Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Απολογητές

50.592 bytes προστέθηκαν, 16:57, 21 Σεπτεμβρίου 2008
Η θεολογία των απολογητών
==Η θεολογία των απολογητών==
 
===Εισαγωγή===
 
Οι Απολογητές κατά γενική ομολογία προσπάθησαν να παρουσιάσουν τη χριστιανική πίστη μέσα στα πλαίσια της εκκλησιαστικής παράδοσης και των [[Αγία Γραφή|Γραφών]]. Θεολόγησαν γενικά, διότι το ενδιαφέρον τους ήταν να αντιπαραθέσουν την πίστη τους απέναντι στην Ελληνική φιλοσοφία<ref>Κ. Σκουτέρης, «Ιστορία των Δογμάτων», σελίς 224</ref> και δεν εξέφρασαν όλη την πίστη τους, κάτι φυσικό αφού «''απευθυνόμενοι προς τους εθνικούς, οι Απολογητές εξήρον κατά κανόνα ότι ηδύνατο να έχει άμεσον απήχησην εις τας ψυχάς των αναγνωστών των''»<ref>Ανδρέας Θεοδώρου, «Ιστορία των Δογμάτων», Τόμος Ά, Μέρος Β΄, σελίς 32</ref>. Η παρασιώπηση ορισμένων δογματικών αληθειών «''δε σημαίνει και άγνοια αυτών εκ μέρους των απολογητών, κάτι που είναι εις πάντα αμερόληπτο κριτήν φανερόν''»<ref>ενθ.αν</ref>, διότι αυτή κατά βάση περιορίζεται σε απολογητικές ερμηνείες, με αποτέλεσμα «''η απολογητική γραμματεία να μη διακρίνεται για την εσωτερική της συνοχή και συνέχεια, αφού προσδιοριζόταν από την πολυκεντρική και πολύπλοκη προβληματική των πολεμίων του Χριστιανισμού''»<ref>Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 137</ref>.
 
Οι απολογητές «''διέθεταν ικανές θεολογικές προϋποθέσεις αλλά αυτές τις υπέτασσαν στη θεωρητική αντίκρουση των επιχειρημάτων των πολεμίων του Χριστιανισμού''»<ref>Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 137</ref>. Ο θεολογικός λόγος τους όμως χαρακτηρίζεται ως μία νέα προσπάθεια ερμηνείας και διδασκαλίας της Εκκλησίας, που έχει τη δική του σημασία στην κατανόηση του χριστιανικού δόγματος<ref>Κωνσταντίνος Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Α΄, σελίς 271</ref>, χωρίς όμως να μπορούν να νοηθούν «''ως εφευρέτες νέων πορισμάτων και νέων κατευθύνσεων''»<ref>Σάββας Αγουρίδης, «Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού κατά το Β΄ μ.Χ. αιώνα», σελίς 97</ref>. Οπωσδήποτε μέσα σε αυτή μπορούμε να βρούμε θετικά και προβληματικά στοιχεία, τα οποία έδωσαν αφορμή σε μεταγενέστερους θεολόγους για αιρετικές δοξασίες. Παρόλα αυτά ο θεολογικός λόγος τους επικεντρώνεται σε σημεία όπως την ειδωλολατρική πολυθεΐα, τις δυιστικές αντιλήψεις και τη λυτρωτική ενσάρκωση του Λόγου για το ανθρώπινο γένος και όχι τόσο στην καταγραφή μίας συστηματικής χριστολογίας αν και μέσα στην γραμματεία τους, διαβλέπουμε την πρώτη χριστολογική καταγραφή. Η διδασκαλία δε περί ''Λόγου'' και ''τριαδικού Θεού'' ανάμεσα στους απολογητές έχει ποικίλες αποχρώσεις και παρεκκλίνει σε μερικά σημεία, ενώ υπάρχουν και ορισμένες πλευρές της που φαίνεται επηρεασμένη από το περιρρέον φιλοσοφικό περιβάλλον με αποτέλεσμα να αποτελέσει το υπόβαθρο μεταγενεστέρων θεολογικών αποκλίσεων<ref>Κωνσταντίνος Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Α΄, σελίς 271</ref>. Παρόλα αυτά θα πρέπει να γίνει αντιληπτό πως αυτή η φιλοσοφική διδασκαλία δε ποιεί τους απολογητές φιλοσόφους, διότι οι ίδιοι αποτελούν πιστά μέλη της εκκλησίας «''αποδεχόμενα πλήρως και εις όλην την έκτασην το σύμβολον της χριστιανικής πίστεως''»<ref>Ανδρέας Θεοδώρου, «Ιστορία των Δογμάτων», Τόμος Ά, Μέρος Β΄, σελίς 32</ref>. Μάλιστα παρατηρούμε σε ορισμένους απολογητές όπως ο [[Ιουστίνος]], πως επιχειρείται καταγραφή ακόμα και των βαθύτερων αληθειών της χριστιανικής πίστης, ζητημάτων τα οποία έμοιαζαν ακατανόητα προς τους απευθυνόμενους, αποδεικνύοντας πως δεν απέβλεπαν σε ένα «''ανούσιο συμβιβασμό…αλλά εις μίαν έντεχνον προβολήν του χριστιανισμού εις το εθνικό περιβάλλον των, με σκοπό να οδηγήσουν το περιβάλλον τούτο εις τους κόλπους της χριστιανικής πίστεως. Η παραγνώρισις των ανωτέρω βασικότατων παραγόντων είναι δυνατόν να οδηγήσει εις εσφαλμένας κατά των απολογητών επικρίσεις, ότι δηλαδή η θεολογία των επέφερε δια της φιλοσοφίας παραφθοράν του χριστιανισμού''»<ref>ενθ.αν.</ref>.
 
===Η περί [[Αγία Τριάδα|Θεού]] διδασκαλία===
 
Εν αρχή, θα πρέπει να επισημανθεί, ότι η απολογητική γραμματεία, στόχο δεν έχει μία θεολογική καταγραφή και διδασκαλία, αλλά ότι απευθύνεται κυρίως στη μη χριστιανική κοινότητα των λογίων της εποχής, ιδίως δε προς τους αυτοκράτορες, για την αντιμετώπιση που αυτοί επιφύλασσαν στο χριστιανισμό και τις γενικότερες δοξασίες που του απέδιδαν. Έτσι μέσα από τη γραμματεία τους, στόχος δεν είναι η συντονισμένη και συστηματική θεολογική προσέγγιση, αλλά η απόκρουση των εσφαλμένων δοξασιών και εξ αυτού του λόγου οι αναφορές περί Θεού των απολογητών, κατά βάση αποσκοπούν σε δύο δεδομένα. Πρώτον να αιτιολογήσουν την ύπαρξη του Θεού, το άναρχο και αΐδιό Του, συνάμα με την υπερβατικότητά Του, ενώ σε δεύτερο χρόνο, να εξηγήσουν το τρισυπόστατο της μονάδος, μία πρωτοφανή διδασκαλία για τα δεδομένα της εποχής. Επειδή όμως αυτή η απολογία απευθύνεται σε εθνικούς, συχνά «''στηρίζεται σε φιλοσοφικά επιχειρήματα''»<ref>Κ.Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 224</ref>, κινούμενη μεταξύ της «''Αγίας Γραφής και των φιλοσοφικών δεδομένων''»<ref>ενθ.α.</ref>. Αποτέλεσμα τελικά αυτής της προσέγγισης είναι η θεολογία τους πολλές φορές να χαρακτηρίζεται από γενικότητες, αφού κύριος στόχος καταστάθηκε η ανάδειξη της υπεροχής τους [[Ευαγγέλιο|Ευαγγελίου]] σε σχέση με την [[Χριστιανισμός και Φιλοσοφία|φιλοσοφία]]<ref>ενθ.αν.</ref>, μέσω κυρίως της κοσμολογικής ενδείξεως αφού «''αυτή η μέθοδος, η εκ οράσεως του κόσμου ορμώμενη, ήτο γνωστή εις τον αρχαίον εθνικόν κόσμον''»<ref>Ανδρέα Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 56</ref>. Η τάση αυτή μάλιστα παρατηρείται έντονα στην προσπάθεια να εναρμονιστεί η χριστιανική θεολογία, με την περί του όντος [[φιλοσοφία]], χρησιμοποιώντας τα στοιχεία εκείνα που συμβάδιζαν με τη χριστιανική σκέψη.
 
Κατά τους Απολογητές ο Θεός είναι ''ένας'', η ''μοναδική αιτία υπάρξεως'', που βρίσκεται εκτός κάθε αναγκαιότητας, ακόμα και της γεννήσεως<ref>Αθηναγόρα, πρεσβεία περί χριστιανών, 4</ref>, στον οποίο μόνο ανήκει η λατρεία<ref>Ιουστίνου Απολογία, 1, 16, 6-7</ref>. Επίσης εμμένουν στην ενότητά Του, εν αντιθέσει με την πολυθεΐα της ειδωλολατρίας και τη δυαρχία του Γνωστικισμού<ref>Ανδρέα Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 57</ref> και τονίζουν πως ο Θεός αυτός δεν εγκατέλειψε την ανθρωπότητα, αλλά έδωσε νόμο ώστε ο καθένας να μετανοήσει και να κατανοήσει ότι Ένας είναι ο Θεός<ref>Θεόφιλος Αντιοχείας, προς Αυτόλυκον, 2, 34</ref>. Σε αυτό το σημείο μάλιστα παρακολουθούμε απολογητές όπως ο [[Αθηναγόρας ο Αθηναίος|Αθηναγόρας]], να επιχειρεί με λογικά επιχειρήματα και χρησιμοποιώντας λελογισμένα όρους του φιλοσοφικού περιβάλλοντος να προσπαθεί να εδραιώσει τη μοναδικότητα και το ''αγένητο'' της ''Θεότητος'', πράγμα το οποίο δύναται να εξαχθεί από την ύπαρξη του κόσμου αυτού και τους φυσικούς νόμους του<ref>Αθηναγόρα, πρεσβεία περί χριστιανών, 8</ref>. Χαρακτηριστικό επίσης είναι σε αυτό το σημείο ότι χρησιμοποιεί τη φιλοσοφική διδασκαλία, όπου αυτή μπορεί να έχει κοινά σημεία επαφής, με αποτέλεσμα ο ''Πλάτωνας'' και ο ''Αριστοτέλης'' να γίνονται χρήσιμα όργανα στην επιχειρηματολογία του<ref> Αθηναγόρα, πρεσβεία περί χριστιανών, 6</ref>.
 
Οι Απολογητές συνεχίζοντας αναφέρουν πως ο Θεός είναι ''φως το απρόσιτο, κόσμος τέλειος, πνεύμα, δύναμη, λόγος''<ref>Αθηναγόρα, πρεσβεία περί χριστιανών, 16</ref>, ''νους αΐδιος, έχοντας εν εαυτώ τον λόγον, λογικός ων''<ref>Αθηναγόρα, Πρεσβεία περί χριστιανών, 10</ref>, ''αναλλοίωτος, αόρατος''<ref>Αριστείδου, Απολογία, 4, 1</ref>, αθάνατος, ακίνητος<ref>Αθηναγόρα, Πρεσβεία περί..., 22</ref> μόνος ''διάφορος από τον κτίση'' η οποία μεταβάλλεται και μπορεί να τραπεί από Αυτόν<ref>Αριστείδου, Απολογία, 4, 2</ref>, πλήρης πάσης δυνάμεως, συνέσεως, σοφίας και πάντων των αγαθών<ref>Θεόφιλος Αντιοχείας, προς Αυτόλυκον, 2, 15</ref>, ακατάληπτος, αχώρητος. Έτσι τονίζοντας την απόλυτη ''υπερβατικότητά'' του, η φύση του Θεού καταστάται ''απρόσιτη'', με αποτέλεσμα να μην αποτελεί αντικείμενο γνώσης, διότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο για τον άνθρωπο, αφού ο Θεός είναι άρρητος και ανέκφραστος<ref>Θεόφιλος Αντιοχείας, προς Αυτόλυκον, 1, 3</ref>. Η όποια γνώση του Θεού συνίσταται στην εμπειρία, τη βίωση του ανθρώπου, αλλά κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο κάτω από προϋποθέσεις, που είναι «''το αγνώς και οσίως και δικαίως ζειν...''», διότι «''...όταν αμαρτία εν τω ανθρώπω, ου δύναται τοιούτος άνθρωπος θεωρείν τον Θεόν''»<ref>Θεόφιλος Αντιοχείας, προς Αυτόλυκον, 1, 3</ref>. Αλλά και αυτή η όραση και θεωρία εκφράζεται περιορισμένα και καταχρηστικά, διότι δεν μπορούμε ως πεπερασμένα όντα να προσδιορίσουμε το Θεό. Έτσι ο άνθρωπος χρησιμοποιεί γλώσσα καταχρηστική και σχετική <ref>Ιουστίνος, Απολογία 2, 6, 1-2</ref>, καταγράφοντας απλά περιγραφές σχετικές με την ανθρώπινη εμπειρία. Αυτή μάλιστα η θεολογία, η λεγόμενη και ως ονοματοκρατία, ουσιαστικά αποτέλεσε και τη βάση των Καππαδοκών πατέρων κατά τον 5ο αιώνα.
 
Σε αυτή την προσπάθεια της αντιμετώπισης των επιθέσεων του χριστιανισμού, η «''θεολογία αποκτά νέα φυσιογνωμία. Χωρίς να χάνει το βιβλικό της χαρακτήρα και χωρίς να αλλοιώνεται το περιεχόμενό της, μπορεί πλέον να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των μη χριστιανών λογίων της εποχής''»<ref>Κ.Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 228</ref>. Έτσι η βιβλική έννοια του [[Θεός Πατήρ|Θεού Πατέρα]] χρησιμοποιείται για να καταδείξει μία νέα διάσταση του Θεού με τον κόσμο, αφού πλέον ο Θεός Πατήρ, είναι πατέρας όλης τη κτίσης και της ανθρωπότητας<ref>Ιουστίνου, Διάλογος, 7, 1-3</ref>. Εκεί μάλιστα εμφανίζεται και η καινοτόμος διδασκαλία του χριστιανισμού, αφού ο χριστιανισμός πλέον προτείνει ένα νέο κοσμοείδωλο, σε ότι αφορά την κτίση. Αυτό είναι η δημιουργία από το μη όν (από το μηδέν). Η διδασκαλία αυτή κατά βάση έρχεται σε αντίθεση με αυτή του Πλάτωνα, την οποία αρχικώς υποστήριξε και ο [[Ιουστίνος ο Μάρτυς|Ιουστίνος]], δηλαδή τη δημιουργία του κόσμου, από προϋπάρχουσα ύλη. Τελικά όμως και αυτός ο ''Ιουστίνος'', θα απεμπλακεί αργότερα από αυτή τη λανθασμένη διδασκαλία, αφού ως γνωστόν, η θεολογία του ''Ιουστίνου'', καταγράφεται σε δύο περιόδους, μία κατά τη διάρκεια την οποία ταύτιζε το Θεό με τις πλατωνικές ιδέες και μία δεύτερη κατά την οποία ελευθερώθηκε από αυτή την ιδεοληψία<ref>Ιουστίνου, Διάλογος, 2, 6</ref>.
 
Η [[θεολογία]] όμως των απολογητών, υπεισήλθε και στο φαινόμενο της [[Αγία Τριάδα|τρισυπόστατης μονάδος]]. Κάτι τέτοιο όμως δεν γίνεται συστηματικά, διότι δε τίθεται ως ζήτημα από το εθνικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα η θεολογία περί της τριάδος, να εμφανίζει «''μία ισχνή εικόνα, συγκρινόμενα προς όσα γενικά αναφέρονται από τους Απολογητές στο Θεό''»<ref>L.W. Barnard, Athenagoras, A study in second century Christian Apologetic, Paris 1972, page 105</ref>. Μέσα λοιπόν από τη γραμματεία τους διακρίνουμε το [[Θεόφιλος Αντιοχείας|Θεόφιλο]], να αναφέρετε στην τριαδικότητα του Θεού, λέγοντας πως «''αι τρεις ημέραι προ των φωστήρων γεγονυίαι τύποι εισίν της τριάδος, του Θεού και του Λόγου αυτού και της Σοφίας αυτού''»<ref>Προς Αυτόλυκον 2, 15</ref>, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως ο Λόγος και το Πνεύμα προϋπάρχουν της δημιουργίας και συνδέονται με τον Πατέρα Θεό, με μία μοναδική σχέση, αφού αποτελούν γέννημα του Θεού από τα σπλάχνα του<ref>Προς Αυτόλυκον 2, 1ο</ref>. Ο ''Ιουστίνος'' που ασχολείται περισσότερο από όλους τους απολογητές στο τριαδολογικό ζήτημα, ουσιαστικά θέτει το χαρακτήρα της εκκλησίας ως τριαδοκεντρικό<ref>Κ.Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 233</ref>, συνδέοντας το [[βάπτισμα]] και την [[Θεία Ευχαριστία|ευχαριστία]], με την πίστη της εκκλησίας στον τριαδικό θεό, ενώ επίσης αναφέρεται σε κοινωνία προσώπων<ref>ενθ.αν.</ref>. Παρόλα αυτά ο ίδιος εξαίροντας την υπερβατικότητα του Θεού κινείται προς μια τάση υποταγής του Λόγου (''subordinatio'') προς το Πατέρα. Ο [[Τατιανός]], μαθητής του ''Ιουστίνου'', προχώρησε ακόμα ένα βήμα διαφοροποιούμενος από αυτή τη διδασκαλία, διατυπώνοντας πως η [[Αγία Τριάδα|Τριάδα]] προήλθε από μερισμό, διασώζοντας όμως την επαφή και κοινωνία με την πηγή, χωρίς να επέρχεται μείωση στην ουσία της Θεότητος<ref>Τατιανός, Προς Έλληνας, 5</ref>, ενώ στο ίδιο κείμενο προτείνει το μοντέλο της δάδας με τη φωτιά, δείχνοντας πως ταυτόχρονα με την έννοια του «''γεννάσθαι''», κινείται σε μία σαφή απεικόνιση του ομοουσίου μοντέλου. Ο ''Αθηναγόρας'', μεστότερος από όλους στο ζήτημα της τριαδολογίας θεολογεί πως ο [[Λόγος]] και το [[Άγιο Πνεύμα|Πνεύμα]], συνυπάρχουν στον αγένητο Θεό και πως η ενέργεια είναι κοινή μεταξύ των προσώπων<ref>Αθηναγόρα, πρεσβεία περί χριστιανών, 6</ref>. Ο ίδιος μάλιστα φτάνει σε σημείο να διαχωρίζει και να προσδιορίζει τις σχέσεις μεταξύ των προσώπων<ref>Αθηναγόρα, πρεσβεία περί χριστιανών, 9</ref>, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά τους όρους ένωση και διαίρεση ταυτόχρονα, για να περιγράψει το φαινόμενο της τρισυποστάτου μοναδικής Θεότητος<ref>Αθηναγόρα, πρεσβεία περί χριστιανών, 12 κ 24</ref>, χωρίς να υπεισέρχεται υποταγή<ref>Κ.Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 235</ref>, τη στιγμή που ο [[Μελίτων Σαρδέων]] αποφαίνεται για το Θεϊκό πρόσωπο του Χριστού, ότι είναι ''"φύσει Θεός''"<ref>Φλορόφσκυ, ''Οι Βυζαντινοί Πατέρες...'', ό.π., σελ. 121.</ref>, καταδεικνύοντας με παρομοίως σαφή τρόπο τη σχέση που διέπει τις [[Υπόσταση|υποστάσεις]] των Θεϊκών προσώπων.
 
===Η περί Λόγου διδασκαλία===
 
====Θεολογία====
Η περί Λόγου διδασκαλία των ''Απολογητών'', αποτελεί την κορωνίδα και επιτομή της θεολογικής προσεγγίσεως του χριστιανικού κόσμου, με το εθνικό περιβάλλον. Έτσι ο [[Ιησούς Χριστός]], για τους ''Απολογητές'', ως προαιώνιος Λόγος, ήταν το πρόσωπο το οποίο όλες οι [[Προφητεία|προφητείες]] επαληθεύονταν και ταυτόχρονα η θεολογική αφετηρία της ενότητος του χριστιανισμού με τον εθνικό κόσμο, αφού η έννοια Λόγος, είχε τόσο σηματοδοτηθεί από τους ''Στωϊκούς'' και τον ''Πλάτωνα'', όσο και από το [[Φίλων ο Ιουδαίος|Φίλωνα τον Ιουδαίο]], με αποτέλεσμα η θεολογική αντιμετώπιση αυτού ζητήματος «''χωρίς αμφιβολία να υπάρξει καθοριστική για την περαιτέρω διαμόρφωση της χριστιανικής διδασκαλίας''»<ref>Κ.Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 236</ref>. Πρέπει όμως εδώ να τονιστεί πως αυτή η διδασκαλία είχε ένα συγκεκριμένο προσανατολισμό. Να διαφωτίσει τους μη χριστιανούς διανοουμένους και όχι να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη χριστολογία<ref>Κ.Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 236</ref>. Σε αυτή μάλιστα την προσπάθεια, πολλοί θεολόγοι θεωρούν πως τη διδασκαλία τους βαρύνουν διαφόρων ειδών φιλοσοφικές επιδράσεις, που δεν ανήκουν απλώς στη σφαίρα μιας εξωτερικής μορφολογικής επιρροής<ref>Α.Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 65</ref>.
 
Ο ''Λόγος'' για τους απολογητές είναι αναμφισβήτητα το ίδιο κοινό πρόσωπο, το οποίο [[Σάρκωση|σαρκώθηκε]], [[Σταύρωση|σταυρώθηκε]] και [[Ανάσταση|αναστήθηκε]] για να λυτρώσει τον κόσμο από την [[αμαρτία]]. Είναι ο προαιώνιος Λόγος, Αυτός ο οποίος προφητεύθηκε ως Υιός του Θεού, στην [[Παλαιά Διαθήκη]], ότι θα σταλεί για τη σωτηρία των ανθρώπων. Έτσι οι απολογητές διαχωρίζουν τη θέση τους από την Ιουδαϊκή γραμματεία, η οποία είχε μία τάση να εμφανίζει ως απρόσωπη δύναμη το Λόγο και πλέον τον εμφανίζει ως [[πρόσωπο]] και [[υπόσταση]]<ref>Ιουστίνου, Απολογία 1, 63, 1-10</ref><ref>Τατιανός, Προς Έλληνας, 5</ref><ref>Αθηναγόρα, πρεσβεία περί χριστιανών, 10</ref>. Ο Υιός και Λόγος, είναι φυσικός Υιός του Θεού και μόνο γέννημα<ref>Ιουστίνου, Απολογία 23, 2</ref> που δεν μπορεί να παραβληθεί σε σχέση με την ανθρώπινη υιότητα<ref>Ιουστίνου, Απολογία 2, 6, 1-3</ref>, διότι δεν είναι κτίσμα<ref>Ιουστίνος, Διάλ. 62, 4</ref>, αλλά βρίσκεται αδιασπάστως μαζί με τον πατέρα<ref>Αθηναγόρα, πρεσβεία περί χριστιανών, 10</ref>. Ο Υιός και Λόγος υπήρξε προαιωνίως μέσα στον Πατέρα<ref>Ιουστίνου, Απολογία 1, 13, 3</ref>, αλλά σε αυτό το σημείο εντοπίζονται και αποκλίσεις, σχετικά με το χρονικό προσδιορισμό υπάρξεως της υπόστασης (διότι έστω ως λογική δύναμη πάντοτε προϋπήρχε). Έτσι για παράδειγμα ο Ιουστίνος μας αναφέρει πως αυτή έγινε προ της κτίσης, ουσιαστικά όμως όχι ταυτόχρονα, αλλά μεταγενέστερα (αν και το κείμενο αυτό είναι αρκετά ασαφές)<ref>Ιουστίνου, Διάλογος 61, 1 k 128, 1-4</ref>. Σε άλλη περίπτωση διαφαίνεται το φαινόμενο της υποταγής, αν και αυτό δεν εξηγείται επαρκώς αν συμβαίνει ως προς το αίτιο ή λόγω δυνάμεως, ζήτημα βέβαια που δεν αποδέχονται όλοι οι απολογητές, όπως ο [[Αθηναγόρας ο Αθηναίος|Αθηναγόρας]]<ref>Κ.Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 235</ref>. Σε κάθε περίπτωση στο σύστημα των απολογητών, ο Λόγος είναι ξεχωριστή υπόσταση<ref>Ιουστίνου, Διάλογος 62, 4</ref>, είναι φύσει Θεός<ref>Αθηναγόρα, πρεσβεία περί χριστιανών, 10</ref><ref>Μελίτων Σαρδέων, Φλορόφσκυ, ''Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα'', σελ. 121.</ref><ref>Θεόφιλος Αντιοχείας, προς Αυτόλυκον, 2, 22</ref><ref>Ιουστίνος, Διάλ., 128, 3.4 και 58, 9</ref>, καθώς έχει εξαγγελθεί και από τους προφήτες,<ref>Ιουστίνου, Διάλογος 56, 11</ref>, ενώ η θέληση, η συνεργία, η γνώμη<ref>Ιουστίνου, Διάλογος 56, 11 και 62, 2</ref> και η ενέργεια<ref>Αθηναγόρα, πρεσβεία περί χριστιανών, 10</ref> είναι μία με αυτή του πατέρα. Ο Λόγος τελικά είναι αυτός δια μέσου του οποίου τα πάντα δημιουργήθηκαν<ref>Θεόφιλος Αντιοχείας, προς Αυτόλυκον, 2, 10</ref>, ο οποίος εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη και αποκαλύπτεται στους προφήτες<ref>Θεόφιλος Αντιοχείας, προς Αυτόλυκον, 2, 10</ref>, είναι αυτός που φανερώνεται στις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης<ref>Ιουστίνου, Διάλογος 113, 4</ref>. Τέλος πρέπει να τονιστεί πως η πλειοψηφία των απολογητών, όπου ασχολούνται με την σχέση του Λόγου με τον Πατέρα, χρησιμοποιούν το μοντέλο περί ενδιαθέτου και προφορικού Λόγου<ref>Κ.Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 245</ref>.
 
====Τα προβληματικά σημεία της διδασκαλίας περί Λόγου====
 
Παρά τα αρκετά κοινά σημεία τα οποία ευρίσκει κανείς στη θεολογία περί Λόγου των απολογητών και τη συμφωνία με το υπάρχων δόγμα της εκκλησίας, υπάρχουν και ορισμένα προβληματικά στοιχεία. Με βάση μάλιστα αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαμε να πούμε ότι παρότι οι επιδράσεις της [[Φιλοσοφία|φιλοσοφίας]] είναι μάλλον μορφολογικές και εξωτερικές<ref>Ανδρέα Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, υπό Alf. Adam, σελίς 84</ref>, και παρότι οι ίδιοι αποτελούν πιστά μέλη της εκκλησίας «''αποδεχόμενα πλήρως και εις όλην την έκτασην το σύμβολον της χριστιανικής πίστεως''»<ref>Ανδρέας Θεοδώρου, «Ιστορία των Δογμάτων», Τόμος Ά, Μέρος Β΄, σελίς 32</ref>, στο ζήτημα περί Λόγου δεν μπορούν «''να εκληφθούν ως πιστοί μάρτυρες του δόγματος της εκκλησίας''»<ref>Ανδρέα Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 83</ref>. Οι απόψεις αυτές δείχνουν να έχουν [[Αρειανισμός|αρειανικό]] και [[Μοναρχιανισμός|μοναρχιανικό]] χαρακτήρα, όμως δεν μπορούν τελικά να εκφραστούν ως κάτι τέτοιο, διότι τόσο η θεότητα του Λόγου είναι κοινό γνώρισμα των απολογητών<ref>Ανδρέα Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 83</ref>, όσο και η ''ομοουσιότητα''<ref>Ιουστίνος, Διάλογος, 56, 11</ref><ref>Αθηναγόρας. Ανδρέα Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 77</ref><ref> Τατιανός, Προς Έλληνας, 5</ref> που διέπει το έργο τους, έστω και αν δεν αναφέρεται με το γνωστό θεολογικό όρο. Βέβαια όπως προαναφέρθηκε η διδασκαλία τους είναι γενική και αόριστη και παρουσιάζει πολλά κενά και ασυνέχειες<ref>Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 137</ref> τόσο λόγο του είδους της γραμματείας που απευθύνεται επικεντρωμένα σε συγκεκριμένα ζητήματα, όσο και διότι η διασωθείσα γραμματεία τους είναι πενιχρή σε σχέση με αυτή που μέχρι σήμερα έχει διασωθεί. Γι αυτό αν και είναι βέβαιο πως «''διέθεταν ικανές θεολογικές προϋποθέσεις, αυτές τις υπέτασσαν στη θεωρητική αντίκρουση των επιχειρημάτων των πολεμίων του Χριστιανισμού''»<ref>Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 137</ref> και εξ αυτού η θεολογία τους χαρακτηρίζεται ως ανεπαρκής, «''διότι ασχολούμενη βασικώς με τα γενικά θέματα, τα οποία ενδιέφερον τους εθνικούς διανοουμένους, άφηνε κατά πλείστον ανεξέταστα τα ιδιάζοντα εις τον χριστιανισμόν θεολογικά προβλήματα''» με αποτέλεσμα η «''περί Λόγου θεωρία να χρειασθεί διόρθωση υπό των μεταγενεστέρων θεολόγων''»<ref>Παναγιώτη Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 527</ref>.
 
Τα κύρια προβλήματα τα οποία κυριαρχούν στη θεολογία περί λόγου των ''απολογητών'', θα λέγαμε ότι είναι κυρίως δύο. Αφενός μεν το μοντέλο ''ενδιαθέτου και προφορικού Λόγου'', αφετέρου δε η υποταγή του Λόγου στον [[Θεός Πατήρ|Πατέρα]]. Τα στοιχεία λοιπόν αυτά θα λέγαμε πως πράγματι διατυπώθηκαν με μεγαλύτερη σαφήνεια μεταγενέστερα από την εκκλησία. Οι τάσεις αυτές εν προκειμένω όμως έχουν ένα κοινό παρονομαστή. Να εξάρουν την απόλυτη υπερβατικότητα του Θεού. Οι διδασκαλίες αυτές θα λέγαμε, πως αν απομονωθούν οδηγούν σε συμπεράσματα, [[Μοναρχιανισμός|μοναρχιανισμού]], τόσο ''δυναμικού'', όσο και ''σαβελλιανιστικού''. Από τη μία η μη προσωπική υπόσταση του Λόγου, μέχρι να εξέλθει της μονάδος, οδηγεί τον Υιό σε μία κατάσταση ιδιάζουσας δύναμης της θεότητας, που αμέσως κινείται προς ''Σαβελλιανισμό'', από την άλλη η υποταγή θα λέγαμε ότι οδηγεί στον ''Μοναρχιανισμό'' του ''Παύλου Σαμοσατέως'', ο οποίος δήλωνε Λόγο ανυπόστατο και υποταγμένο, ουσιαστικά πρόδρομο του [[Αρειανισμός|Αρειανισμού]], με την λεγόμενη εν χρόνω γέννηση του Λόγου και τη θεότητα να εννοείτε μόνο κατ'επίφασην, αλλά όχι ουσιαστικώς. Φυσικά αυτά τα διλήμματα μόνο ως μία ακραία έκφραση των όσων παραπάνω παρατέθηκαν θα μπορούσαν να νοηθούν. Αυτό διότι ο ''Δυναμικός Μοναρχιανισμός'' υποθέτει πάντοτε το Λόγο ανυπόστατο (όπως και ο Αρειανισμός), κάτι που αποδείχθηκε πως δεν ισχύει στους απολογητές, αφού είναι βέβαιη κατά απόλυτο τρόπο η διδασκαλία περί υποστατικής και προσωπικής υπάρξεως του Λόγου στην [[Παλαιά Διαθήκη]]. Από την άλλη, η υποταγή, θα μπορούσε να οδηγεί σε ''Αρειανιστική'' συλλογιστική, αν ο Υιός δεν ήταν πλήρης και φύσει Θεός και αν δεν υπήρχε πάντοτε αϊδίως ''"εν των Πατρί"'', καθώς κατά τον [[Άρειος|Άρειο]], ο ''Πατήρ'' πριν δημιουργήσει τον Λόγο, υπήρξε αρχικά μόνος, κάτι που επίσης δε δέχονται οι απολογητές. Ταυτόχρονα η υποταγή αυτή αποκλείει κάθε κτιστότητα για το Λόγο, όπως καταδείχτηκε από τη διδασκαλία στον οικείο τομέα.
 
Παρόλα αυτά το ερώτημα παραμένει. Για ποιο λόγο οδηγήθηκαν τα μέλη αυτά σε τέτοιες προτάσεις; Οι απολογητές άλλωστε είναι αυτοί οι οποίοι για πρώτη φορά στην παγκόσμια φιλοσοφία και θρησκειολογία, θα θέσουν την αποκάλυψη ως το μέσο της γνώσης. Από που λοιπόν και γιατί προήλθαν τέτοιες αστοχίες στην θεολογία τους; Εν πρώτοις θα πρέπει να ρίξουμε μια στενή ματιά στη γραμματεία τους και συνάμα στο ιστορικό υπόβαθρο της εποχής και να τονίσουμε τα δύο σημαντικά κριτήρια τα οποία πρέπει να λαμβάνουμε υπόψην μας, μελετώντας τα συγγράματά τους. Πρώτον «''ότι δεν είναι δυνατόν να εννοήσει κανείς σωστά τη θεολογία και ειδικότερα τη χριστολογία των Απολογητών στην ορθή τους έννοια, αν δεν έχει με σαφήνεια στο νου το απολογητικό πλαίσιο της σκέψης που εκτίθεται στις απολογίες''» και δεύτερον αν δεν κατανοήσει πως «''η Ρώμη συνέχεε το χριστιανισμό προς τα μεσσιανικά θρησκευτικά κινήματα της Παλαιστίνης, που είχαν πολιτικό χαρακτήρα [με αποτέλεσμα] την υποδαύλιση του μίσους κατά των χριστιανών που στηριζόταν στην απομάκρυνσή των από τον ειδωλολατρικό τρόπο ζωής, στη λατρεία των χριστιανών που γινόταν κατ ιδίαν και στα κρυφά…και στην άρνησή της να δεχτεί οποιονδήποτε συμβιβασμό μεταξύ του Χριστού και του Καίσαρα, στο γεγονός ότι ο αρχηγός της νέας πίστης σταυρώθηκε από τη Ρώμη, σαν ένας κοινός επαναστάτης''»<ref>Σάββας Αγουρίδης, «Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού...», σελίς 127</ref>. Τα ανωτέρω λοιπόν γνωρίσματα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ξεκαθαριστεί ότι μεγάλος βασικός στόχος των απολογητών είναι να αποδειχθεί ότι ο χριστιανισμός δεν είναι πολιτικό κίνημα για ανατροπή του κράτους, αλλά μια θρησκευτική δύναμη που εξυγιαίνει τα πάντα και σε αυτή τη λογική, η λογική για τα δεδομένα της εποχής απαίτηση του Αυτοκράτορα για λατρεία, θα εύρισκε μάλιστα ισχυρά πατήματα λόγω του γεγονότος της σταύρωσης, με αποτέλεσμα να παρατηρείται υπερτονισμός του Λόγου, αλλά εξασθένηση της χριστολογίας<ref> Σάββας Αγουρίδης, «Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού...», σελίς 123</ref>. Μία τρίτη διάσταση είναι η προσπάθεια των απολογητών να αποδείξουν στο μορφωμένο εθνικό περιβάλλον ότι ο χριστιανισμός ως φιλοσοφία δεν υπολείπεται σε τίποτα του ''πλατωνισμού'', του ''νεοπλατωνισμού'' και του ''στωικισμού''<ref>Σάββας Αγουρίδης, «Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού...», σελίς 128</ref>. Έτσι τελικά γίνεται αντιληπτό πως οι απολογητές «''δεν έγραψαν τα έργα τους γενικά μέσα στην άνεση του φιλοσοφικού σπουδαστηρίου, αλλά βρισκόμενοι κάτω υπό πίεση επιζητώντας με κάθε τρόπο να πείσουν τους διώκτες τους''»<ref>Σάββας Αγουρίδης, «Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού...», σελίς 129</ref> και παρότι ήσαν ικανότατοι θεολόγοι, οι ίδιοι λόγω των περιστάσεων τόνισαν και αλήθειες οι οποίες:
 
: «''δεν είναι χαρακτηριστικές του χριστιανισμού, αλλά της θρησκευτικής φιλοσοφίας της εποχής, του Στωικισμού, του Μέσου Πλατωνισμού, παρά το γεγονός ότι η δύναμη και των μη χαρακτηριστικά χριστιανικών αυτών αληθειών βρίσκεται για τους απολογητές στην αποκάλυψη των αληθειών αυτών από τη διδασκαλία του Χριστού''»<ref>Σάββας Αγουρίδης, «Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού...», σελίς 128</ref>.
 
Γι αυτό το λόγο και η διδασκαλία αυτή όπου ανευρίσκει προβληματικά στοιχεία:
 
: ''δεν είναι χαρακτηριστικά της πίστεώς τους, διότι μέσα από τα κείμενά τους η θεολογία δείχνει μία εικόνα που είναι για τους εκτός πίστεως ανθρώπους, δίχως να επηρεάζει τη δική τους εικόνα για το Χριστό''<ref>Σάββας Αγουρίδης, «Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού...», σελίς 131</ref>.
 
Τελικώς λόγο της πρότασης της κοσμολογικής εικόνας, η οποία ουσιαστικά υπαγορεύεται από τον τρόπο φιλοσοφικής όρασης της εποχής και εν πολλοίς από το [[Γνωστικισμός|Γνωστικισμό]]:
 
: ''εξελληνίζεται η έννοια του Λόγου και τονίζεται η σχέση του ιστορικού Ιησού με τη θεότητα<ref>Σάββας Αγουρίδης, «Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού...», σελίς 131</ref>, δίχως να εξαντλεί και να αντιπροσωπεύει με πληρότητα το ουσιώδες της πίστης τους για τον Ιησού<ref>Σάββας Αγουρίδης, «Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού...», σελίς 134</ref>.
 
Ενώ λοιπόν το κίνητρό τους είναι εν μέρει κοσμολογικό, περισσότερο κινούνται από απολογητική διάθεση να κάνουν κατανοητή τη χριστιανική πίστη για τον [[Ιησούς Χριστός|Ιησού]] με τη βοήθεια της κοινής στην παιδεία της εποχής τους έννοια του Λόγου<ref>Message evangelique et culture hellenistique aux IIe et IIIe siecles Tournai, 1961, page 90</ref> και εξ αυτού οι απολογητές μπορούν νοηθούν πιο πολύ ως χριστιανοί παρά ως φιλόσοφοι, οι οποίοι σαν άνθρωποι της εποχής τους, κατά κάποιο τρόπο δένουν με την εμπειρική της Εκκλησίας πίστη στον Ιησού, ως το Χριστό και Λόγο. Σε κάθε περίπτωση όμως δε θα πρέπει να λησμονείται και να απαξιώνεται το έργο των απολογητών, διότι αυτό «''κρύβει ένα θησαυρό χριστολογικής εξήγησης της Π.Διαθήκης, όχι μόνο ως Λόγος του [[Γιαχβέ]], αλλά ως άγγελος Κυρίου, η δόξα κυρίου, η βάτος...[αλλά] περιορίζεται διότι αυτό πιθανώς ενοχλεί τον αυτοκράτορα λιγότερο''»<ref>Σάββας Αγουρίδης, «Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού...», σελίς 140</ref>.
 
===[[Άγιο Πνεύμα]]===
 
Ο λόγος περί [[Άγιο Πνεύμα|Αγίου Πνεύματος]] των απολογητών χαρακτηρίζεται ως περιορισμένος και περιστασιακός και αυτό διότι αφενός το κρίσιμο ζήτημα των απολογητών ήταν η ενότητα του [[Αγία Τριάδα|Θεού]] και η διδασκαλία περί ''Λόγου'', αφετέρου διότι οι αποδέκτες είτε δεν είχαν αντίστοιχες παραστάσεις αναλόγου θέματος, είτε διότι ήταν εκτός κάθε ενδιαφέροντος του εν λόγω ζητήματος<ref>Κ.Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Α΄, σελίς 245</ref>. Παρόλα αυτά στη θεολογία των απολογητών περί πνεύματος, απαντούν τα θεμελιώδη στοιχεία της Πνευματολογίας.
 
Έτσι το Άγιο Πνεύμα είναι το τρίτο πρόσωπο της [[Αγία Τριάδα|Αγίας Τριάδας]] στο οποίο ανήκει η τιμή της θεότητος<ref>Ιουστίνου, Απολογία Ι, 13, 1-3</ref>, είναι το πνεύμα το προφητικόν<ref>Ιουστίνος, Αυτόθι<ref><ref>Θεόφιλος, Προς Αυτόλυκον, 2, 22</ref>, το οποίο διδάσκει τους προφήτες της [[Παλαιά Διαθήκη|Παλαιάς Διαθήκης]], είναι αυτό το οποίο δίδει τη γνώση και σώζει τον άνθρωπο. Το Πνεύμα το Άγιο είναι αυτό που οδηγεί στη σωτηρία, μία σωτηρία η οποία προέρχεται από την απόκτησή του στις [[Ψυχή|ψυχές]] μας, για να επέλθει το θείο φως<ref>Τατιανός, Προς Έλληνας, 13</ref>. Στην θεολογία μάλιστα του [[Αθηναγόρας ο Αθηναίος|Αθηναγόρα]] διαβλέπουμε πέραν από τη σαφή τριαδολογική ερμηνεία της μονάδος, ''ενότητα'' και ''αλληλεπιχώρηση'' μεταξύ των τριών προσώπων, αλλά και τον προφητικό χαρακτήρα του ''Αγίου Πνεύματος'', το οποίο δρα στην Παλαιά Διαθήκη προετοιμάζοντας την Σωτηρία<ref>Αθηναγόρας, Πρεσβεία περί Χριστιανών, 10</ref>. Το σημαντικότερο όμως εύρημα στη θεολογία του ''Αθηναγόρα'' είναι η ότι ως πρόσωπο το ''Άγιο Πνεύμα'' απορρέει από το [[Θεός Πατήρ|Θεό Πατέρα]], που είναι αιτία της υπάρξεως του μία «''ορολογία που βρίσκεται πολύ κοντά στην περί εκπορεύσεως διδασκαλία της Εκκλησίας''»<ref> Κ.Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Α΄, σελίς 245</ref>, όπως αυτή διατυπώθηκε κατά τον 4ο αιώνα.
 
===[[Κτιστό|Κτίση]] και οντολογία===
 
===Μέλλοντας Αιώνας===
12.426
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης