Φαβιανός Ρώμης
Ο Μάρτυρας και Άγιος Φαβιανός, υπήρξε Ρωμαίος πάπας ή επίσκοπος Ρώμης (10 Ιανουαρίου 236–20 Ιανουαρίου250). Η περίοδος της παρουσίας του στον παπικό θρόνο θεωρείται ειρηνική[1], αν και το τέλος του φέρεται μαρτυρικό, επί αυτοκράτορος Τραϊανού Δέκιου.
Διαχείριση της Εκκλησίας
Θεωρείται ικανός διαχειριστής των εκκλησιαστικών πραγμάτων, καθώς αναδιοργάνωσε τον τοπικό κλήρο και διαίρεσε την πόλη σε επτά εκκλησιαστικές περιοχές σύμφωνα με το Liber Pontificalis[2]. Επικεφαλής αυτών των περιφερειών τοποθέτησε έναν διάκονο, έναν υποδιάκονο και έξι βοηθούς. Με αυτόν τον τρόπο έδωσε στη ρωμαϊκή εκκλησία μια ανοικτή δομή που εξυπηρετούσε περισσότερο τις αυξητικές της τάσεις[3]. Επίσης, φέρεται ότι μερίμνησε για την επιστροφή των λειψάνων του Ποντιανού και του Ιππολύτου από τη Σαρδηνία, για ταφή στο κοιμητήριο του Κάλλιστου Α΄. Η συγκεκριμένη πράξη υποδεικνύει πιθανώς ότι είχε επιρροή στην αυλή, γιατί τα σώματα εκτοπισθέντων δεν επέστρεφαν, παρά μόνον με την έγκριση του αυτοκράτορα.
Εκκλησιαστική Ιστορία
Ο Ευσέβιος Καισαρείας εξιστορεί ότι ενώ οι χριστιανοί είχαν συγκεντρωθεί στη Ρώμη για να εκλέξουν νέο επίσκοπο, είδαν ένα φωτεινό περιστέρι πάνω από την κεφαλή του Φαβιανού, ξένου στην πόλη, που μαρτυρούσε τη θεϊκή αποδοχή του αξιώματός του. Έτσι προκηρύχθηκε επίσκοπος, αν και υπήρχαν αρκετοί διάσημοι υποψήφιοι για την άδεια θέση[4]. Ο Ευσέβιος επίσης αναφέρει ότι Ο Ωριγένης υπερασπίστηκε ενώπιον του Φαβιανού -στην πραγματικότητα του έγραψε, όπως και σε άλλους επισκόπους- την ορθοδοξία της διδασκαλίας του πιθανώς ενάντια στις επικρίσεις του Δημήτριου Αλεξανδρείας, τις οποίες ο Ποντιανός είχε αποδεχθεί[5]
Το τέλος
Με το ξέσπασμα του διωγμού που εξαπέλυσε ο αυτοκράτορας Δέκιος στις αρχές του 250 συνελήφθη και ήταν από τους πρώτους που πέθαναν, πιθανώς στη φυλακή στις 20 Ιανουαρίου του ίδιου έτους. Τάφηκε κατ' έθιμο στην παπική κρύπτη του κοιμητηρίου του Καλλίστου όπως και οι προκάτοχοί του. Το 1854 ανακαλύφθηκε επιτύμβια πλάκα που έφερε το όνομα, τον τίτλο και την ένδειξη μάρτυρας με ελληνικό αλφάβητο. Τα λείψανά του μετακινήθηκαν αργότερα στο Σ. Σεμπαστιάνο, όπου βρέθηκε το 1915 σαρκοφάγος με χαραγμένο το όνομά του[6]
Σύμφωνα με το συναξάρι, στο οποίο είναι καταχωρισμένος ως Άγιος Φάβιος, ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος Ρώμης, μαρτύρησε με ξίφος[7]. Η μνήμη του εορτάζεται στις 5 Αυγούστου.
Παραπομπές - σημειώσεις
- ↑ Τόσο ο αυτοκράτωρ Γορδιανός Γ', που σταμάτησε τους διωγμούς του Μαξιμίνου, όσο και ο Φίλιππος ο Άραβας υπήρξαν συμπαθούντες προς τον χριστιανισμό.
- ↑ [...] Hic regiones dividit diaconibus et fecit vii subdiacones, qui vii notariis imminerent, Ut gestas martyrum integro fideliter colligerent, et multas fabricas per cymiteria fieri praecepit [...]. Βλ. περαιτέρω [Meier, G. (1909). Pope St. Fabian. In The Catholic Encyclopedia. New York: Robert Appleton Company. Retrieved November 1, 2008 from New Advent: http://www.newadvent.org/cathen/05742d.htm .
- ↑ "Fabian, St" The Oxford Dictionary of Popes. J. N. D. Kelly. with new material by Michael Walsh. Oxford University Press, 2006. Oxford Reference Online. Oxford University Press.
- ↑ Ευσέβιος Εκκλ. Ιστ. Ϛ´, ΚΘ Περὶ Φαβιανοῦ ὡς Ῥωμαίων ἐπίσκοπος ἐκ θεοῦ παραδόξως ἀνεδείχθη. [...] ὅμως δ᾿ οὖν ἀθρόως ἐκ μετεώρου περιστερὰν καταπτᾶσαν ἐπικαθεσθῆναι τῇ αὐτοῦ κεφαλῇ μνημονεύουσιν, μίμημα ἐνδεικνυμένην τῆς ἐπὶ τὸν σωτῆρα τοῦ ἁγίου πνεύματος ἐν εἴδει περιστερᾶς καθόδου· ἐφ᾿ ᾧ τὸν πάντα λαόν, ὥσπερ ὑφ᾿ ἑνὸς πνεύματος θείου κινηθέντα, προθυμίᾳ, πάσῃ καὶ μιᾷ ψυχῇ ἄξιον ἐπιβοῆσαι καὶ ἀμελλήτως ἐπὶ τὸν θρόνον τῆς ἐπισκοπῆς λαβόντας αὐτὸν ἐπιθεῖναι [...].
- ↑ Ευσέβιος Εκκλ. Ιστ. Ϛ´, ΛΔ [...] σεσημείωται δὲ τουτονὶ τοῦ διωγμοῦ τὸν καιρὸν ἔν τε τῷ δευτέρῳ καὶ εἰκοστῷ τῶν εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην Ἐξηγητικῶν καὶ ἐν διαφόροις ἐπιστολαῖς Ὠριγένης [...].
- ↑ Styger P. 1915, «Scavi a San Sebastiano», RQ 29, 100–5. Αναφορά στο "Fabian, St" The Oxford Dictionary of Popes. J. N. D. Kelly. with new material by Michael Walsh. Oxford University Press, 2006. Oxford Reference Online. Oxford University Press. 1 November 2008
- ↑ Τσολακίδης Δ. Χρήστος, Αγιολόγιο της Ορθοδοξίας, έκδ. 2η, εκδ. Χ.Δ. Τσολακίδη, Αθήνα 2001, σελ. 690.
- Το παρόν αντλεί πληροφορίες από το αντίστοιχο άρθρο της Βικιπαίδειας