Είναι γεγονός ότι πράγματι, οι Ορθόδοξοι ''"απέδιδαν στον Πάπα το πρωτείο τιμής, που δεν ήταν όμως το οικουμενικό πρωτείο που αυτός θεωρούσε πως του όφειλαν"''<ref>Ware Κάλλιστος, ό.π., σελ. 87.</ref>.
Πρώτα, ο 36ος κανόνας της [[Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος|Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου]] (691/2)<ref><div style="font-family: Palatino Linotype;">«Ανανεώνοντας όσα νομοθετήθηκαν από τους εκατόν πενήντα άγιους Πατέρες που συνήλθαν σ' αυτήν τη θεοφύλαχτη και βασιλική πόλη και από τους εξακόσιους τριάντα που συνήλθαν στη Χαλκηδόνα, ορίζουμε να απολαμβάνει ο θρόνος της Κωνσταντινούπολης τα ίσα πρεσβεία με το θρόνο της πρεσβύτερης Ρώμης και να μεγαλύνεται, όπως εκείνος, στα εκκλησιαστικά πράγματα και να είναι δεύτερος μετά από εκείνον, και ύστερα απ' αυτόν να αριθμείται ο θρόνος της μεγαλούπολης Αλεξάνδρειας, έπειτα ο θρόνος της Αντιόχειας και ύστερα απ' αυτόν ο θρόνος των Ιεροσολύμων»</div> (Ακανθόπουλος, ''Κώδικας Ιερών Κανόνων'', ό.π., σελ. 127.129).</ref> ήταν αυτός που ανανέωσε τον 3ο κανόνα της [[Β΄ Οικουμενική Σύνοδος|Β']] και τον 28ο κανόνα της [[Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος|Δ' Οικουμενικής συνόδου]] (''βλ. παραπάνω''), που ήταν σχετικοί με τα πρεσβεία του πατριαρχικού θρόνου Κωνσταντινουπόλεως και απέρριψε το κυριαρχικό διοικητικό πρωτείο του επισκόπου της Πρεσβυτέρας Ρώμης<ref>Κοντοστεργίου Δέσποινα, ''Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι'', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 219.</ref>. Κατόπιν, το ίδιο έπραξε και η ''εν τω Ναώ της του Θεού Λόγου Σοφίας'', Σύνοδος του 879-880, γνωστή και ως [http://el.orthodoxwiki.org/%CE%9F%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82_%CE%A3%CF%8D%CE%BD%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CE%B9#.CE.97_.22.CE.95.CE.BD_.CE.91.CE.B3.CE.AF.CE.B1_.CE.A3.CE.BF.CF.86.CE.AF.CE.B1.22_.CE.97.CE.84_.CE.9F.CE.B9.CE.BA.CE.BF.CF.85.CE.BC.CE.B5.CE.BD.CE.B9.CE.BA.CE.AE_.CE.A3.CF.8D.CE.BD.CE.BF.CE.B4.CE.BF.CF.82 Η΄ Οικουμενική], η οποία αναγνώρισε στον πάπα το πρωτείο τιμής, ως πρώτου μεταξύ των πέντε Πατριαρχών της αρχαίας Εκκλησίας και επισκόπου της Πρεσβυτέρας Ρώμης, πρώτης πρωτευούσης του κράτους, απέκρουσε όμως και πάλι το διοικητικό πρωτείον του Πάπα με ισχύ σε όλη την Εκκλησίαν, το οποίο ο ίδιος προέβαλε στην Ανατολή. Ο 1ος κανόνας της Συνόδου<ref><div style="font-family: Palatino Linotype;">«Η αγία και οικουμενική σύνοδος όρισε, αν κάποιοι από τους κληρικούς της Ιταλίας ή από τους λαϊκούς ή από τους επισκόπους, όταν ζούσαν στην Ασία ή στην Ευρώπη ή στη Λιβύη, φυλακίστηκαν ή καθαιρέθηκαν ή αναθεματίστηκαν από τον αγιότατο Πάπα Ιωάννη, να υπόκεινται αυτοί στον ίδιο όρο τιμωρίας και από το Φώτιο, τον αγιότατο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, δηλαδή να είναι ή καθαιρεμένοι ή αναθεματισμένοι ή αφορισμένοι. Και όσους κληρικούς ή λαϊκούς ή ανθρώπους που ανήκουν στην αρχιερατική και στην ιερατική τάξη σε οποιαδήποτε επαρχία τους αφορίσει ή τους καθαιρέσει ή τους αναθεματίσει ο Φώτιος, ο αγιότατος πατριάρχης μας, να τους θεωρεί αυτούς και ο αγιότατος Πάπας Ιωάννης και η αγία του Θεού εκκλησία της Ρώμης που βρίσκεται κάτω από την εξουσία του, υποκείμενους στην ίδια ποινή της τιμωρίας, ώστε να μη γίνεται καμιά εντελώς καινοτομία ούτε τώρα ούτε στο μέλλον των προνομίων που υπάρχουν στον αγιότατο θρόνο της εκκλησίας της Ρώμης ούτε αυτών που έχει ο επικεφαλής της.»</div> (Ακανθόπουλος, ''Κώδικας Ιερών Κανόνων'', ό.π., σελ. 399.401).</ref> αυτής καθόριζε ότι οι αποφάσεις του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και του Πάπα της Ρώμης είναι τελεσίδικοι στα όρια της επικρατείας τους, αναγνωρίζονται αντιστοίχως και από τους δύο και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αναμιγνύεται πέρα από τα όρια της δικαιοδοσίας του στα καθήκοντα του άλλου<ref>Κοντοστεργίου, ό.π., σελ. 280-281.</ref>.
Σε κάθε περίπτωση, μέχρι το 850 η Ρώμη και η Ανατολή απέφευγαν μια ανοιχτή σύγκρουση για τις παπικές αξιώσεις, ''"αλλά η διάσταση των απόψεων δεν ήταν λιγότερο σοβαρή επειδή ήταν εν μέρει λανθάνουσα"'', τον 12ο όμως αιώνα, είχε πλέον αναφανεί πλήρως το όλο ζήτημα<ref>Ware Κάλλιστος, ό.π., σελ. 88.</ref>.