Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Εκκλησιαστική Ιστορία

57.368 bytes προστέθηκαν, 10:06, 23 Αυγούστου 2008
Τόποι Λατρείας
=====Τόποι Λατρείας=====
Οι τόποι λατρείας των Χριστιανών, τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του Χριστιανισμού, ποίκιλαν ανάλογα με την περιοχή, τις συνήθειες και την ελευθέρια που είχαν. Στα [[Ιεροσόλυμα]] οι χριστιανοί μετέβαιναν στο ναό των Ιουδαίων, καθώς και στις συναγωγές τους. Όμως οι ναοί που χρησιμοποιούνταν μπορούσαν να είναι σπίτια, σπήλαια ή [[Κατακόμβες|κατακόμβες]]. Ακόμα και υπαίθριοι χώροι χρησιμοποιούνταν για την τέλεση λατρευτικών αναγκών. Από το 2ο αιώνα αρχίζουν δειλά, δειλά να δημιουργούνται οι πρώτοι ναοί, συνήθως σε κοιμητήρια ενώ ήσαν πάντα στραμμένοι προς ανατολάς, όπως μας πληροφορεί ο [[Τερτυλλιανός]]<ref>Adv.Valent. 31</ref>. Με το πέρασμα των διωγμών και την αύξηση των πιστών, υπήρξε ανάγκη για μεγαλύτερους λατρευτικούς χώρους. Αυτοί ονομάζονταν «ευκτήρια», «βασιλικαί», «Κυριακά», «Μαρτύρια». Ο εσωτερικός διάκοσμος ήταν απλός και συνήθως περιείχε παραστάσεις όπως [[Σταυρός|σταυρούς]], ιχθύες, φοίνικες, τον Καλό Ποιμένα, γράμματα όπως Ι.Χ ή Α Ω. Στην ανατολική κόγχη των ναών βρισκόταν η [[Αγία Τράπεζα|αγία τράπεζα]], ενώ ήδη χρησιμοποιούνταν πολύτιμα σκεύη όπως [[Άγιο Ποτήριο]], [[Άγιος Δίσκος]], [[Υδροχόη]], [[Κιβωτός]] κ.α. που ήταν συνήθως ξύλινα, χάλκινα, υάλινα και σπανιότερα από χρυσό και άργυρο. Από το 2ο αιώνα άρχισε η εκκλησία να τηρεί [[Μαρτυρολόγιο|μαρτυρολόγια]], με παράλληλη ημέρα [[Εορτή|εορτής]] γενεθλίου ημέρας κάθε μάρτυρα<ref>Μαρτύριο Πολυκάρπου, 2</ref>, δηλαδή την ημέρα θανάτου.
 
===Το πολίτευμα της Εκκλησίας===
 
====Ιεραρχία====
 
Το [[Ιερατείο|ιερατείο]] της εκκλησίας αρχικά διαχωρίστηκε σε δύο κατηγορίες, το οικουμενικό ιερατείο και το τοπικό ιερατείο. Στην πρώτη τάξη αναφέρονται οι [[Απόστολος|Απόστολοι]] και οι [[Τάξη των προφητών|προφήτες]], ενώ στη δεύτερη οι [[Επίσκοπος|επίσκοποι]], οι [[Πρεσβύτερος|πρεσβύτεροι]] και οι [[Διάκονος|διάκονοι]]. Η αποστολική τάξη θεωρείται η ανώτερη τάξη λόγω της απευθείας ανάθεσης του έργου από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Μετά το πέρας των αποστόλων, οι προφήτες ήσαν οι ανώτεροι στην ιεραρχία της εκκλησίας, που πολλές φορές αποκαλούνταν και απόστολοι ή απλώς με το όνομά τους δηλωτικό της αναγνώρισης στους εκκλησιαστικούς κύκλους. Παρόλα αυτά, υπάρχουν διαφωνίες για το κατά πόσο αποτελεί ιερατική τάξη ή απλώς φυσικό χάρισμα, όπως η προτεσταντίζουσες απόψεις ευνοούν. Σήμερα η επικρατούσα σήμερα άποψη είναι αυτή που ο R.Bultmann εξέφρασε, δηλαδή ότι δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί και η ιεροσύνη από το φυσικό χάρισμα.<ref>Theology of the NT 2,107</ref>. Οι προφήτες θεωρούνταν οι άμεσοι διάδοχοι των αποστόλων, ενώ είχαν δικαίωμα [[Χειροτονία|χειροτονίας]] όταν οι απόστολοι ήταν ακόμα εν ζωή, αλλά και να τελούν μυστήρια.Το τοπικό ιερατείο συνδέθηκε με τις ανάγκες τις τοπικής εκκλησίας. Ο [[Διάκονος|διάκονος]] αποτελούσε βαθμίδα μικρότερη από τον επίσκοπο ή τον πρεσβύτερο, ρόλοι που στα πρώτα χρόνια της εκκλησίας δε διαχωρίζονταν με βάση το ρόλο που είχαν στην τοπική εκκλησία και μάλλον ταυτίζονταν. Με το πέρασμα των ετών ο ρόλος αυτός σταδιακά διαχωρίστηκε και ο επίσκοπος συνδέθηκε προς την οικουμενική τάξη μετά το πέρας των προφητών κατά το παράδειγμα του Ιγνατίου, εν αντιθέση με τον πρεσβύτερο που συνδέθηκε με την ενορία. Το τοπικό ιερατείο αδυνατούσε να τελέσει χειροτονίες, ενώ τα μυστήρια τα τελούσε μόνο μετά από ειδική παραχώρηση του αποστόλου, προφήτη και αργότερα επισκόπου. Ο διάκονος ήταν ο προπαρασκευαστικό στάδιο πριν τη χειροτονία σε ιερέα, ενώ αργότερα υπήρξαν και άλλες βαθμίδες του κατώτερου κλήρου όπως [[Υποδιάκονος|υποδιάκονος]], αναγνώστης κ.α.
 
:’’Δείτε ακόμα: [[Πρεσβύτερος]], [[Διάκονος]], [[Αναγνώστης]]’’
 
====Αποστολική διαδοχή====
 
:’’Κύριο άρθρο: [[Επίσκοπος]]’’
 
Με το πέρας το της εποχής των προφητών, οι επίσκοποι ήσαν αυτοί που κλήθηκαν, να διαδεχτούν την κεφαλή της εκκλησίας. Το πέρασμα όμως στους προφήτες ως αποστολική διαδοχή από πολλούς θεολόγους αμφισβητείται έντονα. Ο επίσκοπος αναμφισβήτητα κατά την πρώτη αποστολική περίοδο συνδεόταν με την τοπική εκκλησία, είχε δηλαδή σαφώς διαφορετική εννοιολογική σημασία ως όρος από τον μετέπειτα επίσκοπο και ως εκ τούτου αδυνατούσε να έχει ιδιότητες, όπως η χειροτονία ή η τέλεση μυστηρίων. Όμως κατά τον 2ο αιώνα φαίνεται πως έχει αρχίσει η διαδοχή των ρόλων, όπως κατά την επιστολή του [[Ιγνάτιος Αντιοχείας|Ιγνατίου]] προς Εφεσίους διαφαίνεται. Οι προφήτες οι οποίοι εξ αρχής ήσαν συνδεδεμένοι με κάποιο τοπικό ιερατείο, εγκατασταθήκαν προς το τέλος της ζωής τους σε κάποια τοπική εκκλησία, χειροτονώντας το διάδοχό τους, ο οποίος είχε σαφώς μικρότερη, αλλά υπερτοπική εξουσία, κατά το πρότυπο αποστόλων – προφητών. Ο Ιγνάτιος μάλιστα στην επιστολή του<ref>Προς Εφεσίους 1,3</ref> στον Ονήσιμο προβαίνει σε χαρακτηρισμούς , όπως «εν σαρκί επισκόπου», «μάλλον επισκοπημένω υπό Θεού Πατρός και Ιησού Χριστού». Η εξέλιξη μάλιστα του επισκοπικού αξιώματος διαφαίνεται και στον Ποιμήν του Ερμά<ref>Όρασις 3,5,1</ref> καθώς «οι μεν ουν λίθοι…εισίν απόστολοι και διδάσκαλοι και διάκονοι… και επισκοπήσαντες και διδάξαντες … οι μεν αν κεκοιμημένοι, οι δε εστί όντες».
 
Το σύστημα αυτό αρχικά φαίνεται πως δεν έγινε ιδιαίτερα αποδεκτό και δημιουργηθήκαν αντιδράσεις, πολλές φορές προς ιδίων όφελος κάποιων κληρικών που επέβλεπαν σε υψηλοτέρα αξιώματα, με αποτέλεσμα να γίνει μεγάλη προσπάθεια ώστε να πεισθεί το ποίμνιο για την αναγκαιότητά του. Παρόλα αυτά στο «Μαρτύριο του Πολύκαρπου» <ref>Ειρηναίου κατά Αιρέσεων 3,3,4</ref> διαφαίνεται η πορεία της διαδοχής της εκκλησίας, αφού ο Πολύκαρπος εμφανώς εγκαταστάθηκε κατά το Ιωάννειο μοντέλο σε μια επισκοπή, καταστώντας την κέντρο του έργου του.
 
===Σχέση Εκκλησίας Ρωμαϊκού κράτους===
 
====Γενικά====
 
Ο [[Χριστιανισμός]] στην [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία]] αντιμετωπίστηκε σαν αίρεση του Ιουδαϊσμού. Αυτό συνέβη αφενός γιατί η μονοθεϊστική αντίληψη των Χριστιανών απέρριπτε κάθε ενοθεϊστική αντίληψη ή αποδοχή άλλων Θεοτήτων, κάτι που Ιουδαίοι αποδέχονταν προσφέροντας και θυσίες στους εθνικούς Θεούς, αφετέρου δημιουργούσε την αίσθηση μιας «νέας» θρησκείας παρόμοιας με το πλήθος Ανατολικών θρησκειών που είχαν εισαχθεί στη [[Ρώμη]]. Δηλαδή σα μια Μυστική θρησκεία-οργάνωση. Αυτή εντεινόταν από την μυστικιστική-κρυφή λειτουργία των πιστών της και του ιερατείου με αποτέλεσμα να δημιουργεί φοβικά σύνδρομα στους πιστούς της εθνικής θρησκείας, οδηγώντας τους σε διαρκή δημαγωγία και δαιμονοποίηση των τελετουργικών πρακτικών της, με κατηγορίες περί αιμομιξίας, μαγείας κ.α.. Χαρακτηριστική είναι η απόδοση του Τάκιτου, ως «βδελυρή δεισιδαιμονία»<ref>Annales 15,44</ref>. Με βάση την αντίληψη που οι Ρωμαϊκές αρχές αντιλαμβάνονταν τον Χριστιανισμό, αλλά και την αντίδραση του λαού, οι διωγμοί που επακολούθησαν κρίνονται ευλογοφανείς, με βάση τα δεδομένα της εποχής. Πολλοί ιστορικοί κρίνουν μέχρι και σήμερα πως ο χριστιανισμός αντιμετωπίστηκε με αστυνομικού χαρακτήρα μέτρα, γι’αυτό το λόγο δεν υπάρχει και σαφής διάταξη γενίκευσης του διωγμού κατά των Χριστιανών. Αυτή η αντίληψη σήμερα τείνει να εγκαταλειφθεί καθώς παρουσιάζει πολλά κενά, αφού τόσο επί [[Μάρκος Αυρήλιος|Μάρκου Αυρηλίου]], [[Πλίνιος|Πλινίου]] και [[Τραϊανός|Τραϊανού]], οι έπαρχοι δε θα ζητούσαν οδηγίες σχετικά με τις διώξεις κατά των χριστιανών. Ο [[Νέρων|Νέρωνας]] ήταν ο πρώτος Αυτοκράτορας που ξεκίνησε τους διωγμούς, με πρόφαση ότι οι χριστιανοί προκάλεσαν τη μεγάλη πυρκαγιά της Ρώμης. Ο [[Τάκιτος]] όμως, απορρίπτει εμφατικώς πως οι χριστιανοί προκάλεσαν την φωτιά<ref>Annales, 15,44</ref>.
 
====Η στάση των Αυτοκρατόρων ([[68]] – [[249]])====
 
Κατά γενική ομολογία με το πέρασμα των ετών, με την αύξηση του ποιμνίου, αλλά και με την πιο εξωστρεφή πολιτική που ακολούθησε, η εκκλησία, έγινε πιο αποδεκτή στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Απέκτησε συμπάθειες σε όλες τις κοινωνικές και πολιτικές τάξεις με αποτέλεσμα να ασκηθεί μια πιο ήπια πολιτική, χωρίς όμως να αποκλείονται εξαιρέσεις, που περισσότερο οφείλονταν στην πρόταξη μια κοινής ενοθεϊστικής θρησκείας με απώτερο στόχο την ενότητα και αναβάθμιση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ουσιαστικά με το πέρασμα των ετών και με μια πιο σταθερή συμμετοχή στο πολιτικό γίγνεσθαι της εποχής των πιστών, η εκκλησία έκανε αργά αλλά προοδευτικά βήματα για την αναγνώρισης της, ως μια θρησκεία και όχι ως μια μυστική εταιρία, όπως τη θεωρούσαν προσχηματικώς οι Ρωμαίοι πολιτικοί και επιτιμητές της.
 
* 68 – 81 : [[Βεσπασιανός]] και [[Τίτος]]. Μετά τον σκληρό διωγμό του Νέρωνα στην εξουσία τον διαδέχθηκε αρχικά ο Βεσπασιανός και εν συνεχεία ο Τίτος. Η πολιτική που ακολούθησαν ήταν παρόμοια με την αντιμετώπιση των Ιουδαίων, αφού τους θεώρησαν ως μια αίρεση του ιουδαϊσμού. Αυτή την εποχή τα πράγματα ήταν λίγο πιο εύκολα για του Χριστιανούς.
* 81-96 :[[Δομιτιανός]]. Ο Δομιτιανός επέβαλλε σκληρό διωγμό κατά πολλών θρησκειών. Μέσα σε αυτές ήταν ο Χριστιανισμός και ο Ιουδαϊσμός. Θέλησε να προτάξει την «εθνική» θρησκεία και επέβαλλε σκληρά βασανιστήρια σε όσους δε συμμορφώνονταν, όπως σταυρικούς θανάτους, καύση στην πυρά, χρήση λεόντων κ.α.
* 98-117: [[Τραϊανός]]. Ο Τραϊανός διαδέχθηκε το Νέρβα, ο οποίος στα 2 έτη που μεσολάβησαν (96-98) δεν επέδρασε σημαντικά στη διαφοροποίηση των δεδομένων όπως αυτά επί Δομιτιανού είχαν επικρατήσει. Ο Τραϊανός υπήρξε πολύ προσεκτικός σε όλες τις αποφάσεις του για τους Χριστιανούς και την εκκλησία. Έτσι επανάφερε τον νόμο περί μυστικών εταιρειών, όμως έπαψε να λαμβάνει σοβαρά τις ανώνυμες καταγγελίες σε βάρος του χριστιανισμού, που τις περισσότερες φορές ήταν ψευδείς και αποσκοπούσαν είτε σε συμφέροντα, είτε ήταν απόρεια των φοβικών συνδρόμων του λαού. Ο Τραϊανός μάλιστα εφήρμοσε ένα πολύ ελκυστικό μέτρο που είχε σοβαρή απήχηση, κατά το οποίο όποιος μαρτυρούσε πίστη στον Αυτοκράτορα, οδηγείτο στη Ρώμη. Αυτή την εποχή, πολλοί Χριστιανοί εξέπεσαν, αλλά αργότερα δημιουργήθηκε κύμα επιστροφής στην εκκλησία. Οι μαρτυρίες που έχουμε για την εποχή αυτή πηγάζουν από την αλληλογραφία του Τραϊανού με τον Πλίνιο.
* 117-138: [[Αδριανός]]. Επί Αδριανού, ο διωγμός έπαψε να είναι γενικός, όπως συνέβαινε επί Δομιτιανού, Νέρβα και Τραϊανού. Ο Αδριανός κράτησε μια πιο ήπια στάση, χωρίς όμως να εξαλείψει του διωγμούς και αντιμετωπίζοντας τον Χριστιανισμό με τοπικού χαρακτήρα μέτρα, όπου έκρινε ότι ήταν αναγκαίο. Παρότι είχαν ήδη περάσει περισσότερο από 100 χρόνια, από την εμφάνιση του Χριστιανισμού, οι χριστιανοί δεν είχαν καμία νομιμοποίηση, πολιτική, οικονομική, νομική, ενώ ο νόμος ουσιαστικά δεν τους απέδιδε κανένα δικαίωμα, σε οποιοδήποτε ζήτημα , ακόμα και όταν αδικούνταν.
* 138-161: [[Αντωνίνος]]. Ο Αντωνίνος ονομάστηκε από τους Χριστιανούς και ως ευσεβής. Ο ίδιος αρχικά συνέχισε την πολιτική του προκατόχου του, με το πέρας των ετών όμως έγινε ακόμα ποιο διαλλακτικός. Στην εποχή του μαρτύρησε ο [[Πολύκαρπος Σμύρνης]], ενώ η εκκλησιαστική παράδοση αναφέρει πως την επιεική στάση που κράτησε την οφείλει στην [[Παρασκευή η οσιομάρτυς|Αγία Παρασκευή]]. Κατά γενική ομολογία στάθηκε ο πλέον επιεικής Αυτοκράτορας, που με τη στάση του βοήθησε πολύ τον χριστιανισμό να αναπτυχθεί.
* 161-180: [[Μάρκος Αυρήλιος]]: Ο Μάρκος Αυρήλιος συνέχισε μια πιο επιεική πολιτική σε σχέση με τα πρώτα χρόνια αλλά αρκετά αυστηρότερη από τον Αντωνίνο. Από τον Ευσέβιο πληροφορούμαστε πως επί εποχής του η εκκλησία ανέδειξε πλήθος μαρτύρων. Σε μια προσπάθεια να αξιοποιήσει του χριστιανούς, οι οποίοι είχαν πληθήνει αρκετά στη εποχή του, εισήγαγε καταναγκαστικά έργα αλλά και για τους πιο «δραστήριους» την εξορία.
* 180-193:[[Κόμοδος]]: Ο Κόμοδος αδιαφόρησε παντελώς για την εκκλησία με αποτέλεσμα να ατονήσουν οι διωγμοί, οι οποίοι τώρα γίνονταν από τους επάρχους, όπως αυτοί νόμιζαν. Η στάση του ευνόησε την ανάπτυξη του χριστιανισμού.
* 193-211:[[ Σεπτίμιος Σεβήρος]]: Επί εποχής του οι χριστιανοί πρώτη φορά άρχισαν να ανέρχονται στα υψηλότερα κλιμάκια της Αυτοκρατορίας, κυρίως λόγω ότι ήταν οι κύριοι συμπαραστάτες του, κατά Λισκινίου Νίγηρα στην Ασία του [[262]]. Ο ίδιος όμως εφήρμοσε διάταγμα κατά του προσηλυτισμού, που κυρίως έπληξε τις Εκκλησίες της βορείου Αφρικής.
* 211-235: Τρεις αυτοκράτορες διετέλεσαν αυτήν την εποχή. Ο Αντώνιος [[Καρακάλλας]] (211-217), ο [[Ηλιογάβαλος]] (217-222) και ο Σεβήρος (222-235) και επικράτησε γενική ησυχία, ανάπτυξη στις εκκλησίες, ενώ τα μαρτύρια χαρακτηρίζονται μεμονωμένα. Παρά όμως τις ευνοϊκές συνθήκες της εποχής οι χριστιανοί δεν είχαν ακόμα νομική υπόσταση.
* 235-238: [[Μαξιμίνος ο Θραξ]]. Ο Μαξιμίνος άλλαξε την πολιτική επιείκειας και χαλαρότητας υπέρ των χριστιανών. Εκδίωξε του Χριστιανούς με γενικό διωγμό, ειδικά όσους βρίσκονταν σε ανώτερες θέσεις, ενώ πραγματοποίησε εκτεταμένο διωγμό κατά του κλήρου<ref>Ευσεβίου εκκλ. Ιστορ. 6,28</ref>
* 238-249: [[Μαξιμίνος Γορδιανός]] (238-243) και Φίλιππος ο Άραβας (243-249), δε συμμερίστηκαν την πολιτική του Μαξιμίνου Θρακός και ανέστειλαν το γενικό διωγμό. Βοήθησαν με τη στάση τους να αναπτυχθεί ο Χριστιανισμός, λίγο πριν τους μεγάλους εκτεταμένους γενικούς διωγμούς που θα ακολουθούσαν.
 
====Οι γενικοί διωγμοί του 3ου και 4ου αιώνα====
 
Το [[249]], στο θρόνο ανήλθε ο [[Δέκιος]], ο οποίος παρέμεινε μέχρι και το [[252]]. Ο Δέκιος βλέποντας την παρακμή στην οποία είχε περιέλθει η Αυτοκρατορία, επιχείρησε μια προσπάθεια ανασύνταξης με αφορμή το Ιωβηλαίο από σύστασή της. Αιχμή της ανασύνταξης τού κράτους έθεσε την «εθνική» θρησκεία, καταδικάζοντας παράλληλα το χριστιανισμό ως religio illitica και ανακοινώνοντας με τον πιο επίσημο τρόπο το νομικό καθεστώς των διωγμών σε όλη την Αυτοκρατορία. Οι διάδοχοί του [[Τριβωνιανός]] Γάλλος ([[253]]) και [[Λικίνιος Βαλεριανός]] ([[253]]-[[260]]) απεκατέστησαν την πρότερη ειρήνη αρχικά αλλά εν συνεχεία το [[257]] με διάταγμα ο Βαλεριανός άλλαξε στάση και δήμευσε όλη την περιουσία της εκκλησίας που περιοριζόταν για την εποχή σε κοιμητήρια, όπου με πρόσχημα είχαν δημιουργήσει και κάποιους ναούς. Ταυτόχρονα εξαπέλυσε και ευρύ διωγμό κατά των κληρικών. Ο διάδοχός του, [[Γαλλιηνός]] ([[260]]-[[268]]) επέστρεψε ότι είχε αφαιρεθεί από την εκκλησία, ενώ ουσιαστικά αναγνώρισε με έμμεσο τρόπο το Χριστιανισμό, διατηρώντας αλληλογραφία, με τοπικές εκκλησίες<ref>Ευσεβ. Εκκλ. Ιστορία 7,13</ref>. Με την επιστροφή της περιουσίας ο Χριστιανισμός δε θεωρήθηκε religio litica, αλλά προήλθε de facto αναγνώριση της εκκλησίας για πρώτη φορά.
 
Τον 3ο αιώνα η εξωτερίκευση της εκκλησιαστικής ζωής δημιούργησε κύμα συμπάθειας υπέρ της. Έτσι κατά τους τελευταίους διωγμούς, η επιθετική-διωκτική πολιτική βρήκε και πλήθος μη Χριστιανών που δε συμφωνούσαν με αυτή την ενέργεια. Παράδειγμα αυτής της δυσαρέσκειας ήταν η εποχή του [[Διοκλητιανός|Διοκλητιανού]], όπου ενώ αρχικά διατηρήθηκε μια σχετική ειρήνη, στην προσπάθεια αναδιοργάνωσης του κράτους - [[Ρωμαϊκή Τετραρχία|Τετραρχία]], διενήργησε εκτεταμένο γενικό διωγμό ([[284]]-[[303]]). Αποτέλεσμα την εμφάνιση πολλών μαρτύρων και την εντυπωσιακή ανάπτυξη του χριστιανισμού. Στην εποχή του υπερπληρωθήκαν οι φυλακές, τα ορυχεία, ενώ στάλθηκαν πολλοί στην εξορία. Ο διωγμός αυτός έληξε επί [[Γαλέριος|Γαλερίου]] το [[311]] όταν με ένα αντιφατικό διάταγμα, ουσιαστικά αποδέχτηκε την αποτυχία του διωγμού<ref>Ευσεβ. Εκκλ. Ιστορία 9,1,36</ref>. Το πέρας της μοναρχίας του Γαλερίου, βρήκε στην διάταξη τα τετραρχίας τον [[Μαξέντιος|Μαξέντιο]] και [[Μέγα Κωνσταντίνο|Κωνσταντίνο]] στα δυτικά και [[Μαξιμίνος|Μαξιμίνο]] και Λικίνιο στα Ανατολικά. Πλην του Μαξιμίνου οι υπόλοιποι 3 διατήρησαν μια συμβιβαστική πολιτική.
 
===Νοθεύσεις του Χριστιανισμού===
 
:’’Κύριο άρθρο: [[Γνωστικισμός]]’’
:’’Κύριο άρθρο: [[Μοντανισμός]]’’
:’’Κύριο άρθρο: [[Χιλιασμός]]’’
 
====Λόγοι εμφάνισης====
 
Η εμφάνιση του χριστιανισμού κατέρριπτε ουσιαστικά το κοσμοείδωλο των 2 επικρατέστερων κοσμοθεωριών της εποχής. Του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού. Η επιμόρφωση, ως την εμφάνιση του Χριστιανισμού δυσχέραινε διαρκώς την προσπάθεια της εκκλησίας για την δική της θεώρηση, αφού ο μεν ιουδαϊσμός στρεφόταν προς μια μεσσιανική φιλοσοφία και μια θεομονιστική προσέγγιση, ο δε ελληνισμός προς μια «κοσμοκεντρική» θεώρηση. Αντιθέτως ο χριστιανισμός μιλούσε για μια ανακεφαλαίωση της ανθρώπινης φύσης, που υπερέβαινε και τις δύο κοσμοθεωρήσεις. Έτσι προέβαλλε μια Θεοκεντρική προσέγγιση, ανθρώπου κόσμου, ανατρέποντας και την κοσμοθεωρητική ελληνιστική τάση. Παρόλα αυτά οι δύο αυτές τάσεις επηρέασαν ουσιαστικά το χριστιανισμό, ιδίως όταν η επιείκεια εισήλθε στους κόλπους της εκκλησίας. Οι κυριότερες τάσεις που αναπτύχθηκαν, νοθεύοντας το μήνυμα της εκκλησίας ήταν ο [[Μοντανισμός]] και γενικότερα οι χιλιαστικές δοξασίες και ο [[Γνωστικισμός]]. Ο Μοντανισμός πρόβαλλε ιδιαίτερα μια ιουδαΐζουσα διαλεκτική και απείλησε ουσιαστικά να νοθεύσει τον ίδιο το χαρακτήρα του Χριστιανισμού, ενώ ο Γνωστικισμός μια ελληνίζουσα, με κύρια απειλή την ένταξη σε κάποιο φιλοσοφικό χώρο. Ο Μοντανισμός απέκτησε μεγάλη απήχηση λόγω της οργάνωσης άμυνας απέναντι στο γνωστικισμό, αλλά και λόγω τη χαλάρωσης των ηθών και της ηθικής αυστηρότητας που είχε ήδη παρατηρηθεί στην εκκλησία. Η ιουδαΐζουσα θεώρηση του Μοντανισμού προέκυψε κυρίως όχι από την ενστέρνιση Ιουδαϊκών νόμων και πρακτικών, αλλά κυρίως από την τυπολατρική προσέγγιση του νόμου της εκκλησίας, προβάλλοντας αυστηρή προσκόλληση στις γραφές, αγνοώντας όμως το πνεύμα του νόμου και τις ανάγκες τις εκάστοτε εποχής.
 
Η επιρροή πού άσκησε κάθε ένα από τα κινήματα αυτά ήταν καθοριστική, διότι στην προσπάθεια που κατέβαλε η κάθε τοπική εκκλησία να ανταπεξέλθει στη διαλεκτική αντιπαράθεση, υιοθετήθηκαν θεολογικά σχήματα και δημιουργήθηκαν σχολές που επηρέασαν σημαντικά τη διαμόρφωση της εκκλησίας, δομικά, μυστηριακά, θεολογικά, κοινωνικά. Τα γνωστικά συστήματα και ο Μοντανισμός παρότι υιοθέτησαν το αρχικό μήνυμα του αποστολικού κηρύγματος και παρότι είχαν αρκετά κοινά σημεία, ήταν και ταυτόχρονα και αντίθετα με αποτέλεσμα τη σφοδρή σύγκρουσή τους. Οι δύο αυτές τάσεις γνώρισαν ιδιαίτερες εποχές ανάπτυξης και απήχησης του μηνύματός τους, όμως δεν κατάφεραν να διατηρηθούν, είτε λόγω του πολύ σκληρού ασκητικού βίου, είτε λόγω της χαλαρής διασύνδεσης των κοινοτήτων τους, είτε λόγω της αδυναμίας να προσαρμοστούν σε νέες συνθήκες και ανάγκες. Ο κυριότερος λόγος όμως της αποτυχίας τους όμως, ήταν η έμμεση αλλά συστηματική περιφρόνηση του παρόντος βίου και του κόσμου, εν αντιθέσει με το χριστιανισμό που προέβαλλε την εν Χριστώ αποκάλυψη ως το κέντρο του κόσμου της όλης ιστορίας και σωτηρίας.
 
===Σχίσματα και έριδες στο σώμα της Εκκλησίας===
 
====Λόγοι δημιουργίας====
 
Ήδη σε προηγούμενες ενότητες αναφέρθηκαν οι πρώτες έριδες οι οποίες αφορούσαν το [[Πάσχα]] και το [[Βάπτισμα(Χριστιανισμός)|βάπτισμα]]. Όμως οι μεγαλύτερες έριδες στο εσωτερικό της εκκλησίας προήλθαν από το ζήτημα της μετανοίας. Η προβληματική που αναπτύχθηκε, αφορούσε την [[Εξομολόγηση|εξομολόγηση]] και τη μετάνοια των βαρέων αμαρτημάτων. Η εκκλησία αρχικά τήρησε αυστηρή στάση, που με τον καιρό, λόγω της αύξησης του ποιμνίου και των πολλών [[Πεπτωκότες (Χριστιανισμός)| πεπτωκότων]] , χαλάρωσε, υιοθετώντας πιο επιεική στάση. Οι πιέσεις όμως που δεχόταν η εκκλησία από τις Μοντανιστικές θέσεις, που επηρέαζαν σε σημαντικό βαθμό και πολλούς εκκλησιαστικούς, επέφερε τη δημιουργία σχισμάτων στο εσωτερικό της εκκλησίας. Η διαφωνία εστιάστηκε κατά κύριο λόγο στη διάρκεια της μετάνοιας των πεπτωκότων και των βαρέα αμαρτανόντων (θανάσιμα αμαρτήματα) και στο κατά πόσο οι δις πεπτωκότες δύνατο, να γίνουν δεκτοί στο σώμα της εκκλησίας. Οι Μοντανιστές απέρριπταν κάθε επιείκεια στην εκκλησία, όμως το ζήτημα δεν ήταν καθόλου φιλολογικό όπως από τις χιλιαστικές δοξασίες αντιμετωπίστηκε, αλλά άκρως πρακτικό, καθώς πέρα από το πλήθος μαρτύρων η εκκλησία ανέδειξε και πλήθος πεπτωκότων, με αποτέλεσμα η σκληρή πολιτική να αποτρέπει την είσοδο πιστών στους κόλπους της, οπού μόνο σε αυτήν βρισκόταν η σωτηρία Αποτέλεσμα των σχισμάτων αυτών ήταν η αμφισβήτηση, ότι η ιστορική αποστολή της εκκλησίας που προεκτεινόταν υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, ως του αυθεντικού σώματος του Χριστού, έπαψε να αποτελεί αληθές δόγμα, διεκδικώντας αποσχιστικά, το κάθε σχίσμα ή αίρεση το δικαίωμα αυτό. Τα σχίσματα που δημιουργήθηκαν ήταν το Σχίσμα του Φηλικισσίμου, των Νοβατιανών, του Ιππολύτου, του Μελιτιανού και των Δονατιστών. Επηρέασε κατά κόρον τις [[Εκκλησία Ρώμης|εκκλησίες της Ρώμης]] και της βορείου Αφρικής, με προεκτάσεις προς τις [[Εκκλησία Αλεξανδρείας|εκκλησίες της Αλεξάνδρειας]] και της [[Εκκλησία της Αντιόχειας|Αντιόχειας]].
 
:’’Δείτε ακόμα; [[Πεπτωκότες]]’’
 
====Τα σχίσματα====
 
* ‘’[[Σχίσμα Φηλικισσίμου]]’’
* ‘’[[Σχίσμα Ιππολύτου]]’’
* ‘’[[Νοβατιανισμός]]’’
* ‘’[[Μελιτιανισμός]]’’
* ‘’[[Δονατισμός]]’’
 
:’’Δείτε ακόμα:[[Έριδα των Διονυσίων]]
 
====Συμπεράσματα από την εμφάνιση των σχισμάτων====
 
Τα σχίσματα με αφορμή τη μετάνοια των πεπτωκότων δημιουργήθηκαν από δύο τάσεις. Τις τάσεις επιείκειας που προέκυπταν από την ανάγκη της σωτηρίας των πιστών, αφού η σωτηρία μπορούσε να προέλθει μόνο μέσα από την εκκλησία -Μια απόφαση που τηρήθηκε σχεδόν καθολικά από τους επισκόπους των μεγάλων τοπικών εκκλησιών και αφορούσε τον προβληματισμό για την πολύ σκληρή γραμμή των πρώτων αιώνων, που είχε σαν αποτέλεσμα τους πιστούς να είναι πιο διστακτικοί στην εισχώρησή τους στην εκκλησία, ενώ και η ύφεση που είχε αρχίσει να παρατηρείται στο Μοντανισμό, μάλλον προς αυτή την κατεύθυνση ευνοούσε τα πράγματα- αλλά και προσχηματικά, λόγω διαφόρων τοπικών υποβοσκουσών διαφωνιών των εκκλησιών. Το κομβικό σημείο όμως για την εκκλησία ήταν ταυτόχρονα να διατηρηθεί ακέραια η αποστολική παράδοση, χωρίς να υποκύψει στις Μοντανιστικές πιέσεις. Η εκκλησία κρίνεται πως ανταπεξήλθε σε αυτήν την πρόκληση αντιμετωπίζοντάς την, διατηρώντας την αποστολική παράδοση προσαρμόζοντάς τη στο πνεύμα και τη λογική της και ενσκήπτοντας πάνω από το πρόβλημα όπως διαμορφωνόταν σε κάθε εποχή, αφού τα προβλήματα που ενεφανίζονταν είχαν κάθε φορά διαφορετικό περιεχόμενο.
 
===Η ενότητα της Εκκλησίας===
 
====Γενικά====
 
Η εκκλησία τους τρεις πρώτους αιώνες διήνησε μια εξαιρετικά ταραγμένη περίοδο. Οι επιθέσεις που δέχθηκε ήταν πολυποίκιλες και προήλθαν από πολιτικούς φορείς με τους διωγμούς, από το λαό, από τους φιλοσόφους, από αντιμαχόμενες θρησκείες ή φιλοσοφικά κινήματα, ακόμα και από το εσωτερικό της από τις διάφορες έριδες που αναπτύχθηκαν ή από τα σχίσματα ή λόγω βλέψεων φιλόδοξων κληρικών. Παρόλες τις αντιξοότητες η εκκλησία, σε σχέση με όλα τα κινήματα της εποχής βγήκε ενισχυμένη. Οι λόγοι όμως που οδήγησαν την εκκλησία όχι μόνο να μην εξαφανιστεί, αλλά και να αναπτυχθεί ραγδαία ήταν πολλοί. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο που επέτρεψε στην εκκλησία να γιγαντωθεί ήταν ο κοινωνικός της ρόλος, αλλά και η ικανότητα να προσαρμόζεται με βάση τα νέα δεδομένα και προκλήσεις κάθε εποχής, με οδηγό το παράδειγμα της αποστολικής συνόδου.
 
====Οι λόγοι====
 
Η σημερινή θεολογική έρευνα καταλήγει πως 7 κύριοι λόγοι επέτρεψαν στην εκκλησία, να διατηρήσει τη συνέκτικοτητά της και να μπορέσει να αναπτυχθεί τόσο πληθυσμιακά, όσο και γεωγραφικά.
 
* '''<u>Οργάνωση</u>'''. Με το πέρας της προφητικής λειτουργίας, η εκκλησία οριστικά πέρασε στο επισκοπικοκεντρικό σύστημα οργάνωσης. Με σαφώς υπερτοπική λειτουργία, οι επίσκοποι ήσαν συνήθως κληρικοί με ιδιαίτερη μόρφωση και θεολογική κατάρτιση, με δυνατότητα να αντικρούσουν τις κακοδοξίες. Οι επίσκοποι δε, εκλέγονταν και από το λαό, με αποτέλεσμα συνήθως να είναι αρεστοί στο χριστιανικό ποίμνιο, κάτι που τους συνιστούσε πηγή ενότητος του εκάστοτε τοπικού εκκλησιαστικού σώματος.
 
:’’Κύριο άρθρο: [[Κανόνας της Καινής Διαθήκης]]’’
 
* '''<u>Κανόνας της Καινής Διαθήκης</u>'''. Στην προσπάθεια της εκκλησίας να διατηρηθεί η γραπτή παράδοση ακέραιη από τις ψευδεπίγραφες Γραφές, η εκκλησία αντέταξε μια οργανωμένη προσπάθεια σύνταξής των. Το όνομα που της αποδόθηκε ήταν [[Κανόνας της Καινής Διαθήκης]]. Ήδη στην εποχή του Ειρηναίου υπήρχε «αμύθητον πλήθος» απόκρυφων και νόθων γραφών<ref>Ειρηναίου Κατά Αιρέσεων 10,20,1</ref>. Πέρα όμως από τη σύνταξη των βιβλίων η εκκλησία προσπάθησε να διατηρήσει και να συντηρήσει τα βιβλία αυτά σε κάθε τοπική εκκλησία, καθώς ήταν αδύνατον να συντηρηθούν από ιδιώτες. Πρώτος κανόνας που δημιουργήθηκε ήταν ο Μουρατόρειος κατά το τέλος του 2ου αιώνα ενώ τελευταίος του Μεγάλου Αθανασίου τον 4ο αιώνα.
 
:’’Κύριο άρθρο: [[Σύμβολο της Πίστεως]]’’
 
* '''<u>Σύμβολα της πίστεως</u>'''. Τα σύμβολα της πίστεως, κρίθηκαν από την εκκλησία αναγκαία για την αντιμετώπιση των αιρέσεων. Σκοπός ήταν μια συνοπτική και περιεκτική δογματική τοποθέτηση των αληθειών της εκκλησίας και της αποστολικής παράδοσης. Τα σύμβολα αυτά δεν αναπτύχθηκαν ομοιόμορφα σε όλες τις εκκλησίες ένεκα του διαφορετικού κινδύνου, που αντιμετώπιζε η κάθε τοπική εκκλησία. Το πρώτο τέτοιο σύμβολο που διασώζεται είναι του Τερτυλλιανού<ref>Adv.Prax.</ref>, το οποίο σήμερα εντυπωσιάζει για την πληρότητά του, λόγω της ασάφειας που επικρατούσε για πολλές δογματικές αλήθειες την εποχή αυτή.
 
* '''<u>Θεία Ευχαριστία εν τω επισκόπω και το επισκοπικό χρίσμα</u>'''. Η Θεία ευχαριστία εξέφραζε την ενότητα και την πληρότητα του σώματος της εκκλησίας. Ο Ιγνάτιος<ref>Προς Εφεσίους 4,1</ref> θεμελιώνει μάλιστα αυτή την οργανική ενότητα στην υπό τον επίσκοπο τελουμένη Θεία Ευχαριστία. Έτσι στο πρόσωπο του επισκόπου συνοψιζόταν η πληρότητα της τοπικής εκκλησίας.
 
Σημαντικό σημείο επίσης ενότητας της εκκλησία ήταν οι χειροτονίες, η οποίες τελούντο υπό των κοντινοτέρων επισκόπων, παρουσία όμως πλήθους άλλων, κάτι που επιβεβαίωνε τις στενές σχέσεις των επισκοπών, που ήταν κεφαλή του πληρώματος κάθε τοπικής εκκλησίας εκφράζοντας την συνολική ενότητα του σώματος της εκκλησίας.
 
* '''<u>Συνοδικό σύστημα</u>'''. Το συνοδικό σύστημα το οποίο πρώτη φορά εμφανίστηκε κατά τους αποστολικούς χρόνους το [[49]], διατηρήθηκε ως μια προσπάθεια ενότητας και αντιμετώπισης των εξωτερικών και εσωτερικών κινδύνων, για την εκκλησία. Στόχος η διαχρονική αυθεντικότητα της βιούμενης αποστολικής παράδοσης και η ενίσχυση των θεσμών ενότητος μεταξύ των μελών της.
 
:’’Κύριο άρθρο: [[Τα Πρεσβεία τιμής των Εκκλησιών]]''
 
* '''<u>Πρεσβεία τιμής</u>'''. Ο θεσμός των πρεσβειών τιμής καταστάθηκε ένας ακόμα σημαντικός θεσμός ενότητας και οργάνωσης της εκκλησίας .Ήδη από το 2ο αιώνα παρατηρείται από τον Τερτυλλιανό<ref>De praeser. 37,2</ref> υπεροχικότητα κάποιων τοπικών εκκλησιών, που αργότερα αποδόθηκε με τον όρο Πρεσβεία τιμής. Μάλιστα τα πρεσβεία τιμής αποτέλεσαν τον πρόδρομο του Μητροπολιτικού συστήματος οργάνωσης της εκκλησίας κατά τον 4ο αιώνα. Η σημαντικότητα του θεσμού έγκειται στην αλληλεπιχώρηση μεταξύ των επισκόπων, που δε νοήτο ως πρωτείο, που οι άλλες εκκλησίες υποχρεώνονταν σε συμμόρφωση, αλλά ως ένας εθιμικός παραχωρούμενος τίτλος, λόγω σεβασμού.
 
* '''<u>Ιερός κλήρος</u>'''. Κλήρος θεωρείτο ολόκληρο το σώμα της εκκλησίας και ο αρχικός διαχωρισμός είχε να κάνει με το διαχωρισμό ιερού κλήρου και λαϊκών. Οι πρεσβύτεροι σε κάθε ναό ήταν ανάλογοι με το πλήθος των πιστών, ενώ οι διάκονοι ορίζονταν από τον αριθμό 7 των Πράξεων των Αποστόλων και έτσι λόγω μεγαλύτερων αναγκών θεσπίστηκαν οι υποδιάκονοι. Επίσης στον κατώτερο κλήρο θεσπίστηκαν και άλλα διακονήματα όπως του [[Ψάλτης|ψάλτη]], εν συνεχεία σε πρωτοψάλτη και λαμπαδάριο, του αναγνώστη, του [[Εξορκιστής|εξορκιστή]], του [[Νεωκόρος|νεωκόρου]], του θυρωρού ή πυλωρού και των ακολούθων. Οι γυναίκες σύμφωνα με τη Παύλεια θεολογία, αποκλείονταν από τον ιερό κλήρο, όμως θεσπίστηκαν διακονήματα όπως των χηρών και των διακονισσών με κύριο στόχο την κατήχηση και τη φιλανθρωπία στο χώρο τω γυναικών. Ο ιερός κλήρος υπήρξε σημαντικό κομμάτι της ενότητας της εκκλησίας γιατί έτσι δινόταν η δυνατότητα στους λαϊκούς για αμεσότερη επαφή προς το ιερατείο και την εξυπηρέτηση τους, σε κάθε έκφανση της ζωής των, είτε αυτή αφορούσε τα αμιγώς θρησκευτικά ζητήματα, είτε αυτή αφορούσε κοινωνικά ζητήματα.
 
===Εκκλησιαστική Γραμματεία των τριών πρώτων αιώνων===
 
Η εκκλησιαστική γραμματεία των 3 πρώτων αιώνων χαρακτηρίζεται ως αντιρρητική. Αυτή την ιδιότητα την απέκτησε σε μια προσπάθεια να αντικρουστούν οι ετεροδοξίες αλλά και οι χαλκευμένες δοξασίες περί Χριστού και σωτηρίας, υποχρεώνοντας τους [[Απολογητές|απολογητές]] να γράψουν πολλά ορθολογικά κείμενα ώστε να αντικρουστούν οι κακοδοξίες, προτάσσοντας την άποψη της εκκλησίας. Η κυριότερη έμφαση δόθηκε στο πρόσωπο του Ιησού και τη φύση του σε σχέση με τον Πατέρα. Οι ετερόδοξες ομάδες επικεντρώθηκαν σε μονομερείς διδασκαλίες εν αντιθέση με την εκκλησία που ανέπτυξε μια ισόρροπη διδασκαλία βασισμένη στην «Ιωάννεια Θεολογία». Ταυτόχρονα όμως στην προσπάθεια να αντιμετωπιστούν αυτές οι διδασκαλίες και ανάλογα με την περιοχή και το είδος της αντιπάλου ιδεολογίας, αναπτύχθηκαν σχολές, δίνοντας ιδιαίτερη βάση στη μέθοδο αντιμετώπισης των ετέρων δοξασιών. Έτσι δημιουργήθηκε η [[Αντιοχειανή Θεολογική Σχολή |Αντιοχειανή σχολή]], με βάση τον Αριστοτελικό ορθολογισμό, η Αλεξανδρινή με βάση την αλληγορική μέθοδο ερμηνείας και η Μικρασιατική που κατά κύριο λόγο επέδρασε και στη δυτική θεολογία. Κυριότεροι συγγραφείς της εποχής ήταν ο Αγρίππας Κάστωρ (κατά του Βασιλείδη), ο Μωσαίος, ο Ηγήσιππος, ο [[Ειρηναίος]], ο [[Τερτυλλιανός]]. Τα μεγαλύτερα προβλήματα προέκυψαν στην [[Αλεξάνδρεια]] όπου το κίνημα των Γνωστικών ήταν σε ιδιαίτερη έξαρση. Οι εξέχουσες απολογητικές μορφές που διακρίθηκαν ήταν οι [[Ωριγένης]] και [[Κλήμης ο Αλεξανδρεύς|Κλήμης Αλεξανδρείας]]. Το επίκεντρο αναμφισβήτητα των 3 πρώτων αιώνων ήταν ο προσδιορισμός της φύσης ή της υπόστασης ή της σχέσης του Λόγου με τον πατέρα. Το ευαγγέλιο μάλιστα που επικεντρώθηκε η διαμάχη ήταν το εκτενές [[Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον|κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο]]. Οι απόψεις αυτήν την εποχή δεν ήταν καθορισμένες για το πρόσωπο του Ιησού και οι γραμματεία πολλών θεολόγων (Ωριγένης, Κλήμης) δεν έδινε σαφείς απαντήσεις. Γενικά όμως η τάση ήταν προς το χαρακτηρισμό της ομοουσιότητας που αργότερα κατά την Α΄ οικουμενική σύνοδο αποδόθηκε.
 
Και πράγματι, σύμφωνα με τον Θεοδώρητο, η θεολογία περί ''ομοουσίου'' δεν ήταν κάτι νέο:
:''"ο Θεοδώρητος, διερμηνεύων την κοινήν γνώμην των τε Πατέρων της εν Νικαία Συνόδου και των μετ' αυτήν, βεβαιοί, ότι "ού καινή τις η του ομοουσίου πρόσρησις, ουδέ υπό των τότε συναθροισθέντων Πατέρων εξευρεθείσα, αλλ' άνωθεν εκ προγόνων εις εγγονούς καταγόμενη".''"<ref>Καρμίρης Ιωάννης, 'Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας', τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 61</ref>.
Αρκετά νωρίς, στον Ειρηναίο, βλέπουμε ότι ''"η ιδέα του ομοουσίου υπάρχει εις τα έργα του"''<ref>Θεοδώρου Ανδρέας, 'Ιστορία των Δογμάτων - τόμ. 1ος, μέρος 2ον, Η ιστορία του δόγματος από της εποχής των Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ.', Γρηγόρης, Αθήνα 1978, σελ. 159</ref> και ''"ο Υιός έχει κοινήν μετά του Πατρός την ουσίαν"''<ref>Ό.π., σελ. 160 και υποσημ. 466</ref>.:
:''"Ο Πατήρ είναι Κύριος και ο Υιός είναι Κύριος, ο Πατήρ είναι Θεός και ο Υιός είναι Θεός, διότι εκείνος, όστις εγεννήθη εκ του Θεού, είναι Θεός. Ούτω, λοιπόν, κατά τήν ουσίαν και την φύσιν της υπάρξεως Του υπάρχει μόνον εις Θεός, δια την οικονομίαν όμως της απολυτρώσεώς μας υπάρχει εις Υιός και εις Πατήρ"''<ref>Ό.π., υποσημ. 465</ref>.
Από εκεί και πέρα, ''"η θεολογία του ομοουσίου είναι καθαρά επίτευγμα των αλεξανδρινών θεολόγων: Ωριγένης, Διονύσιος, Θεόγνωστος, Αθανάσιος."''<ref>Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, 'Πατρολογία', τόμ. Α', έκδ. 4η, Αθήνα 2000, σελ. 467</ref>. Ο όρος ''ομοούσιος'' για τον Υιό, χρησιμοποιείται δύο φορές από τον Ωριγένη: σε σχόλιό του στο Κατά Ματθαίον<ref>''"Κατά φύσιν εγέννησεν ο Πατήρ διόπερ ομοούσιος εγεννήθη"'' (PG 17:309)</ref>, και σε ένα απόσπασμα της ερμηνείας του στην προς Εβραίους επιστολή, το οποίο αναφέρει ο Πάμφιλος<ref>''"Sic et sapientia ex Deo procedens ex ista substantia Dei generatur. Sic nihilominus et secundum similitudinem corporalis aporrhoeae esse dicitur aporrhoea gloriae omnipotentis pura et sincera. Quae utraeque similitudines manifestissime ostendunt communionem substantiae esse filio cum patre. Aporrhoea enim ομοούσιος videtur, id est unius substantiae cum illo corpore ex quo est vel aporrhoea vel vapor"'' (PG 17:580-581)</ref>.
Αν και ο όρος ''ομοούσιος'' είναι ''άγραφος'' (δηλ. μη βιβλικός), εν τούτοις για τους εκκλησιαστικούς άνδρες των πρώτων αιώνων, εκείνο που έχει σημασία είναι ''"η παρουσία της κατά περιεχόμενον σχετικής διδασκαλίας εις την Αγίαν Γραφήν"''<ref>Ξεξάκης Γ. Νικόλαος, 'Προλεγόμενα εις την Ορθόδοξον Δογματικήν', Αθήνα 2000, σελ. 132</ref>. Όπως γράφει ο Μ. Αθανάσιος:
:''"γινωσκέτω δε όμως, ει τις εστι φιλομαθής, ότι ει και μη ούτως εν ταις γραφαίς εισίν αι λέξεις, αλλά, καθάπερ είρηται πρότερον, την εκ των γραφών διάνοιαν έχουσι και ταύτην εκφωνούμεναι σημαίνουσι τοις έχουσιν εις ευσέβειαν την ακοήν ολόκληρον"''<ref>PG 25:453ΑΒ</ref>.
 
=== Mοναρχιανισμός ===
4.720
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης