Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Πρότυπο:Εξ"
(Νέα σελίδα: <div lang="grc" class="polytonic" style="font-family: Verdana, Arial, Helvetica, sans-serif;"> ====Έξαρχος==== <div style="padding:2px;margin-top:2px; border:1px soli...) |
μ |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
− | |||
====[[Έξαρχος]]==== | ====[[Έξαρχος]]==== | ||
<div style="padding:2px;margin-top:2px; border:1px solid silver;padding:10px;"> | <div style="padding:2px;margin-top:2px; border:1px solid silver;padding:10px;"> | ||
<div style="text-align: left; margin: 0px; padding: 1px; padding-left: 5px; font-weight:bold;font-size:120%;"></div> | <div style="text-align: left; margin: 0px; padding: 1px; padding-left: 5px; font-weight:bold;font-size:120%;"></div> | ||
− | :Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, με τον όρο | + | :Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, με τον όρο '''Έξαρχος''' αναφερόμαστε στον εκκλησιαστικό τίτλο που παραχωρούνταν σε μητροπολίτες με ευρεία εκκλησιαστική δικαιοδοσία και σημαντικό βαθμό ανεξαρτησίας τον οποίο αποκτούσαν ως εκπρόσωποι [[Πατριαρχείο|Πατριαρχείου]]. Σε κάποιες περιπτώσεις ασκούσαν την ανώτατη εκκλησιαστική εξουσία στο όνομά των Πατριαρχών και γι’ αυτό ονομάζονταν πατριαρχικοί έξαρχοι.<br>'''<small>(«''Έξαρχος''», Εικονογραφημένο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό ''Πάπυρος-Larousse'', εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2003, σελ. 566)'''</small></div> |
[[Κατηγορία:Λεξικό|Εξ]] | [[Κατηγορία:Λεξικό|Εξ]] |
Αναθεώρηση της 18:37, 27 Σεπτεμβρίου 2008
Έξαρχος
- Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, με τον όρο Έξαρχος αναφερόμαστε στον εκκλησιαστικό τίτλο που παραχωρούνταν σε μητροπολίτες με ευρεία εκκλησιαστική δικαιοδοσία και σημαντικό βαθμό ανεξαρτησίας τον οποίο αποκτούσαν ως εκπρόσωποι Πατριαρχείου. Σε κάποιες περιπτώσεις ασκούσαν την ανώτατη εκκλησιαστική εξουσία στο όνομά των Πατριαρχών και γι’ αυτό ονομάζονταν πατριαρχικοί έξαρχοι.
(«Έξαρχος», Εικονογραφημένο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Πάπυρος-Larousse, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2003, σελ. 566)