Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Πίστευε και μη ερεύνα"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ
Γραμμή 25: Γραμμή 25:
 
: ''"...ή τις επόψεται τα απόρρητα; Απρόσιτος μεν γαρ αυτών η θέα, δυσερμήνευτος δε παντελώς των νοηθέντων λόγος. '''Πλην αλλ' επειδή παρά τω δικαίω κριτή και υπέρ μόνου του προέλεσθαι τα δέοντα, ουκ ευκαταφρόνητοι εισίν αφωρισμένοι μισθοί, μη αποκνήσομεν προς έρευναν'''"''<ref>Μ. Βασιλείου, ''"Εις την Εξαήμερον"'', PG 29, 28 CD</ref>
 
: ''"...ή τις επόψεται τα απόρρητα; Απρόσιτος μεν γαρ αυτών η θέα, δυσερμήνευτος δε παντελώς των νοηθέντων λόγος. '''Πλην αλλ' επειδή παρά τω δικαίω κριτή και υπέρ μόνου του προέλεσθαι τα δέοντα, ουκ ευκαταφρόνητοι εισίν αφωρισμένοι μισθοί, μη αποκνήσομεν προς έρευναν'''"''<ref>Μ. Βασιλείου, ''"Εις την Εξαήμερον"'', PG 29, 28 CD</ref>
  
Κατά τον ''Μ. Βασίλειο'', ''"από τη μια μεριά είναι 'απόρρητα' τα μυστήρια του Θεού, 'απρόσιτος η θέα αυτών' και 'δυσερμήνευτος ο λόγος των νοηθέντων', και από την άλλη δεν πρέπει κανείς να διστάζει για την έρευνα· υπάρχει μισθός και αμοιβή από τον ίδιο τον Θεό!"''<ref>Ματσούκας Α. Νίκος, ''Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου'', (Φιλοσοφική και Θεολογική Βιβλιοθήκη #10), 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 66.</ref>. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε έκφραση με το περιεχόμενο ''"πίστευε και μη ερεύνα"'' δεν είναι ποτέ απαγορευτική, αλλά μόνο συμβουλευτική εξαιτίας της οντολογικής αδυναμίας προσέγγισης του ''Ακτίστου''. Τελικά όμως η λειτουργικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης ''"εκφράζεται σε μια ενιαία διάσταση βατής και υπερβατής πραγματικότητας"'' και ''"το συντονιστικό κέντρο αυτής της λειτουργικότητας είναι η θεία χάρη"''<ref>Ματσούκας, ''Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία...'', ό.π.</ref>.
+
Κατά τον ''Μ. Βασίλειο'' δηλ., ''"από τη μια μεριά είναι 'απόρρητα' τα μυστήρια του Θεού, 'απρόσιτος η θέα αυτών' και 'δυσερμήνευτος ο λόγος των νοηθέντων', και από την άλλη δεν πρέπει κανείς να διστάζει για την έρευνα· υπάρχει μισθός και αμοιβή από τον ίδιο τον Θεό!"''<ref>Ματσούκας Α. Νίκος, ''Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου'', (Φιλοσοφική και Θεολογική Βιβλιοθήκη #10), 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 66.</ref>.  
 +
 
 +
Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε έκφραση με το περιεχόμενο ''"πίστευε και μη ερεύνα"'' δεν είναι ποτέ απαγορευτική, αλλά μόνο συμβουλευτική εξαιτίας της οντολογικής αδυναμίας του ανθρώπου να προσεγγίσει το ''Άκτιστο'' στην ουσία του. Και πάλι όμως, ο Θεός δεν στερεί από τον άνθρωπο τη ''"γνώση των μυστηρίων"'' ή την ''"κατανόηση των κρυπτών"'' τα οποία μπορεί να πετύχει όταν ενωθεί με το Θεό, όχι βέβαια ''"κατά την ουσία"'' αλλά ''"κατά την ενέργεια"''<ref>Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ''150 φυσικά, θεολογικά, ηθικά και πρακτικά κεφάλαια'', 75-76 στο: ''Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών'' (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 4ος, εκδ. Γ΄, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 321-322.</ref>. Έτσι, η ''"Θεωρία του Θεού και κοινωνία μετ' αυτού συνιστούν και προσδιορίζουν την επιτυχίαν της πορείας του διψώντος την αλήθειαν ανθρωπου [...] Η 'πράξις', ως ζωή κατά Θεόν, άγει τόσον εις την θεωρίαν ως γνώσιν του Θεού, δηλαδή εις την θεωρητικήν γνώσιν του Θεού"''<ref>Ξεξάκης Γ. Νικόλαος, ''Προλεγόμενα εις την Ορθόδοξον Δογματικήν'', Αθήνα 2000, σελ. 32.</ref>.
 +
 
 +
Τελικά η λειτουργικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης ''"εκφράζεται σε μια ενιαία διάσταση βατής και υπερβατής πραγματικότητας"'' και ''"το συντονιστικό κέντρο αυτής της λειτουργικότητας είναι η θεία χάρη"''<ref>Ματσούκας, ''Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία...'', ό.π.</ref>. Έτσι ο άνθρωπος που το επιθυμεί, μπορεί να ξεπεράσει τα όρια της γνώσης που προσφέρουν τα φυσικά μέσα και αυτό γίνεται με τη [[Θέωση]], δηλ. με τη ''θεία ένωση'' που μπορεί να επιτύχει ο άνθρωπος μέσω της αρετής και της ''μίμησης του Θεού'' η οποία τελεσιουργείται, ακριβώς, με την θεία χάρη<ref>Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ''Αγιορείτικος τόμος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων'', 75-76 στο: ''Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών'' (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 4ος, εκδ. Γ΄, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 354.</ref>.
 +
 
 +
Αυτό εξηγεί ο ''Όσιος Θεόδωρος Εδέσσης'' (7ος αι.) στο έργο του με τίτλο ''"Θεωρητικό"'':
 +
 
 +
:''"Ή γνώση είναι κατά φύση και υπέρ φύση [...] Κατά φύση λέμε τη γνώση που αποκτά η ψυχή περί της κτίσεως από την έρευνα και την αναζήτηση, μεταχειριζόμενη τα φυσικά μέσα και τις δυνάμεις [...] Υπερφυσική όμως είναι η γνώση που έρχεται στο νου πέρα από τη φυσική του μέθοδο και δύναμη [...] Αυτή η γνώση δίνεται μόνο από το Θεό, όταν βρει το νου να είναι πολύ καθαρμένος από κάθε υλική προσκόλληση και να κατέχεται από θείο έρωτα<ref>''Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών'' (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 2ος, εκδ. Δ΄, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 35.</ref>.
  
 
==Υποσημειώσεις==
 
==Υποσημειώσεις==

Αναθεώρηση της 18:10, 8 Οκτωβρίου 2009

Το απόφθεγμα Πίστευε και μή ερεύνα, είναι μία έκφραση που αποδίδεται κυρίως με αρνητικό περιεχόμενο, προσπαθώντας να δηλώσει ότι "η υπό της θεολογίας εκζητουμένη πίστις...ταυτίζεται προς την ευπιστίαν"[1]. Με ένα τέτοιο νόημα όμως, δεν μπορεί να αποτελεί "αξίωμα ευαγγελικόν"[2] και η Ορθόδοξη Θεολογία σαφώς εναντιώνεται σ' αυτό το περιεχόμενο. Όπως σημειώνει ο δογματολόγος Ν. Ματσούκας:

"Aτυχώς...επιστήμονες ή περί τα πράγματα της πίστης ασχολούμενοι, εξαιτίας ελαττωματικής και ατροφικής γνώσης των χριστιανικών αληθειών, νομίζουν ότι πίστη σημαίνει μια αδύναμη αφέλεια ή ότι η Αγία Γραφή διδάσκει το πίστευε και μη ερεύνα"[3].

Αντιθέτως, για τους Ορθοδόξους, η πίστη είναι κάτι δυναμικό, ένα προϊόν αγώνα "συνδεδεμένο με συγκεκριμένες μορφές ζωής" όπως "δείχνει και η γλωσσική διαμόρφωση...όρων" απ' αυτή τη λέξη, όπως "αξιόπιστο, αυτόπιστο, απιστία, πίστωση κ.λπ."[4]. Κατά συνέπεια, το λογικό του ανθρώπου "δεν αποτυφλούται" ούτε υποδουλώνεται από την πίστη[5]. Οι άνθρωποι, "εφόσον μετέχουν στό κοινωνικό σώμα της Εκκλησίας"[6], "διά της βιώσεως...του περιεχομένου...της πίστεως"[7], ζουν (πάντα σε μια ιστορική συνέχεια) πράγματα και γεγονότα, και έτσι κατανοούν "όσα του Θεού μπορούν να γίνουν γνωστά"[8]. Δεν τα ανιχνεύουν διαλεκτικά ή συλλογιστικά, αλλά αντιθέτως "οι συλλογισμοί ακολουθούν, μετά την πείρα των συμβάντων και συμβαινόντων"[9] και έτσι το λογικό είναι αυτό που μπορεί να προετοιμάσει τον άνθρωπο ώστε να οδηγηθεί στην "διά πίστεως αποδοχήν" εκείνου του περιεχομένου της Θεολογίας που είναι ακατάληπτο[10]. Θα μπορούσε π.χ. ο άνθρωπος να ελέγξει την αξιοπιστία των κομιστών του ευαγγελικού μηνύματος[11] πράγμα σημαντικό αφού με τις θεοφάνειες συντελείται "θεογνωσία...μέσω της δράσης της θείας δόξας" και αφορά γνώση όχι θεωρητική αλλά "άμεση και πείρα ζωής"[12].

Από μία άλλη όμως πλευρά, το Πίστευε και μή ερεύνα απαντάται στην ορθόδοξη παράδοση με Αποφατικό περιεχόμενο:

  • Ο Μ. Αθανάσιος Θεολόγος αναφέρει:
"...αλλά πίστευε είς πατέρα, μη ερευνήσεις δε το πράγμα. Προσκύνει τον Υιόν, μη πολυπράγμων την αυτού γέννησιν. Ανυμνεί το πνεύμα το Άγιον, μη εκζητών το της Αγίας Τριάδος μυστήριον"[13].
  • O άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος επίσης:
"Πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα παντοκράτορα. Πιστεύω, ουκ ερευνώ...ού διώκω το ακατάληπτον...ού μετρώ το αμέτρητον"[14].
  • Και ο Εφραίμ ο Σύρος, παρομοίως:
"...πίστευε, μή ερευνών...ο Θεός ο Πατήρ έπεμψε τόν μονογενή Υιόν...εσαρκώθη εν μήτρα τής αγίας Παρθένου, καί ετέχθη εξ αυτής εκ Πνεύματος Αγίου, έχε πληροφορίαν εις τήν καρδίαν σου...θεωρών ειλικρινώς εν οφθαλμοίς πίστεως αυτά τά πεπραγμένα καί ίδε τόν Κύριον εν οφθαλμοίς καρδίας..."[15].

Κατά συνέπεια, και μόνο για εκείνο το κομμάτι της Θεολογίας που είναι ακατάληπτο, οι Πατέρες μας παροτρύνουν "ν' αποφύγουμε τους μεταφυσικούς μετεωρισμούς του νου για την αναγωγή στο Θεό, και να στραφούμε στις θεοφάνειες, που συντελούνται στην κτίση και την ιστορία"[16], στη "ζωή της Εκκλησίας, τη διδαχή, τα μυστήρια, την άσκηση και την κατάφαση του κόσμου και της ζωής"[17].

Δεν θα πρέπει όμως να παραβλέπεται ότι και ο Μέγας Βασίλειος στην Εξαήμερο, παρότι μιλά για το απρόσιτο και δυσερμήνευτο, προτρέπει:

"...ή τις επόψεται τα απόρρητα; Απρόσιτος μεν γαρ αυτών η θέα, δυσερμήνευτος δε παντελώς των νοηθέντων λόγος. Πλην αλλ' επειδή παρά τω δικαίω κριτή και υπέρ μόνου του προέλεσθαι τα δέοντα, ουκ ευκαταφρόνητοι εισίν αφωρισμένοι μισθοί, μη αποκνήσομεν προς έρευναν"[18]

Κατά τον Μ. Βασίλειο δηλ., "από τη μια μεριά είναι 'απόρρητα' τα μυστήρια του Θεού, 'απρόσιτος η θέα αυτών' και 'δυσερμήνευτος ο λόγος των νοηθέντων', και από την άλλη δεν πρέπει κανείς να διστάζει για την έρευνα· υπάρχει μισθός και αμοιβή από τον ίδιο τον Θεό!"[19].

Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε έκφραση με το περιεχόμενο "πίστευε και μη ερεύνα" δεν είναι ποτέ απαγορευτική, αλλά μόνο συμβουλευτική εξαιτίας της οντολογικής αδυναμίας του ανθρώπου να προσεγγίσει το Άκτιστο στην ουσία του. Και πάλι όμως, ο Θεός δεν στερεί από τον άνθρωπο τη "γνώση των μυστηρίων" ή την "κατανόηση των κρυπτών" τα οποία μπορεί να πετύχει όταν ενωθεί με το Θεό, όχι βέβαια "κατά την ουσία" αλλά "κατά την ενέργεια"[20]. Έτσι, η "Θεωρία του Θεού και κοινωνία μετ' αυτού συνιστούν και προσδιορίζουν την επιτυχίαν της πορείας του διψώντος την αλήθειαν ανθρωπου [...] Η 'πράξις', ως ζωή κατά Θεόν, άγει τόσον εις την θεωρίαν ως γνώσιν του Θεού, δηλαδή εις την θεωρητικήν γνώσιν του Θεού"[21].

Τελικά η λειτουργικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης "εκφράζεται σε μια ενιαία διάσταση βατής και υπερβατής πραγματικότητας" και "το συντονιστικό κέντρο αυτής της λειτουργικότητας είναι η θεία χάρη"[22]. Έτσι ο άνθρωπος που το επιθυμεί, μπορεί να ξεπεράσει τα όρια της γνώσης που προσφέρουν τα φυσικά μέσα και αυτό γίνεται με τη Θέωση, δηλ. με τη θεία ένωση που μπορεί να επιτύχει ο άνθρωπος μέσω της αρετής και της μίμησης του Θεού η οποία τελεσιουργείται, ακριβώς, με την θεία χάρη[23].

Αυτό εξηγεί ο Όσιος Θεόδωρος Εδέσσης (7ος αι.) στο έργο του με τίτλο "Θεωρητικό":

"Ή γνώση είναι κατά φύση και υπέρ φύση [...] Κατά φύση λέμε τη γνώση που αποκτά η ψυχή περί της κτίσεως από την έρευνα και την αναζήτηση, μεταχειριζόμενη τα φυσικά μέσα και τις δυνάμεις [...] Υπερφυσική όμως είναι η γνώση που έρχεται στο νου πέρα από τη φυσική του μέθοδο και δύναμη [...] Αυτή η γνώση δίνεται μόνο από το Θεό, όταν βρει το νου να είναι πολύ καθαρμένος από κάθε υλική προσκόλληση και να κατέχεται από θείο έρωτα[24].

Υποσημειώσεις

  1. Τρεμπέλας Ν. Παν., Εγκυκλοπαίδεια της θεολογίας, έκδ. 5η, Ο Σωτήρ, Αθήναι 2000, σελ. 141.
  2. ό.π., σελ. 140
  3. Ματσούκας Α. Νίκος, Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Γ' (Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία-Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 154.
  4. Ματσούκας, Δογματική..., Γ', ό.π..
  5. Τρεμπέλας, ό.π., σελ. 141.
  6. Ματσούκας, ό.π., σελ. 153-154.
  7. Τρεμπέλας, ό.π..
  8. Ματσούκας, στο ίδιο.
  9. ό.π..
  10. Τρεμπέλας, ό.π., σελ. 140-141.
  11. Τρεμπέλας, ό.π., σελ. 141.
  12. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 286.
  13. M. Αθανασίου, "Προς Αντίοχον άρχοντα", PG 28,600.
  14. Ι. Χρυσοστόμου, "Εις την παραβολήν περί συκής", PG 59,584.
  15. Εφραίμ Σύρου, "Περί τούς καταζητούντας του Υιού την φύσιν", 205.
  16. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 290.
  17. ό.π., σελ. 289.
  18. Μ. Βασιλείου, "Εις την Εξαήμερον", PG 29, 28 CD
  19. Ματσούκας Α. Νίκος, Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, (Φιλοσοφική και Θεολογική Βιβλιοθήκη #10), 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 66.
  20. Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, 150 φυσικά, θεολογικά, ηθικά και πρακτικά κεφάλαια, 75-76 στο: Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 4ος, εκδ. Γ΄, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 321-322.
  21. Ξεξάκης Γ. Νικόλαος, Προλεγόμενα εις την Ορθόδοξον Δογματικήν, Αθήνα 2000, σελ. 32.
  22. Ματσούκας, Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία..., ό.π.
  23. Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Αγιορείτικος τόμος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, 75-76 στο: Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 4ος, εκδ. Γ΄, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 354.
  24. Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 2ος, εκδ. Δ΄, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 35.