεί η Γνώση Του μέσω του Υιού και μόνο με βάση την σχέση της μνήμης με τη γνώση που κάνει, συγκεκριμενοποιεί και πραγματοποιεί τη γνωστική ικανότητα του Νου που είναι ο Θεός. Μόνο πάνω σ’ αυτή τη βάση μπορεί να οικοδομηθεί η αγάπη, το Πνεύμα. Μ' αυτό τον τρόπο έχουμε λογικές αναγκαιότητες πλέον, όταν δώσουμε θετικό περιεχόμενο στις υποστάσεις, θετικές ιδιότητες. Κι όταν οι Έλληνες Πατέρες αποφεύγουν αυτό το θετικό περιεχόμενο, συγχρόνως εισάγουν ατμόσφαιρα ελευθερίας σ’ όλα αυτά τα μεγάλα ερωτήματα, όπως το: «γιατί να σαρκούται ο Υιός και όχι το Πνεύμα;»
Αλλά αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να ταυτίσουμε την Τριάδα της οικονομίας απολύτως με την Τριάδα την αιώνια της Θεολογίας. Εδώ υπάρχει μια μεγάλη δυσκολία. Εάν δεν την ταυτίσουμε κινδυνεύουμε να πούμε ότι ο Θεός στην οικονομία δεν μας έδωσε και δεν μας έδειξε τον πραγματικό Εαυτό Του, αλλά κατά κάποιο τρόπο κάτι μας έκρυψε. Δεν μας είπε ποιος είναι πραγματικά. Συνεπώς δεν μπορούμε να πούμε ότι άλλη είναι η Θεολογική Τριάς και άλλη είναι η Οικονομική Τριάς. Πρέπει να πούμε ότι είναι μία και η αυτή Τριάς. Τότε σε τι συνίσταται η διαφορά; Η διαφορά συνίσταται στο ότι για την Θεολογική Τριάδα δεν μπορούμε να πούμε τίποτε το θετικό ως προς το περιεχόμενο των ιδιοτήτων των Προσώπων. Εδώ έχουμε ένα στοιχείο αποφατισμού. Για την «Οικονομική» Τριάδα μπορούμε να πούμε θετικά πράγματα ως προς τις ιδιότητες των Προσώπων, αλλά αυτό διότι τα Πρόσωπα αυτά ελεύθερα ανέλαβαν αυτού του είδους τις ιδιότητες μέσα στην οικονομία. Δηλαδή αν ο Υιός παρουσιάζεται ως η αποκάλυψη του Πατρός («ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα»), αυτό δεν σημαίνει ότι και στην αιώνια Τριάδα έχει ο Υιός αυτή την λειτουργία και την ιδιότητα. Εάν το Πνεύμα παρουσιάζεται ως αγάπη και ως κοινωνία, σε μας, ως Αυτό που δημιουργεί το δεσμό της αγάπης της Εκκλησίας, οικοδομεί την Εκκλησία, και όλα αυτά, αυτό δεν σημαίνει ότι και μέσα στην Αγία Τριάδα, στην Θεολογική Τριάδα, το Άγιο Πνεύμα κάνει αυτό το έργο. Διότι με την ίδια λογική θα έπρεπε να πούμε ότι και η Σταύρωση του Λόγου είναι και αυτή μέρος της αιώνιας, της Θεολογικής Τριάδος. Όπως με τη Σταύρωση ο Υιός αναλαμβάνει ένα λειτούργημα, μια ιδιότητα, μία σχέση την οποία δεν είχε προηγουμένως αιωνίως, έτσι και το Πνεύμα και οι άλλες ιδιότητες του Χριστού τις οποίες βλέπουμε στην οικονομία, δεν είναι προεκτάσεις των ιδιοτήτων των Προσώπων της Θεολογικής, της αιωνίου Τριάδος, αλλά είναι ιδιότητες τις οποίες παίρνουν τα Πρόσωπα αυτά ελεύθερα προς χάριν μας.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να κάνουμε επίσης μια άλλη πολύ σημαντική παρατήρηση. Ότι ακριβώς επειδή αυτές οι ιδιότητες έχουν σχέση με την οικονομία και όχι με την θεολογία, η διαφοροποίηση των ιδιοτήτων πρέπει να περιορισθεί μόνο στην οικονομία και όταν γίνεται λόγος για την θεολογία δεν επιτρέπεται να κάνουμε αυτές τις διαφοροποιήσεις. Δηλαδή να λέμε ότι ο Ένας είναι Αγάπη και ο Άλλος είναι Γνώση. Τίποτα από αυτά δεν μπορεί να λεχθεί ως προς την θεολογία. Οπότε τι σημαίνει αυτό; Ότι στο επίπεδο της θεολογίας όλες οι ενέργειες, - διότι περί ενεργειών πρόκειται, - είναι ενιαίες, ταυτόσημες. Διαφοροποιούνται στο επίπεδο της οικονομίας.
Ας πάρουμε την Αγάπη του Θεού. Δεν μπορούμε να πούμε ότι η Αγάπη είναι χαρακτηριστικό Ενός μόνο Προσώπου. Πρέπει να πούμε ότι η Αγάπη είναι κοινό χαρακτηριστικό όλων των Προσώπων. Πηγάζει όπως και κάθε ενέργεια του Θεού από τον Πατέρα («Η αγάπη του Θεού και Πατρός») αλλά μετέχει σε αυτήν την ενέργεια, όπως μετέχει στην μία ουσία και στην μία ενέργεια και ο Υιός και το Πνεύμα. Και είναι κοινή η ενέργεια. Πάσα ενέργεια θεόθεν προερχομένη είναι κοινή των Τριών Προσώπων. Μόνο όταν φθάσουμε στο επίπεδο της οικονομίας, τότε αρχίζει αμέσως η διαφοροποίηση. Κατανομή των ιδιοτήτων και των αρμοδιοτήτων. Ενώ στη θεολογία δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό στο επίπεδο του αιωνίου Θεού.
Αυτό είναι σημαντικό και ως προς την ενότητα του Θεού από την άποψη πλέον όχι της ουσίας, για την οποία δεν μπορούμε να πούμε τίποτε αλλά από την άποψη της ενεργείας. Διότι όπως ξέρετε με την ενέργεια του Θεού επικοινωνεί ο Θεός με εμάς κι εμείς επικοινωνούμε μ’ Αυτόν. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έκανε αυτή τη διάκριση ουσίας και ενεργείας. Είναι βέβαια παλαιότερη, ανάγεται πάλι στους Καππαδόκες, αλλά τη συστηματοποίησε, την εκμεταλλεύτηκε περισσότερο, και ο σκοπός αυτής της διακρίσεως είναι να κρατηθεί η ουσία του Θεού ανεπηρέαστη από την οικονομία. Δηλαδή ο Θεός να διατηρήσει την υπερβατικότητά Του καθ’ ον χρόνον ενεργεί κατά την οικονομία.
Αλλά φυσικά δεν είναι η ενέργεια του Θεού κάτι που το αποκτά ο Θεός προκειμένου να κάνει την Οικονομία αυτή, αλλά είναι κάτι που υπάρχει ήδη. Αλλά στην θεολογία, δηλαδή προ της οικονομίας, η ενέργεια αυτή είναι ενιαία. Ενώ στην Οικονομία εκφράζεται διαφοροτρόπως χωρίς να δημιουργεί διαίρεση ή απόσταση ή χωρισμό των Τριών Προσώπων.
Τα τρία Πρόσωπα στην Οικονομία ενεργούν πάντοτε μαζί αλλά δεν κάνουν και τα τρία το ίδιο έργο. Η ενέργεια του Θεού διαφοροποιείται στο πεδίο της Οικονομίας, χωρίς να επιφέρει χωρισμό των Προσώπων. Όπου ο Πατήρ εκεί και ο Υιός, και το Άγιο Πνεύμα. Όπου ο Υιός εκεί και το Πατήρ και το Πνεύμα. Δεν μπορούν αυτά να χωρίσουν. Αλλά ό,τι κάνει ο Πατήρ, δεν είναι αυτό που κάνει ο Υιός κ.ο.κ. Αλλά όλες αυτές οι διαφορετικές λειτουργίες, αυτές οι διαφοροποιήσεις της ενεργείας του Θεού στην Οικονομία, δεν αποτελούν προεκτάσεις διαφοροποιήσεων μέσα στην «αιώνια» Τριάδα.
Η δυτική θεολογία έφθασε στο σημείο να συνδέει τις οικονομικές διαφοροποιήσεις με διαφοροποιήσεις μέσα στην «αιώνια» Τριάδα, με οντολογικές διαφοροποιήσεις δηλαδή. Και είναι αυτός ένας από τους λόγους για τους οποίους έχει εγκλωβισθεί και στο Filioque θεολογικά.
Η θέση των Ελλήνων Πατέρων δημιουργεί αμέσως μια ριζική διάκριση μεταξύ θεολογίας και οικονομίας, την οποία είχε ασφαλώς επισημάνει (και μάλιστα είναι αυτός που την εισήγαγε, γιατί προ αυτού δεν έχουμε παρόμοιες διατυπώσεις) ο Μέγας Βασίλειος. Και θα αναφέρουμε λίγο το ιστορικό αυτής της υποθέσεως.
Στο έργο του «Περί Αγίου Πνεύματος» ο Μέγας Βασίλειος εισάγει μια δοξολογία ή μάλλον εκεί μέσα υπερασπίζει μια δοξολογία, την οποίαν εισήγαγε στην επαρχία του στην Λειτουργία, η οποία ήταν διαφορετική από τη δοξολογία που ήταν τότε γνωστή και ήταν Αλεξανδρινής προελεύσεως. Η Αλεξανδρινή δοξολογία είχε τη μορφή:
«Δόξα τω Πατρί δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι».
Και η δοξολογία του Αγίου Βασιλείου, για την οποία προφανώς κατακρίθηκε και αναγκάσθηκε να απολογηθεί και για την οποία προηγουμένως λέει ότι είναι πολύ αρχαία, ήταν: «Δόξα τω Πατρί συν Υιώ συν Αγίω Πνεύματι», ή επίσης: «και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι». Δηλαδή αντικαθιστά το «δια» (δι’ Υιού) και το «εν» (Πνεύματι), αυτές τις προθέσεις με το «συν» ή το «και».
Έχει θεολογική σκοπιμότητα αυτή η αντικατάσταση, την οποία αναπτύσσει ο ίδιος στο περί Αγίου Πνεύματος. Η σκοπιμότητα είναι ότι με την πρώτη δοξολογία, την Αλεξανδρινή, με τις προθέσεις «δια» και «εν», γίνεται λόγος περί του Θεού με βάση την οικονομία. Διότι στην οικονομία εμφανίζεται ακριβώς ο Θεός σε μας ή εμείς Τον γνωρίζουμε μ’ αυτόν τον τρόπο, δια του Υιού εν Αγίω Πνεύματι. Αυτός ο τρόπος έχει και το στοιχείο της ιεραρχίας, της ιεραρχήσεως. Προηγείται ο Υιός και έπεται το Πνεύμα. Ο Μέγας Βασίλειος γράφει με αφορμή το ότι οι Πνευματομάχοι τους οποίους ήθελε να αντικρούσει, χρησιμοποιούσαν το «εν» (εν Αγίω Πνεύματι) σαν δηλωτικό χώρου για να πουν ότι εφ’ όσον στη δοξολογία μας λέμε «εν Πνεύματι» και το «εν» προϋποθέτει χώρο, επομένως το Πνεύμα είναι μεσ’ τη δημιουργία, μέσα στο χώρο και δεν είναι στη Θεότητα. Είναι αυτή μια αφορμή αλλά στην ουσία ήθελε να πει κάτι πολύ περισσότερο. Έκανε ουσιαστικά αυτή τη διάκριση αυτή, μεταξύ του τρόπου με τον οποίον αναφερόμαστε στον Θεό με βάση την Οικονομία και του τρόπου με τον οποίον αναφερόμαστε στον Θεό με βάση όχι την Οικονομία, αλλά περισσότερο με βάση την Ευχαριστιακή εμπειρία στη Λατρεία. Οπότε το σχήμα αυτό του «δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι» δεν είναι απαραίτητο για να εκφράσουμε τις σχέσεις Πατρός, Υιού και Πνεύματος. Αυτό είναι ένα σημείο πολύ λεπτό.
Μ’ αυτό τον τρόπο ο Μέγας Βασίλειος κάνει ένα είδος αποφατισμού διότι οι προθέσεις «δια» και «εν» λένε κάτι θετικό για τα Τρία Πρόσωπα ενώ το «συν» και το «και» δεν μας λένε τίποτα θετικό. Μας λένε απλώς ότι το ένα βρίσκεται δίπλα στο άλλο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο την «Θεολογία»(με την ακριβή έννοια του όρου) την απογυμνώνει ο Μέγας Βασίλειος από τις σχέσεις των τριών Προσώπων που παρατηρούμε στην Οικονομία. Και αυτό είναι σημαντικό, διότι ήδη οι Αλεξανδρινοί Πατέρες και κυρίως ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ακριβώς επειδή είχαν ως βάση τη δοξολογία αυτή, είχαν φθάσει ήδη στο σημείο να μεταφέρουν στην αιώνια ύπαρξη του Θεού το Filioque κατά κάποιον τρόπο. Δηλαδή την εξάρτηση του Πνεύματος από τον Υιό, ωσάν και αιωνίως το Πνεύμα να εκφέρεται δια του Υιού. Βεβαίως με πάρα πολλές επεξηγήσεις, που δεν σχετίζονται με το Παπικό Filioque.
Κατά την άποψη του Μεγάλου Βασιλείου, ο λόγος περί Θεού με βάση την Οικονομία, περιλαμβάνει σχέσεις των Προσώπων, οι οποίες δεν είναι κατ’ ανάγκην οι σχέσεις που υπάρχουν στο επίπεδο της Θεολογίας. Γι’ αυτό και κάνει αυτή την αλλαγή των προθέσεων στη δοξολογία. Τις αντικαθιστά με το «συν» και το «και», για να δηλώσει ότι ενώ για την Οικονομία μπορούμε να λέμε το «δια» και το «εν», υπάρχει άλλος τρόπος, αναφερόμενοι στη Θεολογία μόνο, να μη μιλούμε με το «δια» και το «εν». Επομένως κάνει μια βαθιά τομή μεταξύ της «Οικονομικής» και της «Αιωνίου» Τριάδος χωρίς να μιλάει για κάποια άλλη Τριάδα.
Το συμπέρασμα, λοιπόν απ’ αυτά, είναι ότι η Αγία Τριάς, την οποία βλέπουμε στην Οικονομία, μας επιτρέπει να δίνουμε θετικό περιεχόμενο στις υποστατικές ιδιότητες. Αλλά ένα θετικό περιεχόμενο το οποίο δεν μπορούμε να επεκτείνουμε μέσα στην «Αιώνια» Τριάδα.
Βιβλιογραφία
- Ιωαννου Σ. Ρωμανίδου, «Πατερική Θεολογία» , Εκδόσεις Παρακαταθήκη, 2004
- Βικιπαίδεια Λήμα «Θεολογία»