Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Καινή Διαθήκη

52 bytes προστέθηκαν, 19:08, 6 Ιουνίου 2008
μ
Τί είναι η Καινή Διαθήκη
Στη γλώσσα του ελληνιστικού δικαίου, η λέξη ''"Διαθήκη"'' σήμαινε την πράξη με την οποία κάποιος διαθέτει τα υπάρχοντα του ή γνωστοποιεί τις διευθετήσεις που θέλει να επιβληθούν με την έμφαση του νοήματος να δίνεται στην εξουσία εκείνου που μ' αυτήν καθορίζει την πορεία τών πραγμάτων<ref>"Διαθήκη", Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας (μτφρ. από τα Γαλλικά με εποπτεία Σάββα Αγουρίδη, Σταύρου Βαρτανιάν), Άρτος Ζωής, Αθήνα 1980, στ. 255.</ref>.
Η έκφραση «Καινή Διαθήκη», σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, προέρχεται από τον ίδιο τον [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστό]], ο όποιος κατά τις διηγήσεις των ευαγγελιστών και την παράδοση που διασώζει ο Απ. Παύλος, τη βραδιά του [[Μυστικός Δείπνος|Μυστικού Δείπνου]], αφού πήρε άρτο και τον μοίρασε λέγοντας: ''"Λάβετε, φάγετε, τούτο εστι το σώμα μου"'', κατόπιν παίρνει το ποτήρι του οίνου, το ευλογεί και το δίνει να πιουν όλοι. Η πιο σύντομη διατύπωση διασώζεται από το [[κατά Μάρκον Ευαγγέλιον|Μάρκο]]: ''"τούτο εστι το αίμα μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον"''<ref>''Μκ 14,24''.</ref>. Ο [[κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον|Ματθαίος]] προσθέτει: ''"εις άφεσιν αμαρτιών"''<ref>''Μτ 26,28''.</ref>. Ο [[κατά Λουκάν Ευαγγέλιον|Λουκάς]] και ο [[Απόστολος Παύλος|Παύλος]] γράφουν: ''"τούτο το ποτήριον η καινή διαθήκη εν τω αίματί μου"''<ref>''Λκ 22,20''· ''A' Κορ 11,25''.</ref> και μόνο ο Λουκάς: ''"το υπέρ υμών εκχυνόμενον"''<ref>Ό''Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας'', ό.π., στ. 256.</ref>.
Η τελετουργική αυτή πράξη δηλώνει μια νέα περίοδο της [[Θείας Οικονομία|Θείας Οικονομίας]] και οι λόγοι του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού]] συνδέουν τα γεγονότα του ''Μυστικού Δείπνου'' με το θάνατο του που αποδέχεται ελεύθερα για τη λύτρωση των πολλών<ref>Στο ίδιο.</ref>. Κατά συνέπεια, τα βιβλία που γράφηκαν από συγγραφείς της πρώτης εκκλησίας και περιέχουν τη διδασκαλία περί πραγματοποίησης των υποσχέσεων του θεού, το θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, ονομάστηκαν «Καινή Διαθήκη» σε αντιδιαστολή προς τα βιβλία της προηγούμενης περιόδου της οικονομίας του Θεού, της «Παλαιάς Διαθήκης».
Ο όρος «Καινή Διαθήκη» προς δήλωση του συνόλου των βιβλίων, που περιέχουν τη νέα οικονομία του Θεού, μαρτυρείται από τα τέλη του 2ου αιώνα και επικρατεί οριστικά από τις αρχές του 3ου αιώνα και μετά. Τά βιβλία που αποτέλεσαν την Καινή Διαθήκη είναι η τελική καταγραφή της προφορικά και γραπτά μεταδιδόμενης χριστιανικής παράδοσης. Αλλά και αυτά, την εποχή που γράφηκαν δεν αναγνωρίστηκαν αμέσως ως [[Αγία Γραφή|«Γραφή»]]. Εκείνο που τα επέβαλε στη συνείδηση της Εκκλησίας ήταν η αποστολική τους προέλευση και η συμφωνία τους προς την αλήθεια που είχε η εκκλησία ως ζωντανή παράδοση από τους «απ' αρχής αυτόπτας και υπηρέτας» του λόγου (Λουκ. ''Λκ 1, 2''). Για πρώτη φορά περί τα μέσα του 2ου αιώνα μερικά χωρία από τα ευαγγέλια παρατίθενται ως «Γραφή».
Η Καινή Διαθήκη που αποτελείται από ένα σύνολο 27 βιβλίων, καθιερώθηκε με την τελική της μορφή στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα μ.Χ.
4.720
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης