==Η διαμόρφωση του Κανόνα της Καινής Διαθήκης==
Κατά τη διάρκεια του [[1ος αιώνας|1ου αιώνα]], ο κανόνας ιερών συγγραμμάτων της Εκκλησίας αποτελούνταν αποκλειστικά από τα βιβλία της [[Παλαιά Διαθήκη|Παλαιάς Διαθήκης]]. Τα συγγράμματα που αργότερα έγιναν γνωστά ως ''Καινή Διαθήκη'' χρησιμοποιούνταν σε τακτική βάση από τις εκκλησίες κατά τη [[λατρεία]], ως κριτήριο εκκλησιαστικής τάξης, για κατηχητική εκπαίδευση και για θεολογικούς σκοπούς. Αυτά τα νέα χριστιανικά συγγράμματα περιείχαν αναφορές σε άλλα χριστιανικά συγγράμματα της εποχής, χαρακτηρίζοντάς τα μάλιστα ως «Γραφές», σε σημείο ώστε μέχρι τα τέλη του δεύτερου αιώνα να αναφέρονται έτσι τα συγγράμματα της Καινής Διαθήκης<ref>«In 2 Peter 3:16 Paul’s epistles are actually called ‘Scriptures’, and a gospel is identified as ‘the Scripture’ in 1 Timothy 5:18. The use of ‘Scripture(s)’ to denote NT writings became increasingly common through the 2nd century and by the end of it was normal». ("The History of the NT Canon", T. Desmond Alexander and Brian S. Rosner, ''New Dictionary of Biblical Theology'', IL: InterVarsity Press, 2001).</ref>. Χριστιανικά έργα εκείνης της περιόδου όπως η ''Επιστολή Βαρνάβα'' και η ''Δεύτερη Επιστολή Κλήμεντος'' εισαγάγουν χωρία από αυτά τα χριστιανικά συγγράμματα με τον τρόπο που συνέβαινε ως τότε για τις εβραϊκές Γραφές: «{{Πολυτονικό|Γέγραπται}}». Καθώς υπήρχε ακόμη διαθέσιμη η ζωντανή προφορική παράδοση των λόγων του Ιησού αλλά και η παρουσία των [[Απόστολοι|αποστόλων]], των μαθητών των αποστόλων δεν υφίστατο καν η έννοια ενός κλειστού κανόνα αποδεκτών κειμένων<ref>«There is no sense, at this stage, of a Canon of Scripture, a closed list to which addition may not be made. This would appear to be due to two factors: the existence of an oral tradition and the presence of apostles, apostolic disciples, and prophets, who were the foci and the interpreters of the dominical traditions». ("CANON OF THE NEW TESTAMENT" > "I. The earliest period", D. R. W. Wood and I. Howard Marshall, ''New Bible Dictionary'' (3rd ed.; Leicester, 1982England; Downers Grove, Ill.: InterVarsity Press, 1996), σελ. 170.).</ref>. Μόνο κατά τη διάρκεια του [[2ος αιώνας|2ου αιώνα]] τα [[Ευαγγέλια]] και οι επιστολές του [[Απόστολος Παύλος|αποστόλου Παύλου]] αναβαθμίστηκαν στο επίπεδο του «κανόνα».
Η κανονικότητα κάποιων από τις Καθολικές Επιστολές και το βιβλίο της [[Αποκάλυψη του Ιωάννη|Αποκάλυψης]] παρέμεινε ζήτημα αντιλογίας για κάποιο διάστημα. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του [[4ος αιώνας|4ου αιώνα]], ο κανόνας της Καινής Διαθήκης καθορίστηκε τελειωτικά και επακριβώς σε μια σειρά [[Σύνοδος (εκκλησιαστική)|εκκλησιαστικών συνόδων]].