Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Απολογητές

404 bytes προστέθηκαν, 13:27, 31 Οκτωβρίου 2014
μ
Τα προβληματικά σημεία της διδασκαλίας περί Λόγου
'''Χριστιανοί απολογητές''' ή απλώς '''απολογητές''' αποκαλείται «''αριθμός λογίων χριστιανών οι οποίοι έζησαν τον 2ο αιώνα μ.Χ. και οι οποίοι ανέλαβον ως έργον των αφενός μεν να απολογηθούν ενώπιον των αρμοδίων αρχών υπέρ των αδίκως διωκομένων χριστιανών…αφετέρου δε να καταδείξουν τον χριστιανισμόν ως τη μόνη αληθή και σύμφορον φιλοσοφία''»<ref>Ανδρέα Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Ά, Μέρος Β΄, σελίς 31</ref>. Η ονομασία αυτή τους αποδόθηκε, ένεκα του τύπου της γραμματείας της οποίας υπήρξαν θεμελιωτές.
Στόχος των ''απολογητών'' καταστάθηκε η απόκρουση των εξωγενών θεολογικών επιδράσεων του [[Φιλοσοφία|φιλοσοφικού]] και [[Ειδωλολατρία|ειδωλολατρικού ]] περιβάλλοντος στη θεολογία της εκκλησίας ''"οι οποίες πλαστογραφούσαν το μήνυμά της"''<ref>Κ. Σκουτέρη, «''Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 217''»</ref>, η διαμαρτυρία κατά της κρατικής εξουσίας λόγω των άδικων διωγμών που υπόκεινταν, η απόκρουση δοξασιών οι οποίες αποδίδονταν σε αυτή και τον εν γένη χριστιανικό βίο, καθώς και η ανάδειξη του χριστιανισμού ως μόνης αλήθειας και συμφέρουσας για τον άνθρωπο φιλοσοφίας. Έτσι κατά βάση απηύθυναν ομολογίες αντιδρώντας στις επιρροές, τις προσμίξεις και τις επιθέσεις σε βάρος του χριστιανισμού, ταυτόχρονα όμως τονώνοντας το ηθικό των διωκόμενων χριστιανών, κερδίζοντας τη συμπάθεια του περιβάλλοντος της εποχής. Τελικά μέσα από το έργο των ''απολογητών'', είναι γενικά αποδεκτό, πως επήλθε μια φάση σύγκλησης με τον ελληνισμό, η οποία προήλθε από την αφομοίωση πολιτισμικών και μορφολογικών στοιχείων της ελληνικής παιδείας και περιβάλλοντος.
Πρώτος χριστιανός συγγραφέας, ο οποίος σήμερα θεωρείται ότι εισήγαγε την απολογητική γραμματεία είναι ο [[Κοδράτος]]<ref>Ιω. Ζηζιούλας, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, σελίς 162</ref>, αλλά θεμελιωτές της ήταν οι [[Ιουστίνος ο Μάρτυρας]] και [[Αρίστων ο Πελλαίος]], οι οποίοι προέρχονταν από τον χώρο των ''ιουδαίων λογίων''. Η κοινή εντύπωση που θέλει να ταυτίζεται η ''απολογητική γραμματεία'' μόνο με τους αποκληθέντες απολογητές, είναι εσφαλμένη<ref>Παναγιώτης Χρήστου, «Εκκλησιαστική Γραμματολογία», Τόμος Α΄, σελίς 64</ref> αφού η απολογητική δεν εξαλείφθηκε ποτέ στο χριστιανισμό. Αποκαλούνται όμως έτσι, διότι ήσαν οι θεμελιωτές της χριστιανικής απολογητικής γραμματείας.
Η περί Λόγου διδασκαλία των ''Απολογητών'', αποτελεί την κορωνίδα και επιτομή της θεολογικής προσεγγίσεως του χριστιανικού κόσμου, με το εθνικό περιβάλλον. Έτσι ο [[Ιησούς Χριστός]], για τους ''Απολογητές'', ως προαιώνιος Λόγος, ήταν το πρόσωπο το οποίο όλες οι [[Προφητεία|προφητείες]] επαληθεύονταν και ταυτόχρονα η θεολογική αφετηρία της ενότητος του χριστιανισμού με τον εθνικό κόσμο, αφού η έννοια Λόγος, είχε τόσο σηματοδοτηθεί από τους ''Στωϊκούς'' και τον ''Πλάτωνα'', όσο και από το [[Φίλων ο Ιουδαίος|Φίλωνα τον Ιουδαίο]], με αποτέλεσμα η θεολογική αντιμετώπιση αυτού ζητήματος «''χωρίς αμφιβολία να υπάρξει καθοριστική για την περαιτέρω διαμόρφωση της χριστιανικής διδασκαλίας''»<ref>Κ.Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 236</ref>. Πρέπει όμως εδώ να τονιστεί πως αυτή η διδασκαλία είχε ένα συγκεκριμένο προσανατολισμό. Να διαφωτίσει τους μη χριστιανούς διανοουμένους και όχι να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη χριστολογία<ref>Κ.Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 236</ref>. Σε αυτή μάλιστα την προσπάθεια, πολλοί θεολόγοι θεωρούν πως τη διδασκαλία τους βαρύνουν διαφόρων ειδών φιλοσοφικές επιδράσεις, που δεν ανήκουν απλώς στη σφαίρα μιας εξωτερικής μορφολογικής επιρροής<ref>Α.Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 65</ref>.
Ο ''Λόγος'' για τους απολογητές είναι αναμφισβήτητα το ίδιο κοινό πρόσωπο, το οποίο [[Σάρκωση|σαρκώθηκε]], [[Σταύρωση|σταυρώθηκε]] και [[Ανάσταση|αναστήθηκε]] για να λυτρώσει τον κόσμο από την [[αμαρτία]]. Είναι ο προαιώνιος Λόγος, Αυτός ο οποίος προφητεύθηκε ως Υιός του Θεού, στην [[Παλαιά Διαθήκη]], ότι θα σταλεί για τη σωτηρία των ανθρώπων. Είναι ο μεγάλης βουλής άγγελος των θεοφανειών της Παλαιάς Διαθήκης<ref>Ιουστίνου, Διάλογος Προς Τρύφωνα (Ν. Ματσούκας, Ορθοδοξία και αίρεση, Θεσ/νίκη 1992, Πουρναράς, σελ. 59</ref>. Έτσι οι απολογητές διαχωρίζουν τη θέση τους από την Ιουδαϊκή γραμματεία, η οποία είχε μία τάση να εμφανίζει ως απρόσωπη δύναμη το Λόγο και πλέον τον εμφανίζει ως [[πρόσωπο]] και [[υπόσταση]]<ref>Ιουστίνου, Απολογία 1, 63, 1-10</ref><ref>Τατιανός, Προς Έλληνας, 5</ref><ref>Αθηναγόρα, πρεσβεία περί χριστιανών, 10</ref>. Ο Υιός και Λόγος, είναι φυσικός Υιός του Θεού και μόνο γέννημα<ref>Ιουστίνου, Απολογία 23, 2</ref> που δεν μπορεί να παραβληθεί σε σχέση με την ανθρώπινη υιότητα<ref>Ιουστίνου, Απολογία 2, 6, 1-3</ref>, διότι δεν είναι κτίσμα<ref>Ιουστίνος, Διάλ. 62, 4</ref>, αλλά βρίσκεται αδιασπάστως μαζί με τον πατέρα<ref>Αθηναγόρα, πρεσβεία περί χριστιανών, 10</ref>. Ο Υιός και Λόγος υπήρξε προαιωνίως μέσα στον Πατέρα<ref>Ιουστίνου, Απολογία 1, 13, 3</ref>, αλλά σε αυτό το σημείο εντοπίζονται και αποκλίσεις, σχετικά με τον προσδιορισμό ως υπάρξεως του προσώπου, ζήτημα που θα αναλυθεί κατωτέρω. Έτσι για παράδειγμα ο Ιουστίνος μας αναφέρει πως αυτή έγινε προ της κτίσης, ουσιαστικά όμως όχι ταυτόχρονα με την κτίση (αν και το κείμενο αυτό είναι αρκετά ασαφές)<ref>Ιουστίνου, Διάλογος 61, 1 k 128, 1-4</ref>. Σε άλλη περίπτωση διαφαίνεται το φαινόμενο της υποταγής, αν και αυτό δεν εξηγείται επαρκώς αν συμβαίνει ως προς το αίτιο ή λόγω δυνάμεως, ζήτημα βέβαια που δεν αποδέχονται όλοι οι απολογητές, όπως ο [[Αθηναγόρας ο Αθηναίος|Αθηναγόρας]]<ref>Κ.Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 235</ref>. Σε κάθε περίπτωση στο σύστημα των απολογητών, ο Λόγος είναι ξεχωριστή υπόσταση<ref>Ιουστίνου, Διάλογος 62, 4</ref>, είναι φύσει Θεός<ref>Αθηναγόρα, πρεσβεία περί χριστιανών, 10</ref><ref>Μελίτων Σαρδέων, Φλορόφσκυ, ''Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα'', σελ. 121.</ref><ref>Θεόφιλος Αντιοχείας, προς Αυτόλυκον, 2, 22</ref><ref>Ιουστίνος, Διάλ., 128, 3.4 και 58, 9</ref>, καθώς έχει εξαγγελθεί και από τους προφήτες,<ref>Ιουστίνου, Διάλογος 56, 11</ref>, ενώ η θέληση, η συνεργία, η γνώμη<ref>Ιουστίνου, Διάλογος 56, 11 και 62, 2</ref> και η ενέργεια<ref>Αθηναγόρα, πρεσβεία περί χριστιανών, 10</ref> είναι μία με αυτή του πατέρα. Ο Λόγος τελικά είναι αυτός δια μέσου του οποίου τα πάντα δημιουργήθηκαν<ref>Θεόφιλος Αντιοχείας, προς Αυτόλυκον, 2, 10</ref>, ο οποίος εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη και αποκαλύπτεται στους προφήτες<ref>Θεόφιλος Αντιοχείας, προς Αυτόλυκον, 2, 10</ref>, είναι αυτός που φανερώνεται στις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης<ref>Ιουστίνου, Διάλογος 113, 4</ref>. Τέλος πρέπει να τονιστεί πως η πλειοψηφία των απολογητών, όπου ασχολούνται με την σχέση του Λόγου με τον Πατέρα, χρησιμοποιούν το μοντέλο περί ενδιαθέτου και προφορικού Λόγου<ref>Κ.Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 245</ref>.
====Τα προβληματικά σημεία της διδασκαλίας περί Λόγου====
Παρά τα αρκετά κοινά σημεία τα οποία ευρίσκει κανείς στη θεολογία περί Λόγου των απολογητών και τη συμφωνία με το υπάρχων δόγμα της εκκλησίας, υπάρχουν και ορισμένα προβληματικά στοιχείαυπάρχει ο ισχυρισμός πως η θεολογία τους στο σημείο αυτό χωλαίνει. Με βάση μάλιστα αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαμε να πούμε ότι τον ισχυρισμό αυτό και παρότι οι επιδράσεις της [[Φιλοσοφία|φιλοσοφίας]] είναι μάλλον μορφολογικές και εξωτερικές<ref>Ανδρέα Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, υπό Alf. Adam, σελίς 84</ref>, και παρότι τη στιγμή που οι ίδιοι αποτελούν πιστά μέλη της εκκλησίας «''αποδεχόμενα πλήρως και εις όλην την έκτασην το σύμβολον της χριστιανικής πίστεως''»<ref>Ανδρέας Θεοδώρου, «Ιστορία των Δογμάτων», Τόμος Ά, Μέρος Β΄, σελίς 32</ref>, στο ζήτημα περί Λόγου δεν μπορούν «''να εκληφθούν ως πιστοί μάρτυρες του δόγματος της εκκλησίας''»<ref>Ανδρέα Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 83</ref>όπως αυτή μεταγενέστερα αποσαφηνίστηκε. Οι απόψεις αυτές μάλιστα δείχνουν να έχουν [[Αρειανισμός|αρειανικό]] και [[Μοναρχιανισμός|μοναρχιανικό]] χαρακτήρα, . Σαν κάτι τέτοιο όμως δεν μπορούν τελικά να εκφραστούν ως κάτι τέτοιοεκληφθούν, διότι τόσο η θεότητα του Λόγου είναι κοινό γνώρισμα των απολογητών<ref>Ανδρέα Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 83</ref>, όσο και η ''ομοουσιότητα''<ref>Ιουστίνος, Διάλογος, 56, 11</ref><ref>Αθηναγόρας. Ανδρέα Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 77</ref><ref> Τατιανός, Προς Έλληνας, 5</ref> που διέπει το έργο τους, έστω και αν δεν αναφέρεται με το γνωστό θεολογικό όρο. Βέβαια Οι ισχυρισμοί αυτοί κατά βάση προκύπτουν, όπως προαναφέρθηκε , διότι η διδασκαλία τους είναι γενική και αόριστη και παρουσιάζει πολλά κενά και ασυνέχειες<ref>Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 137</ref> τόσο λόγο του είδους της γραμματείας , που απευθύνεται επικεντρωμένα σε συγκεκριμένα ζητήματα, όσο και διότι η διασωθείσα γραμματεία τους είναι πενιχρή σε σχέση με αυτή που μέχρι σήμερα έχει διασωθεί. Γι αυτό αν και είναι βέβαιο πως ότι «''διέθεταν ικανές θεολογικές προϋποθέσεις, αυτές τις υπέτασσαν στη θεωρητική αντίκρουση των επιχειρημάτων των πολεμίων του Χριστιανισμού''»<ref>Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 137</ref> και εξ αυτού η θεολογία τους χαρακτηρίζεται ως ανεπαρκής, «''διότι ασχολούμενη βασικώς με τα γενικά θέματα, τα οποία ενδιέφερον τους εθνικούς διανοουμένους, άφηνε κατά πλείστον ανεξέταστα τα ιδιάζοντα εις τον χριστιανισμόν θεολογικά προβλήματα''» με αποτέλεσμα η «''περί Λόγου θεωρία να χρειασθεί διόρθωση υπό των μεταγενεστέρων θεολόγων''»<ref>Παναγιώτη Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 527</ref>.
Τα κύρια προβλήματα τα οποία κυριαρχούν στη θεολογία περί λόγου των ''απολογητών'', θα λέγαμε ότι είναι κυρίως δύο. Αφενός μεν το μοντέλο ''ενδιαθέτου και προφορικού Λόγου'', αφετέρου δε η υποταγή του Λόγου στον [[Θεός Πατήρ|Πατέρα]]. Τα στοιχεία λοιπόν αυτά θα λέγαμε πως πράγματι διατυπώθηκαν με μεγαλύτερη σαφήνεια μεταγενέστερα από την εκκλησία. Οι τάσεις όμως αυτές εν προκειμένω όμως έχουν ένα κοινό παρονομαστή. Να εξάρουν την απόλυτη υπερβατικότητα του Θεού. Οι διδασκαλίες δεόροι αυτοί, θα λέγαμεπράγματι, πως αν απομονωθούν οδηγούν σε συμπεράσματα, [[Μοναρχιανισμός|μοναρχιανισμού]], τόσο ''δυναμικού'', όσο και ''τροπικού''. Από τη μία η μη προσωπική υπόσταση του Λόγου, μέχρι να εξέλθει του Πατρός, οδηγεί τον Υιό σε μία κατάσταση ιδιάζουσας δύναμης της θεότητας, που αμέσως κινείται προς το σύστημα του δυναμικού μοναρχιανισμού, από την άλλη η υποταγή θα λέγαμε ότι οδηγεί σε μία αρειανιστική προοπτική, με την λεγόμενη εν χρόνω γέννηση του Λόγου και τη θεότητά του να εννοείτε μόνο κατ'επίφασην, αλλά όχι ουσιαστικώς. Φυσικά αυτά τα διλήμματα μόνο ως μία ακραία έκφραση των όσων παραπάνω παρατέθηκαν θα μπορούσαν να νοηθούν. Αυτό διότι ο ''Δυναμικός Μοναρχιανισμός'' υποθέτει πάντοτε το Λόγο ανυπόστατο, κάτι που αποδείχθηκε πως δεν ισχύει στους απολογητές, αφού είναι βέβαιη κατά απόλυτο τρόπο η διδασκαλία περί υποστατικής και προσωπικής υπάρξεως του Λόγου στην [[Παλαιά Διαθήκη]]. Από την άλλη, η υποταγή, θα μπορούσε να οδηγεί σε ''Αρειανιστική'' συλλογιστική, αν ο Υιός δεν ήταν πλήρης και φύσει Θεός και αν δεν υπήρχε πάντοτε αϊδίως ''"εν τω Πατρί"'', καθώς κατά τον [[Άρειος|Άρειο]], ο ''Πατήρ'' πριν δημιουργήσει τον Λόγο, υπήρξε αρχικά μόνος, κάτι που επίσης δε δέχονται οι απολογητές. Ταυτόχρονα η υποταγή των απολογητών αποκλείει κάθε κτιστότητα για το Λόγο, όπως καταδείχτηκε από τη διδασκαλία στον οικείο τομέα.
Παρόλα αυτά το ερώτημα παραμένει. Για ποιο λόγο οδηγήθηκαν τα μέλη αυτά σε τέτοιες προτάσεις; Οι απολογητές άλλωστε είναι αυτοί οι οποίοι για πρώτη φορά στην παγκόσμια φιλοσοφία και θρησκειολογία, θα θέσουν την αποκάλυψη ως το μέσο της γνώσης. Από που λοιπόν και γιατί προήλθαν τέτοιες αστοχίες στην θεολογία τους ή μήπως τελικά υπάρχει λάθος ερμηνεία των λόγων τους, εξ αιτίας των εσφαλμένων θεολογικών δογματικών μεθόδων της δυτικής θεολογίας και τις ελλιπούς ιστορικής μελέτης;
:''"Ο Προφορικός Λόγος Υιός του Θεού Μονογενής είναι αεί εκ του Θεού. Πάντοτε υπήρχεν, εν τω Θεώ και ο Θεός εν Αυτώ και δι' Αυτού ο Θεός εδημιούργησε τον κόσμον, κ.τ.λ. Ο Λόγος ούτος σάρξ εγένετο και ως εκ τούτου λέγεται Χριστός. Πάντως ουδόλως πρόκειται περί υποστατοποιήσεως του Λόγου δια της υπό του Θεού γεννήσεως Αυτού. Εν τοιαύτη περιπτώσει θα είχωμεν υποστατοποίησιν του Θεού γενομένου Πατρός. Εις την ορολογίαν των θεολόγων και Πατέρων τούτων οι όροι προφορικός Λόγος, Πατήρ και Υιός Μονογενής του Θεού δηλώνουν την προς τον κόσμον σχέσιν του Θεού, ως και την ενσάρκωσιν του Μονογενούς κατά φύσιν Θεού Λόγου, και την υπό του Θεού υιοθεσίαν των θεουμένων αδελφών του Χριστού του Θεού γενομένου Πατρός κατά χάριν αυτών, ενώ υπήρξε κατά φύσιν Πατήρ του Λόγου. Η ορολογία αυτή είναι κατά πάντα ορθόδοξος και δύναται επιτυχώς να εφαρμοσθή εις την ερμηνείαν της Αγίας Γραφής. '''Μεταξύ της ορολογίας ταύτης και αυτής των μεταγενεστέρων Πατέρων ουδεμία ουσιαστική διαφορά υπάρχει'''."''<ref>Δογματική και Συμβολική Θεολογία, τ. Α΄, σελ. 206</ref>.
Ας ρίξουμε Ρίχνοντας όμως μια περαιτέρω ματιά στη γραμματεία τους και συνάμα στο ιστορικό υπόβαθρο της εποχής για , δυνάμεθα να τονίσουμε δύο ακόμα σημαντικά κριτήρια τα οποία πρέπει να λαμβάνουμε υπόψιν μας, μελετώντας τα συγγράματά τους. Πρώτον «''ότι δεν είναι δυνατόν να εννοήσει κανείς σωστά τη θεολογία και ειδικότερα τη χριστολογία των Απολογητών στην ορθή τους έννοια, αν δεν έχει με σαφήνεια στο νου το απολογητικό πλαίσιο της σκέψης που εκτίθεται στις απολογίες''» και δεύτερον αν δεν κατανοήσει πως «''η Ρώμη συνέχεε το χριστιανισμό προς τα μεσσιανικά θρησκευτικά κινήματα της Παλαιστίνης, που είχαν πολιτικό χαρακτήρα [με αποτέλεσμα] την υποδαύλιση του μίσους κατά των χριστιανών που στηριζόταν στην απομάκρυνσή των από τον ειδωλολατρικό τρόπο ζωής, στη λατρεία των χριστιανών που γινόταν κατ ιδίαν και στα κρυφά…και στην άρνησή της να δεχτεί οποιονδήποτε συμβιβασμό μεταξύ του Χριστού και του Καίσαρα, στο γεγονός ότι ο αρχηγός της νέας πίστης σταυρώθηκε από τη Ρώμη, σαν ένας κοινός επαναστάτης''»<ref>Σάββας Αγουρίδης, «Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού...», σελίς 127</ref>. Τα ανωτέρω λοιπόν γνωρίσματα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ξεκαθαριστεί ότι μεγάλος βασικός στόχος των απολογητών είναι να αποδειχθεί ότι ο χριστιανισμός δεν είναι πολιτικό κίνημα για ανατροπή του κράτους, αλλά μια θρησκευτική δύναμη που εξυγιαίνει τα πάντα και σε αυτή τη λογική, η λογική για τα δεδομένα της εποχής απαίτηση του Αυτοκράτορα για λατρεία, θα εύρισκε έβρισκε μάλιστα ισχυρά πατήματα (λόγω του γεγονότος της σταύρωσης), με αποτέλεσμα να παρατηρείται υπερτονισμός του Λόγου, αλλά εξασθένηση της χριστολογίας<ref> Σάββας Αγουρίδης, «Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού...», σελίς 123</ref>. Μία τρίτη διάσταση είναι η προσπάθεια των απολογητών να αποδείξουν στο μορφωμένο εθνικό περιβάλλον ότι ο χριστιανισμός ως φιλοσοφία δεν υπολείπεται σε τίποτα του ''πλατωνισμού'', του ''νεοπλατωνισμού'' και του ''στωικισμού''<ref>Σάββας Αγουρίδης, «Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού...», σελίς 128</ref>. Έτσι τελικά γίνεται αντιληπτό πως οι απολογητές «''δεν έγραψαν τα έργα τους γενικά μέσα στην άνεση του φιλοσοφικού σπουδαστηρίου, αλλά βρισκόμενοι κάτω υπό πίεση επιζητώντας με κάθε τρόπο να πείσουν τους διώκτες τους''»<ref>Σάββας Αγουρίδης, «Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού...», σελίς 129</ref> και παρότι ήσαν ικανότατοι θεολόγοι, οι ίδιοι λόγω των περιστάσεων τόνισαν και αλήθειες οι οποίες:
: «''δεν είναι χαρακτηριστικές του χριστιανισμού, αλλά της θρησκευτικής φιλοσοφίας της εποχής, του Στωικισμού, του Μέσου Πλατωνισμού, παρά το γεγονός ότι η δύναμη και των μη χαρακτηριστικά χριστιανικών αυτών αληθειών βρίσκεται για τους απολογητές στην αποκάλυψη των αληθειών αυτών από τη διδασκαλία του Χριστού''»<ref>Σάββας Αγουρίδης, «Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού...», σελίς 128</ref>.
12.398
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης