12.426
επεξεργασίες
Αλλαγές
→Ελληνισμός και χριστιανισμός στον Ιουστίνο
Το σπουδαιότερο σημείο του έργου του, είναι η προσπάθεια να δικαιολογήσει αυτές τις ομοιότητες, αφενός προσφέροντας μια ιστορική εξήγηση (δανεισμός αληθειών από ΠΔ), αλλά και με τη θεωρία περί σπερματικού λόγου. Έτσι προσπαθεί να βρει κοινά στοιχεία με τη θεωρία των στωικών, μία προσπάθεια που είχε καταβληθεί επί εποχής Φίλωνος του Ιουδαίου. Γι αυτό Ιουστίνος επιχειρεί να πείσει κατά βάση, πως ο Λόγος είναι ο Χριστός<ref>Ιω. Ζηζιούλας, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, σελ. 167</ref>, με αποτέλεσμα και οι Έλληνες να έχουν έρθει κοντά στην αλήθεια. Με αυτή την προσπάθεια όμως ο Ιουστίνος υποτάσσει τη θεολογία στη φιλοσοφία, αφού η έννοια του Θεού εξαρτάται πια από την αντίληψη που έχει κανείς για τον κόσμο<ref>Ιω. Ζηζιούλας, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, σελ. 167</ref>.
==Το συγγραφικό του έργο - Η διδασκαλία του==
===Γενικά===
Το πρόβλημα της συγγραφικής του παραγωγής του Ιουστίνου είναι πολύπλοκο, καθώς τα συγγράμματά του φαίνεται να συνεγράφησαν υπό το όνομά του δύο φορές<ref>Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 546</ref>. Από το πλούσιο συγγραφικό του έργο, σήμερα του αποδίδονται μετά βεβαιότητος δύο Απολογίαι ''ὑπὲρ τῶν Χριστιανῶν'', και ο ''Διάλογος πρὸς Τρύφωνα'', που οι διασωθέντες κώδικές τους βρίσκονται σε κακή κατάσταση<ref>Π. Χρήστου, ενθ. αν., σελ. 546</ref>. Από αυτά τα έργα, ο Διάλογος προς Τρύφωνα, που διεξήχθη πιθανότατα στην Αθήνα περί το 136, αναφέρεται στις σχέσεις χριστιανισμού-[[Ιουδαϊσμός|Ιουδαϊσμού]]. Οι δύο Απολογίες του από την άλλη, απαντούν στις κατηγορίες που προέρχονταν από τον Παγανιστικό κόσμο. Έτσι με το έργο του, ο Ιουστίνος, απαντά στις επιθέσεις των δύο κύριων αντιπάλων του Χριστιανισμού, παρουσιάζοντας τη θέση των χριστιανών έναντι του Ιουδαϊσμού, από τον οποίο ξεκίνησε, και έναντι του Ελληνιστικού-Παγανιστικού κόσμου, εντός του οποίου ανεπτύσσετο.
Ο Ιουστίνος δραστηριοποιείται την εποχή των (αυτοαποκαλουμένων) φιλοσόφων Αντωνίνου και Μάρκου Αυρηλίου, στους οποίους και απευθύνει τις απολογίες του. Δεδομένης λοιπόν της θετικής στάσης των αυτοκρατόρων προς την ελληνική φιλοσοφία, ο Ιουστίνος επιχειρεί να παρουσιάσει τη χριστιανική πίστη μέσω της φιλοσοφίας, ώστε να την καταστήσει θελκτικότερη προς αυτούς. Για να κερδίσει τη συμπάθειά τους, δε διστάζει να τονίσει όλα όσα ενώνουν το Χριστιανισμό με την Ελληνική Φιλοσοφία, δίνοντας για πρώτη φορά στο Χριστιανισμό το ένδυμα της Φιλοσοφίας. Ο χαρακτήρας της απολογητικής διάθεσης του Ιουστίνου, είναι τόσο αρνητικός, όσο και θετικός. Γράφει θα λέγαμε περισσότερο για να αποτιμήσει τη χριστιανική διδασκαλία, παρά για να αρνηθεί τις κατηγορίες που προσάπτονταν στο χριστιανισμό<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 239</ref>. Τα κείμενα του Ιουστίνου χαρακτηρίζονται επίσης από εκφραστική πενία, προερχόμενη κυρίως από την έλλειψη λογοτεχνικού και ρητορικού χαρίσματος<ref>Μέγας Φώτιος, Μυριόβιβλος 125</ref>, ενώ δεν παρουσιάζουν μεθοδική ανάπτυξη, καθώς υπάρχουν αρκετές επαναλήψεις και παρεκβάσεις<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 546</ref>. Παρόλα αυτά θέλγουν, διότι τα ελαττώματα αυτά εξαφανίζονται ενώπιον του άφθονου πλούτου σκέψεων, της θέρμης και της ειλικρίνειας με την οποία τα εκφράζει<ref>ο.π.</ref>.
Οι κύριοι άξονες τη διδασκαλίας του, είναι η επαλήθευση των προφητειών στο πρόσωπο του Χριστού, καθώς και τη δυνατότητα του ανθρώπινου λόγου να προσεγγίσει ικανοποιητικά την αλήθεια. Για τον απολογητή η επαλήθευση των προφητειών είναι το ισχυρότερο επιχείρημα για την ορθότητα του χριστιανισμού. Ο μωσαϊκός νόμος περιέχει την αλήθεια, αλλά είναι ατελής. Αυτή η σκέψη μάλιστα αποτελεί το δεύτερο κέντρο των απόψεών του<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 236</ref>, τη στιγμή που η έμφαση στις επαληθευμένες προφητείες αποτελεί αφετηρία της θεολογίας του. Σε ότι αφορά την προσέγγιση του ανθρωπίνου λόγου (νου) στις θείες αλήθειες, το έργο του Ιουστίνου προάγει την άποψη ότι η ιστορία και ο κόσμος καταξιώνεται απόλυτα στη συνδιαλλαγή του με την εκκλησία<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 235</ref>. Αυτό είναι δυνατό διότι κατά τον Ιουστίνο, η αλήθεια επαληθεύεται εξ ολοκλήρου στο πρόσωπο του Χριστού, ο οποίος έδρασε μέσω της άσαρκης παρουσίας του και προ της ενανθρώπησης. Αυτή η αλήθεια όμως δεν είχε πλήρως αποκαλυφθεί και δρούσε αποσπασματικώς στην ανθρώπινη διάσταση (θεωρία του σπερματικού λόγου), με αποτέλεσμα πολλοί φιλόσοφοι να την παρερμηνεύσουν, εν μέσω αυτών και ο ίδιος ο Πλάτωνας<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 235</ref>.
===Διάλογος προς Τρύφωνα===
Αποτελεί σπουδαίο θεολογικό έργο της αρχαίας εκκλησίας, που συνάμα είναι το αρχαιότερο σωζόμενο αντιιουδαϊκό έργο, εξισορροπώντας παρά ταύτα έξοχα για πρώτη φορά στο χώρο της εκκλησίας τα ρεύματα του αντινομισμού και νομισμού, του αντιιουδαϊσμού (Μαρκίων, Γνωστικοί) και φιλοϊουδαϊσμού. Η έκθεση του διαλόγου αυτού εκτείνεται σε 142 κεφάλαια. Μέρος του φαίνεται να έχει χαθεί<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 547</ref> (τουλάχιστον η εισαγωγική προσφώνηση προς το άτομο που απεστάλη ο διάλογος αυτός, που είναι κάποιος Μάρκος Πομπήιος<ref>Διάλογος 141</ref>), καθώς και ένα τμήμα μεταξύ των κεφαλαίων 74, 3 και 74, 4. Κατά τη μαρτυρία του [[Ιωάννης Δαμασκηνός|Ιωάννη Δαμασκηνού]], ο διάλογος εκτείνετο σε δύο βιβλία, όπου περιεγράφετο ο διήμερος διάλογος καθ έκαστη ημέρα<ref>Ιερά Παράλληλα, PG 96, 481</ref>.
Το έργο αυτό στην ουσία είναι ένα διήμερος διάλογος μεταξύ ενός Ιουδαίου λογίου και του Ιουστίνου. Ο άγιος διηγείται την ιστορία του, για την περιήγησή του σε διάφορες φιλοσοφικές σχολές και τη μεταστροφή του στο χριστιανισμό. Ο Τρύφωνας όμως τον ειρωνεύεται, λέγοντάς του ότι θα προτιμούσε να συνομιλεί με κάποιον που δε θα φρονούσε φιλοσοφικώς τα περί χριστιανισμού. Ο Ιουστίνος ενοχλημένος από την παρατήρηση αυτή θέλησε να απομακρυνθεί, αλλά τον συγκράτησαν οι συνομιλητές του<ref>Διάλογος 1-9</ref>. Ο Ευσέβιος αναφέρει ότι ο διάλογος έλαβε χώρα στην Έφεσο<ref>Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστορία, 4, 8, 6</ref>, αν και σήμερα υπάρχει ένσταση για την αξιοπιστία της αναφοράς του<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 547</ref>.
Κύριο ζήτημα του έργου είναι ο νόμος. Ο Τρύφωνας αναφέρει πως καμιά σωτηρία δεν μπορεί να επέλθει από την εγκατάλειψη του Θεού και την πίστη σε ένα άνθρωπο (το Χριστό). Ο Απολογητής δεν απορρίπτει την [[Παλαιά Διαθήκη]], τη θεωρεί δε θεόπνευστη και μέρος της θείας οικονομίας, αλλά θεωρεί πως οι Ιουδαίοι παρανόησαν το νόημά της, την αλλοίωσαν και μάλιστα αγνόησαν τις προπαρασκευαστικές θεοφάνειες του τριαδικού Θεού. Αυτή η αλλοίωση επέφερε την ανάγκη για μια Νέα Διαθήκη, που θα έχει παγκόσμιο και αιώνιο κύρος<ref>Διάλογος 67</ref>. Η εκπλήρωση τελικά των προφητειών στο πρόσωπο του Χριστού δείχνει ότι αυτός ήταν ο εμφανιζόμενος Θεός στις θεοφάνειες τις Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος εμφανίστηκε στους πατριάρχες. Ο Παλαιός νόμος, ήδη αντικαταστάθηκε από τη μετάνοια και την αγάπη<ref>Διάλογος 10εε, 40εε</ref> και ο Χριστός με την ενανθρώπησή του κατεστάθη κεφαλή του νέου γένους. Αν μάλιστα η εμφάνιση του Χριστού υπό τον παθητικό μανδύα που ενεφανίσθη, είναι τόσο ευεργετική, όταν ο Κύριος θα έρθει εν δόξη θα είναι ακόμα μεγαλύτερη. Στο έργο αυτό μάλιστα ο Ιουστίνος παρουσιάζει και [[Χιλιασμός|χιλιαστικές]] απόψεις. Είναι χαρακτηριστικό πως ο ίδιος αναφέρει πως προ του αιωνίου παραδείσου, θα υπάρξει χιλιετής περίοδος βασιλείας εν Ιερουσαλήμ<ref>Διάλογος 80</ref>. Ο Τρύφωνας ευχαριστεί τον συνομιλητή του και αποχωρίζονται.
Στο ερώτημα αν η συζήτηση είναι πλαστή ή πραγματική οι γνώμες διίστανται. Το ζήτημα κατά βάση τοποθετείται στην ταυτότητα του Ιουδαίου συζητητή. Μερικοί θεωρούν πως ο Τρύφωνας ίσως είναι ο περίφημος νομοδιδάσκαλος Ταρφών, ο οποίος πέθανε περί το 135. Ο Ευσέβιος μάλιστα φαίνεται να ταυτίζει τους δύο άνδρες αυτούς<ref>Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, 4, 18, 6</ref>. Πάντως θα ήταν δυνατό ο Ιουστίνος να έχει χρησιμοποιήσει το όνομα αυτό φιλολογικώς, αφού τα χρονικά περιθώρια δεν επιτρέπουν μια τέτοια σκέψη, αλλά και ο χαρακτήρας του συνομιλητή, που είναι σχετικά φιλελεύθερος, σε σχέση με τον συντηρητικό Ταρφώνα<ref>Π. Χρήστου, ανθ.αν., σελ. 549</ref>. Παρόλα αυτά ο διάλογος πρέπει να είναι αληθινός, όπως μέσα από τη ζωντανή περιγραφή διαφαίνεται αλλά και τα ελαττώματα του προφορικού λόγου, με τις συνεχείς επαναλήψεις, παρεκβάσεις και την έλλειψη συνοχής<ref>ο.π.</ref>.
Το έργο αυτό αρχικά πρέπει συνεγράφη προχείρως. Αλλά εν συνεχεία και περί το 155 πρέπει να δέχτηκε επεξεργασία υπό του Ιουστίνου. Το επεξεργασμένο αυτό κείμενο, κατά τον πατρολόγο Π. Χρήστου, είναι αυτό που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 349</ref>.
===Α΄ Απολογία===
Η πραγματεία αυτή ήταν ευρέως διαδεδομένη, υπό του [[Ευσέβιος Καισαρείας|Ευσεβίου]], μέχρι και της εποχής του [[Φώτιος Α΄ ο Μέγας|Φωτίου]]<ref>Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστορία 4, 8-4, 11. Φώτιος, Μυριόβιβλος 125. Ιερώνυμος, De viris illustribus 23</ref>. Απευθύνεται προς τον Αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή (138-161), τους θετούς υιούς του και τη σύγκλητο και αποτελεί το σημαντικότερο και εκτενέστερο απολογητικό κείμενο της αρχαίας εκκλησίας<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 239</ref>. Ο Μάρκος Αυρήλιος καλείται Βηρίσσιμος και όχι ως συναυτοκράτωρ, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να απευθυνθεί στην πνευματική φιλοσοφική ιδιότητα του Καίσαρος<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 550</ref>. Η χρονολογία συγγραφής της τοποθετείται περί το 150<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 550</ref>, το αργότερο μέχρι το 155<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 239</ref>, ενώ το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης προϋποθέτει ως τόπο συγγραφής τη Ρώμη<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 550</ref>.
Ο Ιουστίνος απευθύνεται πρώτιστα προς τους άρχοντες της εποχής και δευτερευόντως προς τους λογίους. Αρχικώς δίνει μία αμυδρή εικόνα του χριστιανικού βίου, όπου με ευγένεια, λιτότητα και απέριττα ρητορικά σχήματα τους εγκαλεί διότι οι χριστιανοί είναι μόνοι από όλες της θρησκείες που δε δικαιούνται να τελούν ελευθέρα τις λατρευτικές τους πράξεις, ενώ συνάμα διώκονται, μόνο και μόνο για το όνομα χριστιανοί<ref>Α΄ Απολογία 29</ref>. Εν συνεχεία αμύνεται των κατηγοριών που προσάπτονται στους χριστιανούς ως αθέους, συνωμότες και ανήθικους καθώς αυτές αποτελούν γεννήματα φόβου και μίσους, ψευδών κατηγοριών. Οι διώξεις όμως, τονίζει ο Ιουστίνος, κανένα αποτέλεσμα δεν έχουν διότι δε δύναται να βλάψουν ηθικώς τους χριστιανούς<ref>Α΄ Απολογία 2, 4</ref>. Ο Ιουστίνος ισχυρίζεται μάλιστα πως δεν είναι άθεοι οι χριστιανοί επειδή αρνούνται την προσκύνηση ψεύτικων θεών, ενώ ο βίος τους είναι ηθικός και δεν πορεύονται με πορνεία και αρσενοκοιτίες, όπως διαδεδομένα συμβαίνει στον ειδωλολατρικό κόσμο.
Εν συνεχεία ο Μάρτυς χρησιμοποιεί χωρία εκ της Παλαιάς Διαθήκης για το πρόσωπο του [[Χριστός|Ιησού]], ενώ αντλεί και επιχειρήματα από τον εθνικό και ειδωλολατρικό κόσμο, που θεωρεί ότι πιστοποιούν τη χριστιανική αλήθεια. Μάλιστα αναφέρει πως φιλόσοφοι πήραν αλήθειες από το Μωυσή. Στο τελευταίο στάδιο της απολογίας του κάνει αναφορά στα [[Ιερά Μυστήρια|μυστήρια]] τη εκκλησίας, ιδίως το [[βάπτισμα]] και την [[Θεία Ευχαριστία]]. Το βάπτισμα κατά τον μεγάλο αυτό απολογητή, είναι λουτρό και φωτισμός συνάμα, ενώ τελείται κατά τον τριαδικό τύπο. Τα αντίστοιχα βαπτίσματα των εθνικών και των ιουδαίων αποτελούν απλώς παρωδία του χριστιανικού βαπτίσματος και είναι άνευ χάριτος. Η Θεία Ευχαριστία τελείται κάθε ημέρα ηλίου, δηλαδή Κυριακή. Οι χριστιανοί συναθροίζονται, αναγιγνώσκοντας περικοπές της Παλαιάς Διαθήκης και των αποστολικών συγγραμμάτων, ενώ ο προεστός απευθύνει εποικοδομητική ομιλία. Ακολουθεί περιγραφή του μυστηρίου δι ευχών των συναθροισθέντων, ενώ αποκρούει οποιαδήποτε σχέση με τα γεύματα τω Μιθραϊστών. Η πληρότητα της περιγραφής της εσωμυστηριακής ζωής της εκκλησίας έχει τεράστια θεολογική και ιστορική σημασία. Χαρακτηριστικό είναι πως κάποιοι ερευνητές θεώρησαν παρέμβλητο και νόθο το σημείο αυτό της απολογίας, αλλά όχι με πειστικά επιχειρήματα<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 240</ref>. Εν κατακλείδι ο Ιουστίνος καλεί να λάβουν υπόψιν οι αναγνώστες τα λεγόμενά του ή και να τα περιφρονήσουν, πρωτίστως όμως να πάψουν οι θανατώσεις κατά των χριστιανών.
Στο διασωθέν κώδικα παρατίθεται επίσης λατινιστί απόκριση του Αδριανού περί παύσεως των αδίκων διωγμών κατά των χριστιανών, ενώ υπάρχουν και άλλα δύο κείμενα. Το πρώτο αποτελεί μια επιστολή του Αντωνίνου και το δεύτερο του Αυρηλίου περί μιας θαυμαστής βροχής κατόπιν προσευχής χριστιανών της Κεραυνώδους λεγεώνας.
===Β΄ Απολογία===
====Η κριτική έρευνα περί του αυτοτελούς της απολογίας====
Η μικρή αυτή απολογία, από πολλούς σύγχρονους κριτικούς θεωρείται πως αποτελεί παράρτημα της πρώτης. Η θέση αρχικώς επισημάνθηκε από τον A. von Harnack<ref>Geschichte der altchristlichen Litteratur bis Eusebius. Ueberlieferung 1893, 104. Die chronologie 1, 1897, 274 εε</ref>. Η άποψη αυτή γενικώς δείχνει να πάσχει από πολλές απόψεις<ref>Παν. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 554-555</ref>, ενώ πρέπει να ειπωθεί πως παρότι δημιούργησε μεγάλη συζήτηση, δεν κλόνισε την άποψη για την αυτοτέλεια του κείμενου στην πλειοψηφία των ερευνητών<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 240</ref>. Ο Ευσέβιος εν αρχή δείχνει να γνωρίζει για δύο απολογίες<ref>Ευσεβόυ, Εκκλ. Ιστορία 4, 16, 1</ref>. Δεύτερον αποτελεί σύγχυση ο προσδιορισμός της έννοιας, στη λέξη "εν ταυτώ", ως προς το βιβλίο, καθώς η σημασία η οποία λαμβάνει μάλλον είναι τοπική, ως προς το χώρο συγγραφής και όχι προς το βιβλίο. Επιπρόσθετα ο Ιουστίνος παρέχει στοιχεία σχετικά με το πρόβλημα της σχέσεως των δύο έργων, χωρίς να μπορούμε να ανεύρουμε κοινά χωρία ανάμεσα στα δύο κείμενα. Το δε χωρίο στο οποίο στέκονται πολλοί κριτικοί, το οποίο αναφέρει τη λέξη "ως προέφημεν", προφανώς έχει εκπέσει, εφόσον η έννοια της πρότερης αναφοράς, δε φαίνεται να ακολουθείται από κανένα αντίστοιχο χωρίο της Α΄ απολογίας<ref>ο.π., σελ. 557</ref>.
Η απολογία αυτή εκκινεί απότομα. Αυτό είναι ένα ακόμα στοιχείο στο ποίο στηρίζονται οι υποστηρικτές της ενιαίας απολογίας. Συνάμα όμως αναφέρεται άμεσα προς τους Ρωμαίους, κάτι που θεωρείται άνευ ουσίας. Θα ήταν δίχως δηλαδή νόημα η αναφορά μιας απολογίας, σε χωριστούς αποδέκτες ανά τομέα. Ο επίλογος όμως δείχνει να αναφέρεται και προς τους Αυτοκράτορες. Ο [[Αθηναγόρας ο Αθηναίος|Αθηναγόρας]] τέλος φαίνεται πως θεωρεί τα έργα αυτά χωριστά, αφού γνωρίζει το περιεχόμενο της πρώτης απολογίας, όχι όμως το ζήτημα περί προδοσίας των χριστιανών υποδούλων που αναφέρεται μόνο στη δεύτερη<ref>Αθηναγόρα, Πρεσβεία 35</ref>. Η απολογία πιθανώς εγράφη αρκετά αργότερα από την πρώτη, περίπου το 160<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 557</ref>.
====Περιεχόμενο====
Το έργο περιέχεται σε μόλις 15 κεφάλαια. Στην αρχή της πραγματείας ο Ιουστίνος αναφέρει το περιστατικό μίας γυναίκας, η οποία μεταστραφείσα στο χριστιανισμό, αποφάσισε να διακόψει τους πορνικούς δεσμούς που είχε συνάψει μετά του συζύγου της και άλλων ανδρών. Η ίδια πήρε διαζύγιο τελικώς όταν ο άνδρας της εξέλειπε σε ταξίδι στην Αλεξάνδρεια, αλλά μόλις επέστρεψε κατήγγειλε τη χριστιανική της ιδιότητα με αποτέλεσμα να θανατωθεί η ιδία, ο δάσκαλός της και ακόμα δύο νέοι χριστιανοί. Ο Ιουστίνος διαμαρτύρεται τώρα για τη μεταχείριση των χριστιανών, ενώ εκφράζει τη φοβία και για τον εαυτό του, λόγω της προφορικής διάλεξής του με τον κυνικό φιλόσοφο Κρήσκεντα.
Στη διάλεξη αυτή ο Ιουστίνος απαντά ότι οι χριστιανοί δεν αυτοκτονούν διότι αυτό αντιστρατεύεται το θέλημα του Θεού, ενώ στο δεύτερο ερώτημα που του απευθύνεται αναφέρει πως ο ανώνυμος Θεός κατευθύνει την πορεία της ανθρωπότητας, δίχως να επεμβαίνει επί λεπτομερειών, εφόσον οι άνθρωποι είναι δεκτικοί της αρετής και της κακίας, ώστε να αντιδρούν μόνοι τους. Οι δαίμονες είναι εκείνοι που υποκινούν τους διωγμούς κατά των χριστιανών και προς πάσα κακία. Σε αυτή την απολογία ο Ιουστίνος θα αναπτύξει τη θεωρία του σπερματικού λόγου, η οποία διαφοροποιείται ουσιαστικά από τη θέση του στην πρώτη απολογία κατά την οποία είχε εκφράσει την άποψη πως οι φιλόσοφοι είχαν πλησιάσει μερικώς την αλήθεια, λόγω κλοπής θεωριών από τους προφήτες. Μία τέτοια αλλαγή ίσως προέκυψε από την ευρύτερη μελέτη του φιλοσόφου στις συνθήκες των πνευματικών και φιλοσοφικών προβλημάτων χριστιανισμού και της πολιτείας, ίσως δε διότι η πρώτη απολογία δεν είχε επιφέρει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, ενώ θα είχε ερεθίσει και αριθμό των φιλοσόφων από την αρχική του θέση<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 558</ref>.
Στο επίλογό του αξιώνει από τους Αυτοκράτορες, να καταστήσουν οι χριστιανοί, μέσω κάποιας εγκυκλίου, γνωστές τις συνήθειες των χριστιανών, ώστε να πάψει η άγνοια η οποία οδηγεί στη δίωξή τους.
===Απολεσθέντα===
Σημαντικός αριθμός συγγραμμάτων του Ιoυστίνου έχει απολεσθεί. Το συγγράμματα αυτά μαρτυρούνται είτε από τον ίδιο, είτε από μεταγενέστερους συγγραφείς και είναι:
<div style="font-size:95%; -moz-column-count:2; column-count:2;">
*Σύνταγμα κατά πασών των [[Αίρεση|αιρέσεων]]
*Κατά [[Μαρκίων|Μαρκίωνος]]
*Περί [[Ψυχή|ψυχής]]
*Προς Έλληνας
*Έλεγχος προς Έλληνας
*Περί μοναρχίας [[Αγία Τριάδα|Θεού]]
*Περί [[Ανάσταση|αναστάσεως]]
*Ερμηνεία εις την [[Αποκάλυψη|αποκάλυψιν]]
*Ψάλτης
*Προς σοφιστήν Ευφράσιον περί προνοίας και πίστεως
*Διάλογος προς Κρήσκεντα
*Προς Ιουδαίους
</div>
Τα σημαντικότερα από αυτά είναι το ''"σύνταγμα κατά πασών των αιρέσεων"'', ''"περί ψυχής"'' και ''"ερμηνεία εις την Αποκάλυψη"''. Στο πρώτο σύγγραμμα, που γράφτηκε προς της Α΄ Απολογίας, ο Ιουστίνος εκθέτει τις πλάνες των κυριοτέρων αιρέσεων, κατά βάση γνωστικής προελεύσεως, που αποτέλεσε σημαντική πηγή πληροφοριών για τους Ειρηναίο και Τερτυλλιανό. Στο έργο περί ψυχής υπήρχε η ανάπτυξη της διδασκαλίας περί ψυχής, τόσο εξ απόψεως της φιλοσοφίας, όσο και του χριστιανισμού. Κατά τον Ευσέβιο παρεδίδετο στου μαθητές του<ref>Εκκλ. Ιστορία 4, 18, 5</ref>. Η Ερμηνεία στην Αποκάλυψη πιστεύεται ότι είναι το έργο κατά οποίο θα είχε αναπτύξει απόψεις περί της ενδιάμεσης χιλιετής βασιλείας. Η μαρτυρία περί υπάρξεως του έργου αυτού βρίσκεται στον Ιερώνυμο<ref>De viris ilustribus 9</ref>. Παρόλα αυτά υπάρχει υπόθεση ότι δεν συνετάχθη τέτοιο έργο υπό του Αγίου<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 560</ref>.
==Θεολογία==
===Γενικά===