Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου
07Athos St Dionysius02.jpg
Η Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου
Τοποθεσία Άγιο Όρος (Άθως)
Ίδρυση 14ος αιώνας
Ιδρυτής Όσιος Διονύσιος
Τύπος Μοναστηριού Κοινόβιο
Ημερομηνία εορτής 24 Ιουνίου
Καθολικό Γέννηση του Ιωάννου του Προδρόμου


Η Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου είναι μία από τις είκοσι Μονές του Αγίου Όρους, της αυτόνομης μοναστικής πολιτείας που βρίσκεται στη Β. Ελλάδα και στο νότιο τμήμα της χερσονήσου του Άθω, της ανατολικότερης από τις τρεις χερσονήσους της Χαλκιδικής. Η Μονή Αγίου Διονυσίου είναι ελληνική, κοινόβια[1] και γιορτάζει τη Γέννηση του Ιωάννου του Προδρόμου, στις 24 Ιουνίου. Βρίσκεται στη ΝΔ. παραλία τής χερσονήσου, ανάμεσα στη Μονή Γρηγορίου και Αγίου Παύλου, χτισμένη σε απόκρημνο βράχο ύψους 80 μ.

Ιστορικά στοιχεία

Η ίδρυση του μοναστηριού, που χρονολογείται στο β΄ μισό του 14ου αιώνα (1370-1374), οφείλεται στον Όσιο Διονύσιο. Σε παλαιά έγγραφα η μονή αναφέρεται και με άλλα ονόματα, όπως Νέα Πέτρα, Μονή του Μεγάλου Κομνηνού ή του κυρ Διονυσίου. Ο Όσιος Διονύσιος γεννήθηκε στο χωριό Κορησσό της Καστοριάς και σε νεαρή ηλικία, πήγε στο Αγιο Όρος, κοντά στον αδελφό του Θεοδόσιο. Μετά λίγα χρόνια, επί αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού του Γ΄ (1350-1390) ο Θεοδόσιος έγινε Μητροπολίτης στην Τραπεζούντα.
Άγιο Όρος
Το γεγονός αυτό έδωσε την ευκαιρία στον Διονύσιο να πραγματοποιήσει το όνειρο του για την ανάγερση μονής πράγμα που κατόρθωσε με τη μεσιτεία του αδελφού του Μητροπολίτη Θεοδοσίου το 1375, όταν ο Αλέξιος Γ΄, ενέκρινε την ανέγερση της Μονής με το όνομα του Τιμίου Προδρόμου[2]. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός όπου κατά το διάστημα που ο Όσιος βρισκόταν στην Τραπεζούντα για να ζητήσει οικονομική βοήθεια, ληστές πραγματοποίησαν επιδρομή κατά της μονής, την λεηλάτησαν και αιχμαλώτισαν τους μοναχούς για να τους πουλήσουν στην Μ. Ασία. Όταν επέστρεψε από την Τραπεζούντα ο Όσιος και το έμαθε, αναζήτησε τους μοναχούς, τους βρήκε και αφού τους εξαγόρασε γύρισαν όλοι μαζί στον Άθω και συνέχισαν το έργο της ανοικοδόμησης της μονής[3].

Τη βασιλική χορηγία του Αλεξίου επανέλαβαν κατόπιν και οι άλλοι βυζαντινοί αυτοκράτορες, οι Παλαιολόγοι, ενώ μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453) ευεργέτησαν το μοναστήρι και πολλοί ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας στους οποίους οφείλεται η διεύρυνση και γενικά η σημερινή μορφή της μονής Διονυσίου.

Το έτος 1535 το μοναστήρι κάηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του αλλά σε μικρό διάστημα ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Ιωάννης Πέτρος ανοικοδόμησε την ανατολική πλευρά του, ενώ μερικές δεκαετίες αργότερα, ο ηγεμόνας της Βλαχίας Αλέξανδρος μαζί με τη σύζυγο του Ρωξάνδρα Μαυροκορδάτου, εξαγόρασαν από τους Τούρκους και απέδωσαν στο μοναστήρι τα μετόχια του[4]. Παράλληλα όμως, υπήρξαν και άλλοι ευεργέτες της μονής, ηγεμόνες και ανώτεροι αξιωματούχοι.

Κατόπιν, τόσο στον 16ο όσο και στον 17ο αιώνα γνώρισε ιδιαίτερη ακμή και κατέλαβε στην ιεραρχία την 5η θέση, που ως τότε κατείχε η Μονή Ξηροποτάμου, και τη θέση αυτή τή διατηρεί μέχρι σήμερα. Το 1805 επί πατριαρχίας Καλλινίκου, επανήλθε στον κοινοβιακό τρόπο ζωής.

Εκτός από τον κεντρικό ναό του, το μοναστήρι αριθμεί και πολλά άλλα παρεκκλήσια μέσα στον περίβολο και έξω από αυτόν που φθάνουν τα 14. Έξω από το μοναστήρι υπάρχουν διάφορα καθίσματα και ησυχαστήρια όπως και 7 κελλιά στις Καρυές. Λόγω του περιορισμένου της χώρου, η μονή Αγίου Διονυσίου έχει διαφορετική αρχιτεκτονική δομή από τα περισσότερα αγιορείτικα μοναστήρια: απουσιάζει η μεγάλη αυλή στο κέντρο καί η Φιάλη αγιασμού.

Πνευματική κίνηση - Τέχνη - Κειμήλια

Το μοναστήρι διαθέτει μια πλούσια και πολύ καλά οργανωμένη βιβλιοθήκη του μοναστηριού η οποία περιέχει πάνω από 1.000 περίπου χειρόγραφα σε διάφορα υλικά (περγαμηνή, χαρτί κ.λπ.), αρκετά από αυτά εικονογραφημένα με ενδιαφέρουσες μικρογραφίες. Εξ αυτών, "μεγίστην σπουδαιότητα κέκτηνται και τα διπλωματικά της μονής έγγραφα"[5]. Εκτός από το τμήμα των χειρογράφων η βιβλιοθήκη διαθέτει και αρκετές χιλιάδες έντυπα βιβλία, ανάμεσα στα οποία, σπάνιες εκδόσεις της Αγίας Γραφής, έργα κλασικών και εκκλησιαστικών συγγραφέων, λεξικά κ.ά.

Στον τομέα της τέχνης, το Καθολικό της μονής, αφιερωμένο στο Γενέσιο του Τιμίου Προδρόμου, ανήκει στο πρώτο μισό του 16ου αι., οπότε έγιναν και οι τοιχογραφίες του (1546-1547) από τον περίφημο Κρητικό αγιογράφο Τζώρτζη. Η τράπεζα της μονής, σώζει τοιχογραφίες του 1603, που έγιναν από τους ζωγράφους Δανιήλ και Μερκούριο. Στην τράπεζα επίσης υπάρχει μια εντυπωσιακή παράσταση της Κλίμακαςτου αγίου Ιωάννη του Σιναΐτη. Εξω από την τράπεζα, όπου σχηματίζεται μια στοά, υπάρχουν τοιχογραφίες σε καλή κατάσταση με πολύ εντυπωσιακές σκηνές από τον κύκλο της Αποκαλύψεως του Ιωάννου.

Από τα παρεκκλήσια του περιβόλου, το σπουδαιότερο είναι της Παναγίας του Ακαθίστου, όπου αυτό σώζεται αρχαιότατη εικόνα της Παναγίας πάνω σε κηρομαστίχα, που είναι γνωστή ως εικόνα των Χαιρετισμών της Θεοτόκου και, σύμφωνα με την παράδοση, είναι εκείνη που κρατούσε στα χέρια του ο πατριάρχης Σέργιος ή κάποιος άλλος επίσκοπος, όταν περιερχόταν τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως ενθαρρύνοντας στρατό και λαό κατά την πολιορκία της από τους Αβάρους και Σλάβους (626).

Τα κειμήλια της μονής Διονυσίου είναι αρκετά, και ανήκουν σε διάφορες εποχές: σημαντικό είναι μια πλάκα από ελεφαντοστό με ανάγλυφη παράσταση της Σταυρώσεως (10ος αι.), ο σταυρός της Ελένης Παλαιολογίνας, χρυσοκέντητα ιερά άμφια και υφάσματα, εκκλησιαστικά σκεύη, ενώ σε λειψανοθήκες σώζονται 150 περίπου τεμάχια από άγια λείψανα.

Υποσημειώσεις

  1. Κοινόβιο ονομάζεται το μοναστήρι όπου ο βίος των Μοναχών είναι κοινός ως προς την εργασία, τα έσοδα, την ενδυμασία, τις δαπάνες, την τραπεζαρία, την προσευχή (Μαλαβάκης Νίκος, Βυζαντινολόγιο-Λεξικό Εκκλησιαστικών και Θρησκευτικών όρων, Αστήρ, Αθήνα 1999, σελ. 78-79). Οι μοναχοί στερούνται κάθε είδους περιουσίας και διατρέφονται από περιουσιακά στοιχεία της μονής που διαχειρίζεται το ηγουμενοσυμβούλιο (Βεργωτής Γεώργιος, Λεξικόν Λειτουργικών και Τελετουργικών Όρων, 3η έκδ. βελτιωμένη και επαυξημένη, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 126).
  2. Τσολακίδης Δ. Χρήστος, Αγιολόγιο της Ορθοδοξίας, έκδ. 2η, εκδ. Χ.Δ. Τσολακίδη, Αθήνα 2001, σελ. 569-570.
  3. Βλ. τον Βίο του Οσίου στο: Συμεών ο Μεταφραστής, Νέος Παράδεισος, ήτοι λόγοι διάφοροι και βίοι αγίων (μτφρ. Αγαπίου μοναχού), Ενετίησιν 1806, σελ. 490.
  4. Καδάς Σωτήρης, Το Άγιον Όρος. Τα μοναστήρια και οι θησαυροί τους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1995, σελ. 63. Βλ. και: Iorga Nicolae, Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο (μτφρ. Καράς Γιάννης), Gutenberg, Αθήνα 1985, σελ. 143.
  5. ΘΗΕ, τόμ. 5 (1964), στ. 88.

Βιβλιογραφία

  • "Άθως" > "Περιγραφή των κυρίαρχων Μονών", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 4, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005 [CD-ROM].
  • Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 1-12, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1962-1968 (τα σχετικά με τις Μονές άρθρα).
  • Καδάς Σωτήρης, Το Άγιον Όρος. Τα μοναστήρια και οι θησαυροί τους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1995.
  • Χαριτόπουλος Ευστάθιος, Άγιον Όρος. Οι άγιοι τόποι της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2002.
  • Χατζηφώτης Μ.Ι., Η καθημερινή ζωή στο Άγιο Όρος, Παπαδήμας, Αθήνα 1999.

Σύνδεσμοι