Πρότυπο:Αβ

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 16:08, 19 Οκτωβρίου 2008 από τον AtanasioSJ (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Αβελιανοί)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Αβαδδών

Εβραϊκή λέξη που κατά γράμμα σημαίνει «τόπος ολέθρου», αντίστοιχη προς τον Άδη. Οι Εβδομήκοντα το μεταφράζουν ως «ἀπωλεία». Στη χριστιανική παράδοση πέρασε ως άγγελος της αβύσσου, δηλαδή πολύ ισχυρός δαίμων.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 41)

Αβαείο

Ρωμαιοκαθολικό μοναστήρι, διοικούμενο από αβά. Συνεκδοχικά η κατοικία του αβά (παρεμφερές αλλά όχι ταυτόσημο με το ηγουμενείο).
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 41)

Αββάς

Ηγούμενος αντρικής ρωμαιοκαθολικής μονής και κατ’ επέκταση ο προϊστάμενος ενορίας. Στην Κοπτική και Συριακή Εκκλησία είναι τίτλος Επισκόπου και τιμητική προσφώνηση προς ηλικιωμένους μοναχούς, εις ένδειξη σεβασμού.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 57)

Άβατο

Τμήμα ναού ή τόπος ιερός που η είσοδος επιτρέπεται μόνο σε συγκεκριμένη ομάδα.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 58-59)

Αβελιανοί

Αίρεση που οφείλει το όνομά της από τον Άβελ. Εμφανίστηκε στην Β. Αφρική κατά τον 3ο-4ο αι. και υποστήριζε έναν αυστηρό ηθικό βίο, που απαγόρευε την τεκνοποιία. Αναφέρονται από τον ι. Αυγουστίνο.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 71)

Αβέστα

Αβέστα ή Ζέντ-Αβέστα, είναι το ιερό βιβλίο του Ζωροαστρισμού, στο οποίο περιέχεται η κοσμογονία, ο νόμος, το λειτουργικό του τυπικό και η διδασκαλία του Ζωροάστρη.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 81)

Αβρααμίτες

(1) Όνομα αιρέσεως που εμφανίστηκε στη Συρία κατά τον 9ο αι. και οφείλει το όνομά της στον ιδρυτή της Αβραάμ της Αντιόχειας. Ήταν αντιτριαδιστές και αρνούνταν την θεϊκή υπόσταση του Χριστού
(2) Αίρεση που εμφανίστηκε στη Ρωσία τον 17ο αι. και απέρριπτε τα μυστήρια της Εκκλησίας
(3) Βοημική αίρεση του 18ου αι. που συνδύαζε στοιχεία από το Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό. Προέρχονταν κυρίως από τις τάξεις των Διαμαρτυρομένων και των Εβραίων.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 108)

Αβρασάξ

Μυστηριακή λέξη που χρησιμοποιήθηκε από τον γνωστικό Βασιλείδη και δήλωνε την υπέρτατη δύναμη, δηλαδή τον αγέννητο πατέρα, από τον οποίο ξεκινά η εκπόρευση των αιώνων.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 111)