Θαύμα

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Η θεραπεία του παραλυτικού

Θαύμα ή σημείο στην παράδοση της χριστιανοσύνης συνήθως εννοείται η ενέργεια του Θεού, η οποία είναι ασυμβίβαστη ή καταλύει τη φυσική νομοτέλεια. Μία τέτοια ερμηνεία όμως της έννοιας του θαύματος, κατά την Ορθόδοξη θεολογία, οδηγεί σε μία ειδωλολατρική θεώρηση ενός γεγονότος[1]. Κατά τη συνήθη, σχολαστική κατά βάση, έννοια του θαύματος ή του σημείου, οι περισσότερες ομολογίες ή θρησκευτικά κινήματα εννοούν ένα παράξενο και ασυνήθιστο γεγονός που κυριαρχεί κατ εξαίρεση στη φυσική και ιστορική περιοχή, ανατρέποντας τα γνωστά δεδομένα[2].

Κατά την πατερική και ορθόδοξη παράδοση, υπάρχει μία τελείως διαφορετική θεώρηση. Θαύμα είναι οι ίδιοι οι νόμοι, ενώ κάθε νέα δημιουργική επέμβαση του Θεού είναι μια από τις άπειρες θείες δυνατότητες να δημιουργεί νόμους. Σύμφωνα λοιπόν με την πατερική θεώρηση θαύμα είναι η δομή ολόκληρης της δημιουργίας, μια και τη συνέχει και την διατηρεί σε αρμονία ο δημιουργικός λόγος του Θεού. Νόμοι και θεία δύναμη βρίσκονται σε μία άρρηκτη και δυναμική σχέση, αφού η κτίση διατηρείται και συνέχεται από το δημιουργό της. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την ιστορία, γι' αυτό και το θαύμα ακουμπά και τη δομή του ιστορικού γίγνεσθαι. Είναι χαρακτηριστικό πως όποτε η Αγία Γραφή αναφέρει ένα θαύμα, ουδέποτε τίθεται θέμα σύγκρουσης με τους φυσικούς νόμους. Αντιθέτως εξιστορείται ως μία νέα φυσική διεργασία, που αποτελεί μια νέα νομοτέλεια μέσα στη δομή του σύμπαντος και της ιστορίας, ουσιαστικά ως μια προέκταση της υπάρχουσας νομοτέλειας[3]. Έτσι αντιλαμβανόμαστε τη διαφορά του ειδωλολατρικού θαύματος και της χριστιανικής ορθόδοξης διδασκαλίας. Από τη μια μιλάμε για κατάλυση της γνωστής συμπαντικής πραγματικότητας, από την ορθόδοξη οπτική όμως μιλάμε για μία επέκταση της ενιαίας συμπαντικής νομοτέλειας, που καθορίζεται από το δημιουργό.

Το θαύμα στην ορθόδοξη παράδοση, πρώτιστα εντάσσεται ως συνολική έκφραση στη δομή της δημιουργίας, γι αυτό και κάθε επιμέρους θαύμα εντάσσεται πρώτα στο σύνολο, αφού σκοπός του είναι να εξυπηρετήσει τη καθολικότητα του σχεδίου της θείας οικονομίας, μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι[4]. Γι αυτό και δε θεωρείται ως κάτι παράξενο, τυχαίο ή ανατρεπτικό της φυσικής και ιστορικής τάξης το οποίο δεν μπορεί να εξηγηθεί ορθολογικά. Αντιθέτως. Κάθε "αλογοποίηση" του θαύματος το μετατρέπει σε ειδωλολατρικό και μαγικό φαινόμενο[5]. Γι αυτό τελικά το παράδοξο και το θαύμα γίνεται με ένα τρόπο, που η έρευνα δεν αποκλείεται και η γνώση της αλήθειας αυτής, όπως μας υπομνηματίζει ο Μέγας Βασίλειος[6], σε τίποτα δε μειώνει το θαυμασμό και την πίστη μας στο Θεό[7].

Βασική προϋπόθεση στην ορθόδοξη θεολογία περί του θαύματος, είναι να μην αυτονομείται και απομονώνεται από την εκκλησιαστική διάσταση του γεγονότος. Αντιθέτως είναι φανερό μέσω της Αγίας Γραφής πως το θαύμα εντάσσεται στην όλη πορεία της ιστορίας της θείας οικονομίας, σε σημείο πολλές φορές να μη διαφαίνεται η ιδιαιτερότητά του μέσα στην ιστορία και τη ζωή της κοινότητας[8]. Έτσι παρατηρούμε πως στην Αγία Γραφή, όταν ένας συγγραφέας αναφέρει ένα θαύμα, το εκθέτει σαν ένα ιστορικό γεγονός δίχως να προσπαθεί να πείσει τον αναγνώστη[9]. Το θαύμα πάντοτε αποτελεί φανέρωση της "θείας δόξας", αποτελεί φανέρωση της θείας βασιλείας και επομένως κάθε θαύμα εντάσσεται σε καθολικές και κοινωνικές διαστάσεις, με σκοπό να εξυπηρετήσει ολόκληρη την κοινότητα. Θαύμα για την προσωπική ευτυχία ενός ανθρώπου δεν εννοείται, παρά μόνο ως ειδωλολατρεία[10]. Κάθε φορά δε που που ερμηνεύεται έτσι, έχουμε σοβαρή παρερμηνεία και εκτροπή της αποκάλυψης του Θεού στον κόσμο, σε σημείο να παραμορφώνεται η ίδια η ζωή της κοινότητας και να οδηγείται σε εσφαλμένη θεωρητική διδασκαλία[11]. Το οποιοδήποτε λοιπόν θαύμα νοείται μόνο ως τελείωση και εξασφαλίζεται μέσα σε καθολικά και κοινωνικά πλαίσια. Γι αυτό και ποτέ δεν αποσκοπεί στην κατάπληξη ή την πειθώ, αλλά στην εκπλήρωση του νοήματος της εκκλησίας ως κοινωνίας[12] και τελικά την εξέλιξη και την τελείωση[13].

Ο Χριστός σε πολλές περιπτώσεις κάνει θαύματα. Αυτά τα θαύματα όμως δεν είχαν ως σκοπό την κατάπληξη, αλλά τη φανέρωση της «θείας δόξας». Στόχος είναι τελικά να διδάξει μέσω αυτών και όχι να καταπλήξει. Έτσι ερμηνεύεται η πάγια τακτική Του, να αρνείται να διαπράξει θαύμα ώστε να πειστούν οι αντιφρονούντες[14]. Αντιλαμβανόμαστε τελικά, ότι στο θαύμα ο άνθρωπος οδηγείται μέσω της πίστης και όχι το αντίθετο. Άλλωστε είναι εμφανές στην Αγία Γραφή ότι θαύματα είναι δυνατό να κάνουν και οι πονηρές δυνάμεις (Πράξεις 16, 11-18). Έτσι το θαύμα απαλλάσσεται από το εγωκεντρικό και ατομοκρατικό χαρακτήρα, εντασσόμενο στις δομές της κοινότητας και μη προσβάλλοντας τη φυσική νομοτέλεια. Η διελκυστίνδα που μπλέχτηκε η σχολαστική θεολογία και αργότερα η προτεσταντική, ήταν ότι η δυτική χριστιανοσύνη αρνήθηκε τις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Είναι φυσικό επόμενο, ότι οι άκτιστες ενέργειες δε δύναται να έλθουν σε αντίθεση με τις κτιστές, καθώς μιλούμε για άπειρη και ριζική διαφορά. Ουσιαστικά για διαφορά φύσεως. Οι νόμοι του σύμπαντος είναι κτιστοί, ενώ οι ενέργειες του Θεού άκτιστες[15]. Αντιθέτως η δυτική χριστιανοσύνη μιλά για κτιστές ενέργειες και ως εκ τούτου, επέρχεται σύγκρουση δύο κτιστών νομοτελειακών καταστάσεων[16].

Υποσημειώσεις

  1. Ν. Ματσούκας, Επιστήμη...στην εξαήμερο του Μεγάλου βασιλείου, σελ. 69
  2. ο.π.
  3. ο.π.
  4. ο.π.
  5. ο.π., σελ. 71
  6. Μεγάλου Βασιλείου, Ομιλία εις την εξαήμερον PG 29, 25A
  7. ο.π., σελ. 72
  8. Νίκος Ματσούκας, Δογματική...Β΄, σελ. 161
  9. Νίκος Ματσούκας, Δογματική...Β΄, σελ. 161
  10. Νίκος Ματσούκας, Ορθοδοξία και Αίρεση, σελ. 316
  11. Νίκος Ματσούκας, Δογματική...Β΄, σελ. 166
  12. Νίκος Ματσούκας, Ορθοδοξία και Αίρεση, σελ. 316
  13. Νίκος Ματσούκας, Δογματική...Β΄, σελ. 164
  14. Νίκος Ματσούκας, Δογματική...Β΄, σελ. 162
  15. Νίκος Ματσούκας, Δογματική...Β΄, σελ. 164
  16. Νίκος Ματσούκας, Δογματική...Β΄, σελ. 164

Βιβλιογραφία

  • Νικόλαος Ματσούκας, "Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην εξαήμερο του Μεγάλου Βασιλείου", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1990.
  • Νικόλαος Ματσούκας, "Ορθοδοξία και Αίρεση", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992.
  • Νικόλαος Ματσούκας, "Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007.