Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ιουστίνος ο Μάρτυς

1.114 bytes προστέθηκαν, 23:23, 17 Φεβρουαρίου 2011
μ
Η υποταγή του Λόγου
Ο '''Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς''' (περ. 110-περ. 165), αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της πρωτοχριστιανικής ιστορίας. Ήταν ο [[Απολογητές|απολογητής]] ο οποίος ''"έδωσεν εις τον χριστιανισμόν αφθωνότερα από πάντα άλλον τα μέσα δια να επεκταθή ευρέως εις τας τάξις των διανοούμενων του ελληνορωμαϊκού κόσμου"''<ref>Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία Β΄, σελ. 543</ref>, ενώ το έργο του εκτιμάται για τη δυναμική σύνθεση του Ελληνικού πνεύματος και της χριστιανικής διδασκαλίας. Ο Ιουστίνος ήταν φιλόσοφος που διατήρησε τον φιλοσοφικό τήβεννο και μετά τη μεταστροφή του στο χριστιανισμό, ενώ άνοιξε σχολή η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η πρώτη Ορθόδοξη χριστιανική Σχολή<ref>Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 233</ref>. Αν και η σχολή του απέκτησε σημαντική φήμη, ο Ιουστίνος ήρθε σε σύγκρουση με άλλους φιλοσόφους, οι οποίοι τον διέβαλαν προς τον φιλόσοφο-αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, με αποτέλεσμα να αποκεφαλιστεί το 165 μαζί με μια ομάδα μαθητών του.
{{Άγιος| Όνομα = Ιουστίνος ο Μάρτυς| Εικόνα = [[Image:Justin Martyr.jpg|175px130px]]| Όνομα Εικόνας = Ο άγιος Ιουστίνος|thumbΗμερομηνίαΓέννησης = περ. 110|rightΗμερομηνίαΚοίμησης = περ. 165|''ΗμερομηνίαΕορτής = [[Ιουστίνος ο ΜάρτυςΠρότυπο:1 Ιουνίου|1 Ιουνίου]]| Ημερομηνίες = ''135'': μεταστροφή στο χριστιανισμό<br>Η κορυφαία απολογητική προσωπικότητα του 2ου αιώνος''150-155'': συγγραφή πρώτης απολογίας| Τίτλος = [[Απολογητές|Απολογητής]]}}
==Ο βίος του==
Η μεταστροφή του στο χριστιανισμό έγινε περίπου την ίδια εποχή<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 543</ref>, πιθανώς στην Αίγυπτο<ref>Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 104</ref>. Βρισκόμαστε στο 135 όταν καθώς βρισκόταν σε ερημικό παραθαλάσσιο χώρο, συνάντησε κάποιο γέροντα, ο οποίος χρησιμοποιώντας τη μαιευτική σωκρατική μέθοδο, μετά από διάλογο, του αναίρεσε τις πλατωνικές δοξασίες περί αθανασίας της [[Ψυχή|ψυχής]] και μετεμψύχωσης, τονίζοντάς του τη σημασία των προφητών που ήσαν οι μόνοι που είδαν το Θεό. Ο ίδιος τον προέτρεψε να διαβάσει την [[Αγία Γραφή]] και δεν επανεμφανίστηκε ποτέ<ref>Ιουστίνου, Διάλογος, 2-8</ref>. Ο Ιουστίνος εδώ μας αποκαλύπτει πως είχε από καιρό συμπαθήσει το χριστιανισμό, από την καρτερία και τη αφοβία την οποία επεδείκνυαν οι πιστοί ενώπιον του μαρτυρίου και του [[Θάνατος|θανάτου]]<ref>Ιουστίνου, Β΄ Απολογία 12, 1</ref>. Λίγο αργότερα ο φιλόσοφος και μάρτυς συνάντησε τον Τρύφωνα.
Περί το 136 ο Ιουστίνος μετέβη στη Ρώμη, όπου με εξαίρεση ένα μικρό χρονικό διάστημα το οποίο αυτοεξορίστηκε λόγω του φόβου εκδιώξεώς του, έμεινε μέχρι και το το μαρτύριό του. Στη Ρώμη άνοιξε φιλοσοφική σχολή (πιθανότατα στο σπίτι κάποιου Μαρτίνου<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 238</ref>) και επεδίωξε την υποκατάσταση των φιλοσοφικών συστημάτων δια της μόνης και ασφαλούς φιλοσοφίας. Του χριστιανισμού<ref>Διάλογος 8</ref>. Η σχολή του μάλιστα ήταν συνάμα και ναός<ref>Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 544</ref> όπου τελούντο λατρευτικές πράξεις. Οι μαθητές του, όπως συνάγεται από τη διασωθείσα γραμματεία, δεν ήσαν λίγοι και ανάμεσά τους βρίσκονταν κυρίως Ασσιανοί και Φρύγες, μεταξύ αυτών δε ο [[Τατιανός ο Σύρος]], ίσως και ο [[Ειρηναίος Λουγδούνου]].
Το διδακτικό του έργο πολλές φορές διακόπτετο λόγω των επεμβάσεων των κρατικών αρχών, ιδίως δε από τις καταγγελίες των κυνικών και των [[Γνωστικισμός|Γνωστικών]]<ref>Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 545</ref>, ενώ η στάση της Αυτοκρατορικής αρχής μετά το 160 και την ανάληψη του Μάρκου Αυρηλίου, έγινε αρκετά σκληρότερη<ref>Τατιανού Σύρου, Προς Έλληνας 19</ref>. Την ίδια εποχή αυτοεξορίζεται λόγω καταγγελίας του φιλοσόφου Κρήσκεντος (ο Κρήσκης υπήρξε διδάσκαλος του Αυρήλιου), ο οποίος έβλεπε τους μαθητές του να μειώνονται, αλλά και εξ αιτίας του ελέγχου που συχνά του ασκούσε<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 238</ref> . Κατά την επιστροφή του οι φόβοι του επαληθεύτηκαν, όταν τελικά επί έπαρχου Ιουνίου Ρούστικου (163-167), συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε μαζί με ομάδα μαθητών του<ref>Τερτυλλιανού, Adv. Valentinianos 5. Ειρηναίου, Έλεγχος 1, 28</ref>, γεγονός που διασώζεται και σε επίσημο δικαστικό έγγραφο της εποχής<ref>Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 104</ref>. Το γεγονός του μαρτυρίου συνέβη περί το 165<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 545</ref>. Η μνήμη του εορτάζεται την [[Πρότυπο:1 Ιουνίου|1η Ιουνίου]].
==Η αποτίμηση της προσφοράς του==
===Γενικά===
Το μεγαλείο της προσφοράς του σπουδαίου αυτού απολογητή, δε βρίσκεται τόσο στο αποτέλεσμα της προσπάθειας την οποία κατέβαλε, όσο στην πρωτοτυπία του έργου του<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 233</ref>. Στόχος του καταστάθηκε η προσπάθεια να δημιουργήσει το νέο και αληθή φιλόσοφο. Το χριστιανό φιλόσοφο<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 233</ref>. Μολονότι του αποδόθηκε το όνομα φιλόσοφος, ο ίδιος δεν είναι ένας στοχαστής ή ερευνητής, αλλά διδάσκαλος της εκκλησίας. Είναι ένας κατηχητής και γνήσιος διδάσκαλος του χριστιανισμού που προσπάθησε να επιτύχει μία μεγάλη πρόκληση. Την απάντηση στον ιουδαϊσμό και το γνωστικισμό, συνάμα με την απάντηση και την αποδοχή από τον Ελληνισμό. Το φιλοσοφικό του παρελθόν πολλές φορές χρωματίζει το έργο του, αλλά οι προϋποθέσεις της σκέψεώς του είναι αγιογραφικές<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 233</ref>. Έτσι θεωρείται ως ο πρώτος μεγάλος θεολόγος που αντιλήφθηκε την ανάγκη της ελληνικής φιλοσοφίαςγια τη σύγκραση χριστιανισμού και ελληνισμού.
Η φιλοσοφική του κατάρτιση αποτελεί σημαντικό όργανο στο λόγο του, αλλά δε τη χρησιμοποιεί ως βάση της αλήθειας<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 234</ref>. Δε μετεστοιχείωσε τελικά την ευαγγελική αλήθεια σε φιλοσοφική, αλλά προσπάθησε να εκφράσει τις χριστιανικές αλήθειες με τη γλώσσα της εποχής του<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 234</ref>. Έτσι το έργο του Ιουστίνου δεν αποβαίνει θεωρητική φιλοσοφία, αφού πρώτιστο επιχείρημα αποβαίνει η ηθική ζωή των χριστιανών, εκφράζοντας παράλληλα ένα πολύ διαφορετικό κλίμα από ότι είχαμε συνηθίσει μελετώντας τα έργα του [[Ιγνάτιος ο Θεοφόρος|Ιγνατίου]] και του Ειρηναίου. Ο ίδιος προσπάθησε να επιλύσει τα ουσιαστικά προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζαν στην εποχή του οι χριστιανοί και οι καταβολές του από το εθνικό περιβάλλον τον οδήγησαν σε μια προσπάθεια γεφύρωσης με τον εθνικό κόσμο, χρησιμοποιώντας όπου μπορούσε να ανεύρει τα κοινά τους σημεία. Η προσπάθεια αυτή όμως τον οδήγησε συγχρόνως και σε διδασκαλίες οι οποίες δεν έδιναν ικανοποιητικές απαντήσεις (σπερματικός λόγος φερ ειπείν). Η θεολογία του τελικά δεν εγκολπώθηκε στους κόλπους της εκκλησίας, όπως στην περίπτωση του Ειρηναίου<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 234</ref>, παρότι έδειξε να απευθύνεται ταυτοχρόνως τόσο στους χριστιανούς όσο και τους εκτός αυτού ανθρώπους.
===Ελληνισμός και χριστιανισμός στον Ιουστίνο===
Η σημαντικότητα του Ιουστίνου, ως προς την ιστορία της σχέσης Ελληνισμού και χριστιανισμού κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική και σπουδαία. Από όλους του τους χριστιανούς θεολόγους της εποχής ο Ιουστίνος αναμφισβήτητα υπήρξε ο πλέον θετικός ως προς μία κατεύθυνση εναρμονισμού της φιλοσοφίας και του χριστιανισμού. Δε δέχεται βέβαια την ειδωλολατρική λατρεία και τη θρησκευτική μυθολογία των Ελλήνων, αλλά μόνο τη φιλοσοφία τους<ref>Ιω. Ζηζιούλας, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, σελ. 165</ref>. Ο ίδιος χαρακτηρίζεται ως εκλεκτικός, περνώντας τη φιλοσοφία από κριτικό έλεγχο για να διακρίνει τα ωφέλιμα σημεία της, αλλά και τα αποβλητέα. Σε πολλά σημεία για παράδειγμα επικροτεί την ηθική φιλοσοφία των στωικών, δεν αρνείται όμως και να επιτιμήσει τις μοιρολατρικές και υλιστικές τους αντιλήψεις. Ο ίδιος μάλιστα βρίσκει τόσες ομοιότητες μεταξύ Πλατωνισμού και χριστιανισμού, ώστε να θεωρεί πως η μετάβαση από το ένα σύστημα στο άλλο δεν έχει ανάγκη από μία επαναστατική αλλαγή, συνάμα όμως δεν ξεχνά να αντιτεθεί στη θεωρία του Πλάτωνος περί ψυχών ή περί δημιουργίας, αναζητώντας παρόλα αυτά και σε αυτές τις περιπτώσεις κοινά σημεία<ref>Ιω. Ζηζιούλας, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, σελ. 165-166</ref>.
Το σπουδαιότερο σημείο του έργου του, είναι η προσπάθεια να δικαιολογήσει αυτές τις ομοιότητες, αφενός προσφέροντας μια ιστορική εξήγηση (δανεισμός αληθειών από ΠΔ), αλλά και με τη θεωρία περί σπερματικού λόγου. Έτσι προσπαθεί να βρει κοινά στοιχεία με τη θεωρία του Λόγου των στωικών, μία προσπάθεια που είχε καταβληθεί επί εποχής Φίλωνος του Ιουδαίου. Γι αυτό Ιουστίνος επιχειρεί να πείσει κατά βάση, πως ο Λόγος είναι ο Χριστός<ref>Ιω. Ζηζιούλας, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, σελ. 167</ref>, με αποτέλεσμα και οι Έλληνες να έχουν έρθει κοντά στην αλήθεια. Με αυτή την προσπάθεια όμως ο Ιουστίνος υποτάσσει τη θεολογία στη φιλοσοφία, αφού η έννοια του Θεού εξαρτάται πια από την αντίληψη που έχει κανείς για τον κόσμο<ref>Ιω. Ζηζιούλας, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, σελ. 167</ref>.
==Το συγγραφικό του έργο - Η διδασκαλία του==
Αποτελεί σπουδαίο θεολογικό έργο της αρχαίας εκκλησίας, που συνάμα είναι το αρχαιότερο σωζόμενο αντιιουδαϊκό έργο, εξισορροπώντας παρά ταύτα έξοχα για πρώτη φορά στο χώρο της εκκλησίας τα ρεύματα του αντινομισμού και νομισμού, του αντιιουδαϊσμού (Μαρκίων, Γνωστικοί) και φιλοϊουδαϊσμού. Η έκθεση του διαλόγου αυτού εκτείνεται σε 142 κεφάλαια. Μέρος του φαίνεται να έχει χαθεί<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 547</ref> (τουλάχιστον η εισαγωγική προσφώνηση προς το άτομο που απεστάλη ο διάλογος αυτός, που είναι κάποιος Μάρκος Πομπήιος<ref>Διάλογος 141</ref>), καθώς και ένα τμήμα μεταξύ των κεφαλαίων 74, 3 και 74, 4. Κατά τη μαρτυρία του [[Ιωάννης Δαμασκηνός|Ιωάννη Δαμασκηνού]], ο διάλογος εκτείνετο σε δύο βιβλία, όπου περιεγράφετο ο διήμερος διάλογος καθ έκαστη ημέρα<ref>Ιερά Παράλληλα, PG 96, 481</ref>.
Το έργο αυτό στην ουσία είναι ένα ένας διήμερος διάλογος μεταξύ ενός Ιουδαίου λογίου και του Ιουστίνου. Ο άγιος διηγείται την ιστορία του, για την περιήγησή του σε διάφορες φιλοσοφικές σχολές και τη μεταστροφή του στο χριστιανισμό. Ο Τρύφωνας όμως τον ειρωνεύεται, λέγοντάς του ότι θα προτιμούσε να συνομιλεί με κάποιον που δε θα φρονούσε φιλοσοφικώς τα περί χριστιανισμού. Ο Ιουστίνος ενοχλημένος από την παρατήρηση αυτή θέλησε να απομακρυνθεί, αλλά τον συγκράτησαν οι συνομιλητές του<ref>Διάλογος 1-9</ref>. Ο Ευσέβιος αναφέρει ότι ο διάλογος έλαβε χώρα στην Έφεσο<ref>Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστορία, 4, 8, 6</ref>, αν και σήμερα υπάρχει ένσταση για την αξιοπιστία της αναφοράς του<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 547</ref>.
Κύριο ζήτημα του έργου είναι ο νόμος. Ο Τρύφωνας αναφέρει πως καμιά σωτηρία δεν μπορεί να επέλθει από την εγκατάλειψη του Θεού και την πίστη σε ένα άνθρωπο (το Χριστό). Ο Απολογητής δεν απορρίπτει την [[Παλαιά Διαθήκη]], τη θεωρεί δε θεόπνευστη και μέρος της θείας οικονομίας, αλλά θεωρεί πως οι Ιουδαίοι παρανόησαν το νόημά της, την αλλοίωσαν και μάλιστα αγνόησαν τις προπαρασκευαστικές θεοφάνειες του τριαδικού Θεού. Αυτή η αλλοίωση επέφερε την ανάγκη για μια Νέα Διαθήκη, που θα έχει παγκόσμιο και αιώνιο κύρος<ref>Διάλογος 67</ref>. Η εκπλήρωση τελικά των προφητειών στο πρόσωπο του Χριστού δείχνει ότι αυτός ήταν ο εμφανιζόμενος Θεός στις θεοφάνειες τις Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος εμφανίστηκε στους πατριάρχες. Ο Παλαιός νόμος, ήδη αντικαταστάθηκε από τη μετάνοια και την αγάπη<ref>Διάλογος 10εε, 40εε</ref> και ο Χριστός με την ενανθρώπησή του κατεστάθη κεφαλή του νέου γένους. Αν μάλιστα η εμφάνιση του Χριστού υπό τον παθητικό μανδύα που ενεφανίσθη, είναι τόσο ευεργετική, όταν ο Κύριος θα έρθει εν δόξη θα είναι ακόμα μεγαλύτερη. Στο έργο αυτό μάλιστα ο Ιουστίνος παρουσιάζει και [[Χιλιασμός|χιλιαστικές]] απόψεις. Είναι χαρακτηριστικό πως ο ίδιος αναφέρει πως προ του αιωνίου παραδείσου, θα υπάρξει χιλιετής περίοδος βασιλείας εν Ιερουσαλήμ<ref>Διάλογος 80</ref>. Ο Τρύφωνας ευχαριστεί τον συνομιλητή του και αποχωρίζονται.
Η πραγματεία αυτή ήταν ευρέως διαδεδομένη, υπό του [[Ευσέβιος Καισαρείας|Ευσεβίου]], μέχρι και της εποχής του [[Φώτιος Α΄ ο Μέγας|Φωτίου]]<ref>Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστορία 4, 8-4, 11. Φώτιος, Μυριόβιβλος 125. Ιερώνυμος, De viris illustribus 23</ref>. Απευθύνεται προς τον Αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή (138-161), τους θετούς υιούς του και τη σύγκλητο και αποτελεί το σημαντικότερο και εκτενέστερο απολογητικό κείμενο της αρχαίας εκκλησίας<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 239</ref>. Ο Μάρκος Αυρήλιος καλείται Βηρίσσιμος και όχι ως συναυτοκράτωρ, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να απευθυνθεί στην πνευματική φιλοσοφική ιδιότητα του Καίσαρος<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 550</ref>. Η χρονολογία συγγραφής της τοποθετείται περί το 150<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 550</ref>, το αργότερο μέχρι το 155<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 239</ref>, ενώ το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης προϋποθέτει ως τόπο συγγραφής τη Ρώμη<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 550</ref>.
Ο Ιουστίνος απευθύνεται πρώτιστα προς τους άρχοντες της εποχής και δευτερευόντως προς τους λογίους. Αρχικώς δίνει μία αμυδρή εικόνα του χριστιανικού βίου, όπου με ευγένεια, λιτότητα και απέριττα ρητορικά σχήματα τους εγκαλεί διότι οι χριστιανοί είναι μόνοι από όλες της θρησκείες που δε δικαιούνται να τελούν ελευθέρα ελεύθερα τις λατρευτικές τους πράξεις, ενώ συνάμα διώκονται, μόνο και μόνο για το όνομα χριστιανοί<ref>Α΄ Απολογία 29</ref>. Εν συνεχεία αμύνεται των κατηγοριών που προσάπτονται στους χριστιανούς ως αθέους, συνωμότες και ανήθικους καθώς αυτές αποτελούν γεννήματα φόβου και μίσους, ψευδών κατηγοριών. Οι διώξεις όμως, τονίζει ο Ιουστίνος, κανένα αποτέλεσμα δεν έχουν διότι δε δύναται να βλάψουν ηθικώς τους χριστιανούς<ref>Α΄ Απολογία 2, 4</ref>. Ο Ιουστίνος ισχυρίζεται μάλιστα πως δεν είναι άθεοι οι χριστιανοί επειδή αρνούνται την προσκύνηση ψεύτικων θεών, ενώ ο βίος τους είναι ηθικός και δεν πορεύονται με πορνεία και αρσενοκοιτίες, όπως διαδεδομένα συμβαίνει στον ειδωλολατρικό κόσμο.
Εν συνεχεία ο Μάρτυς χρησιμοποιεί χωρία εκ της Παλαιάς Διαθήκης για το πρόσωπο του [[Χριστός|Ιησού]], ενώ αντλεί και επιχειρήματα από τον εθνικό και ειδωλολατρικό κόσμο, που θεωρεί ότι πιστοποιούν τη χριστιανική αλήθεια. Μάλιστα αναφέρει πως φιλόσοφοι πήραν αλήθειες από το Μωυσή. Στο τελευταίο στάδιο της απολογίας του κάνει αναφορά στα [[Ιερά Μυστήρια|μυστήρια]] τη εκκλησίας, ιδίως το [[βάπτισμα]] και την [[Θεία Ευχαριστία]]. Το βάπτισμα κατά τον μεγάλο αυτό απολογητή, είναι λουτρό και φωτισμός συνάμα, ενώ τελείται κατά τον τριαδικό τύπο. Τα αντίστοιχα βαπτίσματα των εθνικών και των ιουδαίων αποτελούν απλώς παρωδία του χριστιανικού βαπτίσματος και είναι άνευ χάριτος. Η Θεία Ευχαριστία τελείται κάθε ημέρα ηλίου, δηλαδή Κυριακή. Οι χριστιανοί συναθροίζονται, αναγιγνώσκοντας περικοπές της Παλαιάς Διαθήκης και των αποστολικών συγγραμμάτων, ενώ ο προεστός απευθύνει εποικοδομητική ομιλία. Ακολουθεί περιγραφή του μυστηρίου δι ευχών των συναθροισθέντων, ενώ αποκρούει οποιαδήποτε σχέση με τα γεύματα τω των Μιθραϊστών. Η πληρότητα της περιγραφής της εσωμυστηριακής ζωής της εκκλησίας έχει τεράστια θεολογική και ιστορική σημασία. Χαρακτηριστικό είναι πως κάποιοι ερευνητές θεώρησαν παρέμβλητο και νόθο το σημείο αυτό της απολογίας, αλλά όχι με πειστικά επιχειρήματα<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 240</ref>. Εν κατακλείδι ο Ιουστίνος καλεί να λάβουν υπόψιν οι αναγνώστες τα λεγόμενά του ή και να τα περιφρονήσουν, πρωτίστως όμως να πάψουν οι θανατώσεις κατά των χριστιανών.
Στο διασωθέν κώδικα παρατίθεται επίσης λατινιστί απόκριση του Αδριανού περί παύσεως των αδίκων διωγμών κατά των χριστιανών, ενώ υπάρχουν και άλλα δύο κείμενα. Το πρώτο αποτελεί μια επιστολή του Αντωνίνου και το δεύτερο του Αυρηλίου περί μιας θαυμαστής βροχής κατόπιν προσευχής χριστιανών της Κεραυνώδους λεγεώνας.
===Β΄ Απολογία===
====Η κριτική έρευνα περί του αυτοτελούς της απολογίας====
Η μικρή αυτή απολογία, από πολλούς σύγχρονους κριτικούς θεωρείται πως αποτελεί παράρτημα της πρώτης. Η , θέση που αρχικώς επισημάνθηκε από τον A. von Harnack<ref>Geschichte der altchristlichen Litteratur bis Eusebius. Ueberlieferung 1893, 104. Die chronologie 1, 1897, 274 εε</ref>. Η Αν και η άποψη αυτή γενικώς δείχνει να πάσχει από πολλές απόψεις<ref>Παν. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 554-555</ref>, ενώ πρέπει να ειπωθεί πως παρότι δημιούργησε μεγάλη συζήτηση, που τελικώς δεν κλόνισε την άποψη για την αυτοτέλεια του κείμενου στην πλειοψηφία των ερευνητών<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 240</ref>. Ο Ευσέβιος εν αρχή δείχνει να γνωρίζει για δύο απολογίες<ref>Ευσεβόυ, Εκκλ. Ιστορία 4, 16, 1</ref>. Δεύτερον αποτελεί σύγχυση ο προσδιορισμός της έννοιας, στη λέξη "εν ταυτώ", ως προς το βιβλίο, καθώς η σημασία η οποία λαμβάνει μάλλον είναι τοπική, ως προς το χώρο συγγραφής και όχι προς το βιβλίο. Επιπρόσθετα ο Ιουστίνος παρέχει στοιχεία σχετικά με το πρόβλημα της σχέσεως των δύο έργων, χωρίς να μπορούμε να ανεύρουμε κοινά χωρία ανάμεσα στα δύο κείμενα. Το δε χωρίο στο οποίο στέκονται πολλοί κριτικοί, το οποίο αναφέρει τη λέξη "ως προέφημεν", προφανώς έχει εκπέσει, εφόσον η έννοια της πρότερης αναφοράς, δε φαίνεται να ακολουθείται από κανένα αντίστοιχο χωρίο της Α΄ απολογίας<ref>ο.π., σελ. 557</ref>.
Η απολογία αυτή εκκινεί απότομα. Αυτό είναι ένα ακόμα στοιχείο στο ποίο στηρίζονται οι υποστηρικτές της ενιαίας απολογίας. Συνάμα όμως αναφέρεται άμεσα προς τους Ρωμαίους, κάτι που θεωρείται άνευ ουσίας. Θα ήταν δηλαδή δίχως δηλαδή νόημα η αναφορά μιας απολογίας, σε χωριστούς αποδέκτες ανά τομέα, μέσα στο ίδιο κείμενο. Ο επίλογος όμως δείχνει να αναφέρεται και προς τους Αυτοκράτορες. Ο Επίσης μέσω του [[Αθηναγόρας ο Αθηναίος|ΑθηναγόραςΑθηναγόρα]] τέλος φαίνεται πως θεωρεί τα έργα αυτά είναι χωριστά, αφού γνωρίζει το περιεχόμενο της πρώτης απολογίας, όχι όμως το ζήτημα περί προδοσίας των χριστιανών υποδούλων που αναφέρεται μόνο στη δεύτερη<ref>Αθηναγόρα, Πρεσβεία 35</ref>. Η απολογία πιθανώς εγράφη αρκετά αργότερα από την πρώτη, περίπου το 160<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 557</ref>.
====Περιεχόμενο====
==Θεολογία==
===Γενικά===
Η θεολογία του Ιουστίνου σήμερα, με βάση τις απόψεις ερευνητών, αξιολογείται ποικιλοτρόπως. Είναι χαρακτηριστικό πως κατά κάποιους για μία μερίδα θεωρείται ως ανανεωτής της θεολογίας και ο πρώτος που προσπάθησε να επιτύχει τη γόνιμη σύνθεση ελληνισμού και χριστιανισμού, ενώ κατά μία άλλη μερίδα κατηγορείται ως νοθευτής αυτής. Το βέβαιο είναι πως η εικόνα της διδασκαλίας του θα μείνει για πάντα ημιτελής εξ αιτίας των απολεσθέντων συγγραμμάτων του. Στη θεολογία του ο Ιουστίνος παρότι χρησιμοποιεί τη φιλοσοφία, την οποία διδάχτηκε, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε και να αποδεχτούμε τη θέση πως εισήγαγε τον Πλάτωνα, αλλά την αρχή που την οποία κατηύθυνε τον Πλάτωνα και τον Αλβίνο να φιλοσοφούν ορθώς<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 563</ref>.
Κατά τον ίδιο δεν επεδίωξε να διατυπώσει προσωπικές απόψεις, όπως θα έκανε αν ήταν απλός φιλόσοφος, αλλά να μεταδώσει ότι διδάχτηκε<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 563</ref>. Έτσι βάση της θεολογίας του γίνεται η Παλαιά Διαθήκη και δη οι θεοφάνειες του άσαρκου Λόγου, άνευ των οποίων δε δύναται να έχουμε κατανόηση των πεπραγμένων της Καινής Διαθήκης. Πέραν της χρήσης της Βίβλου, φαίνεται να γνωρίζει και εξωβιβλικές πληροφορίες προφανώς εκ της προφορικής παραδόσεως. Τέτοιες είναι πως ο [[Κυρήνιος]] υπήρξε ο πρώτος επίτροπος Ιουδαίας, πως ο Ιωσήφ κατάγετο εκ Βηθλεέμ, η καταγωγή των μάγων<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 564</ref>.
===Περί Θεού και Τριάδος===
 
Το ενδιαφέρον στην περί ύπαρξης του Θεού θεολογία στον Ιουστίνο, εκκινεί από την κοσμολογική ένδειξη<ref>Αν. Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, σελ. 55</ref>. Ο θεός λοιπόν είναι ποιητής του παντός<ref>Β΄ Απολογία, 13, 5</ref>, στον οποίο μόνο ανήκει η πίστη και η λατρεία<ref>Α΄ Απολογία 16, 6-7</ref>. Είναι η μοναδική αιτία της υπάρξεως και βρίσκεται έξω από κάθε αναγκαιότητα γεννήσεως<ref>Α΄ Απολογία 17, 3</ref>. Ο θεός αυτός όμως δεν είναι μονάς, αλλά τριάς. Γι αυτό και συνδέει σαφώς την τριαδική κοινωνία με το [[βάπτισμα]] και τη λειτουργία της [[Θεία Ευχαριστία|ευχαριστίας]]<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ 233</ref>. Οι βαπτισμένοι λοιπόν αναγεννιούνται στο τριαδικό όνομα των υποστάσεων<ref>Α΄ Απολογία 61, 3</ref>, ενώ στη θεία ευχαριστία ο άρτος και ο οίνος μεταλαμβάνονται ''είς δόξα του Πατρός, του Υιού και του Πνεύματος''<ref>Α΄ Απολογία 65, 3</ref>. Στο σημείο αυτό ο Ιουστίνος αναφέρει πως Υιός λαμβάνει δεύτερη χώρα, ενώ το πνεύμα είναι τρίτο τη τάξη<ref>Α΄ Απολογία 13, 1-3</ref>, με στόχο να καταδείξει την ενότητα και τη μοναδικότητα του Θεού<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 233</ref>, εξαίροντας πάντοτε την υπερβατικότητά του. Ο θεός ως ιδιότητες έχει την υπερβατικότητα και την παντοδυναμία<ref>Αν. Θεοδώρου, ενθ.αν., σελ. 60</ref>, που αποτελούν αφετηρία της δημιουργίας προς χάριν της ανθρωπότητος<ref>ο.π.</ref>. Γι αυτό τελικά είναι ανωνόμαστος<ref>Α΄ Απολογία 63, 1</ref>, η αιτία δε αυτού του γεγονότος βρισκεται στο αγέννητο Αυτού. Οι προσηγορίες θεός, πατήρ, κτίστης δεν αποτελούν πραγματικά ονόματα ''"αλλ εκ των ευποιϊών και των έργων προσρήσεις"''<ref>Β΄ Απολογία 6, 1</ref>.
===Περί Λόγου===
 
Ο Ιουστίνος είναι ο κατεξοχήν απολογητής που αναφέρεται στην περί Υιού και Λόγου θεολογία. Τα κατεξοχήν συγγράμματά του όμως περί της θεολογίας του Υιού δεν έχουν διασωθεί, με αποτέλεσμα να έχουμε ημιτελή εικόνα<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 236</ref>. Γενικώς θα πρέπει να τονιστεί ότι η διδασκαλία περί του Λόγου κινείται στη γραμμή του Ευαγγελιστή Ιωάννη, προβάλλοντας ουσιαστικά τη διδασκαλία που ήταν οικεία στο εκκλησιαστικό περιβάλλον της εποχής<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 236</ref>. Προσπαθεί μέσω των κειμένων της Αγίας Γραφής να αναπτύξει και να θεμελιώσει το λόγο του, προτάσσοντας με εμμονή την έννοια του Λόγου-Υιού, διότι ήταν οικεία τόσο στον εθνικό κόσμο, όσο και στον Ιουδαϊκό.
====Η υποταγή του Λόγου====
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η θεολογία του Ιουστίνου, φαίνεται να περιέχει και προβληματικά σημεία. Αυτά κυρίως εκκινούν από τη φιλοσοφική θεώρηση ορισμένων θεολογικών προεκτάσεων κυρίως κοσμολογικής προελεύσεως. Το βασικό αυτό πρόβλημα, είναι η γνωστή στην απολογητική γραμματεία, υποταγή του Λόγου. Μία τέτοια θεολογία κατά τον Αν. Θεοδώρου είναι φυσική και αβίαστη συνέπεια της περί Θεού αντιλήψεως του Ιουστίνου<ref>Αν. Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, σελ. 72</ref>. Οι λόγοι που οδήγησαν τον Ιουστίνο σε μία τέτοια θεολογία είναι κατά βάση τρεις: η θεωρία περί απολύτου υπερβατικότητος του Θεού, με αποτέλεσμα ο Θεός να έχει ανάγκη από ενδιάμεσο όργανο για να έλθει σε επαφή με τον κόσμο, η γέννηση του Λόγου, που γίνεται βουλή του Πατρός και η ανάγκη διαφυλάξεως της ενότητος της [[Αγία Τριάδα|Τριάδος]] η οποία στο φιλοσοφικό περιβάλλον της εποχής με βάση την ετερότητα των υποστάσεως υποστάσεων θα οδηγούσε σε διάσπαση. Η υποταγή όμως θα αποδείκνυε μία γνώμη και όχι έτερες<ref>Αν. Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, σελ. 73</ref>. Γενικώς η έννοια της υποταγής του Ιουστίνου κινείται σε δύο πεδία: το κοσμολογικό και το αποκαλυπτικό. Στην πρώτη περίπτωση εντοπίζεται η κοσμική ενέργεια του Λόγου, στην οποία κατά τον Ιουστίνο ο Λόγος δεν είναι η κύρια ποιητική των δημιουργημάτων αρχή, αλλά το όργανο. Στη δεύτερη μέσω των θεοφανειών, όπου ο Θεός- Λόγος είναι η εικόνα του Θεού Πατρός και αγγελιαφόρος. Γενικά θα λέγαμε πως μία τέτοια θεολογία θέτει σε κίνδυνο την προσωπική αυτοτέλεια του Λόγου.
Παρόλα αυτά γενικώς η προοπτική της θεολογίας του θα πρέπει να αντιπαραβάλλεται προς το περιβάλλον το οποίο απευθύνεται ο απολογητής. Αφενός μεν στην προσπάθειά του να μιλήσει στη φιλοσοφική γλώσσα της εποχής, όπου η ενότητα της θεότητας θα διασπάτο αν δεν προτάσσετο η υποταγή της γνώμης, αφετέτρου η αδυναμία των απολογητών να θέσουν το ζήτημα της λατρείας του Υιού, ειδικά από τη στιγμή που οι Αυτοκράτορες, που επιζητούσαν την Αυτοκρατορική λατρεία, τον είχα είχαν σταυρώσει σαν ένα κοινό επαναστάτη<ref>Σ. Αγουρίδης, Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού..., σελ. 140</ref>.
Πέραν όμως των ιστορικών δεδομένων, ενυπάρχουν και σαφή θεολογικά δεδομένα. Σημαντική παρατήρηση επί του θέματος κάνει ο πατρολόγος Π. Χρήστου. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι οι έννοιες αυτές πρέπει να κατανοηθούν με βάση την κίνηση της εσωτερικής τριάδος και κοινωνίας των τριών προσώπων<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν.,σελ. 981</ref> και όχι με βάση τη οικονομική τριάδα. Στο ίδιο σημείο ο Loofs αναφέρει ''"και όμως όλες αυτές οι διατυπώσεις (περί υποταγής) εκφράζουν την ίδια σκέψη, στο ότι ο Πατήρ υπήρξε ένα είδος αιτίας του Λόγου εύρισκαν το "γεννηθήναι", το οποίο ακριβώς προϋποθέτει την έννοια του Υιού, και διακρίνεται με σαφήνεια από το κτισθήναι με οποίο πλησιάζει κανείς σε απόψεις απορροής"''<ref>Σ. Αγουρίδης, Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού..., σελ. 146</ref>. Ο δε Danielou αναφέρει πως γενικώς οι απολογητές μαρτυρούν με σθένος την ομοουσιότητα του Λόγου, δίχως να ξεφεύγουν από μια τάση [[Μοναρχιανισμός|τροπικού μοναρχιανισμού]]<ref>Σ. Αγουρίδης, Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού..., σελ. 147</ref>, αφού υπήρξε κάποτε εποχή που δεν είχε προσωπική έτερη υπόσταση από τον Πατέρα (θεωρία της διπλής γέννησης, ενδιάθετου-προφορικού Λόγου), αν και το ζήτημα αυτό για την Ορθόδοξη οπτική γωνία επιλύεται με την έννοια της αΐδιας και οικονομικής τριάδας. Η όλη προβληματική κατά το Σ. Αγουρίδη τελικά τοποθετείται στο ότι ο Ιουστίνος, όπως και οι [[απολογητές]], στην προσπάθειά τους να μιλήσουν στη διανόηση της εποχής μεταμορφώνουν την κοσμολογική έννοια σε σωτηριολογική ή και το αντίθετο<ref>Σ. Αγουρίδης, Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού..., σελ. 147</ref>. Τέλος σύμφωνα με το δογματολόγο Ν. Ματσούκα, εστιάζοντας την προσοχή μας πάνω στη θεολογία του Ιουστίνου πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Η πρόταση της προέλευσης του Λόγου, από τη βουλή του Θεού, αν την ταυτίσουμε με την αρειανική διδασκαλία, δε κάνουμε τίποτα περισσότερο από το να εφαρμόζουμε σχήματα του 4ου και 5ου αιώνα στην εποχή και τη διδασκαλία του Ιουστίνου. Με άλλα λόγια έχει πολύ διαφορετική σημασία η έννοια της βουλής στον Άρειο, σε σχέση με τον Ιουστίνο, αφού εδώ εννοείται ότι η οικονομία του Θεού γίνεται με τη θεία βούληση. Απλώς Στην προκειμένη περίπτωση η διάκριση οικονομίας και θεολογίας, εξωτερικής και εσωτερικής διάκρισης , δεν είναι συστηματική όπως τον 4ο και 5ο αιώνα, αλλά γίνεται με πρωτόγονο τρόπο<ref>Ν. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, Πουρναράς, Θεσ/νίκη 2007, σελ. 81-82</ref>.
==Υποσημειώσεις==
*Ιωάννης Ζηζιούλας, ''"Ελληνισμός και Χριστιανισμός"'', Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2003.
*Σάββας Αγουρίδης, ''"Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού κατά το Β΄ μ.Χ. αιώνα"'', Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997.
*Georges Florovsky, ''"Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα"'', Πουρναράς, θεσσαλονίκη 2007.
==Πρόσθετη ανάγνωση==
[[Κατηγορία:Γραμματεία|Ι]]
[[Κατηγορία:Απολογίες|Ι]]
[[Κατηγορία:2ος αιώνας|Ι]][[κατηγορία:Άγιοι|Ι]]
[[es:Justino Mártir]]
[[en:Justin Martyr]]
[[fr:Justin Martyr]]
[[ro:Iustin Martirul]]
 
{{Αξιόλογο Άρθρο}}
12.398
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης