Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Κόλαση"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ (Η κόλαση στην ορθόδοξη παράδοση)
μ (Η αλλοίωση της ορθόδοξης αποστολικής, πατερικής θεολογίας)
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
 
=== Η αλλοίωση της ορθόδοξης αποστολικής, πατερικής θεολογίας===
 
=== Η αλλοίωση της ορθόδοξης αποστολικής, πατερικής θεολογίας===
  
Η κόλαση, ως θεολογικό ζητούμενο, είναι ένα θεμελιώδες ζήτημα στην ορθόδοξη θεολογία. Στο ορθόδοξο ποίμνιο, έχει εισέλθει, η δυτική θεολογική προσέγγιση της έννοιας της κολάσεως όπως αυτή θεμελιώθηκε από το σχολαστικισμό. Καθ'αυτή την προσέγγιση η κόλαση και ο παράδεισος είναι δύο ξεχωριστά τόποι, μια εκδοχή που κατά την ορθόδοξη θεολογία είναι ειδωλολατρική. Έτσι η κόλαση είναι τόπος τιμωρίας και αποτελεί ένα ετοιμασμένο από το Θεό μέρος για την καταδίκη των αμαρτωλών. Επίσης είναι τόπος απουσίας του Θεού ή της οράσεως της ''Θείας Ουσίας'', ενώ οι Φράγκοι εισήγαγαν και την έννοια της κτιστής κολάσεως, με την καθιέρωση του ''καθαρτηρίου πυρός'', κατά την οποία η κόλαση δεν είναι αιώνια, αφού ο θεός αποκαταστά εν τέλη μέσω του καθαρτηρίου, τους αμαρτωλούς.
+
Η κόλαση, ως θεολογικό ζητούμενο, είναι ένα θεμελιώδες ζήτημα στην ορθόδοξη θεολογία. Στο ορθόδοξο ποίμνιο, έχει εισέλθει, η δυτική θεολογική προσέγγιση της έννοιας της κολάσεως όπως αυτή θεμελιώθηκε από το σχολαστικισμό. Καθ'αυτή την προσέγγιση η κόλαση και ο παράδεισος είναι δύο ξεχωριστά τόποι, μια εκδοχή που κατά την ορθόδοξη θεολογία είναι ειδωλολατρική. Έτσι η κόλαση είναι τόπος τιμωρίας και αποτελεί ένα ετοιμασμένο από το Θεό μέρος για την καταδίκη των αμαρτωλών. Επίσης είναι τόπος απουσίας του Θεού ή της οράσεως της ''Θείας Ουσίας'', ενώ οι Φράγκοι εισήγαγαν και την έννοια της κτιστής κολάσεως, με την καθιέρωση του ''καθαρτηρίου πυρός'', κατά την οποία η κόλαση, για μερικούς πιστούς, δεν είναι αιώνια, αφού ο Θεός αποκαταστά εν τέλη μέσω του καθαρτηρίου, τους αμαρτωλούς.
  
 
=== Η κόλαση στην ορθόδοξη παράδοση ===
 
=== Η κόλαση στην ορθόδοξη παράδοση ===

Αναθεώρηση της 09:05, 31 Μαρτίου 2008

Κόλαση αποκαλείται η πνευματική κατάσταση, που οδηγείται ο άνθρωπος εκουσίως, λόγω της άρνησης μετοχής του, στη σωτήριο χάρη του Αγίου Πνεύματος. Η κόλαση, αντίθετα από τη δυτική παράδοση, στην ορθόδοξη θεολογία δεν είναι τόπος ή μέρος ετοιμασμένο από το Θεό για την καταδίκη του ανθρώπου, αλλά μια κατάσταση βίωσης, στην οποία εισέρχεται ο άνθρωπος, με βάση την προετοιμασία, από τον εγκόσμιο βίο του.

Η αλλοίωση της ορθόδοξης αποστολικής, πατερικής θεολογίας

Η κόλαση, ως θεολογικό ζητούμενο, είναι ένα θεμελιώδες ζήτημα στην ορθόδοξη θεολογία. Στο ορθόδοξο ποίμνιο, έχει εισέλθει, η δυτική θεολογική προσέγγιση της έννοιας της κολάσεως όπως αυτή θεμελιώθηκε από το σχολαστικισμό. Καθ'αυτή την προσέγγιση η κόλαση και ο παράδεισος είναι δύο ξεχωριστά τόποι, μια εκδοχή που κατά την ορθόδοξη θεολογία είναι ειδωλολατρική. Έτσι η κόλαση είναι τόπος τιμωρίας και αποτελεί ένα ετοιμασμένο από το Θεό μέρος για την καταδίκη των αμαρτωλών. Επίσης είναι τόπος απουσίας του Θεού ή της οράσεως της Θείας Ουσίας, ενώ οι Φράγκοι εισήγαγαν και την έννοια της κτιστής κολάσεως, με την καθιέρωση του καθαρτηρίου πυρός, κατά την οποία η κόλαση, για μερικούς πιστούς, δεν είναι αιώνια, αφού ο Θεός αποκαταστά εν τέλη μέσω του καθαρτηρίου, τους αμαρτωλούς.

Η κόλαση στην ορθόδοξη παράδοση

Στα ευαγγέλια γίνεται συχνή αναφορά στη κόλαση, από τον Κύριο Ιησού Χριστό. Για την ορθόδοξη θεώρηση όμως η περιγραφή της καταστάσεως, ως πυρ, αφορά μια πνευματική κατάσταση βιώσεως των ανθρώπων, μετά τη δευτέρα παρουσία.

Στην ορθόδοξη θεολογία η κόλαση είναι μια διαφορετική καταστάση από τον παράδεισο, που όμως προκύπτει από την ίδια άκτιστη πηγή και βιώνεται ως διαφορετική εμπειρία. Η εμπειρία αυτή είναι είναι η θέα του Θεού, μέσα στο άκτιστο της θεότητάς του, όπως θα καθοράται μετά τη δευτέρα και ένδοξη παρουσία του. Έτσι παράδεισος και κόλαση, είναι η ίδια πραγματικότητα, βιούμενη με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα την προετοιμασία της ψυχής στον εγκόσμιο βίο. Γι αυτό το λόγο η κόλαση δεν είναι τόπος «δίκης» για τον αμαρτωλό αλλά η δυνατότητα θέασης βίωσης της μακαριότητας του Θεού, με βάση την καθαρότητα της «καρδιάς» του ανθρώπου, η οποία μέσω της εκκλησίας θεραπεύεται και οδηγείται στην εν Χριστώ τελείωση και το φωτισμό, με τη συνεργό χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Η πνευματική μετοχή λοιπόν στην κόλαση, αποβαίνει κατεξοχήν ζήτημα του πιστού. Στην παραβολή του Πλουσίου με τον Λάζαρο[1], διαφαίνεται, πως ο πλούσιος αρνείται την προσφερόμενη από το θεό σωτηρία, δηλαδή βλασφημεί κατά του Αγίου Πνεύματος και οδηγείται στη κόλαση, από όπου δύναται να δει την ίδια πραγματικότητα με το Λάζαρο, δηλαδή και τον παράδεισο και την κόλαση, αλλά αδυνατεί να βιώσει τον παράδεισο. Αυτό διότι οι κολασμένοι, λόγω πώρωσης[2] και μη καθαρότητας της καρδίας των, δύναται να δουν ως σωτηρία μόνο το πυρ, διότι η κατάστασή τους, αδυνατεί να δεχθεί άλλη μορφή σωτηρίας. Έτσι και αυτοί φτάνουν στην τελείωση, αλλά μόνο οι δίκαιοι τελειούνται σωζόμενοι, καθώς για τους υπολοίπους, η σωτήρια είναι η κόλαση, εξαιτίας οτι εν ζωή επεδίωξαν μόνο την ευδαιμονία. Δίκαιοι λοιπόν και άδικοι περνούν από το πυρ της Θείας παρουσίας, αλλά οι μεν περνούν «αλώβητοι», οι δε «καιόμενοι», όπως ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός παρατηρεί, τον 12ο αιώνα.

Τελικά γίνεται αντιληπτό, πως ο Θεός δεν είναι τιμωρός και η κόλαση δεν είναι ο ετοιμασμένος τόπος καταδίκης των αμαρτωλών, αλλά ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος με τη στάση του για την πορεία που ακολουθήσει και τρόπο που βιώσει τον ίδιο τον Θεό, εν ημέρα κρίσεως. Αντίστοιχα πρέπει ο ορθόδοξος να αντιληφθεί πως το μυστήριο της κολάσεως βιώνεται μέσα στον κόσμο, μέσω της μυστηριακής ζωής της εκκλησίας και ιδιαιτέρως της Θείας Ευχαριστίας, που η κατάλληλη προετοιμασία οδηγεί σε αξιότητα μετοχής των αχράντων μυστηρίων, ενώ πυρ εσωτερικό αποβαίνει, για τον αναξίως μετέχοντα. Εν τέλη κόλαση είναι μια κατάσταση άκτιστη, αδύνατο να νοηθεί από τη ανθρώπινη αίσθηση. Παρόλη την αντίθετη θεολόγηση της δυτικής θεολογίας, περί κτιστού και οτι ο μετέχων της κολάσεως δε θα δύναται να ορά τον Θεό, ο ορθόδοξη θεολογία, μένοντας πιστή στη Γραφή, ισχυρίζεται πως και αυτοί θα έχουν τη δυνατότητα να δουν το Θεό, όπως στην παραβολή του πλουσίου με τον Λάζαρο περιγράφεται, χωρίς να συμμετέχουν στην μακαριότητά του για την οποία προετοιμάστηκε ο άνθρωπος να ζήσει.

Υποσημειώσεις

  1. Κατά Λουκάν, 16
  2. Κατά Μάρκον 3,5

Πηγές