Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Παρακλητική"
(Νέα σελίδα: Η ποίηση είναι τέχνη έκδηλα εκφραστική των αισθημάτων, των βιωμάτων, των εμπειριών και των στάσε...) |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
+ | {{Διαγραφή}} | ||
Η ποίηση είναι τέχνη έκδηλα εκφραστική των αισθημάτων, των βιωμάτων, των εμπειριών και των στάσεων του ανθρώπου. Στην [[Εκκλησία]] η ποίηση αξιοποιήθηκε τα μέγιστα ως τρόπος προσευχής προς την Αγία Τριάδα, και ως έκφραση τιμής προς τα πρόσωπα εκείνα που διέπρεψαν στον αγώνα του βιασμού της Βασιλείας του Θεού. Η εκκλησιαστική υμνογραφία, έτσι ονομάζουμε την ποίηση που κρίθηκε πρεπούμενη για χρήση στη δημόσια λατρεία, γνώρισε σ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας της Εκκλησίας μεγάλη ακμή. Ποιητές-υμνογράφοι, κυρίως προερχόμενοι από τις τάξεις των μοναχών, με θεολογική σοφία και καλλιτεχνικό τάλαντο, κυρίως, όμως, με βαθιά Πίστη και θαυμαστή ταπείνωση, συνέθεσαν ύμνους, μέσα από μια μεγάλη ποικιλία εκφραστικών τρόπων, ξεχύνοντας όλη τη θέρμη της καρδιάς τους προς το μεγάλο Εραστή και Ερωμένο τους, στα πλαίσια πάντα της ανάγκης για επικοινωνία πλάσματος και Πλάστη. | Η ποίηση είναι τέχνη έκδηλα εκφραστική των αισθημάτων, των βιωμάτων, των εμπειριών και των στάσεων του ανθρώπου. Στην [[Εκκλησία]] η ποίηση αξιοποιήθηκε τα μέγιστα ως τρόπος προσευχής προς την Αγία Τριάδα, και ως έκφραση τιμής προς τα πρόσωπα εκείνα που διέπρεψαν στον αγώνα του βιασμού της Βασιλείας του Θεού. Η εκκλησιαστική υμνογραφία, έτσι ονομάζουμε την ποίηση που κρίθηκε πρεπούμενη για χρήση στη δημόσια λατρεία, γνώρισε σ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας της Εκκλησίας μεγάλη ακμή. Ποιητές-υμνογράφοι, κυρίως προερχόμενοι από τις τάξεις των μοναχών, με θεολογική σοφία και καλλιτεχνικό τάλαντο, κυρίως, όμως, με βαθιά Πίστη και θαυμαστή ταπείνωση, συνέθεσαν ύμνους, μέσα από μια μεγάλη ποικιλία εκφραστικών τρόπων, ξεχύνοντας όλη τη θέρμη της καρδιάς τους προς το μεγάλο Εραστή και Ερωμένο τους, στα πλαίσια πάντα της ανάγκης για επικοινωνία πλάσματος και Πλάστη. | ||
Η [[ενανθρώπηση]] του θείου Λόγου κατέστησε το Θεό οικείο του ανθρώπου και προμήθευσε τις γέφυρες της επικοινωνίας· έτσι, στην Εκκλησία, η προσευχή είναι ουσιαστική, δεν είναι κραυγές απεγνωσμένες του ανθρώπου, ανάκουστες στο θρόνο του απρόσιτου Δημιουργού, αλλά συνομιλία, διάλογος, θερμή γραμμή συνεχούς επαφής, άμεσης συνάφειας. Η επικοινωνία --κοινωνία, καλύτερα-- αυτή, η προσευχή, είναι επόμενο να παίρνει ως προς το περιεχόμενό της τις τρεις μορφές που προσιδιάζουν στην ανθρώπινη διανοητική διαδικασία, δηλαδή να γίνεται δοξολογία, ευχαριστία και ικεσία. Δοξολογία, όταν η ψυχή πλημμυρίζει από θαυμασμό για το μεγαλείο του Θεού, τις κτιστές και άκτιστες ενέργειές του μέσα στον κόσμο, και πρώτιστα τη σωτήρια παρέμβασή του στην αμαρτωλή, ήτοι άστοχη κι αστόχαστη πορεία του ανθρώπου· ευχαριστία, όταν η ψυχή γεμίζει από βιώματα ευγνωμοσύνης για τις δωρεές του Δημιουργού, για την κυβερνητική του φροντίδα για τα πλάσματά του· ικεσία, όταν η ψυχή, βαρυμένη από τον ογκόλιθο της αμαρτίας, πονεμένη από το τραύμα της αποξένωσης από το Θεό, επικαλείται την ευσπλαγχνία του και εκζητεί το έλεός του. Και οι τρεις μορφές που παίρνει η προσευχή εκδηλώνονται μέσα στους ύμνους που χρησιμοποιούνται στη λατρεία. Πρέπει, όμως, να ομολογήσουμε πως το μεγαλύτερο κομμάτι της υμνογραφίας ρέπει προς την τρίτη μορφή, χωρίς, ωστόσο να σημαίνει τούτο πως στους ίδιους αυτούς ικετευτικούς ύμνους δεν απαντώνται και δοξολογικές ή ευχαριστήριες εκφράσεις. | Η [[ενανθρώπηση]] του θείου Λόγου κατέστησε το Θεό οικείο του ανθρώπου και προμήθευσε τις γέφυρες της επικοινωνίας· έτσι, στην Εκκλησία, η προσευχή είναι ουσιαστική, δεν είναι κραυγές απεγνωσμένες του ανθρώπου, ανάκουστες στο θρόνο του απρόσιτου Δημιουργού, αλλά συνομιλία, διάλογος, θερμή γραμμή συνεχούς επαφής, άμεσης συνάφειας. Η επικοινωνία --κοινωνία, καλύτερα-- αυτή, η προσευχή, είναι επόμενο να παίρνει ως προς το περιεχόμενό της τις τρεις μορφές που προσιδιάζουν στην ανθρώπινη διανοητική διαδικασία, δηλαδή να γίνεται δοξολογία, ευχαριστία και ικεσία. Δοξολογία, όταν η ψυχή πλημμυρίζει από θαυμασμό για το μεγαλείο του Θεού, τις κτιστές και άκτιστες ενέργειές του μέσα στον κόσμο, και πρώτιστα τη σωτήρια παρέμβασή του στην αμαρτωλή, ήτοι άστοχη κι αστόχαστη πορεία του ανθρώπου· ευχαριστία, όταν η ψυχή γεμίζει από βιώματα ευγνωμοσύνης για τις δωρεές του Δημιουργού, για την κυβερνητική του φροντίδα για τα πλάσματά του· ικεσία, όταν η ψυχή, βαρυμένη από τον ογκόλιθο της αμαρτίας, πονεμένη από το τραύμα της αποξένωσης από το Θεό, επικαλείται την ευσπλαγχνία του και εκζητεί το έλεός του. Και οι τρεις μορφές που παίρνει η προσευχή εκδηλώνονται μέσα στους ύμνους που χρησιμοποιούνται στη λατρεία. Πρέπει, όμως, να ομολογήσουμε πως το μεγαλύτερο κομμάτι της υμνογραφίας ρέπει προς την τρίτη μορφή, χωρίς, ωστόσο να σημαίνει τούτο πως στους ίδιους αυτούς ικετευτικούς ύμνους δεν απαντώνται και δοξολογικές ή ευχαριστήριες εκφράσεις. |
Αναθεώρηση της 14:26, 6 Φεβρουαρίου 2009
Η σελίδα αυτή καλύπτει τα κριτήρια διαγραφής.
Αν διαφωνείτε για την ταχεία διαγραφή της, εξηγήστε τους λόγους στην σελίδα συζήτησής της. Αν πιστεύετε ότι μπορείτε να διορθώσετε την σελίδα ώστε να μην διαγραφεί, μπορείτε να αφαιρέσετε αυτή την σημείωση, αλλά όχι αν έχετε δημιουργήσει την σελίδα ο ίδιος. Διαχειριστές - Θυμηθείτε να ελέγξετε αν κάτι οδηγεί εδώ και το ιστορικό της σελίδας πριν τη διαγραφή. |
Η ποίηση είναι τέχνη έκδηλα εκφραστική των αισθημάτων, των βιωμάτων, των εμπειριών και των στάσεων του ανθρώπου. Στην Εκκλησία η ποίηση αξιοποιήθηκε τα μέγιστα ως τρόπος προσευχής προς την Αγία Τριάδα, και ως έκφραση τιμής προς τα πρόσωπα εκείνα που διέπρεψαν στον αγώνα του βιασμού της Βασιλείας του Θεού. Η εκκλησιαστική υμνογραφία, έτσι ονομάζουμε την ποίηση που κρίθηκε πρεπούμενη για χρήση στη δημόσια λατρεία, γνώρισε σ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας της Εκκλησίας μεγάλη ακμή. Ποιητές-υμνογράφοι, κυρίως προερχόμενοι από τις τάξεις των μοναχών, με θεολογική σοφία και καλλιτεχνικό τάλαντο, κυρίως, όμως, με βαθιά Πίστη και θαυμαστή ταπείνωση, συνέθεσαν ύμνους, μέσα από μια μεγάλη ποικιλία εκφραστικών τρόπων, ξεχύνοντας όλη τη θέρμη της καρδιάς τους προς το μεγάλο Εραστή και Ερωμένο τους, στα πλαίσια πάντα της ανάγκης για επικοινωνία πλάσματος και Πλάστη. Η ενανθρώπηση του θείου Λόγου κατέστησε το Θεό οικείο του ανθρώπου και προμήθευσε τις γέφυρες της επικοινωνίας· έτσι, στην Εκκλησία, η προσευχή είναι ουσιαστική, δεν είναι κραυγές απεγνωσμένες του ανθρώπου, ανάκουστες στο θρόνο του απρόσιτου Δημιουργού, αλλά συνομιλία, διάλογος, θερμή γραμμή συνεχούς επαφής, άμεσης συνάφειας. Η επικοινωνία --κοινωνία, καλύτερα-- αυτή, η προσευχή, είναι επόμενο να παίρνει ως προς το περιεχόμενό της τις τρεις μορφές που προσιδιάζουν στην ανθρώπινη διανοητική διαδικασία, δηλαδή να γίνεται δοξολογία, ευχαριστία και ικεσία. Δοξολογία, όταν η ψυχή πλημμυρίζει από θαυμασμό για το μεγαλείο του Θεού, τις κτιστές και άκτιστες ενέργειές του μέσα στον κόσμο, και πρώτιστα τη σωτήρια παρέμβασή του στην αμαρτωλή, ήτοι άστοχη κι αστόχαστη πορεία του ανθρώπου· ευχαριστία, όταν η ψυχή γεμίζει από βιώματα ευγνωμοσύνης για τις δωρεές του Δημιουργού, για την κυβερνητική του φροντίδα για τα πλάσματά του· ικεσία, όταν η ψυχή, βαρυμένη από τον ογκόλιθο της αμαρτίας, πονεμένη από το τραύμα της αποξένωσης από το Θεό, επικαλείται την ευσπλαγχνία του και εκζητεί το έλεός του. Και οι τρεις μορφές που παίρνει η προσευχή εκδηλώνονται μέσα στους ύμνους που χρησιμοποιούνται στη λατρεία. Πρέπει, όμως, να ομολογήσουμε πως το μεγαλύτερο κομμάτι της υμνογραφίας ρέπει προς την τρίτη μορφή, χωρίς, ωστόσο να σημαίνει τούτο πως στους ίδιους αυτούς ικετευτικούς ύμνους δεν απαντώνται και δοξολογικές ή ευχαριστήριες εκφράσεις.
Η υμνογραφική παραγωγή της Εκκλησίας μέχρι και τον 7ο αιώνα ήταν πλούσια όντως και σημαντική, αλλά ασυστηματοποίητη. Παράγονταν ύμνοι, χρησιμοποιούνταν στη λατρεία, διαφορετικοί κατά τόπους και κατά καιρούς, δεν είχε ακόμα, εντούτοις, διοργανωθεί μεθοδικά η ένταξη τους στο περιεχόμενο των λατρευτικών συνάξεων. Ωσότου έδωσε η Χάρη του Θεού το κατάλληλο όργανο. Θεολόγος άριστος, δογματικός ορθοδοξότατος, πιστός ένθερμος και ενθουσιώδης, έμπειρος των θείων ενεργειών, καλλιτέχνης ανυπέρβλητος, ποιητής και μελουργός -- Ιωάννης ο Δαμασκηνός ο Χρυσορρόας. Συστηματοποίησε πρώτα το μουσικό υλικό που είχε κληρονομηθεί στους βυζαντινούς από την αρχαία Ελλάδα· μάζεψε τα μουσικά θέματα (μοτίβα), τα επεξεργάστηκε, τα εμπλούτισε και τα ομαδοποίησε σε οκτώ Ήχους, δηλαδή μελωδικούς τρόπους, τρόπους αρμονικής σύνθεσης, οι οποίοι καθιερώθηκαν έκτοτε στη βυζαντινή μουσική, με τα ονόματα Πρώτος, Δεύτερος, Τρίτος, Τέταρτος, Πλάγιος πρώτος, Πλάγιος δεύτερος, Βαρύς και Πλάγιος τέταρτος. Συνακόλουθα, με βάση τα μοτίβα κάθε Ήχου, συνέθεσε οκτώ σειρές ύμνων με θέμα το απολυτρωτικό έργο του Σωτήρα και ιδίως το κοσμοσωτήριο Πάθος και τη ζωηφόρο Ανάστασή Του, διατυπώνοντας μέσα σ' αυτούς τη δογματική διδασκαλία και παράδοση της Εκκλησίας, ώστε ευσύνοπτα και ευμνημόνευτα να προσφέρεται στον πιστό το δογματικό υλικό, ενώ συνάμα θα ευφραίνεται από την αισθητική αξία των ποιημάτων-μελουργημάτων. Τους ύμνους αυτούς εξέδωκε σε βιβλίο που ονόμασε Οκτάηχο (sic) και πρότεινε να χρησιμοποιούνται στις κυριακάτικες λατρευτικές συνάξεις.
Το έργο του Δαμασκηνού έγινε ασμένως δεκτό από την Εκκλησία, και γρήγορα ταλαντούχοι πιστοί, όπως Κοσμάς ο Αγιοπολίτης, Ανδρέας ο Κρήτης και Θεοφάνης ο Γραπτός, στ' αχνάρια του αρχηγέτη ποιητή, συνέθεσαν νέους ύμνους πλουτίζοντας συνεχώς την Οκτάηχο.
Όμως η Χάρη του Θεού δεν παύει να επιδαψιλεύεται. Τον 9ο αιώνα νέος αστήρ παμφαέστατος αναφαίνεται στο στερέωμα της εκκλησιαστικής υμνογραφίας. Μεγολόπνοος ποιητής, άξιος διάδοχος του Χρυσορρόα, Ιωσήφ ο Υμνογράφος. Συνέλαβε την ιδέα πως ό,τι δημιούργησε ο δάσκαλός του για τις Κυριακές, όφειλε να επεκταθεί και στις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας. Μάλιστα, καθώς ήδη στην πράξη της λατρείας κάθε μέρα, πέρα από την Κυριακή που ήταν αφιερωμένη στην Ανάσταση, έτεινε να αφιερωθεί και σε κάποιο ιερό πρόσωπο ή γεγονός, ήταν πια αναγκαίο να συστηματοποιηθεί, πάνω στο πρότυπο των κυριακάτικων Ακολουθιών, και το λατρευτικό υλικό για τις άλλες μέρες. Έτσι, επειδή η Δευτέρα από πολλούς εθεωρείτο αφιερωμένη στους Αρχαγγέλους και τα αγγελικά τάγματα, η Τρίτη στον Τίμιο Πρόδρομο, η Τετάρτη στην Παναγία Θεοτόκο, η Πέμπτη στους Αποστόλους, η Παρασκευή στη Σταύρωση και το Σάββατο στους Μάρτυρες και τη θριαμβεύουσα Εκκλησία, ο Ιωσήφ συνέθεσε ύμνους αντίστοιχους εκείνων του Δαμασκηνού για κάθε ένα απ' αυτά τα ερεθίσματα σε κάθε έναν από τους οκτώ Ήχους. Δηλαδή, πρόκειται για παραγωγή εξαπλάσια του προτύπου σε όγκο, άνκαι όχι και σε καλλιτεχνική ποιότητα.
Όπως ήταν φυσικό, στα χρόνια που ακολούθησαν, και η Νέα Οκτάηχος, έτσι την ονόμασε, του Ιωσήφ, πλουτίστηκε από άλλους ποιητές. Τα δύο βιβλία, του Δαμασκηνού και του Ιωσήφ, σιγά σιγά, καθώς αλληλοσυμπληρώνονταν, άρχισαν να αναπαράγονται σε κοινούς κώδικες και το περιεχόμενό τους να διαπλέκεται για να συναντάται στις σελίδες των κωδίκων με τη σειρά των ημερών. Επεκράτησε, μάλιστα ένας διορθωμένος τύπος του τίτλου: Οκτώηχος η Μεγάλη. Και όταν, αργότερα, τον 11ο αιώνα, οργανώθηκε παραπέρα η λατρεία, η Οκτώηχος αποτέλεσε το βασικό εργαλείο καθημερινής χρήσης στη ψαλμωδία, και το υλικό της διαχωρίστηκε με βάση τα προγράμματα προσευχής που εφαρμόστηκαν έκτοτε. Αργότερα παρατηρήθηκε πως το μεγαλύτερο μέρος των ύμνων έχει ικετευτικό χαρακτήρα και άρχισε να προτιμάται το όνομα Παρακλητική για να καθορίζεται η Οκτώηχος. Και, όταν το 1523 πρωτοεκδόθηκε τύποις στη Βενετία, προστέθηκε υλικό νεότερης παραγωγής, όπως νέες ασματικές ενότητες για τις καθημερινές, πάλι κατ' Ήχον, ή παλαιά έργα που βρίσκονταν ανένταχτα σε διάφορα βιβλία, αλλά είχαν ήδη καθιερωθεί στις Ακολουθίες, όπως τα εωθινά εξαποστειλάρια Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου και τα εωθινά δοξαστικά στιχηρά Λέοντος του Σοφού (αμφοτέρων ρωμαίων αυτοκρατόρων). Σήμερα, όταν αναφερόμαστε στο λειτουργικό υμνολογικό βιβλίο της Παρακλητικής, εννοούμε το περιέχον τους ύμνους του εβδομαδιαίου ασματικού κύκλου της εκκλησιαστικής λατρείας σε οκτώ περιόδους, αντίστοιχες με τους οκτώ Ήχους της βυζαντινής μουσικής. Συνεπώς, κάθε 56 μέρες (7 εβδομάδες x 8 Ήχους) το περιεχόμενο της Παρακλητικής επαναλαμβάνεται, τηρουμένων πάντοτε των προνοιών του Τυπικού και των δεσμεύσεων που προκύπτουν από την ημερομηνία του Πάσχα κάθε χρόνου, μια και η χρήση της Παρακλητικής ξεκινά (εγκαινιάζεται) μετά από την Κυριακή των Αγίων Πάντων, κινητή εορτή, την επομένη της Πεντηκοστής. Ήδη, στο σημείωμα αυτό αναφέραμε ονόματα που χαρακτηρίζουν ύμνους, και αξίζει να διευκρινίσουμε μερικά. Όλοι οι ύμνοι, ανάλογα [α] με το λειτουργικό προορισμό τους, τη θέση, δηλαδή, όπου τάχτηκαν μέσα στην Ακολουθία, και [β] με τις μελωδικές τους ιδιότητες, έχουν και κάποιο ειδικό όνομα. Στιχηρά λέγονται οι ύμνοι (άλλοτε ιδιόμελα - με πρωτότυπη και μοναδική μουσική σύνθεση, άλλοτε αυτόμελα - με μουσική πρωτότυπη που επιδέχεται μίμηση, και άλλοτε προσόμοια - προσαρμοσμένοι στη μουσική σύνθεση άλλου, πρωτότυπου ύμνου) που ψάλλονται αφού προηγηθεί απαγγελία συνεχών στίχων από τους Ψαλμούς· έχουμε τα στιχηρά των Αίνων στον Όρθρο (Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τὸν Κύριον...) και τα στιχηρά των Εσπερίων (Κύριε, ἐκέκραξα πρὸς Σέ...). Υπάρχουν και τα δοξαστικά στιχηρά, των οποίων προηγείται η μικρή δοξολογία - Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν - και είναι σχεδόν πάντα ιδιόμελα. Απόστιχα ονομάζονται οι ύμνοι που κυρίως ψάλλονται αφού προηγηθούν κάποιοι στίχοι, όχι όμως συνεχόμενοι, από τους Ψαλμούς· τα ψάλλουμε, συνήθως, πριν το τέλος του Εσπερινού. Καθίσματα, οι ύμνοι που ψάλλονται ανάμεσα σε ομάδες απαγγελλομένων Ψαλμών (στάσεων). Αντίφωνα, οι σύντομοι ύμνοι που ψάλλονται εναλλάξ με ψαλμικούς στίχους. Είναι αδύνατο να εξαντλήσουμε εδώ όλη την ονοματολογία των ύμνων. Ας κλείσουμε με μια κρίση για το βιβλίο που μας απασχόλησε σ' αυτό το σημείωμα. Η Παρακλητική, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο λειτουργικό βιβλίο, μας προσφέρει ευκαιρίες προσέγγισης του Θεού και προαπόλαυσης της ευφροσύνης της Βασιλείας του. --ΚωνΚυρ 20:50, 5 Φεβρουαρίου 2009 (UTC)