Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Καισαροπαπισμός

1.005 bytes προστέθηκαν, 20:07, 20 Νοεμβρίου 2011
καμία σύνοψη επεξεργασίας
Ως γνωστόν, ο χριστιανισμός γεννήθηκε και διαδόθηκε ανεξάρτητα από την κρατική εξουσία και μάλιστα βρέθηκε αντιμέτωπος με το πνεύμα της Ρωμαϊ­κής αυτοκρατορίας και υπέστη διωγμούς. Ωστόσο, μετά την αναγνώριση της Χριστιανικής θρησκείας πολιτειακά από τον [[Μέγας Κωνσταντίνος|Μέγα Κωνσταντίνο]], αρχίζουν οι σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας ''"να παρουσιάζουν μια ιδιομορφία που η εξέλιξη της απομάκρυνε, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο, την όλη υπόθεση από τις βασικές αρχές, που ήταν αρχικά και παρέμεναν στη συνέχεια, τουλάχιστο θεωρητικά, αποδεκτές στην Ανατολή"''<ref>Ζαχαρόπουλος Νίκος, ''Ιστορία των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας στην Ελλάδα'', τόμ. Α'-Εισαγωγή, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 65.</ref>.
Η [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία]] όμως, δύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με συνολικούς όρους, είτε ως [[Θεοκρατία|Θεοκρατική]]<ref>''"Δεν υπήρξε βυζαντινή θεοκρατία, εφ' όσον θεοκρατία υφίσταται όπου ταυτίζεται ο θείος με τον ανθρώπινον νόμον και όπου ταυτίζεται ο θρησκευτικός με τον πολιτικόν άρχοντα. Εις το Βυζάντιον δε δεν παρατηρείται ούτε το εν ούτε το άλλο. Επομένως άλλως πρέπει να τεθούν τα πράγματα..."'' (Χρήστου Παναγιώτης, στο περιοδ. ''Κληρονομία'', τόμ. 5, τεύχ. 2 (ΙΟΥΛ 1973), Θεσσαλονίκη, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, σελ. 436).</ref>, είτε ως [[Καισαροπαπισμός|Καισαροπαπική]], εκτός βέβαια από περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας, που μάλιστα, έχουν καταμηνυθεί ως τέτοιες. Κατά κανόνα, οι επικεφαλείς της Εκκλησίας δεν προσπαθούσαν να ασκήσουν εξουσία στα εγκόσμια και οι αυτοκράτορες δεν νομοθετούσαν πάνω σε θρησκευτικά θέματα χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψιν τις αποφάσεις των ποιμένων της Εκκλησίας και τις εντολές του εκκλησιαστικού δικαίου<ref>Πλακίδας Deseille, "Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εν μέσω των Εθνών" στο ''Ορθοδοξία - Ελληνισμός, Πορεία στην τρίτη χιλιετία'', τόμ. Β', έκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, 2η έκδ., Άγιον Όρος 2002, σελ. 185-186.</ref>.
Επί του ζητήματος αυτού πάντως, διάφοροι ξένοι μελετητές αλλά και ο Έλληνας εκκλησιαστικός Ιστορικός Β. Στεφανίδης, υιοθέτησαν την άποψη ότι επί της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο [[Βυζάντιο]] επικρατούσε πλήρης Καισαροπαπισμός και ο ρόλος του Ρωμαίου (Βυζαντινού) αυτοκράτορα ήταν πάντα αρκετά αυξημένος<ref>βλ. Diehl Charles, ''Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας'', Καρδαμίτσας, Αθήνα 2007 (c1919), σελ. 25: ''"H Ανατολική Εκκλησία μεταβαλλόταν σε κρατική Εκκλησία υποταγμένη στη θέληση του μονάρχη"''.</ref>, παίζοντας σημαντικό ρόλο ακόμη και στην έκβαση του αγώνα των αντιμαχομένων δογματικών διδασκαλιών<ref>(Βασίλειος Στεφανίδης, ''Εκκλησιαστική Ιστορία'', 6η εκδ., 1959, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 149-152, 175, 177, 181</ref>. Στον αντίποδα της άποψης αυτής, ''"οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί αναγνωρίζουν ότι τα νομικά βυζαντινά κείμενα μιλούν για αλληλοεξάρτηση μεταξύ των αυτοκρατορικών και εκκλησιαστικών δομών παρά για μια μονομερή εξάρτηση των τελευταίων"''<ref>"caesaropapism." Encyclopedia Britannica Online. 19 Feb. 2008 (http://www.britannica.com/eb/article-9018527).</ref>.
Σύμφωνα με τον π. [[Γεώργιος Μεταλληνός|Γεώργιο Μεταλληνό]], επειδή ανταποκρινόταν στο σκοπό της Εκκλησίας, που είναι η "εκκλησιοποίηση", δηλαδή εν-Χρίστωση, όλου του κόσμου, συνεπώς και της Πολιτείας, καθιερώθηκε η διοργάνωση των οικουμενικών συνόδων από μέρους των αυτοκρατόρων<ref>Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, ''Εκκλησία και Πολιτεία στην Ορθόδοξη Παράδοση'', Αρμός, Αθήνα 2000, σελ. 24</ref>. Εδώ, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, ναι μεν ''"η προεδρία των Οικουμενικών Συνόδων δινόταν κατά τους πρώτους αιώνες στον αυτοκράτορα ή στους εκπροσώπους του, αλλ' αυτοί μόνο "προς ευκοσμίαν εξήρχον" της συνόδου, δηλαδή απλώς μόνον αναλάμβαναν την ευθύνη της εύρρυθμης λειτουργίας της συνόδου (τιμητική προεδρία). Την πραγματική προεδρία ασκούσε κατά κανόνα ο έχων τα πρεσβεία τιμής πατριάρχης. Κανονικώς δηλαδή η προεδρία τής Οικουμενικής Συνόδου ανήκει στον πρώτο τη τάξει αρχιερέα, ή στον έχοντα τα πρεσβεία τιμής πατριάρχη"''<ref>Μπούμης Ι. Παναγιώτης, ''Κανονικόν Δίκαιον'', έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 182</ref> ενώ και ''οι αυτοκράτορες απέφευγαν να ασκούν δικαίωμα επέμβασης στις δογματικές και τις λοιπές συζητήσεις των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων...οίτινες μόνοι απεφαίνοντο εν Αγίω Πνεύματι''<ref>ΘΗΕ, στο ίδιο, στ. 689</ref>.
Αρκετοί είναι επίσης Όπως θα δούμε παρακάτω, δε συμμερίζονται όλοι οι ερευνητές που δε συμμερίζονται τις απόψεις του Β. Στεφανίδη. Ειδικά για την Α' Οικουμ. Σύνοδο, βασικό επιχείρημα του Β. Στεφανίδη, σύμφωνα με τον καθ. Ιω. Φειδά, είναι η περιγραφή του ''Ευσεβίου'' και άλλες θέσεις , τις οποίες ο καθ. Ιω. Φειδάς χαρακτηρίζει ως ''"εσφαλμένες, γιατί παρανοούν ή και παρερμηνεύουν τις χρησιμοποιούμενες πηγές με υποκειμενικές ταυτίσεις ή και γενικεύσεις..."''<ref>ΦειδάςΙω. Βλάσιος, ''Εκκλησιαστική Ιστορία- Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία'', τόμ.Α', 3η έκδ..'', στο ίδιοΑθήνα 2002, σελ. 428</ref>. Ο καθηγητής Φειδάς θεωρεί πως ο Μ. Κωνσταντίνος ''"είχε πράγματι πλήρη συνείδηση...ότι η τελική απόφαση ήταν όχι δική του, κατά το υπόδειγμα της διαδικασίας του αυτοκρατορικού εκκλήτου, αλλά της συνόδου των επισκόπων, οι οποίοι θα αποφάσιζαν κατά πλειοψηφία ή και με ομοφωνία των μελών της, όπως και ο ίδιος ομολογεί."''<ref>στο ίδιο, σελ. 430</ref>. Εκτός των άλλων, ο αυτοκράτορας ''"είχε τη συνείδηση ότι απλώς ήταν "συμπαρών" ή ότι "παρήν" στις εργασίες της συνόδου"'' διαφορετικά, η σύνοδος ''"αντί της απλής δηλώσεως της "παρουσίας" του αυτοκράτορα ("επί παρουσία"), θα έπρεπε να χρησιμοποίηση δηλωτικούς του ρόλου του χαρακτηρισμούς ("προκαθημένου", "προεξάρχοντος", "εξάρχοντος" κ.λπ.)"''<ref>στο ίδιο, σελ. 431</ref>. Συνεπώς ''"τα εγκώμια...του Ευσεβίου στον αυτοκράτορα δεν θα πρέπει να εκληφθούν ως αποδεικτικά στοιχεία των δικαιωμάτων του βασιλιά στην Εκκλησία....Από την προσεκτική μελέτη...όλων των πηγών, και όχι μόνο των στοιχείων που παραθέτει ο Ευσέβιος, καταφαίνεται, ότι ο ρόλος του αυτοκράτορα στα εκκλησιαστικά πράγματα ήταν κατά βάσιν προστατευτικός"''<ref>Σκουτέρης Β. Κωνσταντίνος, ''Ιστορία Δογμάτων'', τόμ. Β', Αθήνα 2004, σελ. 67.</ref>.
Αλλά και γενικότερα, η άποψη που εξέφρασε ''"ο Βασίλειος Στεφανίδης δεχόμενος κατ' αρχήν, ότι επεκράτει εν Βυζαντίω ο καισαροπαπισμός..."''<ref>Κονιδάρης Ι. Γερ., "Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας", λήμμ.: "Βυζάντιον", ''ΘΗΕ'', τόμ. 04, 1964, στ. 1.</ref> και απόψεις που αναφέρονται σε αλλοιώσεις του πολιτεύματος ''"της αρχαίας Καθολικής Εκκλησίας"''<ref>ό.π., στ. 2.</ref> παραβλέπουν ότι ''"θεμελιώδες και αποφασιστικόν στοιχείον εις την ζωήν της Εκκλησίας είναι αι Σύνοδοι και αι αποφάσεις αυτών"'' εφόσον βέβαια, ''"αυταί εγένοντο δεκταί υπό της συνειδήσεως της Εκκλησίας...διότι ούτε η σύγκλησις μιας Συνόδου ως Οικουμενικής υπό του αυτοκράτορος...ούτε η τυχόν κύρωσις δια διατάγματος εξησφάλιζε την Οικουμενικότητα μιας Συνόδου (παράδειγμα η εν Εφέσω Σύνοδος του 449 ήτις ωνομάσθη ληστρική)"''<ref>ό.π..</ref>.
Στην πραγματικότητα, το όλο ζήτημα περί ''Καισαροπαπισμού'' στο [[Βυζάντιο]], θα έπρεπε να επανεξεταστεί με τη βοήθεια μιας νέας προσέγγισης και οργάνωσης των πηγών ώστε να καθοριστεί σαφέστερα ο βαθμός και το είδος ελέγχου που ασκούσε πραγματικά ο αυτοκράτορας<ref>Deno J. Geanakoplos (Professor of History, University of Illinois), ''Church and State in the Byzantine Empire-A Reconsideration of the Problem of Caesaropapism'', Church History, Vol. 34, No. 4. (Dec., 1965), σελ. 381.</ref>, αφού, πρώτον, ''"δεν υπήρξε τίποτα στη βυζαντινή κατανόηση της χριστιανικής πίστης που θα αναγνώριζε τον αυτοκράτορα...δογματικά αλάθητο"''<ref>"caesaropapism", Britannica, ό.π..</ref> και δεύτερον, ''"πολλές ιστορικές περιπτώσεις άμεσης αυτοκρατορικής πίεσης στην εκκλησία τελείωσαν στην αποτυχία"''<ref>Στο ίδιο.</ref>. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση της [[Εικονομαχία|εικονομαχικής έριδας]] η οποία ''"κράτησε περισσότερο από εκατό χρόνια"'' αλλά και ''"η απελπισμένη προσπάθεια βυζαντινών αυτοκρατόρων να επιτύχουν ένωση Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας"''<ref>Ιωάννου Δαμασκηνού, «''Ι. Κατα Μανιχαίων Διάλογος. ΙΙ. Προς τους Διαβάλλοντας...''», (απόδοση-σχόλιο Νίκος Ματσούκας), σελίς 20.</ref>, γεγονός το οποίο αποτελεί ένα από τα ''"πειστικότερα επιχειρήματα κατά του βυζαντινού καισαροπαπισμού"'' καθώς, ο αυτοκράτορας αν και μπόρεσε ''"να καθαιρέσει τρεις διαφορετικούς πατριάρχες'' [...] ''δεν μπόρεσε να ελέγξει ή να προσβάλει την ανεξαρτησία της Εκκλησίας και την ορθόδοξη πίστη της"''<ref>Meyendorff John, Παπαδάκης Αριστείδης, ''Η Χριστιανική ανατολή και η άνοδος του Παπισμού. Η εκκλησία απο το 1071 ως το 1453'', ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003, σελ. 341.</ref>. Και οι περιπτώσεις αυτοκρατορικής αποτυχίας δεν είναι μόνο αυτές:
*Απέτυχε ο Μ. Κωνσταντίνος όταν ''"επέβαλε προσπάθησε να επιβάλλει συμβιβασμό με τον αρειανισμό"''ώστε να επιτύχει εκκλησιαστική ενότητα<ref>Βλ. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, ''Εκκλησιαστική Ιστορία'', τόμ. Α΄, ό.π., σελ. 483. Κονιδάρης Ι. Γερ., "Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας", λήμμ.: "Βυζάντιον", ''ΘΗΕ'', τόμ. 04, 1964, στ. 4.</ref> αλλά και ο ''"Ουάλης, ο οποίος ήταν οπαδός του αρειανισμού"'' και ''"εφάρμοσε με ιδιαίτερη σκληρότητα την πολιτική του Κωνσταντίου εναντίον των οπαδών της Α' Οικουμενικής συνόδου"''<ref>Φειδάς Ιω. Βλάσιος, ''Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία...'', τόμό. Α', 3η έκδπ., Αθήνα 2002, σελ. 341.</ref>.
*Απέτυχε η ''"απόπειρα του Θεοδόσιου να επιβάλει την παρουσία του αυτοκράτορα στο ιερό του ναού"''. Η προσπάθεια αυτή ''"αποκρούστηκε αρχικώς από τον Αμβρόσιο στη Δύση, ενώ στη συνέχεια καταργήθηκε και στην Κωνταντινούπολη, όπως βεβαιώνει ο Κωνσταντίνος Ζ' και η 'Επαναγωγή' (ή Συναγωγή) του Φωτίου"''<ref>Καραμπελιάς Γιώργος, ''1204 η Διαμόρφωση του Nεώτερου Eλληνισμού'', Eναλλακτικές Eκδόσεις, Αθήνα 2006, σελ. 55.</ref>.
4.720
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης