Πρότυπο:Λ
Από OrthodoxWiki
Λα
- Λατινόφρων ονομάζεται αυτός που ασπάζεται τα δόγματα της Ρωμαιοκαθολικής(Λατινικής) Εκκλησίας. Λατινοφρονῶ είναι το ρήμα και δηλώνει την πράξη αποδοχής των εν λόγω δογμάτων.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 37, σ. 471)
- Λαύρα ονομαζόταν αρχικά η συνάθριση πολλών αυτονόμων μοναστικών κελλιών γύρω από έναν κεντρικό ναό. Με αυτήν την έννοια ο όρος πρωτοαπαντάται στους μοναχούς της Παλαιστίνης. Συνεκδοχικά χρησιμοποιούνταν για να χαρακτηρίσει ένα ιδιόρρυθμο μοναστήρι. Σήμερα δηλώνει το μοναστήρι και αναφέρεται κυρίως στη Μεγίστη Λαύρα.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 37, σ. 472)
Λι
- Λιτανεία αποκαλείται η πορεία που πραγματοποιούν χριστιανοί, εντός ή εκτός ναού, ως είδος κινητικής προσευχής, για αγιασμό και προστασία των κατοίκων μίας περιοχής ή ακόμα και του φυσικού περιβάλλοντος.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)