Ανάσταση Σωμάτων

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ανάσταση Σωμάτων ή Δεύτερη Ανάσταση, αποκαλείται η στιγμή της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, κατά την οποία πάντες οι άνθρωποι θα λάβουν τα σώματά τους, ανακαινισμένα.

Η λέξη ανα-σταίνομαι σημαίνει «ξανα - στέκωμαι». Κατά τον Απόστολο Παύλο, στο 15ο κεφάλαιο της Προς Κορινθίους επιστολής, το σώμα της αναστάσεώς, θα είναι άφθαρτο σαν το αναστημένο σώμα του Κυρίου Ιησού Χριστού και θα έχει διαφορετική λάμψη στον κάθε άνθρωπο, ανάλογα με το βαθμό στον οποίο κατάφερε ο άνθρωπος αυτός να αντανακλά το φως της ομοίωσης με τον Κύριο. Και στην Προς Ρωμαίους επιστολή του, στο 8ο κεφάλαιο, ο απόστολος λέει επίσης ότι μαζί με τα σώματα της ανάστασης, θα μεταβεί στην αφθαρσία και ολόκληρη η κτίση, ακολουθώντας τους υιούς του Θεού.

Ο Άγιος Μακάριος στις Ομιλίες του αναφέρει ότι «Στην ανάσταση όλα τα μέλη του σώματος θ' αναστηθούν: ούτε μια τρίχα δεν θα χαθεί»[1]. Ο Αγ. Κύριλλος Ιεροσολύμων αναφέρει πως "«είναι αυτό το ίδιο σώμα που θ' αναστηθεί, αν και όχι στην τωρινή του κατάσταση της αδυναμίας· γιατί θα ενδυθεί αφθαρσία»[2] Δεν θα χρειάζεται πια τις τροφές που τρώμε τώρα για να το διατηρήσουμε ζωντανό, ούτε σκάλες για να το ανεβάσουμε· γιατί θα γίνει πνευματικό και θα είναι κάτι το θαυμάσιο, τέτοιο που δεν μπορούμε να το περιγράψουμε όπως πρέπει».

Το αναστημένο σώμα των δικαίων, θα είναι επιδεκτικό της φωτιστικής ενεργείας της Χάριτος του Θεού, ενώ των αδίκων της καυστικής, εξ ου και ο διαχωρισμός της απολαβής τους σε κόλαση και παράδεισο. Η ίδια άκτιστη Χάρις του Κυρίου, για τους μεν δικαίους θα βιώνεται ως φως, για τους δε ασεβείς ως πυρ. Η δε κατάσταση των αναστημένων σωμάτων, είναι αυτό που θα καθορίσει το βαθμό που θα βιώνει ο κάθε άνθρωπος τον Θεό, και τη μορφή που θα έχει αυτό το βίωμα.


Η ανάσταση του σώματος του Χριστού

Κατά την ανάσταση του Χριστού, το ανθρώπινο σώμα του αναστήθηκε, καθώς η Θεϊκή του φύση είναι αθάνατη. Αυτή η σωματική ανάσταση του Κυρίου Ιησού, αμφισβητείται και έτσι θα παρατεθούν χωρία τα οποία στην Αγία Γραφή αποδεικνύουν τη σωματική υπόσταση και ανάσταση του Κυρίου. Αιρέσεις τέτοιες υπήρξαν κάποιες ομάδες Γνωστικών, όπως οι ακόλουθοι του Υμεναίου και του Φιλητού. Επίσης ο Μένανδρος, μαθητής του Σίμωνος του Μάγου, αλλά και ο Μαρκίων, ο Απελλής, οι Μανιχαίοι. Κατά το μεσαίωνα, αρνητές της ανάστασης σωμάτων ήσαν, οι Βογόμιλοι και οι Καθαροί.

  • Ο Aπόστολος Παύλος, αναφέρει μετά την ανάσταση του Χριστού ότι η Θεότητα του Χριστού:
«ότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς»[3].
«Θωμάς δε εις εκ των δώδεκα, ο λεγόμενος Δίδυμος, ουκ ην μετ' αυτών ότε ήλθεν ο Ιησούς. 25 έλεγον ουν αυτώ οι άλλοι μαθηταί· εωράκαμεν τον Κύριον. ο δε είπεν αυτοίς· εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρά μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω. 26 Και μεθ' ημέρας οκτώ πάλιν ήσαν έσω οι μαθηταί αυτού και Θωμάς μετ' αυτών. έρχεται ο Ιησούς των θυρών κεκλεισμένων, και έστη εις το μέσον και είπεν· ειρήνη υμίν. 27 είτα λέγει τω Θωμά· φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείράς μου, και φέρε την χείρά σου και βάλε εις την πλευράν μου, και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός.»[4].
  • Ο Ιησούς καλεί τους μαθητές να πιστέψουν πως όντως αναστήθηκε:
«ίδετε τας χείράς μου και τους πόδας μου, ότι αυτός εγώ ειμι· ψηλαφήσατέ με και ίδετε, ότι πνεύμα σάρκα και οστέα ουκ έχει καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα. 40 και τούτο ειπών επέδειξεν αυτοίς τας χείρας και τους πόδας»[5].
  • Στην Αγία Γραφή, ξεκαθαρίζεται, ότι το Σώμα του Χριστού, δεν θα έβλεπε φθορά:
«ον ο Θεός ανέστησε λύσας τας ωδίνας του θανάτου, καθότι ουκ ην δυνατόν κρατείσθαι αυτόν υπ’ αυτού. 25 Δαυϊδ γαρ λέγει εις αυτόν· προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστιν ίνα μη σαλευθώ. 26 δια τούτο ευφράνθη η καρδία μου και ηγαλλιάσατο η γλώσσά μου, έτι δε και η σάρξ μου κατασκηνώσει επ’ ελπίδι, 27 ότι ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις άδου ουδέ δώσεις τον όσιόν σου ιδείν διαφθοράν. 28 εγνώρισάς μοι οδούς ζωής, πληρώσεις με ευφροσύνης μετά του προσώπου σου. 29 Άδρες αδελφοί, εξόν ειπείν μετά παρρησίας προς υμάς περί του πατριάρχου Δαυϊδ ότι και ετελεύτησε και ετάφη και το μνήμα αυτού εστιν εν ημίν άχρι της ημέρας ταύτης. 30 προφήτης ουν υπάρχων, και ειδώς ότι όρκω ώμοσεν αυτώ ο Θεός εκ καρπού της οσφύος αυτού το κατά σάρκα αναστήσειν τον Χριστόν καθίσαι επί του θρόνου αυτού, 31 προϊδών ελάλησε περί της αναστάσεως του Χριστού ότι ου κατελείφθη η ψυχή αυτού εις άδου ουδέ η σάρξ αυτού είδε διαφθοράν. 32 τούτον τον Ιησούν ανέστησεν ο Θεός, ου πάντες ημείς εσμεν μάρτυρες«[6].
«Απεκρίθησαν ουν οι Ιουδαίοι και είπον αυτώ· τι σημείον δεικνύεις ημίν ότι ταύτα ποιείς; 19 απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτοίς· λύσατε τον ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν. 20 είπον ουν οι Ιουδαίοι· τεσσαράκοντα και εξ έτεσιν ωκοδομήθη ο ναός ούτος, και συ εν τρισίν ημέραις εγερείς αυτόν; 21 εκείνος δε έλεγε περί του ναού του σώματος αυτού. 22 ότε ουν ηγέρθη εκ νεκρών, εμνήσθησαν οι μαθηταί αυτού ότι τούτο έλεγε, και επίστευσαν τη γραφή και τω λόγω ω είπεν ο Ιησούς».[7]
«Αγαπητοί, νυν τέκνα Θεού εσμεν, και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα· οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστι[8].
«οίος ο χοϊκός, τοιούτοι και οι χοϊκοί, και οίος ο επουράνιος, τοιούτοι και οι επουράνιοι. 49 και καθώς εφορέσαμεν την εικόνα του χοϊκού, φορέσομεν και την εικόνα του επουρανίου»[9].
«σαλπίσει γαρ, και οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι, και ημείς αλλαγησόμεθα. 53 δεί γαρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν»[10].
  • Όποιος αρνείται την ανθρώπινη φύση του Χριστού, είναι πλάνος και αντίχριστος, σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη
«αύτη εστίν η εντολή, καθώς ηκούσατε απ’ αρχής, ίνα εν αυτη περιπατήτε. 7 ότι πολλοί πλάνοι εισήλθον εις τον κόσμον, οι μη ομολογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί· ούτός εστιν ο πλάνος και ο αντίχριστος».[11]

Δείτε ακόμη

Παρατηρήσεις

  1. πρβλ. Λουκ. 21,18
  2. Α' Κορ. 15,53
  3. Κολοσσαείς 2/β: 9
  4. Ιωάννης 20/κ: 24-27
  5. Λουκάς 24/κδ: 39,40
  6. Πράξεις 2/β: 24-32
  7. Ιωάννης 2/β: 18-22
  8. Α΄ Ιωάννου 3/γ: 2
  9. Α΄ Κορ. 15/ιε: 48,49
  10. Α΄ Κορ. 15/ιε: 52,53
  11. Β΄ Ιωάννου 1/α: 6,7

Βιβλιογραφία

  • Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα, «Δογματική», Τόμος Γ΄, Εκδόσεις Σωτήρ, Αθήνα, 1997