Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Πρότυπο:Σ"
(→Σήμαντρο) |
|||
Γραμμή 16: | Γραμμή 16: | ||
<div style="text-align: left; margin: 0px; padding: 1px; padding-left: 5px; font-weight:bold;font-size:120%;"></div> | <div style="text-align: left; margin: 0px; padding: 1px; padding-left: 5px; font-weight:bold;font-size:120%;"></div> | ||
− | :[[Σήμαντρο]] ονομάζεται το ξύλινο ή μεταλλικό επίμηκες αντικείμενο το οποίο κρούεται ρυθμικά για να αφυπνίσει ή να συνάξει τους μοναχούς ή και τους λαϊκούς ώστε να παραστούν στην τέλεση των [[Ιερές ακολουθίες]] | + | :[[Σήμαντρο]] ονομάζεται το ξύλινο ή μεταλλικό επίμηκες αντικείμενο το οποίο κρούεται ρυθμικά για να αφυπνίσει ή να συνάξει τους μοναχούς ή και τους λαϊκούς ώστε να παραστούν στην τέλεση των [[Ιερές ακολουθίες|ιερών ακολουθιών]].<br>'''<small>(«''Σήμαντρον''», Βεργωτής Γεώργιος, ''Λεξικόν Λειτουργικών και Τελετουργικών Όρων'', 3η έκδ. βελτιωμένη και επαυξημένη, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 195-196)'''</small></div> |
====[[Σιγίλλιο]]==== | ====[[Σιγίλλιο]]==== |
Αναθεώρηση της 17:47, 11 Νοεμβρίου 2008
Περιεχόμενα
Σαλός
- Σαλός ή διά Χριστόν Σαλός (και κατά Χριστόν Σαλός) ονομάζεται ο Άγιος της Εκκλησίας ο οποίος σε ακραία κατάσταση ασκητικής αυταπάρνησης προσποιείται τον σαλό, τον τρελό ώστε να υπομείνει προς δόξα Θεού την άκρα ταπείνωση.
(«Σαλοί διά Χριστόν», Ζαχαρόπουλος Νίκος, Επίτομο Ιστορικό-Θεολογικό Λεξικό, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 362)
Σεβασμιώτατος
- Σεβασμιώτατος είναι τίτλος ο οποίος αποδίδεται στους μητροπολίτες της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εμφανίζεται από αρχές του 18ου αιώνα ως τίτλος του Οικουμενικού Πατριάρχη, μετά όμως την επέκτασή του στους μητροπολίτες έπαψε να είναι πλέον πατριαρχικός.
(«Σεβασμιότατος», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 11, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1967, στ. 9)
Σήμαντρο
- Σήμαντρο ονομάζεται το ξύλινο ή μεταλλικό επίμηκες αντικείμενο το οποίο κρούεται ρυθμικά για να αφυπνίσει ή να συνάξει τους μοναχούς ή και τους λαϊκούς ώστε να παραστούν στην τέλεση των ιερών ακολουθιών.
(«Σήμαντρον», Βεργωτής Γεώργιος, Λεξικόν Λειτουργικών και Τελετουργικών Όρων, 3η έκδ. βελτιωμένη και επαυξημένη, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 195-196)
Σιγίλλιο
- Σιγίλλιο (από το λατινικό sigillum=σφραγίδα), ονομάζεται πατριαρχικό (ή και Αυτοκρατορικό) έγγραφο, το οποίο φέρει τη σφραγίδα του Πατριάρχη και έχει περιεχόμενο επιβεβαιωτικό, αφοριστικό κ.ά.
(«Σιγίλλιο», Μαλαβάκης Νίκος, Βυζαντινολόγιο-Λεξικό Εκκλησιαστικών και Θρησκευτικών όρων, Αστήρ, Αθήνα 1999, σελ. 126)
Σκευοφυλάκιο
- Σκευοφυλάκιο ονομάζεται ο χώρος στα δεξιά του ιερού βήματος όπου τοποθετούνται από τους διακόνους τα λειτουργικά αντικείμενα, τα άμφια και τα αρχεία του ναού.
(«Σκευοφυλάκιον», Βεργωτής Γεώργιος, Λεξικόν Λειτουργικών και Τελετουργικών Όρων, 3η έκδ. βελτιωμένη και επαυξημένη, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 198)
Σύμβολο
- Σύμβολο αποκαλείται το κάθε αντικείμενο, λέξη ή σχήμα το οποίο χρησιμοποιείται για τη φανέρωση και απόδειξη μίας αλήθειας. Η γλώσσα της εκκλησίας μάλιστα χρησιμοποίησε από πολύ νωρίς σε μεγάλη έκταση αυτή τη μορφή έκφρασης, ώστε να εκφραστούν οι υπέρλογες και υπερφυσικές αλήθειες της πίστεως. Μερικά από τα σύμβολα που χρησιμοποιεί η εκκλησία είναι κινητά σημεία (σταυρός, ευλογία), ζώα (δράκοντας), φυτά (δένδρα), οχήματα (κιβωτός), εικόνες, πρόσωπα, γράμματα (Ι.Χ.Θ.Υ.Σ.).
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)