Άνοιγμα κυρίως μενού

OrthodoxWiki β

Αλλαγές

Απολογητές

10 bytes αφαιρέθηκαν, 16:41, 15 Σεπτεμβρίου 2008
μ
Η περί Θεού διδασκαλία
Οι Απολογητές συνεχίζοντας αναφέρουν πως ο Θεός είναι ''φως το απρόσιτο, κόσμος τέλειος, πνεύμα, δύναμη, λόγος''<ref>Αθηναγόρα, πρεσβεία περί χριστιανών, 16</ref>, ''νους αΐδιος, έχοντας εν εαυτώ τον λόγον, λογικός ων''<ref>Αθηναγόρα, πρεσβεία περί χριστιανών, 10</ref>, ''αναλλοίωτος, αόρατος''<ref>Αριστείδου, Απολογία, 4, 1</ref>, μόνος ''διάφορος από τον κτίση'' η οποία μεταβάλλεται και μπορεί να τραπεί από Αυτόν<ref>Αριστείδου, Απολογία, 4, 2</ref>. Έτσι τονίζοντας την απόλυτη ''υπερβατικότητά'' του, η φύση του Θεού καταστάται ''απρόσιτη'', με αποτέλεσμα να μην αποτελεί αντικείμενο γνώσης, διότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο για τον άνθρωπο, αφού ο Θεός είναι άρρητος και ανέκφραστος<ref>Θεόφιλος Αντιοχείας, προς Αυτόλυκον, 1, 3</ref>. Η όποια γνώση του Θεού συνίσταται στην εμπειρία, τη βίωση του ανθρώπου, αλλά κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο κάτω από προϋποθέσεις, που είναι «''το αγνώς και οσίως και δικαίως ζειν...''», διότι «''...όταν αμαρτία εν τω ανθρώπω, ου δύναται τοιούτος άνθρωπος θεωρείν τον Θεόν''»<ref>Θεόφιλος Αντιοχείας, προς Αυτόλυκον, 1, 3</ref>. Αλλά και αυτή η όραση και θεωρία εκφράζεται περιορισμένα και καταχρηστικά, διότι δεν μπορούμε ως πεπερασμένα όντα να προσδιορίσουμε το Θεό. Έτσι ο άνθρωπος χρησιμοποιεί γλώσσα καταχρηστική και σχετική <ref>Ιουστίνος, Απολογία 2, 6, 1-2</ref>, καταγράφοντας απλά περιγραφές σχετικές με την ανθρώπινη εμπειρία. Αυτή μάλιστα η θεολογία, η λεγόμενη και ως ονοματοκρατία, ουσιαστικά αποτέλεσε και τη βάση των Καππαδοκών πατέρων κατά τον 5ο αιώνα.
Στην Σε αυτή την προσπάθεια τελικά αυτή της αντιμετώπισης των επιθέσεων του χριστιανισμού, η «''θεολογία αποκτά νέα φυσιογνωμία. Χωρίς να χάνει το βιβλικό της χαρακτήρα και χωρίς να αλλοιώνεται το το περιεχόμενό της, μπορεί πλέον να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των μη χριστιανών λογίων της εποχής''»<ref>Κ.Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 228</ref>. Έτσι η βιβλική έννοια του [[Θεός Πατήρ|Θεού Πατέρα]] χρησιμοποιείται για να καταδείξει μία νέα διάσταση του Θεού με τον κόσμο, αφού πλέον ο Θεός Πατήρ, είναι πατέρας όλης τη κτίσης και της ανθρωπότητας<ref>Ιουστίνου, Διάλογος, 7, 1-3</ref>. Εκεί μάλιστα εμφανίζεται και η καινοτόμος διδασκαλία του χριστιανισμού, αφού ο χριστιανισμός πλέον προτείνει ένα νέο κοσμοείδωλο, σε ότι αφορά την κτίση. Αυτό είναι η δημιουργία από το μη όν (από το μηδέν). Η διδασκαλία αυτή κατά βάση έρχεται σε αντίθεση με αυτή του Πλάτωνα, την οποία αρχικώς υποστήριξε και ο [[Ιουστίνος ο Μάρτυς|Ιουστίνος]], δηλαδή τη δημιουργία του κόσμου, από προϋπάρχουσα ύλη. Τελικά όμως και αυτός ο ''Ιουστίνος'', θα απεμπλακεί αργότερα από αυτή τη λανθασμένη διδασκαλία, αφού ως γνωστόν, η θεολογία του ''Ιουστίνου'', καταγράφεται σε δύο περιόδους, μία κατά τη διάρκεια την οποία ταύτιζε το Θεό με τις πλατωνικές ιδέες και μία δεύτερη κατά την οποία ελευθερώθηκε από αυτή την ιδεοληψία<ref>Ιουστίνου, Διάλογος, 2, 6</ref>.
Η [[θεολογία]] όμως των απολογητών, υπεισήλθε και στο φαινόμενο της [[Αγία Τριάδα|τρισυπόστατης μονάδος]]. Κάτι τέτοιο όμως δεν γίνεται συστηματικά, διότι δε τίθεται ως ζήτημα από το εθνικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα η θεολογία περί της τριάδος, να εμφανίζει «''μία ισχνή εικόνα, συγκρινόμενα προς όσα γενικά αναφέρονται από τους Απολογητές στο Θεό''»<ref>L.W. Barnard, Athenagoras, A study in second century Christian Apologetic, Paris 1972, page 105</ref>. Μέσα λοιπόν από τη γραμματεία τους διακρίνουμε το [[Θεόφιλος Αντιοχείας|Θεόφιλο]], να αναφέρετε στην τριαδικότητα του Θεού, λέγοντας πως «''αι τρεις ημέραι προ των φωστήρων γεγονυίαι τύποι εισίν της τριάδος, του Θεού και του Λόγου αυτού και της Σοφίας αυτού''»<ref>Προς Αυτόλυκον 2, 15</ref>, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως ο Λόγος και το Πνεύμα προϋπάρχουν της δημιουργίας και συνδέονται με τον Πατέρα Θεό, με μία μοναδική σχέση, αφού αποτελούν γέννημα του Θεού από τα σπλάχνα του<ref>Προς Αυτόλυκον 2, 1ο</ref>. Ο ''Ιουστίνος'' που ασχολείται περισσότερο από όλους τους απολογητές στο τριαδολογικό ζήτημα, ουσιαστικά θέτει το χαρακτήρα της εκκλησίας ως τριαδοκεντρικό<ref>Κ.Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 233</ref>, συνδέοντας το [[βάπτισμα]] και την [[Θεία Ευχαριστία|ευχαριστία]], με την πίστη της εκκλησίας στον τριαδικό θεό, ενώ επίσης αναφέρεται σε κοινωνία προσώπων<ref>ενθ.αν.</ref>. Παρόλα αυτά ο ίδιος εξαίροντας την υπερβατικότητα του Θεού και με αρκετές πλατωνικές επιρροές κινείται προς μια τάση υποταγής του Λόγου (''subordinatio'') προς το Πατέρα. Ο [[Τατιανός]], μαθητής του ''Ιουστίνου'', προχώρησε ακόμα ένα βήμα διαφοροποιούμενος από αυτή τη διδασκαλία, διατυπώνοντας πως η [[Αγία Τριάδα|Τριάδα]] προήλθε από μερισμό, διασώζοντας όμως την επαφή και κοινωνία με την πηγή, χωρίς να επέρχεται μείωση στην ουσία της Θεότητος<ref>Τατιανός, Προς Έλληνας, 5</ref>, ενώ προτείνει το μοντέλο της δάδας με τη φωτιά στο ίδιο κείμενο, δείχνοντας πως ταυτόχρονα με την έννοια του «''γεννάσθαι''», κινείται σε μία σαφή απεικόνιση του ομοουσίου μοντέλου. Ο ''Αθηναγόρας'', μεστότερος από όλους στο ζήτημα της τριαδολογίας θεολογεί πως ο [[Λόγος]] και το [[Άγιο Πνεύμα|Πνεύμα]], συνυπάρχουν στον αγένητο Θεό και πως η ενέργεια είναι κοινή μεταξύ των προσώπων<ref>Αθηναγόρα, πρεσβεία περί χριστιανών, 6</ref>. Ο ίδιος μάλιστα φτάνει σε σημείο να διαχωρίζει και να προσδιορίζει τις σχέσεις μεταξύ των προσώπων<ref>Αθηναγόρα, πρεσβεία περί χριστιανών, 9</ref>, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά τους όρους ένωση και διαίρεση ταυτόχρονα, για να περιγράψει το φαινόμενο της τρισυποστάτου μοναδικής Θεότητος<ref>Αθηναγόρα, πρεσβεία περί χριστιανών, 12 κ 24</ref>, χωρίς να υπεισέρχεται υποταγή<ref>Κ.Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελίς 235</ref>.
12.398
επεξεργασίες