Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Παπικό πρωτείο

10.131 bytes προστέθηκαν, 02:02, 26 Μαΐου 2011
μ
link
Ανάμεσα στις πιο βασικές θεολογικές διαφορές Ανατολής και Δύσης, συγκαταλέγεται το λεγόμενο ''"Παπικό Πρωτείο"'' ή ''"Πρωτείο του Πάπα"'', το οποίο αποτελεί σημαντικότατη εκκλησιολογική διαφοροποίηση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας από τους Ορθοδόξους<ref>Λήμμα: "Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία", Στύλιος Κ. Ευθύμιος Επίσκοπος, ''Μικρό Χριστιανικό Λεξικό'' (Α' ανατύπωση της 2ης έκδ.), Αποστολική Διακονία, 1998, σελ. 173.</ref>. Το Παπικό Πρωτείο θεωρείται απόρροια της προσπάθειας των Δυτικών να προτάξουν την ενότητα στη διοίκηση της Εκκλησίας, την οποία όμως έβλεπαν να επιτυγχάνεται μέσω της υποταγής, η οποία αποτελούσε βασικό στοιχείο της λειτουργίας των κρατών, ενώ στην Ανατολή αντιθέτως επικρατούσε η τάση της ελεύθερης υπόστασης των Εκκλησιών, της κυριαρχικής τοπικής λειτουργίας τους και της ενότητας μέσα από την ποικιλία τους<ref>Λήμμα: "Θεολογικαί διαφοραί Ανατολής-Δύσεως", Ζαχαρόπουλος Νίκος, ''Επίτομο Ιστορικό-Θεολογικό Λεξικό'', University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 189.</ref>.
Μια σειρά από ιστορικές συγκυρίες οδήγησαν την Ρωμαϊκή Εκκλησία σε νοοτροπίες όπως , σαν αυτή που περιγράφει αντικατοπτρίζει το ''Παπικό πρωτείο''. Όπως περιγράφει εξιστορεί ο σπουδαίος σημαντικός ιστορικός, ''Στίβεν Ράνσιμαν'', ''"όταν η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατέρρευσε από τις βαρβαρικές καταλήψεις, ήσαν οι δυτικές, λιγότερο πολιτισμένες, επαρχίες, που έπεσαν πρώτες στα βαρβαρικά χέρια"''<ref>Sir Steven Runciman, "Ορθοδοξία και Ελληνισμός" στο ''Ορθοδοξία - Ελληνισμός, Πορεία στην τρίτη χιλιετία'', τόμ. Α', έκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, 2η έκδ., Άγιον Όρος 2002, σελ. 44.</ref>.
Αποκορύφωμα της πτώσης αυτής ήταν η άλωση και της ίδιας της ''Ρώμης'' το 410 μ.Χ.. Η είδηση του γεγονότος συγκλόνισε ολόκληρη την "Οικουμένη" και ο [[Αυγουστίνος Ιππώνος|Αυγουστίνος]] εξέφρασε την αντικειμενική ιστορική κρίση την οποία έζησε, με την ''"Πολιτεία του Θεού"'', έργο το οποίο κατανοείται ως απάντηση στην πτώση αυτή της Ρώμης<ref>Μπέγζος Μάριος, ''Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία της Θρησκείας'', Γρηγόρης, Αθήνα 2004, σελ. 83-84</ref>. Εκεί, ο Αυγουστίνος βλέπει την ιστορία ως αέναο αγώνα της ''πολιτείας του διαβόλου'', όλων δηλαδή των δυνάμεων που αντιμάχονται τη θεία βούληση, ενάντια στην ''πολιτεία του θεού''<ref>λήμμ. "Ιστορίας, φιλοσοφία", εγκυκλοπαίδεια ''Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα'', τόμ. 30, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.</ref>, ταυτόχρονα όμως, με την πραγματεία του αυτή ο Αυγουστίνος, είναι αυτός που υποστήριξε περισσότερο την ηγεμονία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας<ref>Χέλμουτ ντε Γκλάζεναπ, ''Παγκόσμιος Ιστορία των θρησκειών'', μτφρ. Νικηφόρου Βρετάκου, (Αθήνα: Βιβλιοαθηναϊκή, χ.χ.), σελ. 375</ref>.
Είναι γεγονός ότι πράγματι, οι Ορθόδοξοι ''"απέδιδαν στον Πάπα το πρωτείο τιμής, που δεν ήταν όμως το οικουμενικό πρωτείο που αυτός θεωρούσε πως του όφειλαν"''<ref>Ware Κάλλιστος, ό.π., σελ. 87.</ref>.
Πρώτα, ο 36ος κανόνας της [[Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος|Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου]] (691/2)<ref><div style="font-family: Palatino Linotype;">«Ανανεώνοντας όσα νομοθετήθηκαν από τους εκατόν πενήντα άγιους Πατέρες που συνήλθαν σ' αυτήν τη θεοφύλαχτη και βασιλική πόλη και από τους εξακόσιους τριάντα που συνήλθαν στη Χαλκηδόνα, ορίζουμε να απολαμβάνει ο θρόνος της Κωνσταντινούπολης τα ίσα πρεσβεία με το θρόνο της πρεσβύτερης Ρώμης και να μεγαλύνεται, όπως εκείνος, στα εκκλησιαστικά πράγματα και να είναι δεύτερος μετά από εκείνον, και ύστερα απ' αυτόν να αριθμείται ο θρόνος της μεγαλούπολης Αλεξάνδρειας, έπειτα ο θρόνος της Αντιόχειας και ύστερα απ' αυτόν ο θρόνος των Ιεροσολύμων»</div> (Ακανθόπουλος, ''Κώδικας Ιερών Κανόνων'', ό.π., σελ. 127.129).</ref> ήταν αυτός που ανανέωσε τον 3ο κανόνα της [[Β΄ Οικουμενική Σύνοδος|Β']] και τον 28ο κανόνα της [[Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος|Δ' Οικουμενικής συνόδου]] (''βλ. παραπάνω''), που ήταν σχετικοί με τα πρεσβεία του πατριαρχικού θρόνου Κωνσταντινουπόλεως και απέρριψε το κυριαρχικό διοικητικό πρωτείο του επισκόπου της Πρεσβυτέρας Ρώμης<ref>Κοντοστεργίου Δέσποινα, ''Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι'', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 219.</ref>. Κατόπιν, το ίδιο έπραξε και η ''εν τω Ναώ της του Θεού Λόγου Σοφίας'', Σύνοδος του 879-880, γνωστή και ως [http://el.orthodoxwiki.org/%CE%9F%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82_%CE%A3%CF%8D%CE%BD%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CE%B9#.CE.97_.22.CE.95.CE.BD_.CE.91.CE.B3.CE.AF.CE.B1_.CE.A3.CE.BF.CF.86.CE.AF.CE.B1.22_.CE.97.CE.84_.CE.9F.CE.B9.CE.BA.CE.BF.CF.85.CE.BC.CE.B5.CE.BD.CE.B9.CE.BA.CE.AE_.CE.A3.CF.8D.CE.BD.CE.BF.CE.B4.CE.BF.CF.82 Η΄ Οικουμενική], η οποία αναγνώρισε στον πάπα το πρωτείο τιμής, ως πρώτου μεταξύ των πέντε Πατριαρχών της αρχαίας Εκκλησίας και επισκόπου της Πρεσβυτέρας Ρώμης, πρώτης πρωτευούσης του κράτους, απέκρουσε όμως και πάλι το διοικητικό πρωτείον του Πάπα με ισχύ σε όλη την Εκκλησίαν, το οποίο ο ίδιος προέβαλε στην Ανατολή. Ο 1ος κανόνας της Συνόδου<ref><div style="font-family: Palatino Linotype;">«Η αγία και οικουμενική σύνοδος όρισε, αν κάποιοι από τους κληρικούς της Ιταλίας ή από τους λαϊκούς ή από τους επισκόπους, όταν ζούσαν στην Ασία ή στην Ευρώπη ή στη Λιβύη, φυλακίστηκαν ή καθαιρέθηκαν ή αναθεματίστηκαν από τον αγιότατο Πάπα Ιωάννη, να υπόκεινται αυτοί στον ίδιο όρο τιμωρίας και από το Φώτιο, τον αγιότατο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, δηλαδή να είναι ή καθαιρεμένοι ή αναθεματισμένοι ή αφορισμένοι. Και όσους κληρικούς ή λαϊκούς ή ανθρώπους που ανήκουν στην αρχιερατική και στην ιερατική τάξη σε οποιαδήποτε επαρχία τους αφορίσει ή τους καθαιρέσει ή τους αναθεματίσει ο Φώτιος, ο αγιότατος πατριάρχης μας, να τους θεωρεί αυτούς και ο αγιότατος Πάπας Ιωάννης και η αγία του Θεού εκκλησία της Ρώμης που βρίσκεται κάτω από την εξουσία του, υποκείμενους στην ίδια ποινή της τιμωρίας, ώστε να μη γίνεται καμιά εντελώς καινοτομία ούτε τώρα ούτε στο μέλλον των προνομίων που υπάρχουν στον αγιότατο θρόνο της εκκλησίας της Ρώμης ούτε αυτών που έχει ο επικεφαλής της.»</div> (Ακανθόπουλος, ''Κώδικας Ιερών Κανόνων'', ό.π., σελ. 399.401).</ref> αυτής καθόριζε ότι οι αποφάσεις του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και του Πάπα της Ρώμης είναι τελεσίδικοι στα όρια της επικρατείας τους, αναγνωρίζονται αντιστοίχως και από τους δύο και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αναμιγνύεται πέρα από τα όρια της δικαιοδοσίας του στα καθήκοντα του άλλου<ref>Κοντοστεργίου, ό.π., σελ. 280-281.</ref>.
Εντούτοις, όταν οι Πάπες ίδρυσαν το Παπικό Κράτος (754-6) εγκαθίδρυσαν την ανεξαρτησία τους από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και συγχρόνως κατέστησαν αυτεξούσιοι πολιτικοί ηγέτες, πράγμα που ουδέποτε υπήρξε για τους Ανατολικούς Πατριάρχες. Αργότερα, η στέψη του Καρλομάγνου το 800 και η ίδρυση της αποκαλούμενης ''Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας'', προσέθεσε ένα ακόμη στοιχείο στις διαφορές μεταξύ Ανατολής και Δύσης<ref>Φούγιας Γ. Μεθόδιος (Μητροπολίτης Πισιδίας), ''Ορθοδοξία Ρωμαιοκαθολικισμός & Αγγλικανισμός'' (μτφρ. από τη β' Αγγλική έκδοση), Λιβάνης, Αθήνα 1996, σελ. 48.</ref>. Σε κάθε περίπτωση, μέχρι το 850 η Ρώμη και η Ανατολή απέφευγαν μια ανοιχτή σύγκρουση για τις παπικές αξιώσεις, ''"αλλά η διάσταση των απόψεων δεν ήταν λιγότερο σοβαρή επειδή ήταν εν μέρει λανθάνουσα"''<ref>Ware Κάλλιστος, ό.π., σελ. 88.</ref>. Το 867 ξεκίνησε μια έντονη κρίση ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, με αφορμή τις αξιώσεις για δικαιοδοτικά προνόμια του τότε Πάπα, ''Νικολάου Α΄''<ref>Meyendorff John-Παπαδάκης Αριστείδης, ''Η Χριστιανική ανατολή και η άνοδος του Παπισμού, Η εκκλησία απο το 1071 ως το 1453'', ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003, σελ. 237.</ref>, αλλά και το μεγάλο θεολογικό θέμα του [[Φιλιόκβε]] (που πρώτος, 70 χρόνια πριν είχε αναδείξει σε αντικείμενο διαμάχης ο Καρλομάγνος).  Από τα πλέον χαρακτηριστικά γεγονότα της εποχής, είναι η προβολή από δυτικούς θεολόγους ορισμένων θεωριών, που έμελλε να γίνουν αποδεκτές ως αληθινές για αιώνες, αργότερα όμως (15ος αι.) αναγνωρίστηκαν από τους ιστορικούς ως νόθες. Οι θεωρίες αυτές που απέβλεπαν κυρίως στην ενίσχυση της παπικής εξουσίας, στηρίχθηκαν στις λεγόμενες [[Ψευδοϊσιδώρειες Διατάξεις]], μέσα στις οποίες, εκτός άλλων, υπήρχε και η λεγόμενη [[Ψευδοκωνσταντίνεια δωρεά]]<ref>Βλ. σχετικά: "Ψευδο-Ισιδώρειοι Διατάξεις", ''Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια'' (ΘΗΕ), τόμ. 12, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1968, στ. 482.</ref>, αλλά και στις λεγόμενες ''Ψευδοκλημεντίνιες Γραφές'' ή ''Κλημέντεια''. Οι Ψευδοκλημεντίνιες γραφές είναι συλλογή ομιλιών που αποδίδονταν λανθασμένα στον επίσκοπο της Ρώμης [[Κλήμης Ρώμης|Κλήμεντα]] (93 - 101), στις οποίες γινόταν και μια επαναδιατύπωση της ζωής του Αποστόλου Πέτρου. Ένα τμήμα των γραφών αυτών, το οποίο έτυχε επεξεργασίας επί δύο αιώνες, με την τελική μορφή του να προέρχεται από το 350 μ.Χ. περίπου, από αρειανίζοντα συγγραφέα<ref>"Κλημέντεια", ''ΘΗΕ'', τόμ. 7, ό.π., 1965, στ. 625.</ref>, περιείχε περιγραφές από ''Επιδημίες'' και ''"Κηρύγματα Πέτρου"''<ref>Ό.π., στ. 623.</ref> και εκεί αναφέρονταν τα περί Πέτρου ως πρώτου επισκόπου Ρώμης<ref>Στο ίδιο, στ. 624.</ref> τα οποία τελικά χρησιμοποιήθηκαν για την ανύψωση του, πάνω από τους άλλους Αποστόλους και ειδικότερα τον [[Απόστολος Παύλος|Απόστολο Παύλο]], και για την εμφάνιση της υπεροχής της Ρωμαϊκής Έδρας ως "Έδρας του Πέτρου" έναντι κάθε άλλης επισκοπής. Οι ''Ψευδοισιδώρειες Διατάξεις'' και η ''Ψευδοκωνσταντίνεια Δωρεά'', αποτελούν μια συλλογή, που συγκεντρώνεται τον 12ο 9ο αιώνα και αποτελείται από συνοδικούς κανόνες καθώς επίσης και από, ως επί το πλείστον, νόθα παπικά διατάγματα, τα οποία προστέθηκαν αργότερα. Η προσπάθεια των συντακτών βρίσκεται στην ειδικευμένη πλαστογράφηση των κανονικών πηγών κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποδεικνύεται η υπεροχή του Πάπα. Η ιεροσύνη, υποστηρίζεται, πως είναι πάνω από την πολιτική εξουσία και προϊστάμενος της ιεροσύνης είναι ο Πάπας, ως εκ τούτου καθίσταται η "Κεφαλή του κόσμου" (''caput orbis totius''). Αυτό το συμπέρασμα υποστηρίχθηκε και από μια άλλη νόθα πηγή, την Ψευδοκωνσταντίνεια δωρεά, στην οποία εμφανίζεται ο Μέγας Κωνσταντίνος να δωρίζει στον Επίσκοπο Ρώμης τη βασιλική εξουσία της θέσης του στη Ρώμη. Τελικά, η κρίση αυτή, κατέληξε στον αφορισμό του ''Νικολάου'' από τον Φώτιο, με απόφαση της Συνόδου της Κων/πολης, και στον εκθρονισμό του Φωτίου από τον αυτοκράτορα<ref>Ware Κάλλιστος, στο ίδιο, σελ. 95-96.</ref>. Τα γεγονότα αυτά, που αποτέλεσαν το πρώτο ''σχίσμα'', του ενάτου αιώνα, έφεραν στο προσκήνιο με έντονο τρόπο, τα δύο θέματα, της δικαιοδοσίας και της θεολογίας, που δημιουργούσαν προβλήματα στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών. Αλλά, παρά τη διαίρεση αυτή, η ενότητα διατηρήθηκε και η ρήξη μεταξύ Φωτίου και Νικολάου ''"τελικά θεραπεύθηκε"''<ref>Φούγιας, ό.π., σελ. 49.</ref>. Κερδισμένος ήταν ο Φώτιος<ref>Ware Κάλλιστος, στο ίδιο, σελ. 97.</ref> και η ''εν τω Ναώ της του Θεού Λόγου Σοφίας'', Σύνοδος του 879-880, γνωστή και ως [http://el.orthodoxwiki.org/%CE%9F%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82_%CE%A3%CF%8D%CE%BD%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CE%B9#.CE.97_.22.CE.95.CE.BD_.CE.91.CE.B3.CE.AF.CE.B1_.CE.A3.CE.BF.CF.86.CE.AF.CE.B1.22_.CE.97.CE.84_.CE.9F.CE.B9.CE.BA.CE.BF.CF.85.CE.BC.CE.B5.CE.BD.CE.B9.CE.BA.CE.AE_.CE.A3.CF.8D.CE.BD.CE.BF.CE.B4.CE.BF.CF.82 Η΄ Οικουμενική], στο ζήτημα της δικαιοδοσίας, αναγνώρισε στον πάπα το πρωτείο τιμής, ως πρώτου μεταξύ των πέντε Πατριαρχών της αρχαίας Εκκλησίας και επισκόπου της Πρεσβυτέρας Ρώμης, πρώτης πρωτευούσης του κράτους, απέκρουσε όμως και πάλι το διοικητικό πρωτείο του Πάπα με ισχύ σε όλη την Εκκλησία, το οποίο ο ίδιος προέβαλε στην Ανατολή. Ο 1ος κανόνας της Συνόδου<ref><div style="font-family: Palatino Linotype;">«Η αγία και οικουμενική σύνοδος όρισε, αν κάποιοι από τους κληρικούς της Ιταλίας ή από τους λαϊκούς ή από τους επισκόπους, όταν ζούσαν στην Ασία ή στην Ευρώπη ή στη Λιβύη, φυλακίστηκαν ή καθαιρέθηκαν ή αναθεματίστηκαν από τον αγιότατο Πάπα Ιωάννη, να υπόκεινται αυτοί στον ίδιο όρο τιμωρίας και από το Φώτιο, τον αγιότατο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, δηλαδή να είναι ή καθαιρεμένοι ή αναθεματισμένοι ή αφορισμένοι. Και όσους κληρικούς ή λαϊκούς ή ανθρώπους που ανήκουν στην αρχιερατική και στην ιερατική τάξη σε οποιαδήποτε επαρχία τους αφορίσει ή τους καθαιρέσει ή τους αναθεματίσει ο Φώτιος, ο αγιότατος πατριάρχης μας, να τους θεωρεί αυτούς και ο αγιότατος Πάπας Ιωάννης και η αγία του Θεού εκκλησία της Ρώμης που βρίσκεται κάτω από την εξουσία του, υποκείμενους στην ίδια ποινή της τιμωρίας, ώστε να μη γίνεται καμιά εντελώς καινοτομία ούτε τώρα ούτε στο μέλλον των προνομίων που υπάρχουν στον αγιότατο θρόνο της εκκλησίας της Ρώμης ούτε αυτών που έχει ο επικεφαλής της.»</div> (Ακανθόπουλος, ''Κώδικας Ιερών Κανόνων'', ό.π., σελ. 399.401).</ref> αυτής καθόριζε ότι οι αποφάσεις του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και του Πάπα της Ρώμης είναι τελεσίδικοι στα όρια της επικρατείας τους, αναγνωρίζονται αντιστοίχως και από τους δύο και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αναμιγνύεται πέρα από τα όρια της δικαιοδοσίας του στα καθήκοντα του άλλου<ref>Κοντοστεργίου, ό.π., σελ. 280-281.</ref>. Οταν το 1054 συνέβη το μεγάλο [[Μέγα Σχίσμα του 1054|Σχίσμα]], η νέα αυτή διαίρεση, η σημασία της ρίξης του 9ου αιώναείχε ξεχαστεί, και το νέο σχίσμα θεωρήθηκε ως κάτι προσωρινό, ήσσονος σημασίας<ref>Φούγιας, ό.π., σελ. 49.</ref>. Όμως, νέα δεδομένα έρχονται από τον 11ο αιώνα στο προσκήνιο, με διοικητικές αξιώσεις από την πλευρά της δύσης, που σύμφωνα με απόψεις ιστορικών δεν αντιπροσωπεύουν καν ''"την υλοποίηση μιας ομοιόμορφης εξέλιξης, είχε έστω και μέσα στον σχετικά στενό κύκλο της δυτικής λατινικής Εκκλησίας"''· ο Πάπας αναζητούσε πλέον αναφανεί πλήρως το όλο ''"τίτλο ή αξίωμα ανώτερο από του επισκόπου"'' γεγονός που ''"αποτελούσε ριζική αναθεώρηση της δομής και της διοίκησης της Εκκλησίας"''<ref>Meyendorff-Παπαδάκης, ό.π., σελ. 255.</ref>.  Και δεν έφτανε αυτό, αλλά επιπλέον λόγοι προστέθηκαν, που επηρέασαν τη σκέψη της Ανατολικής Εκκλησίας στο ζήτηματης ενότητας της Χριστιανοσύνης: ''"η βάρβαρη συμπεριφορά των Σταυροφόρων, οι οποίοι προσπάθησαν να προσηλυτίσουν τους Έλληνες στο Λατινισμό, αντιμετωπίζοντας τους ως απίστους, δημεύοντας τις εκκλησίες τους και φυλακίζοντας τον κλήρο τους. Το έτος 1185 οι ιππότες κατέκτησαν τη Θεσσαλονίκη και προέβησαν σε μεγάλες κτηνωδίες, καταστρέφοντας κάθε ιερό και άγιο τόπο της Ορθοδόξου Εκκλησίας"''<ref>Ware ΚάλλιστοςΦούγιας, ό.π., σελ. 8849.</ref>. Τελικά, η λεηλασία της Κωνσταντινουπόλεως κατά την Τετάρτη Σταυροφορία το 1204, ήταν αυτή που έδωσε το τελικό χτύπημα στις αδελφικές σχέσεις των δύο αυτών μερών της Χριστιανικής Κοινωνίας<ref>Φούγιας, στο ίδιο.</ref>.
==Η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας για το Παπικό πρωτείο==
Την δικαιοδοσία της εξουσίας που ο Πάπας επιδίωκε να ασκήσει σε όλους τους άλλους πατριάρχες, το πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως την αρνιόταν, μη αναγνωρίζοντας στον πατριάρχη της ''"Πρεσβυτέρας Ρώμης"'' παρά μόνο το '''τιμητικό προβάδισμα''' λόγω αρχαιότητας της Εκκλησίας. Σύμφωνα με την [[Ορθόδοξη Εκκλησία]], ήταν πάντα σαφές ότι τα βυζαντινά κείμενα πριν τον 11ο αιώνα, όταν αναφέρονταν στην ιδέα περί ''πρωτείου'', αυτό γινόταν ρητορικά, χωρίς κανείς να αναγνωρίζει τις μεταγενέστερες μοναρχικές αξιώσεις του Πάπα με τις πολιτικές και εκκλησιαστικές προεκτάσεις που εμφανίστηκαν κυρίως από το 1100, όταν η δυτική έκκλησιολογία είχε μετατοπιστεί αδιαμφισβήτητα προς την κατεύθυνση της παπικής μοναρχίας και υποστήριζε τις αξιώσεις της με μια νομικίστικη ερμηνεία των χωρίων της Καινής Διαθήκης που αναφέρονται στον άγιο Πέτρο.
==Παπικό πρωτείο και Αγία Γραφή<ref>Για εκτενή τεκμηρίωση βασισμένη στην [[Αγία Γραφή]] και την [[Ιερά Παράδοση]], ότι ''"πάντες οι επίσκοποι, ίσοι προς αλλήλους"'' και ''"αι ιεραί σύνοδοι ως ανωτάτη εν τη Εκκλησία αρχή"'', βλ. στο: Τρεμπέλας Ν. Παν., ''Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας'', τόμ. Β', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 393-408.</ref>==
Τα εδάφια στα οποία στηρίχτηκε το μεγαλύτερο μέρος της επιχειρηματολογίας περί Παπικού Πρωτείου ήταν<ref>Meyendorff John-Παπαδάκης Αριστείδης, ''Η Χριστιανική ανατολή και η άνοδος του Παπισμού, Η εκκλησία απο το 1071 ως το 1453'', ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003, σελ. 245.</ref>:
[[Κατηγορία:Καθολικισμός|Π]]
[[Κατηγορία:Εκκλησιαστική Ιστορία|Π]]
[[en:Primacy and Unity in Orthodox Ecclesiology]]
8.921
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης