Αθανάσιος Αλεξανδρείας

Από OrthodoxWiki
(Ανακατεύθυνση από Μέγας Αθανάσιος)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Μέγας Αθανάσιος ή Άγιος Αθανάσιος ή Αθανάσιος Αλεξανδρείας, (περ. 298[1]2 Μαΐου 373) ήταν Χριστιανός επίσκοπος και Πατριάρχης Αλεξανδρείας τον 4ο αιώνα. Αποτέλεσε τη σημαντικότερη θεολογική μορφή της εποχής του, o οποίow λόγω της ανεκτίμητης θεολογικής συνεισφοράς και της αμετακίνητης ορθοδόξου θεολογίας του, αποκλήθηκε Στύλος της Ορθοδοξίας. Εκδιώχτηκε μάλιστα πολλάκις για την αμετακίνητη θέση του σχετικά με την υπεράσπιση του ορθού δόγματος, αλλά επίσης και για τη σκληρή κριτική που ασκούσε στους άρχοντες της εποχής για την εκκλησιαστική ανάμιξη που επεδίωκαν. Τιμάται ως άγιος τόσο από την Ανατολική Ορθόδοξη όσο και από την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία και αποτελεί έναν από τους πέντε μεγάλους Πατέρες της Ανατολικής εκκλησίας και έναν από τους 33 Πατέρες της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Από πολύ νέος έδειξε την πνευματική κλίση του, με αποτέλεσμα σε ηλικία 25 ετών να χειροτονηθεί Διάκονος από τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο, τον οποίο ακολούθησε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325, στη Νίκαια της Βιθυνίας και σε ηλικία 33 ετών εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας.

Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας
Ο Στύλος της Ορθοδοξίας


Ο βίος του

Γεννήθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αφού κατά τον ιστορικό Σωκράτη τον Σχολαστικό, εκεί είχε πατρικό και οικογενειακό τάφο[2]. Οι γονείς του ήταν Χριστιανοί και από μικρή ηλικία έδειξε την ιερατική κλίση του, αφού παρίστανε τον ιερέα που βάπτιζε πιστούς. Από τα συγγράμματα του και τις περιγραφές του Γρηγορίου Θεολόγου συμπεραίνουμε, ότι ανατράφηκε θεολογικά και πως απέκτησε και εγκύκλιες γνώσεις, ενώ τη θεολογική του μόρφωση την απέκτησε στη θεολογική Κατηχητική Σχολή της Αλεξάνδρειας. Μεγάλη επίδραση για τη διαμόρφωση του ήθους του και της πορείας του, συνέβαλε η γνωριμία του με τον Μέγα Αντώνιο του οποίου και συνέγραψε τον «Βίο και Πολιτεία».

Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 4ου αιώνα όταν προκλήθηκε η μεγάλη Αρειανική διαμάχη στην Εκκλησία, λίγο καιρό μετά την κατάπαυση του κύματος διωγμών από τους Ρωμαίους Αυτοκράτορες, ο Αθανάσιος ως λαϊκός ακόμα συμμετείχε στην προσπάθεια καταπολέμησης των θέσεων που προασπιζόταν ο Άρειος, συγγράφοντας κείμενα όπως το Κατά Ειδώλων και το Περί Ενανθρωπήσεως του Λόγου. Το 325 πληροφορούμαστε ότι ήδη έχει χειροτονηθεί διάκονος όπου και συμμετέχει ενεργώς ως γραμματέας στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία είχε συγκληθεί από το Μέγα Κωνσταντίνο με σκοπό τη διευθέτηση των θεολογικών συγκρούσεων που ταλάνιζαν τις χριστιανικές εκκλησίες. Το 328 μετά την κοίμηση του πνευματικού του Πατέρα και επισκόπου Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου, με σύμφωνη απόφαση κλήρου και λαού, χειροτονήθηκε επίσκοπος, ένεκα του μεγάλου ζήλου και της φήμης που είχε αποκτήσει ως «ανυποχώρητου μαχητή». Χειροτονήθηκε σε ηλικία 33 ετών, στις 8 Ιουλίου του 328. Μετά την εκλογή του, άρχισε σημαντικό ποιμαντικό έργο, μελέτησε τις ανάγκες μοναχών, κληρικών και λαϊκών για τη καλύτερη δυνατή συμβίωση και εναρμόνιση των ρόλων τους στο εκκλησιαστικό πλαίσιο. Επίσης ανέπτυξε έντονη αντιαιρετική δράση, με κύριο στόχο την διάδοση του ορθού δόγματος της ομοουσιότητας του Πατρός και του Υιού, ενώ υπήρξε και προεξάρχων μεγάλου φιλανθρωπικού έργου στη περιοχή της Αλεξάνδρειας.

Ο Μέγας Αθανάσιος, ο επονομαζόμενος και «στύλος της ορθοδοξίας», διετέλεσε Επίσκοπος για 46 έτη, εκ των οποίων τα 17 τα πέρασε στην εξορία. Μετά την καταδίκη του από την Α' Οικουμενική Σύνοδο, ο Άρειος δεν συμμορφώθηκε προς τις αποφάσεις της, μολονότι καθαιρέθηκε και εξορίστηκε. Την ομολογία της πίστεως του Αρείου την έκανε δεκτή και ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, επηρεασμένος από τον πρωτοστάτη των απόψεων του αρειανισμού, τον Ευσέβιο Νικομήδειας, διατάσσοντας ο Άρειος να γίνει δεκτός στην εκκλησιαστική κοινωνία. Ο Αθανάσιος εναντιώθηκε, διότι ερχόταν σε σύγκρουση με τα επιχειρήματα και τις αποφάσεις της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. Αυτό είχε αποτέλεσμα την μήνη των αρειανιστών επισκόπων, οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία να εκδιώξουν τον Αθανάσιο λόγω της μαχητικότητας και της αποτελεσματικότητάς του εναντίον τους. Οι επίσκοποι που συντάχθηκαν με τις θέσεις του Αρείου συνασπίστηκαν με άλλους επισκόπους, τους λεγόμενους Μελιτιανούς, στέλνοντας αντιπροσωπεία στον αυτοκράτορα, κατηγορώντας τον Αθανάσιο για επιβολή φόρων υπέρ της εκκλησίας, για μαγεία και πορνεία. Αρχικά συγκλήθηκε σύνοδος στην Καισάρεια, την οποία και δεν παραβρέθηκε, γνωρίζοντας ότι ήταν προμελετημένη σκευωρία των αντιπάλων επισκόπων. Ο Αυτοκράτορας όμως συγκάλεσε και δεύτερη σύνοδο στην Τύρο, διαμηνύοντάς του, ότι αν δεν παρευρισκόταν, θα ασκούνταν βία προκειμένου να παραστεί. Έτσι εμφανίστηκε, καταρρίπτοντας όλες τις κατηγορίες.

Ο Αθανάσιος βρέθηκε μετά τη σύνοδο, σε δύσκολη θέση παίρνοντας μηνύματα σε βάρος της ζωής του. Γι' αυτό το λόγο πήρε το δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη, να δει τον Αυτοκράτορα και να του ζητήσει την προστασία του. Οι αντίπαλοί του όμως πέτυχαν όχι μόνο να μην ακροασθεί, αλλά και να εξοριστεί στη Γαλατία, πείθοντας τον Αυτοκράτορα με ψευδής κατηγορίες. O ίδιος δε, φαίνεται να ήταν δυσαρεστημένος σε βάρος του Αθανασίου για τη έντονη κριτική που του ασκούσε[3]. Αυτή ήταν η πρώτη του εξορία που διήρκεσε 2 έτη και 4 μήνες, επιστρέφοντας το 337 μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Η επιστροφή του Αθανασίου, συνεχίστηκε με πολλές συκοφαντίες, και στη προσπάθεια να τους αντικρούσει συγκάλεσε σύνοδο, όπου παρευρέθηκαν 100 επίσκοποι, που διακήρυξαν την αθωότητα του. Το ίδιο και Αρειανοί, πράττοντας το ακριβώς αντίθετο και πείθοντας το νέο φιλοαρειανό Αυτοκράτορα Κωνστάντιο. Έτσι εξορίζεται στη Ρώμη που ο Ιούλιος επίσκοπος Ρώμης, συγκαλεί σύνοδο και κηρύσσει την αθωότητα του. Ο Αυτοκράτορας Κωνστάντιος πιέζει τον αδερφό του Κώνστα να παρατείνει την εξορία του, παρά τη συνοδική απόφαση, η οποία γίνεται δεκτή από τους ορθοδόξους επισκόπους. Αποτέλεσμα ήταν η επιστροφή του, το 346, 6 έτη μετά την εξορία του. Ο Αθανάσιος λόγω του ποιμαντικού έργου που διενήργησε, αγαπήθηκε και αγκαλιάστηκε από τους Χριστιανούς της Ρώμης. Το 356, ο Κώνστας δολοφονείται, ο Κωνστάντιος γίνεται αυτοκράτορας του Δυτικού και του Ανατολικού μέρους της Αυτοκρατορίας και οι αντίπαλοι εκμεταλλευόμενοι τα φιλοαρειανά αισθήματα του, κινούνται αποφασιστικά. Καλούν σύνοδο, καθαιρούν τον Αθανάσιο και στέλνουν άγημα 5000 στρατιωτών με τον στρατηλάτη Συριανό, με σκοπό να τον εξοντώσουν οριστικά . Την ώρα που τελεί την παννυχίδα σε ναό, με πλήθος πιστών, ο ίδιος φυγαδεύεται στη έρημο, που παραμένει για άλλα έξι έτη.

Στην επιστροφή του, μετά το θάνατο του Κωνστάντιου, στο θρόνο ανεβαίνει ο Ιουλιανός. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο θέλω των ανδρών εμφανίζεται άμεσα. Ο Ιουλιανός θέλει να επαναφέρει το καθεστώς του πανθέου, από την άλλη ο Αθανάσιος μάχεται με όλες του τις δυνάμεις για την αποκατάσταση της εκκλησίας. Ο Ιουλιανός πληροφορείται για τη δράση του Αθανασίου και διατάσσει νέα εξορία. Το 362 εξορίζεται στη Θηβαΐδα μέχρι το θάνατο του Ιουλιανού. Όμως έμελλε να εξοριστεί ακόμα μια φορά ο Αθανάσιος. Ενώ επέστρεψε και αρχικά προχώρησε απρόσκοπτα το έργο του, επί εποχής Ιοβιανού μέχρι το 364 και το θάνατό του, τον διαδέχεται ο Ουαλεντινιανός Α΄, ο οποίος ήταν οπαδός του Αρείου και εκδιώκει τον Αθανάσιο. Ο Αθανάσιος πληροφορούμαστε ότι αυτή την εποχή κρυβόταν «εν πατρώο μνήματι». Μέσα σε τέσσερις μήνες όμως φοβούμενος εξέγερση από την αγανάκτηση των κατοίκων της Αλεξάνδρειας, ανακάλεσε από την εξορία τον Αθανάσιο. Έκτοτε μέχρι και τον θάνατο του, παρέμεινε στο θρόνο του, χωρίς άλλους διωγμούς.

Ιστορική σπουδαιότητα

Περίπου το 319 όταν ο Αθανάσιος ήταν διάκονος, ένας πρεσβύτερος που ονομαζόταν Άρειος άρχισε να διδάσκει ότι υπήρχε χρονική περίοδος πριν γεννήσει ο Πατήρ τον Υιό. Μάλιστα διάνθιζε τις διδασκαλίες του με περαιτέρω νεωτερισμούς, αφού πέραν από το ότι θεωρούσε το Λόγο κτίσμα, μιλούσε περί γεννήσεως δύο Λόγων, περί ανυπαρξίας ψυχής στον Ιησού, περί της μη σταυρικής θυσίας Του, αλλά μάλιστα προσέθετε και άλλες θεολογικές απόψεις οι οποίες ακρωτηρίαζαν την θεότητα και τη σωτηριολογική προοπτική του ενσαρκωμένου Λόγου. Ο Αθανάσιος διάκονος ακόμα συνόδευσε τον Αλέξανδρο, επίσκοπο Αλεξανδρείας στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας, στην οποία είχε το ρόλο του γραμματέως, από την οποία προέκυψε το Σύμβολο της Πίστεως και κατά την οποία αναθεματίστηκε ο Άρειος και οι ακολουθούντες αυτόν. Στις 8 Ιουλίου 328, ο Αθανάσιος διαδέχθηκε τον Αλέξανδρο ως επίσκοπος Αλεξανδρείας. Ως αποτέλεσμα της δυναμικής απόκρουσης του Αρειανισμού, της ισχυρής θεολογικής θεμελίωσης κατά των αιρετικών διδασκαλιών αλλά και μείωσης της επιρροής του, εξορίστηκε αρχικά από την Αλεξάνδρεια στην Τύρο, από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α' για να επανέλθει μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου πέντε ακομα φορές. Η κατάσταση αυτή γέννησε την έκφραση "Athanasius contra mundum" ή "Ο Αθανάσιος εναντίον του κόσμου", η οποία του αποδόθηκε από τους αντιπάλους του. Κατά τη διάρκεια μερικών εξοριών του, έμεινε κοντά σε Πατέρες της Ερήμου, μοναχούς και ερημίτες που ζούσαν σε απομακρυσμένες περιοχές της Αιγύπτου. Παρά όμως τη δογματική του σταθερότητα, επέδειξε υψηλή διπλωματία, υπερασπιζόμενος την Ορθοδοξία στη Σύνοδο της Αλεξανδρείας το 362.

Συγγραφικό έργο

Γενικά

Το εξαιρετικό στην περίπτωση του Αγίου Αθανασίου, είναι το πλούσιο συγγραφικό έργο, παρά τις διώξεις και εξορίες τις οποίες υπέστη. Δεν σώθηκαν όλα τα έργα του και από τα διασωθέντα, πολλά νοθεύτηκαν απο αιρετικούς και αποδόθηκαν σε αυτόν χώρις να είναι γνήσια. Ανάλογα με το περιεχόμενο τους οι πατρολόγοι κατάσουν τα έργα του Μεγάλου Αθανασίου σε πέντε (5) ενότητες. Στα απολογητικά, υπέρ του Χριστιανισμού, αντιαιρετικά, ερμηνευτικά - ασκητικα και πρακτικα - επιστολές.

Κύρια έργα του

Είναι συγγραφέας πολλών έργων όπως "Κατά ειδώλων", "περί ενανθρωπήσεως του Λόγου" και διαφόρων επιστολών με κυριότερη την ΛΘ΄ (39η) όπου υπάρχει κανόνας (κατάλογος) των βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Του αποδίδεται επίσης το Σύμβολο του αγίου Αθανασίου ή Symbolum Quicunqve, ένα από τα πρώτα σύμβολα της χριστιανικής πίστης το οποίο πολλοί δυτικοί μελετητές ισχυρίζονται ότι πρωτογράφτηκε στα Λατινικά. Οι ίδιοι θεολόγοι θεωρούν λανθασμένη την άποψη που έχει επικρατήσει ότι ο Αθανάσιος έγραψε το συγκεκριμένο σύμβολο και ο J.N.D. Kelly, σύγχρονος μελετητής των πατερικών κειμένων, θεωρεί ως πιθανότερο συγγραφέα τον Βικέντιο του Λερίν.[4]. Η υπόθεση αυτή ωστόσο δεν έχει γίνει αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα καθότι ο Βικέντιος είχε ελλιπή γνώση της ελληνικής γλώσσας στην οποία είναι πιο πιθανό να συντάχθηκε αρχικά το κείμενο. Σε αντίθετη περίπτωση, η διαμάχη γύρω από το Filioque θα είχε ξεκινήσει αμέσως εφόσον οι Ανατολικοί Πατέρες δεν υπήρχε καμία περίπτωση να δεχτούν άλλη εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκτός από αυτή του Πατέρα. Παρόλα αυτά το κείμενο οπωσδήποτε αγνοείτο από την ανατολική εκκλησία για αρκετούς αιώνες και οπωσδήποτε δεν ανήκει στον Μέγα Αθανάσιο.

Την πρώτη συγγραφική του προσπάθεια την έκανε με το έργο Κατά Ελλήνων στρέφοντας τα βέλη του κατά των ειδωλολατρών. Το δεύτερο επιγράφεται Λόγος περί ενανθρωπήσεως του λόγου, συνοψίζοντας τη διδασκαλία της εκκλησίας περί σωτηρίας του ανθρώπου. Μεγάλο τμήμα της συγγραφής του, αφορά την αίρεση των αρειανών με κυριότερα, 4 λόγοι κατά Αρειανών, Απολογητικός κατά Αρειανών, Απολογία προς βασιλέα Κωνστάντιο, Απολογία περί φυγής αυτού που πραγματεύονται τις διδασκαλίες της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, τις απολογίες σε βάρος του, από τους Αρειανούς και τη φυγάδευση του στην έρημο το 356 Από τα ερμηνευτικά, τα περισσότερα έχουν χαθεί, διασώζονται όμως οι ερμηνείες περί ψαλμών. Τέλος απο τα ασκητικά και πρακτικά, διασώζονται τα Βίος και Πολιτεία Πατρός Αντωνίου και Περί Παρθενίας . Απο τις επιστολές διακρίνονται οι εορταστικές, προς μοναχό Αμούν, προς Ρουφινιανό, προς Σαρπίωνα, προς Επίκτητο προς Αδέλφιο, προς Μάξιμο και προς Δρακόντιο.

Κανόνας Καινής Διαθήκης

Στην 39η Εορταστική Επιστολή του, το 367 μ.Χ., ο Αθανάσιος απαριθμεί τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, γεγονός που αποτελεί την αρχαιότερη σωζόμενη εμφάνιση του κανόνα με την μορφή που έχει μέχρι και σήμερα. Από πληροφορίες που μαθαίνουμε από τον Ωριγένη, στα ταξίδια τα οποία διενήργησε σε κατά τόπους Εκκλησίες, ανέφερε ανάγνωση χωρίων, που απαγγέλονταν ως Κανονικά. Το εύρος των βιβλίων που χρησιμοποιούνταν με αυτό τον τρόπο ήταν αρκετά μεγαλύτερο από τον πυρήνα των βιβλίων που χαρακτηρίστηκαν ως θεόπνευστα και κανονικά.

Από τον Ευαγγελιστή Λουκά [1: 1-4] και άλλες έμμεσες ιστορικές πηγές, γνωρίζουμε οτι τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια πολλά έργα και προφορικές παραδόσεις είχαν διασωθεί, με αποτέλεσμα η εκκλησία να θεωρεί, πως χάνεται το σωτήριο μήνυμα των Ευαγγελίων. Από την άλλη, πολλοί αιρετικοί χάλκευαν τα ευαγγέλια προσθέτοντας ή απορρίπτοντας κομμάτια τους ή και συντάσοντας νέα κείμενα με τη μορφή Ευαγγελίου, με σκοπό να εξυπηρετήσουν τη δική τους δογματική αντίληψη. Έτσι η Εκκλησία έθεσε κριτήρια επιλογής. Αυτά τα κριτήρια αφορούσαν διάφορες παραμέτρους όπως οτι τα κείμενα πρέπει να'ναι αποδεδειγμένα αποστολικά, το περιεχόμενό τους να χει πνευματικό αντίκρυσμα και να είναι αποδεκτό απο όλες τις Εκκλησίες. Τρείς σύνοδοι ασχολήθηκαν με το ζήτημα του Κανόνα της Καινής Διαθήκης, της Λαοδίκειας, της Ρώμης και Γ΄ Καρθαγένης. Ο κανόνας της πρώτης συνόδου θεωρήθηκε μη γνήσιος, ενώ στις επόμενες πρωτοστατούντων των Ιερονύμου και Αυγουστίνου, έθεσαν ως κανονικό, τον κανόνα του Μεγάλου Αθανασίου. Βεβαίως, ενώ οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες και οι τοπικές σύνοδοι αποφαίνονταν για την εγκυρότητα των Χριστιανικών συγγραμμάτων, η χρήση από τις Χριστιανικές κοινότητες παρείχε την πραγματική αξιολόγηση του τι θα περιλάμβανε ο κανόνας. Η Καινή Διαθήκη βασίστηκε τελικά στα συγγράμματα που είχαν ευρεία αποδοχή και ήταν χρήσιμα για την ανάγνωση στις κατά τόπους εκκλησίες.

Η διδασκαλία του

Το πιστεύω του Μεγάλου Αθανασίου συνοψίζονται απο τα πεπραγμένα της Α΄ Οικουμενικής συνόδου. Δηλαδή «Ο Υιός και Λόγος του Θεού, τέλειον γέννημα του Πατρός, γέννημα δε όχι κατά θέλησιν, αλλά κατά φύσιν. Δεν προήλθε διότι το ηθέλησεν ο Πατήρ, αλλά διότι είναι μέσα είς την φύσιν του Πατρός να γεννά τον Υιόν και μέσα εις την φύσιν του Υιού να γεννάται. Τούτο ακριβώς συνιστά την διαφοράν αυτού από τα κτίσματα. Είναι εικών και ομοίωσις του Πατρός, ενώ ο άνθρωπος είναι απλώς κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, άναρχος και Αυτός, όπως ο Πατήρ». Η ψυχή είναι «αυτοκίνητη» και ζεί και μετά το θάνατο του σώματος. Η αθανασία αυτή δεν οφείλεται στη φύση της, αλλά στο θέλημα του Θεού. Με το όρο αυτό εννοεί τόσο την Αγία Γραφή, όσο και την παράδοση των Αποστόλων και των Πατέρων τηςς εκκλησίας, την οποία δίδαξε ο Κύριος και κήρυξαν οι Πατέρες. Σε αυτήν την παράδοση θεμελιώδης είναι η ύπαρξη της εκκλησίας του Χριστού και όποιος ξεφεύγει απο αυτή χάνει την ιδιότητα του Χριστιανού. Τη δε δογματική διδασκαλία, έχει τη δυνατότητα , μόνο η εκκλησία να διατυπώνει.Ο Ιησούς Χριστός κατά τον Αθανάσιο «υιοποίησεν ημάς τω Πατρί και εθεοποίησε τους ανθρώπους, γενόμενος αυτός άνθρωπος. Ουκ άρα άνθρωπος ων ύστερον γέγονεν άνθρωπος, ινα μάλλον ημάς θεοποίηση» ( Λόγος κατα Αρειανών 1,30 ). Υποστηρίζει οτι όποιος υιοθετεί το δόγμα του Αρείου, ουσιαστικά υποστηρίζει ότι ο Χριστός είναι κτίσμα, και καταντάει και αυτός ειδωλολάτρης, όπως οι εθνικοί. Επίσης το Άγιο Πνεύμα «συναριθμείται» και «συνδοξάζεται» αφού «της αυτής Θεότητος εστί και της αυτής ουσίας».


Προηγούμενος:
Αλέξανδρος
Πατριάρχης Αλεξανδρείας
328373
Επόμενος:
Πέτρος Β΄


Εορτή

Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Αγίου Αθανασίου ετησίως δύο φορές το χρόνο. Στις 2 Μαΐου, που είναι και η ημερομηνία κοίμησης του αγίου, το οποίο το μαθαίνουμα από Κώδικα των Καυσοκαλυβίων. Υπήρχε διάσταση απόψεων κάτα πόσο βέβαιο είναι, αν πρόκευται για την κοίμηση του ή την ανακομιδή των λειψάνων όπως ο Λαυριώτικος Κώδικας υποστηρίζει. Η δεύτερη εορτή του τιμάται στις 18 Ιανουαρίου μαζί με τον Άγιο Κύριλλο, χωρίς να είναι ακόμα μέχρι σήμερα γνωστό, το γιατί και πότε καθιερώθηκε αυτή η εορτή.

Αγιογραφία

Η απεικόνιση του αγίου εμφανίζεται σε δύο μορφές. Στην πρώτη μεταξύ των τριών ιεραρχών και του Κυρίλλου Αλεξανδρείας στην παράσταση μελισμού, στο εσωτερικό της κόγχης του Ιερού Βήματος ή σε κατενώπιο απεικόνιση σε φορητές εικόνες.

Παραπομπές

  1. Δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα η ημερομηνία γέννησης του Αθανασίου. Κάποιες πηγές προτείνουν τα έτη 293 (Microsoft Encarta Premium 2006), 296 (The Oxford Illustrated History of Christianity [2001, Oxford University Press], The Early Christian Fathers: A Selection from the Writings of the Fathers from St. Clement of Rome to St. Athanasius [1969, Oxford University Press]), 298 (Christianity in Late Antiquity (300-450 CE), A Reader [2004, Oxford University Press], Zondervan NIV Study Bible [2002, Zondervan]) ή γενικότερα μεταξύ 295-299 (Athanasius: The Early Church Fathers [2004, Routledge]). Ήδη από την εποχή που ζούσε ο Αθανάσιος δεν ήταν γνωστό το ακριβές έτος γέννησής του καθώς υπήρχαν διαφωνίες για το κατά πόσο ήταν όντως 30 ετών όταν χειροτονήθηκε ως επίσκοπος. (The Eusebians: The Polemic of Athanasius of Alexandria and the Construction of the `Arian Controversy' [2007, Oxford University Press])
  2. Εκκλ. Ιστορία 4,13
  3. Ο Αθανάσιος ασκούσε συχνά σκληρή κριτική για την ανάμειξη του Μεγάλου Κωνσταντίνου στα εσωτερικά της Εκκλησίας. Ένας χαρακτηριστικός λόγος που είχε εκφωνήσει ήταν «Μη τίθειν σεαυτόν εις τα εκκλησιαστικά, μηδέ συ περί τούτων ημίν παρεκελεύου, αλλά μάλλον παρ'ημών συ μάνθανε ταύτα. Και, ώσπερ ο την σην αρχήν υποκλέπτων αντιλέγει το δεξαμένω Θεώ, ούτω φοβήθητι μη και συ τα της Εκκλησίας εις αυτόν ελκών υπεύθυνος εγκλήματι μεγάλω γένη».
  4. J.N.D. Kelly, The Athanasian Creed, NY: Harper&Row, 1964.

Πηγές & βιβλιογραφία

  • Athanasius (The Early Church Fathers), Khale Anatolios, 2004, Routledge Ed.
  • «Μέγας Αθανάσιος» - Ευάγγελος Λέκκος
    Εκδόσεις Σαΐτης, Αθήνα.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι