Ψευδοϊσιδώρειες Διατάξεις

Από OrthodoxWiki
(Ανακατεύθυνση από Ισιδώρειες Διατάξεις)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ψευδοϊσιδώρειες Διατἀξεις ή Διατάξεις του Ισιδώρου αποκαλούνται μια συλλογή διατάξεων, που συγκεντρώθηκε τον 9ο αιώνα, αποτελούμενη από συνοδικούς κανόνες καθώς επίσης και από, ως επί το πλείστον, μεταγενέστερα νόθα παπικά διατάγματα (Δεκρετάλια). Η προσπάθεια των συντακτών βρίσκεται στην ειδικευμένη πλαστογράφηση των κανονικών πηγών κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποδεικνύεται η υπεροχή του Πάπα. Η ιεροσύνη υποστηρίζεται πως είναι πάνω από την πολιτική εξουσία και πως προϊστάμενός της είναι ο Πάπας. Αυτό το συμπέρασμα υποστηρίχθηκε και από μια άλλη νόθα πηγή, την Ψευδοκωνσταντίνεια δωρεά, στην οποία εμφανίζεται ο Μέγας Κωνσταντίνος να δωρίζει στον Επίσκοπο Ρώμης τη βασιλική εξουσία της θέσης του στη Ρώμη.

Ονομασία

Η κατάρτιση των διατάξεων αυτών αποδόθηκε στον Ισπανό Ισίδωρο τον Μερκάτορα[1]. Το όνομα προέκυψε από την ένωση των ονομάτων δύο συγγραφέων, του Ισιδώρου της Σεβίλλης και του συγγραφέα μεταφράσεων εκκλησιαστικών αποφάσεων Μάριου Μερκάτορα[2]. Με το όνομα του Ισιδώρου της Σεβίλλης (560-636) υπήρχε παλαιότερη συλλογή γνήσιων κανόνων και παπικών διατάξεων. Στη συλλογή εκείνη, στα μέσα του ενάτου αιώνα, αναμίχθηκαν επιπρόσθετα 94 ψεύτικα δεκρετάλια, ώστε να ενισχυθεί η παπική εξουσία έναντι των αυτοκρατόρων και των ηγετών των άλλων εκκλησιών. Για τον λόγο αυτό αναφέρεται από τον ιστορικό Β. Στεφανίδη, ότι "Ουδεμία άλλη νοθεία εν τη παγκοσμίω ιστορία συνετελέσθη μετά τόσης τέχνης και ουδεμία άλλη είχε τόσο μεγάλα αποτελέσματα"[3].

Περιεχόμενο

Σύμφωνα με τα κείμενα των Ψευδο-Ισιδώρειων Διατάξεων, η ιερωσύνη είναι υπεράνω της πολιτικής εξουσίας. Για το λόγο αυτό ο πάπας, ως κεφαλή της ιερωσύνης, είναι η ορατή κεφαλή ολόκληρης της Εκκλησίας, δηλαδή caput totius orbi (κεφαλή ολόκληρης της οικουμένης), έχοντας την απόλυτη κυριαρχία όχι μόνο στα εκκλησιαστικά, αλλά και στα πολιτικά ζητήματα. Κάθε επίσκοπος είναι αντιπρόσωπος του Πάπα, από τον οποίο λαμβάνει την εξουσία. Για τον λόγο αυτό από τον κάθε επίσκοπο και από οποιαδήποτε σύνοδο είναι δυνατόν να γίνει έκκληση προς τον πάπα για την λύση του προβλήματός τους, διότι αυτός, ως "βικάριος" του Χριστού επί της γης, έχει το προνόμιο να δικάζει και να επιλύει όλες τις διαφορές. Επίσης δεν είναι δυνατόν να συγκληθεί και να πραγματοποιηθεί καμία σύνοδος, είτε τοπική είτε οικουμενική, χωρίς την προηγούμενη άδεια του πάπα. Παράλληλα οι αποφάσεις όλων των συνόδων δεν έχουν κανένα κύρος, αν δεν εγκριθούν τελικά από τον εν ενεργεία πάπα, που εμφανίζεται ο ανώτατος δικαστής και διοικητής της Εκκλησίας υπερκείμενος των Συνόδων.

Πρώτη χρήση

Οι Ψευδοϊσιδώρειες Διατάξεις παρουσιάσθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από τον πάπα Νικόλαο Α' (858-867), για τον οποίο είχε ειπωθεί ότι "όλου του κόσμου αυτοκράτορα εαυτόν εποίει". Ο πάπας αυτός διεκήρυσσε ότι ο αυτοκράτορας έλαβε την εξουσία του από τον απόστολο Πέτρο και για τούτο είναι οπωσδήποτε υποτελής σ' αυτόν. Για τον λόγο αυτόν μάλιστα, θεωρούσε τόσο επιτακτική και αναγκαία την χρίση, την στέψη και την επικύρωση του αυτοκράτορα από τον πάπα, "όσο και την εκ βασιλικού γένους καταγωγήν" για τους βασιλείς[4].

Τεκμήρια πλαστότητας

Το ψευδές και πλαστό των Ψευδοϊσιδώρειων Διατάξεων αποδεικνύεται από διάφορα λάθη που περιέχουν, κυρίως αναχρονισμούς, όπως:

Ο επίσκοπος της Ρώμης Μιλτιάδης, που ήταν πάπας από το 311 μέχρι το 314, στις Διατάξεις αυτές κάνει λόγο για τις αποφάσεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου (325), η οποία έγινε μετά τον θάνατό του. Ταυτόχρονα υποστηρίζει ότι ο πάπας, ως κεφαλή, είχε δήθεν το πρωτείο εξουσίας επάνω στα άλλα τέσσερα πατριαρχεία, ενώ ο τίτλος του πατριάρχη κατά τους ιστορικούς επικράτησε πολύ αργότερα, στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β' του μικρού (408-450). Από τους αναχρονισμούς αυτούς γίνεται φανερό ότι ο πλαστογράφος των Διατάξεων αυτών έγραφε με βάση δεδομένα της δικής του εποχής, χωρίς να σκεφθεί επακριβώς τα ιστορικά πλαίσια των προσώπων, που παρουσίαζε.

Στις Διατάξεις συμπεριλαμβάνονται και παπικές εγκύκλιοι του α, του β' και γ' μ.Χ. αιώνων, δηλαδή και του Κλήμεντα, του Ανέγκλητου, του Ευάρεστου κ.α., για τις οποίες δεν κάνει λόγο κανένας από τους αρχαίους ιστορικούς. Ο Διονύσιος ο Μικρός, που έδρασε τον έκτο μ.Χ. αιώνα, είχε περισυλλέξει, κατά τον άγιο Νεκτάριο Αιγίνης, αρχαίους Κανόνες και παπικές εγκυκλίους, που εκδόθηκαν από το 398 και εξής, βεβαιώνοντας ταυτόχρονα ότι δεν βρήκε παπικές διατάξεις πριν από το έτος αυτό[5].

Το ύφος των Ψευδοϊσιδώρειων Διατάξεων είναι για τους πάπες τόσο υπεροπτικό, που δεν εκφράζει το ήθος των παπών της εποχής εκείνης, αλλά πολύ μεταγενέστερης.

Αποκάλυψη της νοθείας

Την νοθεία των Διατάξεων αυτών απέδειξαν στα νεότερα χρόνια για πρώτη φορά οι Λουθηρανοί συγγραφείς των Μαγδεβουργικών εκατονταετηρίδων Φλάκιος και οι λοιποί του 16ου μ.Χ. αιώνα[6]. Στη συνέχεια για την νοθεία αυτή έγραψαν και πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και ρωμαιοκαθολικοί ερευνητές.

Υποσημειώσεις

  1. Βλ. σχετικά: "Ψευδο-Ισιδώρειοι Διατάξεις", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 12, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1968, στ. 482.
  2. Β. Στεφανίδου, Εκ. Ιστορία, Αθήναι 1959, σ.299
  3. Στο ίδιο.
  4. Κ. Μουρατίδη, Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, τ. Α' Αθήναι 1965, σ.138.
  5. Νεκταρίου Πενταπόλεως, Ιστορική μελέτη περί των αιτιών του Σχίσματος, τ. Α', Αθήναι 1998, σ. 190-191.
  6. Νεκταρίου Πενταπόλεως, Ιστορική μελέτη περί των αιτιών του Σχίσματος, τ. Α', Αθήναι 1998, σ. 190.