Οικουμενικό Πατριαρχείο

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Είσοδος στο ναό του Αγίου Γεωργίου, στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως

Η ονομασία Οικουμενικό Πατριαρχείο αναφέρεται στην Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης η οποία εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη. Άλλη ονομασία με την οποία είναι γνωστό είναι Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία (Μ.Τ.Χ.Ε.). Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι το πρώτο τη τάξει, μεταξύ των 14 συνολικά Ορθόδοξων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών. Η εκκλησιαστική δικαιοδοσία του περιλαμβάνει Επισκοπές οι οποίες βρίσκονται σε όλες τις ηπείρους εκτός από την Αφρική. Ο προκαθήμενός του φέρει τον τίτλο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης και είναι σήμερα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.

Ιστορία

Ίδρυση της Επισκοπής Βυζαντίου (38-330)

Η ίδρυση της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης ανάγεται στην αποστολική περίοδο. Ιδρυτής της φέρεται ο απόστολος Ανδρέας ο πρωτόκλητος, ο οποίος έδρασε στις περιοχές γύρω από τον Εύξεινο Πόντο και στη Θράκη, για να καταλήξει τελικά στην Αχαΐα, όπου και μαρτύρησε. Μάλιστα η εορτή του αγίου αποστόλου Ανδρέα στις 30 Νοεμβρίου, αποτελεί και τη θρονική εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και γιορτάζεται με λαμπρότητα έως σήμερα. Η εκκλησία ιδρύθηκε με τον τίτλο Επισκοπή Βυζαντίου και υπαγόταν στη Μητρόπολη Ηρακλείας της Θράκης, ενώ πρώτος επίσκοπός της τοποθετήθηκε από τον ιδρυτή της ο άγιος απόστολος Στάχυς, περίπου το 38. Η ιστορία της ακολουθεί την ιστορία της πόλης, παραμένοντας μια άσημη επισκοπή, έως την απόφαση για μεταφορά της πρωτεύουσας του Ρωμαϊκού κράτους από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν γίνεται μνεία της Επισκοπής κατά την Α' Οικουμενική Σύνοδο (325), παρ' ότι είχε ήδη αποφασιστεί η μεταφορά της πρωτεύουσας. Μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή, είχαν διατελέσει συνολικά 25 επίσκοποι Βυζαντίου, μεταξύ των οποίων τιμούνται ως άγιοι, εκτός του αποστόλου Στάχυος (38-54), οι Ονήσιμος (54-68), Καστίνος (230-237) και Μητροφάνης (306-314).

Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως (330-381)

Η μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, από τον Μέγα Κωνσταντίνο το 330, ήταν επόμενο να αναβαθμίσει και την εκκλησιαστική θέση της εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Έτσι ο προκαθήμενός της προσαγορεύεται Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως χωρίς να υπάγεται πλέον σε άλλη εκκλησιαστική δικαιοδοσία. Πρώτος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως τιτλοφορείται ο Αλέξανδρος. Η εξέλιξη της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης είναι ραγδαία, αφού μέσα σε μια περίοδο 50 περίπου ετών αποκτά ηγετικό ρόλο, ως αποτέλεσμα της πολιτικής και πολιτιστικής αίγλης με την οποία περιβλήθηκε η νέα πρωτεύουσα της χριστιανικής πλέον αυτοκρατορίας, καθώς και εξαιτίας του πρωταγωνιστικού ρόλου τον οποίο διαδραμάτισαν οι προκαθήμενοί της κατά την περίοδο των τριαδολογικών αιρέσεων. Έτσι, κατά τις εργασίες της Β' Οικουμενικής Συνόδου (381), μετά τον θάνατο του προεδρεύοντος Μελετίου Αντιοχείας, αναλαμβάνουν διαδοχικά την προεδρία οι αρχιεπίσκοποί της Γρηγόριος ο Θεολόγος και Νεκτάριος. Κατά αυτήν τη χρονική περίοδο προκαθήμενοι χρημάτισαν 9 αρχιεπίσκοποι, μεταξύ των οποίων τιμούνται ως άγιοι οι Αλέξανδρος (314-337), Παύλος ο Α' (337-339, 341-342, 346-351) και Γρηγόριος ο Α' ο Ναζιανζηνός (379-381).

Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (381-595)

Η Β' Οικουμενική Σύνοδος, ρυθμίζοντας την παγιωμένη ήδη θέση της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, της δίνει τη δεύτερη τάξη μεταξύ των Πατριαρχείων, ορίζοντας στον 3ο κανόνα της ότι "τον μέντοι Κωνσταντινουπόλεως επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης επίσκοπον, διά το είναι αυτήν νέαν Ρώμην" [1]. "Ο 3ος κανών δεν υπήρξε προϊόν αυθαιρεσίας, αλλά αποτέλεσμα της εξελίξεως των 50 ετών καί ώριμος καρπός της ιστορικής συνειδήσεως των εκκλησιών της ανατολής και των νέων συνθηκών της Αυτοκρατορίας" [2].

Η Δ' Οικουμενική Σύνοδος (451) ολοκληρώνει την εκκλησιαστική εξύψωση του Πατριαρχείου, συμπληρώνοντας τις ρυθμίσεις της Β' Οικουμενικής Συνόδου. Με τον 28ο κανόνα οι συμμετέχοντες πατέρες θεσπίζουν ότι ο Θρόνος της Κωνσταντινούπολης έχει τα ίσα πρεσβεία με τον Ρώμης: "τα ίσα πρεσβεία απένειμαν τω της νέας Ρώμης αγιωτάτω θρόνω" [3]. Με τον ίδιο κανόνα υπάγονται στο πατριαρχείο οι επίσκοποι των διοικήσεων του Πόντου, της Ασίας και της Θράκης και ακόμη όσοι επίσκοποι θα βρίσκονταν "εν τοις βαρβαρικοίς", επεκτείνοντας κατ' ουσίαν τη δικαιοδοσία του στις εκτός της αυτοκρατορίας και εκτός των ορίων των αυτοκεφάλων Εκκλησιών χριστιανικές κοινότητες. Εξ ίσου σημαντικά είναι τα αναφερόμενα στους κανόνες 9 και 17 της ίδιας Συνόδου, όπου δίνεται στον Κωνσταντινουπόλεως το δικαίωμα του εκκλήτου, του να δικάζει, δηλαδή, σε περιπτώσεις αμφισβήτησης της απόφασης των υπολοίπων Εκκλησιών, όποιους κληρικούς προσφεύγουν σ' αυτό: "ει δε προς τον της αυτής επαρχίας μητροπολίτην επίσκοπος ή κληρικός αμφισβητοίη, καταλαμβανέτω [...] τον της βασιλευούσης Κωνσταντινινουπόλεως θρόνον και επ' αυτώ δικαζέσθω" [4]. Με τον θεσμό της υπερόριας δικαιοδοσίας και της υπάτης δικαστικής εξουσίας, εκδηλώνεται εμφανώς η πρωτεύουσα θέση της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, καθώς σε καμία άλλη Εκκλησία δεν επιτρέπουν οι κανόνες παρόμοιες δικαιοδοσίες. Κατά αυτήν τη χρονική περίοδο Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως έγιναν 22 επίσκοποι, μεταξύ των οποίων τιμούνται ως άγιοι οι Νεκτάριος (381-397), Ιωάννης Α' ο Χρυσόστομος (398-404), Αρσάκιος (404-405), Αττικός (406-425), Σισίνιος (425-426), Μαξιμιανός (431-434), Πρόκλος (434-446), Φλαβιανός (446-449), Ανατόλιος (449-458), Γεννάδιος (458-471), Μακεδόνιος Β' (495-511), Ιωάννης Β' (518-520), Επιφάνιος (520-535), Μηνάς (536-552), Ευτύχιος (552-565,577-582) και Ιωάννης Γ' ο Σχολαστικός (565-577).


Οικουμενικό Πατριαρχείο (595-1204)

Υποσημειώσεις

  1. π. Ιωάννης Ρωμανίδης, Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. B’, 4η έκδοση, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 14
  2. Μαξίμου Μητροπολίτου Σάρδεων, Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 109
  3. Ρωμανίδης, ό.π. σ.σ. 52-53
  4. Στο ίδιο, σ.σ. 51-52