Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Βυζαντινή Αυτοκρατορία

29.919 bytes προστέθηκαν, 17:04, 15 Μαΐου 2008
μ
καμία σύνοψη επεξεργασίας
Ασφαλώς, για τους μελετητές της εποχής, το όνομα ''"Βυζάντιο"'' υπενθύμιζε ότι η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας κτίσθηκε από τον [[Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας|Μέγα Κωνσταντίνο]] στη θέση του αρχαίου [[Βυζάντιο (πόλη)|Βυζαντίου]], της αρχαίας πόλης της νοτιοανατολικής [[Θράκη|Θράκης]] στον [[Βόσπορος|Βόσπορο]] που ιδρύθηκε το [[659]] π.Χ. από ομάδα [[Μέγαρα|Μεγαρέων]] αποικιστών με αρχηγό τον [[Βύζας|Βύζαντα]] στον οποίο οφείλει και την ονομασία της. Άλλωστε, οι αρχαΐζοντες βυζαντινοί συγγραφείς συχνά ονομάζουν ''Βυζάντιο'' την [[Κωνσταντινούπολη]], όνομα που τελικά κατέληξε να δηλώνει το σύνολο του κράτους. Η επέκταση αυτή της σημασίας του όρου ''"Βυζάντιο"'', δείχνει και τον πρωταρχικό ρόλο που διαδραμάτισε σε όλη τη βυζαντινή ιστορία ο κόσμος της Κωνσταντινούπολης.
:''δες δείτε επίσης: [[Ονομασίες των Ελλήνων]]''
===Οι Βυζαντινές σπουδές===
Βέβαια, εύλογα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι, ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός, η ελληνική γλώσσα και γενικά ο ελληνικός πολιτισμός, με την ταυτόχρονη παρουσία τους, ως φυσική κληρονομιά, στον ελληνικό χώρο, δίνουν το δικαίωμα στη νεώτερη και σύγχρονη Ελλάδα να θεωρούν ισχυρή τη συγγένεια τους με ολόκληρη τη βυζαντινή ιστορία. Πάντως, το γεγονός ότι η αφετηρία του νεώτερου Ελληνισμού βρίσκεται στο Βυζάντιο, αν και είναι για πολλούς ιστορικούς μια πραγματικότητα, δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε πως αυτή πηγάζει κυρίως από τους 2-3 τελευταίους βυζαντινούς αιώνες<ref>''"Είναι αληθές ότι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες το Βυζάντιο ησθάνθη εαυτόν περισσότερον ελληνικόν από οποτεδήποτε άλλοτε, αφού μάλιστα περιωρίσθη γεωγραφικώς εις τον Βαλκανικόν χώρον και τας νήσους"'' (Ν. Τωμαδάκης, ''Οι Λόγιοι του Δεσποτάτου της Ηπείρου και του βασιλείου της Νικαίας'' (Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 1993, σελ. 8)</ref>, εποχή σταδιακής συρρίκνωσης του Βυζαντίου, και απομάκρυνσης των μη ελληνικών περιοχών και πληθυσμών.
 ==Βυζάντιο και Δύση== Παρά το γεγονός ότι το Ανατολικό και το Δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, είχαν αποτελέσει μέρη του ίδιου κράτους, της [[Ρωμαϊκή αυτοκρατορία|Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας]], αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση ότι, ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Λατίνους της Δύσης, υπήρξε μια διαρκής αντιπαράθεση, η οποία κατά τη διάρκεια της [[Δ' Σταυροφορία|Τέταρτης Σταυροφορίας]] κορυφώθηκε με την κατάληψη της [[Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολης]], το έτος [[1204]]. Ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, η αποξένωση και, στη συνέχεια, η αμοιβαία εχθρότητα των δύο κόσμων ήταν τόσο μεγάλη, που είχε ως συνέπεια, οι Δυτικοί να παρακολουθήσουν με πλήρη σχεδόν αδιαφορία την πτώση της ανατολικής αυτοκρατορίας<ref>Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, ''Το Βυζαντινό Κράτος'', Τόμος Α', (Αθήνα:Ερμής, 1988), σελ. 225</ref>. Στην πραγματικότητα, ακόμα και το όνομα της ''"Βυζαντινής Αυτοκρατορίας"'', μαρτυρεί μια μακραίωνη έχθρα και υποτίμηση. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να φανταστεί ότι η δυτική ιστοριογραφία, θα επινοούσε το πρωτοφανές όνομα ''"Βυζάντιο"'', συσχετίζοντας τη ''Νέα Ρώμη'', [[Κωνσταντινούπολη]], απλώς με μια [[Βυζάντιο|αρχαία ελληνική αποικία]], προκειμένου να αποσυνδέσει το ανατολικό τμήμα από την αυτοκρατορική παράδοση<ref>Χρήστος Γιανναράς, ''Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα'', (Αθήνα: Δόμος, 2003), σ.σ. 15-16</ref> και να περιγράψει με τον τρόπο αυτό, την άλλοτε κραταιά Αυτοκρατορία, που αυτοπροσδιοριζόταν ως μοναδικός κληρονόμος της αυτοκρατορικής Ρώμης<ref>Γλύκατζη-Αρβελέρ ό.π., σελ. 22</ref>. Παρά τις θετικές, αρχικές προσπάθειες κάποιων δυτικών ιστοριογράφων, η μακρά παράδοση αδιαφορίας, έλλειψης κατανόησης και παρεξηγήσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές, οδήγησε σε μια νοοτροπία γκετοποίησης της Βυζαντινής ιστοριογραφίας<ref>Ζακ Λε Γκοφ στο ''Βυζάντιο και Ευρώπη'' <sup>''2''</sup> (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1999), σελ. 93</ref>. Είναι βέβαιο ότι, το πλέον προβεβλημένο γεγονός, ως άξονας διαφοροποίησης των δύο πλευρών είναι το [[Σχίσμα του 1054|Σχίσμα]] των δύο εκκλησιών, [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ορθόδοξης]] και [[Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία|Ρωμαιοκαθολικής]], όμως, μιλώντας σήμερα για Βυζάντιο και Δυτικό Μεσαίωνα, αναφερόμαστε στην πραγματικότητα σε δύο διακριτά, όχι μόνο θρησκευτικά, αλλά και ιστορικά και πολιτιστικά μεγέθη<ref>Μπέγζος ό.π., σελ. 65</ref>, τα οποία περιγράφουν, αυτονόητα και φυσικά, δύο διαφορετικούς τρόπους σκέψης και ύπαρξης με ρίζες ιστορικές<ref> Νίκος Α. Ματσούκας, ''Ιστορία της Φιλοσοφίας'' <sup>''7''</sup> (Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 2001), σελ. 292</ref>. Η μοιρασμένη στα δύο, αυτοκρατορία, από τον [[Θεοδόσιος Α'|Θεοδόσιο Α']] το [[395]], ορίζει και γεωγραφικά, ως ένα βαθμό, τις δύο μεσαιωνικές δυνάμεις. Ο όρος [[Μεσαίωνας]], που ''"επινοήθηκε για να στιγματίσει μια χιλιετία πνευματικής καθυστέρησης και κοινωνικής αδικίας, όπως τη θεωρούσαν κάποτε οι ιστορικοί"'' της [[Αναγέννηση|Αναγέννησης]]<ref>Nicholas David, ''Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου (312-1500)'', (Αθήνα: ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ (ΜΙΕΤ), 1999), σελ. 15</ref>, ξεκινά, σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, από το έτος [[476]] μ.Χ., έτος κατάρρευσης της ρωμαϊκής κυριαρχίας στο δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας λόγω της επικράτησης των γερμανικών φύλων<ref>Αθηνά Κόλια-Δερμιτζάκη, "Συνάντηση Ανατολής και Δύσης στα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Οι απόψεις των Βυζαντινών για τους σταυροφόρους", στο ''Υλικό, Φυσικό και Πνευματικό Περιβάλλον στον Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό κόσμο'', τόμ. 5 (Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 1996), σελ. 9</ref> και φτάνει μέχρι την ιταλική Αναγέννηση, τον 15ο αιώνα<ref>David, ό.π.</ref>.  Σ' αυτή την υπερχιλιόχρονη πορεία, μια σειρά από γεγονότα έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός (δυτικού) μεσαιωνικού πολιτισμού που αναπτύχθηκε ανταγωνιστικά προς το Βυζάντιο: ===Γλωσσική αποξένωση=== Στον τομέα της γλώσσας, αν και από τον 2ο π.Χ. αιώνα, η χρήση της [[ελληνική γλώσσα|ελληνικής]] είναι διαδεδομένη ακόμα και στη [[Ρώμη]]<ref>Γιανναράς ό.π., σελ. 14</ref>, που είναι διαποτισμένη από τον ελληνιστικό πολιτισμό<ref>Carcopino Jerome, ''Η Καθημερινή Ζωή στη Ρώμη στο Απόγειο της Αυτοκρατορίας'', μτφρ. Κ. Παναγιώτου (Αθήνα: Παπαδήμας, 1981, σελ. 169</ref> με αποτέλεσμα ο μορφωμένος Ρωμαίος να είναι δίγλωσσος<ref>Εγκυκλοπαίδεια ''Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα'', τόμ. 52, (Αθήνα: Δίας, 2004), στο λήμμ. "Ρώμη και Ρωμαϊκός πολιτισμός > Η μέση περίοδος της Δημοκρατίας > Οικονομία"</ref>, εν τούτοις, στα τέλη του 2ου αιώνα η Δύση είχε εκρωμαϊστεί σε σημαντικό βαθμό και η γλώσσα της περιοχής του [[Λάτιο|Λατίου]] έγινε σταδιακά η γλώσσα της Δύσης<ref>Μεθόδιος Γ. Φούγιας , ''Το Ελληνικό Υπόβαθρο του Χριστιανισμού'' (Αθήνα: Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1992), σελ. 132</ref>. Η [[Λατινική γλώσσα|Λατινική]] υιοθετήθηκε ακόμη και από τις κατώτερες τάξεις, ενώ τα στρατεύματα που στάθμευαν σε μεγάλο αριθμό στην κεντρική Ευρώπη υπήρξαν δυναμικοί παράγοντες εκλατινισμού, δεδομένου ότι αυτή ήταν η επίσημη γλώσσα του στρατού, αλλά και η κοινή γλώσσα συνεννόησης των ετερόγλωσσων στρατιωτών<ref>Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα:ό.π., στο λήμμ. "Ρώμη και Ρωμαϊκός πολιτισμός > Ιστορία > Οι εξελίξεις στις επαρχίες"</ref>. Στην Ανατολή, την ίδια εποχή, η ελληνική είχε το καθεστώς επίσημης γλώσσας και η [[Ρώμη]] αποδέχθηκε ότι ήταν μάταιο να προσπαθήσει να επιβάλει εκεί τη λατινική. Έτσι, οι κάτοικοι αυτών των περιοχών δεν βρέθηκαν ποτέ στην ανάγκη να μάθουν τη λατινική γλώσσα, ενώ, σπάνια επιδίωκαν να κατακτήσουν κάποια παιδεία διαφορετική από την ελληνική, γιατί θεωρούσαν τη δική τους πολύ ανώτερη από τη λατινική<ref>Graf Fritz, ''Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία'' <sup>''2''</sup>, τόμ. Β' (Αθήνα: Παπαδήμας, 2001), σελ. 25</ref>. Η απόσταση ανάμεσα στους δύο κόσμους αρχίζει να μεγαλώνει με την κρίση του ρωμαϊκού κόσμου κατά τον 3ο αιώνα. Πολύ πριν από την πτώση της Ρώμης, τόσο το εμπόριο όσο και οι πόλεις βρίσκονταν σε μια πορεία παρακμής. Οι βαρβαρικές επιδρομές σαρώνουν την αντίσταση των ακραίων φρουρών, καταπατούν τα δυτικά αυτοκρατορικά εδάφη και ανατρέπουν στο πέρασμά τους κάθε οργανωμένη και συγκροτημένη ζωή. Στις πόλεις, η αποδιοργάνωση, η ερήμωση και η φτώχεια προκαλούν χάος, ενώ ο [[πολιτισμός]] και η κουλτούρα διατηρούν μια αβέβαιη ύπαρξη<ref>Marjorie Rowling, ''Η Καθημερινή Ζωή στο Μεσαίωνα'' <sup>''2''</sup>, (Αθήνα: Παπαδήμας, 1988), σελ. 58</ref>.  Μέσα στην ατμόσφαιρα αυτή, το ναυάγιο της ελληνικής γλώσσας στη Δύση είναι γεγονός<ref>Paul Lemerle, ''Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, εκπαίδευση και παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές ως τον 10ο αιώνα'' <sup>''3''</sup>, (Αθήνα: ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ (ΜΙΕΤ), 2001), σελ. 291</ref>: οι δύο πλευρές της αυτοκρατορίας δεν κατανοούν, ούτε διαβάζουν η μία την άλλη, παρά μέσω διερμηνέων και μεταφράσεων<ref>Ζακ Λε Γκοφ ό.π., σ.σ. 95-6</ref>. Ήδη από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα ήταν σπάνιο να βρεθεί καθηγητής ικανός να διδάξει σωστά την ελληνική, ενώ από τον 5ο ως τον 9ο αιώνα, η Δύση έχασε κάθε επαφή με την ελληνική σκέψη, μέσα από τα πρωτότυπα κείμενα<ref>Lemerle ό.π.</ref>. ===Ο Αυγουστίνος και η ''"μετανάστευση των λαών"''=== Σ' αυτήν την ταραγμένη περίοδο, της ''"μετανάστευσης των λαών"'' όπως ονομάζεται, εμφανίζεται ο ''ιερός'' [[Άγιος Αυγουστίνος|Αυγουστίνος]] ([[354]]-[[430]]). Οι κατηγορηματικές επισημάνσεις διαπρεπών στοχαστών απηχούν έναν κοινό τόπο της έρευνας, ότι δηλαδή ο Αυγουστίνος και η φραγκική επικυριαρχία στη Δύση είναι το προσωπικό και το ιστορικό γεγονός που καθιστούν τον 5ο αιώνα αποφασιστική τομή στην πορεία του δυτικού πολιτισμού<ref>Μπέγζος ό.π., σελ. 82 (παρατίθενται τα σχετικά σχόλια των Χάρνακ ([[w:en:Adolf von Harnack|Adolf von Harnack]]) και Σενύ ([[w:en:Marie-Dominique Chenu|Marie-Dominique Chenu]])</ref>. Το έργο του Αυγουστίνου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς στην προσωπική του περίπτωση φαίνεται καθαρά πια η διαφοροποίηση ανάμεσα στην ελληνική Ανατολή και στη λατινική Δύση<ref>Μπέγζος ό.π., σελ. 86</ref>.  Ο ίδιος ο Αυγουστίνος, έζησε σε μια εποχή που λίγοι μόνο δυτικοί θεολόγοι γνώριζαν την ελληνική γλώσσα και τα έργα των σημαντικών Ελλήνων [[Πατρολογία|Πατέρων]] του 4ου και των αρχών του 5ου αιώνα ήταν ελλιπέστατα γνωστά στον λατινικό κόσμο<ref>Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ό.π., τόμ. Ζ', σελ. 193</ref>. Ο Αυγουστίνος, που επίσης αγνοούσε τα κείμενα των ελληνόφωνων εκκλησιαστικών συγγραφέων, αφού ούτε μιλούσε, ούτε διάβαζε ελληνικά, είχε καθολική αναγνώριση στη Δύση, για το λαμπρό παράδειγμα της μετάνοιας και μεταστροφής του στον Χριστιανισμό<ref>Γιανναράς όπ., σελ. 31</ref> (από τον [[Μανιχαϊσμός|Μανιχαϊσμό]]) καθώς και για τον όγκο των κειμένων που έγραψε. Καθοριστική στιγμή για την πορεία της Δυτικής θρησκευτικής αλλά και φιλοσοφικής σκέψης αποτέλεσε το έργο του ιερού Αυγουστίνου ''"Περί της Πολιτείας του Θεού"'' (''De civitate Dei''), η πρώτη ολοκληρωμένη πρόταση για την κατανόηση της ιστορίας<ref>Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα ό.π΄, τόμ. 30, στο λήμμ. "Ιστορίας, φιλοσοφία"</ref>. Είναι η περίοδος που οι γερμανοί [[Γότθοι]], υπό την ηγεσία του βασιλιά τους [[Αλάριχος|Αλαρίχου]], οδηγήθηκαν σε μια άνευ προηγουμένου περιπλάνηση λεηλασίας σε διάφορες περιοχές της [[Βαλκάνια|Βαλκανικής]] και της [[Ιταλία|Ιταλίας]] με αποκορύφωμα την άλωση και της ίδιας της [[Ρώμη|Ρώμης]] το [[410]]. Η είδηση του γεγονότος της πτώσης της ''"αιώνιας πόλης"'' συγκλόνισε, όπως ήταν φυσικό, ολόκληρη την οικουμένη και ο [[Αυγουστίνος Ιππώνος|Αυγουστίνος]] εξέφρασε την αντικειμενική ιστορική κρίση την οποία έζησε, με την ''"Πολιτεία του Θεού"'', έργο το οποίο κατανοείται ως απάντηση στην πτώση αυτή της Ρώμης<ref>Μπέγζος ό.π., σ.σ. 83-84</ref>. Ο Αυγουστίνος βλέπει την ιστορία ως αέναο αγώνα της ''πολιτείας του διαβόλου'', όλων δηλαδή των δυνάμεων που αντιμάχονται τη θεία βούληση, ενάντια στην ''πολιτεία του θεού''<ref>Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα ό.π.</ref>, ταυτόχρονα όμως, με την πραγματεία του αυτή ο Αυγουστίνος, είναι αυτός που υποστήριξε περισσότερο την ηγεμονία της καθολικής Εκκλησίας<ref>Χέλμουτ ντε Γκλάζεναπ, ''Παγκόσμιος Ιστορία των θρησκειών'', μτφρ. Νικηφόρου Βρετάκου, (Αθήνα: Βιβλιοαθηναϊκή, χ.χ.), σελ. 375</ref>. ==="Η Πολιτεία του θεού"=== Ο ρόλος του έργου του Αυγουστίνου αποδείχθηκε ιδιαίτερα σημαντικός εξαιτίας της εισβολής των βόρειων φύλων και της ταυτόχρονης κατάρρευσης της Δυτικής [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας]] που, σύμφωνα με τον [[Στήβεν Ράνσιμαν|Ράνσιμαν]], άφησε ένα τεράστιο κενό, το οποίο ανέλαβε να καλύψει αποκλειστικά η [[Εκκλησία]] ως εκφραστής και θεματοφύλακας όχι μόνο των ρωμαϊκών παραδόσεων και του ρωμαϊκού [[δίκαιο|δικαίου]], σε αντίθεση προς τα έθιμα που έφεραν οι νέοι, "βάρβαροι" εξουσιαστές, αλλά και της μαθήσεως και της παιδείας<ref>''"When the Roman Empire collapsed in the West, the Roman Church was left as the repository not only of Roman traditions and Roman law, as opposed to the customs introduced by the new barbarian rulers, but also of learning and education."''(Steven Runciman, ''The Great Church in Captivity'' (London: Cambridge University Press, 1968), σελ. 6)</ref>. Μέσα στο απερίγραπτο χάος οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι προσκλήθηκαν συχνά ν' αναλάβουν τη διοίκηση πόλεων ή και ολόκληρων περιοχών<ref>''"In the chaos of the invasions, with the former lay governors fleeing or dispossessed, ecclesiastical officers were often called upon to take over the administration of cities and whole districts."''(Στο ίδιο)</ref> βασισμένοι πάνω στη γερή θεωρητική θεμελίωση του έργου του Αυγουστίνου<ref>Νίκος Α. Ματσούκας, ''Οικουμενική Κίνηση'' (Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 1986), σελ. 31</ref>. Για αιώνες, έξω από τις τάξεις του κλήρου, δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου εγγράμματοι, ενώ όλοι οι νομικοί και οι γραμματείς των κοσμικών ηγεμόνων ήταν [[κλήρος|κληρικοί]]. Όλα έτειναν να δώσουν στη ρωμαϊκή [[εκκλησία]] μια νομική υπόσταση. Η [[πάπας|παπική]] πρωτοσυγκελλία ήταν αναγκασμένη να είναι πάντοτε επανδρωμένη με μορφωμένους νομικούς, που οι τάσεις τους άρχισαν να κυριαρχούν στη θεολογία. Οι Ρωμαίοι [[Θεολογία|θεολόγοι]] προτιμούσαν τους σαφείς ορισμούς και η θεολογία έτεινε σε μια συστηματοποιημένη φιλοσοφία<ref>''"[...] there were for many centuries few literate men outside of ecclesiastical ranks. Churchmen provided the lawyers and clerks on whom the lay rulers depended. This all tended to give the Roman Church a legal outlook. The Papal chancery was obliged to fill itself with trained lawyers, whose tastes began to dominate theology, Roman theologians liked clear-cut definitions [...] tended to give way to Scholastic tastes, to the desire to turn theology into a systematized philosophy."'' (Runciman, ''The Great Church in Captivity'' ό.π.)</ref>. Μεγάλη ήταν η συμβολή του Αυγουστίνου στην πορεία αυτή, καθώς αγνοώντας τα ελληνικά κείμενα των θεολογικών ζυμώσεων των πρώτων χριστιανικών αιώνων, προσάρμοσε τη χριστιανική του διδασκαλία σε πιο απλουστευτικά σχήματα της νομικής σκέψης<ref>''"Το προπατορικό αμάρτημα κατά τη δυτική θεολογία αμέσως θεωρήθηκε ως παρακοή στη θεία δικαιική τάξη [...] ως δεινή προσβολή της θείας δικαιοσύνης, και συνεπώς δίκαια ο Σατανάς έγινε το τιμωρό όργανο όχι μονάχα των ένοχων πρωτοπλάστων, αλλά και όλων των ένοχων απογόνων τους. Η κληρονομική ενοχή για την προσβολή της θείας δικαιοσύνης καθιερώθηκε με άκρα συνέπεια. Ο άνθρωπος χάνει το καθ' ομοίωσιν και ως ένοχος τιμωρείται για την παράβαση που έκανε."'' (Νίκος Α. Ματσούκας, ''Δογματική και Συμβολική θεολογία'' <sup>''2''</sup>, τόμ. Β' (Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 1998), σελ. 204) / ''"...ο Αυγουστίνος...επιχειρεί ν' αποδείξει ότι το πυρ της κολάσεως είναι ατελεύτητη υλική φωτιά, φέρνοντας παραδείγματα από τη φυσική πραγματικότητα: μικροοργανισμούς και σκουλήκια που ζουν σε υψηλές θερμοκρασίες, τα ηφαίστεια της Σικελίας, τον ασβέστη..."'' (Ματσούκας Α. Νίκος, ''Δογματική και Συμβολική θεολογία'', τόμ. Δ', (Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 1999), σελ. 158)</ref>, ίσως και λόγω της αναγκαιότητας να επιβληθεί η εκκλησιαστική αυθεντία στο νέο πνευματικό περιβάλλον των "βαρβάρων", που στο μεταξύ ασπάζονταν τον [[χριστιανισμός|χριστιανισμό]]<ref>Γιανναράς ό.π., σ.σ. 30-32</ref>. Επιπλέον, ίσως και λόγω κάποιων [[νεοπλατωνισμός|νεοπλατωνικών]] επιρροών για τα χαρακτηριστικά των οποίων οι μελετητές εκφράζουν διαφορετικές απόψεις<ref>Graf Fritz ό.π., σελ. 648</ref>, ο Αυγουστίνος κάνει μια στροφή προς τον ψυχολογισμό, τον υποκειμενισμό<ref>Μπέγζος ό.π., σελ. 90</ref> και την ενδοσκόπηση<ref>Graf Fritz ό.π., σελ. 649</ref>, αποτέλεσμα, ίσως, της ιστορικής απογοήτευσης του ανθρώπου του 5ου αιώνα στη Δύση, που βιώνει την παρακμή του πολιτισμού και ζητά καταφύγιο στην εσωστρέφεια<ref>Μπέγζος ό.π., σελ. 91</ref>. Αυτή η διαφορετική κατεύθυνση της θεολογίας σε σχέση με την Ανατολή, είχε ως θετικό αποτέλεσμα, την έμφαση που δόθηκε στην εσωτερικότητα του ανθρώπου<ref>Στο ίδιο, σελ. 92</ref>, ενώ έστρεψε την προσοχή της επιστήμης στον ψυχολογικό παράγοντα του θρησκευτικού φαινομένου<ref>Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα ό.π., τόμ. 61, στο λήμμ. "Ψυχολογία > Ιστορία της Ψυχολογίας"</ref>. Εν τούτοις, η θεολογία αυτή, χωρίς αναφορές στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, περιορίζει την πίστη σε μια εσωτερική υπόθεση, που για την Ανατολή αρχίζει μεν με την ψυχή, αλλά δεν τελειώνει εκεί και ακτινώνεται στο φυσικό και ιστορικό περίγυρο του ανθρώπου<ref>Μπέγζος ό.π., σελ. 90</ref>. Σημαντική, επίσης, διαφοροποίηση, απετέλεσε η έμφαση που έδωσε ο Αυγουστίνος στην ουσία του [[Αγία Τριάδα|τριαδικού]] Θεού, σε σχέση με το πρόσωπο ή την υπόσταση<ref>πρβλ. Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος, ''Πατρολογία'' <sup>2</sup>, τόμ. Β', (Αθήνα: 1999), σελ. 227</ref>. Η δυτική [[Ουσιοκρατία]] σε σχέση με την ανατολική [[Προσωποκρατία]], προκρίνει την ενότητα του τριαδικού [[Θεός|Θεού]] αντί να δώσει έμφαση στις υποστάσεις<ref>πρβλ. ''Θρησκειολογικό Λεξικό'', (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2000), στο λήμμ. "Αυγουστινισμός"</ref> και στην ''ετερότητά'' τους όπως γινόταν στην ανατολή<ref>Μαξίμου Ομολογητού, ''Περί των δύο του Χριστού φύσεων'', PG 91,145Β: ''"Οίον επί της Αγίας Τριάδος, ταυτότης μεν έστιν ουσίας· ετερότης δε προσώπων. μίαν γάρ ουσίαν ομολογούμεν, τρεις δε υποστάσεις."''</ref>. Αυτή η διαφοροποίηση, πράγματι, προετοίμασε τη θεωρητική κατοχύρωση της διδασκαλίας του [[Filioque]]<ref>''"Η δυτική Θεολογία διέφερε της ανατολικής Θεολογίας και μάλιστα όσον αφορά εις το δόγμα της Αγίας τριάδος. Η ανατολική Θεολογία ως βάσιν έθετε τα τρία πρόσωπα και εζήτει να κατανοήση την ενότητα αυτών, ενω η δυτική Θεολογία ως βάσιν έθετε την ενότητα του Θεού και εζήτει να κατανοήση το τρισυπόστατον αυτού. Εκ τούτου κυρίως προέκυψεν η διδασκαλία της δυτικής εκκλησίας περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού (Filioque)."'' (Βασίλειος Στεφανίδης, ''Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι σήμερον'' <sup>''6''</sup>, (Αθήνα: Παπαδημητρίου, 1998, σ.σ. 343-344)</ref>. Τελικά, η θεολογία του Αυγουστίνου θα οδηγούσε αργότερα σε εντάσεις και παρεξηγήσεις ανάμεσα σε ανατολή και δύση. Είναι πάντως βέβαιο ότι, ο Αυγουστίνος επέδρασε και επί της μετέπειτα σχολαστικής θεολογίας, καθώς και επί των σημερινών ρευμάτων της μεταφυσικής ηθικής, της [[κοινωνιολογία|κοινωνιολογίας]], της [[φιλοσοφία|φιλοσοφίας]] και της [[ψυχολογία της θρησκείας|ψυχολογίας της θρησκείας]]<ref>Φούγιας ό.π., σελ. 190</ref>. ===ΠαραπομπέςΑνταγωνισμός=== Ύστερα από εξήντα περίπου χρόνια, μετά τον θάνατο του Αυγουστίνου, το [[492]] φαίνεται πως για πρώτη φορά ο [[Πάπας Γελάσιος Α΄]] αποφαίνεται επίσημα για την προτεραιότητα και την ανωτερότητα της εκκλησιαστικής εξουσίας απέναντι στην πολιτική<ref>Ματσούκας, Οικουμενική Κίνηση ό.π.</ref>. Το όραμα για την ίδρυση ενός κραταιού κράτους, όπου η αυτοκρατορική εξουσία θα είναι υποτελής αναζητά κάποια δύναμη, που κατ' αρχήν θα έθετε τα θεμέλια και την υπόσταση του κράτους αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση βρέθηκαν οι Φράγκοι, που κι αυτοί με τη σειρά τους είχαν παρόμοια οράματα<ref>Στο ίδιο, σελ. 32</ref>. ==Υποσημειώσεις==<div style="font-size: 85%; -moz-column-count:2; column-count:2;"><references/></div>
==Βιβλιογραφία==
* Ostrogorsky, Georg. ''Ιστορία του Βυζαντινού κράτους'' <sup>''7''</sup>, 3 τόμοι. Μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος. Αθήνα: Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, 2002.* Φειδάς, Βλάσιος Ιω. ''Εκκλησιαστική Ιστορία'', 2 τόμοι. Αθήνα: 1997-1998.
* Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη. ''Βυζαντινή Ιστορία'' <sup>''2''</sup>, 3 τόμοι. Αθήνα: Ηρόδοτος, 2006.
 
==Εξωτερικές Συνδέσεις==
4.720
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης