Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Κόλαση

Καμία αλλαγή στο μέγεθος, 16:16, 15 Μαρτίου 2009
μ
Η κόλαση στην ορθόδοξη παράδοση
Έτσι στην ορθόδοξη θεολογία η κόλαση είναι μια διαφορετική κατάσταση από τον παράδεισο, που όμως προκύπτει από την ίδια [[Άκτιστο|άκτιστη]] πηγή και βιώνεται ως διαφορετική εμπειρία. Γι αυτό στην ορθόδοξη εκκλησία ''"η ζωή και η αθανασία δεν έχουν πια σχέση με αμοιβές και τιμωρίες...αλλά ερμηνεύονται ως υψηλά επιτεύγματα, ως διαρκής πορεία...στο θείο φως. Παράδεισος και Κόλαση δεν είναι δύο τόποι ξεχωριστοί"''<ref>Νικολάου Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας, σελίς 549</ref>. Η εμπειρία αυτή είναι είναι η όραση του Θεού, μέσα στο άκτιστο της θεότητάς του, όπως θα καθοράται μετά τη δευτέρα και ένδοξη παρουσία του. Έτσι παράδεισος και κόλαση, είναι η ίδια πραγματικότητα, βιούμενη με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα την προετοιμασία της [[Ψυχή|ψυχής]] στον εγκόσμιο βίο. Γι αυτό και δεν είναι τόπος ''"δίκης"'' για τον αμαρτωλό αλλά η δυνατότητα θέασης και βίωσης της μακαριότητας του Θεού, με βάση την καθαρότητα της ''"καρδιάς"'' του ανθρώπου, η οποία μέσω της εκκλησίας ''θεραπεύεται'' και οδηγείται στην εν Χριστώ τελείωση και το φωτισμό, με τη συνεργό χάρη του [[Άγιο Πνεύμα|Παναγίου Πνεύματος]]. Θα λέγαμε πως στην ορθόδοξη πατερική παράδοση η κόλαση δεν έχει καμία σχέση με τιμωρία, αφού ακόμα και αν πολλές φορές ''"διατηρούνται τέτοιες παραστάσεις...καθίσταται αμεθεξία και ακοινωνησία μεταξύ Θεού και κολασμένων και μεταξύ αυτών των ιδίων που έχουν στερηθεί τη μέθεξη στη χάρη του Θεού"''<ref>Νικολάου Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας, σελίς 549</ref>, που προκύπτει από τη βουλητική στάση του ανθρώπου<ref>ο.π.</ref>.
''"Η κόλαση είναι αστοχία και αποτυχία στην κίνηση του ανθρώπου να ξεπεράσει την κακή αλλοίωση, να νικήσει το μηδέν, το μη όν και να καρπωθεί το είναι. Συνάμα ο κολασμένος έχοντας άτρεπτη την ύπαρξή του στη στασιμότητα, εξαιτίας σκλήρυνσης και αμετανοησίας, φλέγεται από επιθυμία που δε μπορεί να ικανοποιηθεί, αφού δεν υπάρχει αντικείμενό της"''<ref>Ιωάννου Δαμασκηνού, «Ι. Κατα Μανιχαίων Διάλογος. ΙΙ. Προς τους Διαβάλλοντας...», (απόδοση-σχόλιο Νίκος Ματσούκας), σελίς 17</ref>. Ταυτόχρονα αποβαίνει ''"τέλεια ακοινωνησία και τέλεια αφιλία"''<ref>Νικ. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελίδα 546</ref>. Όπως υπομνηματίζει και ο [[Ιωάννης ο Δαμασκηνός]] στο ''"Διάλογο κατά Μανιχαίων"'' κόλαση ''"δεν είναι τίποτα άλλο παρά φλόγα που επιθυμεί την κακία και την αμαρτία και φλόγα που αστοχεί στην επιθυμία...επειδή λοιπόν επιθυμούν και δεν έχουν τα αντικείμενα της επιθυμίας καταφλέγονται σα φωτιά από την επιθυμία"''<ref>Ιωάννου Δαμασκηνού, «Ι. Κατα Μανιχαίων Διάλογος. ΙΙ. Προς τους Διαβάλλοντας...», (απόδοση-σχόλιο Νίκος Ματσούκας), σελίς 97</ref>, τη στιγμή μάλιστα που ''"ο Θεός δεν αρνείται τη μετάνοια μετά το θάνατο...γιατί δεν μπορεί να "αρνηθεί" τον εαυτό του, αλλά...η ψυχή μετά το θάνατο δεν τρέπεται, [αφού] σκληραίνει στις αχτίδες της θείας δόξας όπως ο πηλός"''<ref>σχόλιο Νικολάου Ματσούκα στον Ιωάννη Δαμασκηνό και Μάξιμο Ομολογητή, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, σελίδα 545</ref>. Έτσι η πνευματική μετοχή στην κόλαση, αποβαίνει κατεξοχήν ζήτημα του πιστού. Στην παραβολή του πλουσίου με τον Λάζαρο<ref>Κατά Λουκάν, 16</ref>, διαφαίνεται, πως ο πλούσιος αρνείται την προσφερόμενη από το θεό σωτηρία, δηλαδή βλασφημεί κατά του [[Άγιο Πνεύμα|Αγίου Πνεύματος]] και οδηγείται σε κόλαση, από όπου δύναται να δει την ίδια πραγματικότητα με το Λάζαρο, δηλαδή και τον παράδεισο και την κόλαση, αλλά αδυνατεί να βιώσει τον παράδεισο. Αυτό διότι οι κολασμένοι, λόγω πώρωσης<ref>Κατά Μάρκον 3,5</ref> και μη καθαρότητας της καρδίας των, δύναται να δουν ως σωτηρία μόνο το πυρ (άκτιστο), διότι η κατάστασή τους, αδυνατεί να δεχθεί άλλη μορφή σωτηρίας. Έτσι και αυτοί φτάνουν στην τελείωση, αλλά μόνο οι δίκαιοι τελειούνται σωζόμενοι, καθώς για τους υπολοίπους, η σωτήρια είναι η κόλαση, εξαιτίας ότι εν ζωή επεδίωξαν μόνο την ευδαιμονία. Δίκαιοι λοιπόν και άδικοι περνούν από το πυρ της Θείας παρουσίας, αλλά οι μεν περνούν «''αλώβητοι''», οι δε «''καιόμενοι''», όπως ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός παρατηρεί, τον 12ο 14ο αιώνα.
Χαρακτηριστική επίσης είναι και η διδασκαλία του Αγίου [[Μάξιμος Ομολογητής|Μαξίμου του Ομολογητή]], που μέσω των συγγραμμάτων διαφαίνεται πως ''"ο Θεός δεν κλείνει καμία πόρτα, ούτε υπάρχει αναγκαιότητα ενός νόμου, στον οποίο υπόκειται και τον οποίο πρέπει να εφαρμόσει ο Θεός. Και η αντίληψη αυτή, ότι ο Θεός υπόκειται σε ένα νόμο μίας δικαιοσύνης, κατά τα μέτρα μίας νοσηρής «κοινωνικότητας» των ανθρώπων είναι πέρα για πέρα ειδωλολατρική"''<ref>Ν. Ματσούκας, Κόσμος - Άνθρωπος..., σελίδα 113</ref>. Τελικά γίνεται αντιληπτό, πως ο Θεός δεν είναι τιμωρός και η κόλαση δεν είναι ο ετοιμασμένος τόπος καταδίκης των αμαρτωλών, αλλά ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος με τη στάση του, για την πορεία που θα ακολουθήσει και τρόπο που θα βιώσει και θα θεωρήσει τον ίδιο τον Θεό, εν ημέρα κρίσεως. Αντίστοιχα πρέπει ο ορθόδοξος να αντιληφθεί πως το μυστήριο της κολάσεως βιώνεται και μέσα στον κόσμο, μέσω της μυστηριακής ζωής της εκκλησίας και ιδιαιτέρως της [[Θεία Ευχαριστία|Θείας Ευχαριστίας]], που η κατάλληλη προετοιμασία οδηγεί σε αξιότητα μετοχής των [[Θεία Ευχαριστία|αχράντων μυστηρίων]], ενώ πυρ εσωτερικό αποβαίνει, για τον αναξίως μετέχοντα. Εν τέλη κόλαση είναι μια κατάσταση άκτιστη, αδύνατο να νοηθεί από τη ανθρώπινη αίσθηση. Παρόλη την αντίθετη θεολόγηση της δυτικής θεολογίας, περί κτιστού και ότι ο μετέχων της κολάσεως δε θα δύναται να ορά τον Θεό, ο ορθόδοξη θεολογία μένοντας πιστή στη [[Αγία Γραφή|Γραφή]], ισχυρίζεται πως όλοι (και οι κολασμένοι) ''"θέλουν δε θέλουν στην αγκαλιά του Θεού βρίσκονται, αλλά «χάσμα μέγα εστήρικται» μεταξύ του Θεού και αυτών των ιδίων ώστε να μην μπορούν να δουν τη δόξα του"''<ref>Νικ. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελίδα 552</ref>, όπως στην παραβολή του πλουσίου με τον Λάζαρο περιγράφεται, δηλαδή μη μετέχοντας στην μακαριότητα την οποία προετοιμάστηκε ο άνθρωπος να ζήσει.
12.398
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης