Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Μνήμη νεκρών

19 bytes προστέθηκαν, 17:55, 12 Μαρτίου 2014
μ
Το μυστήριο στην εποχή του Διονυσίου Αρεοπαγίτη (6ος αι.)
==O μυστηριακός χαρακτήρας των μνημοσύνων==
Η μνήμη των νεκρών, αποτελεί μυστήριο το οποίο περιγράφει τον τρόπο δεσμού μεταξύ των μελών (ζώντων και τεθνεώτων) του σώματος της εκκλησίας<ref>Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελ. 498</ref>. Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι πως ο [[Διονύσιος Αρεοπαγίτης]], όχι απλώς χαρακτηρίζει την τελετή μυστήριο, αλλά συνάμα τονίζει πως κατά τη διάρκεια τέλεσής του, οι κατηχούμενοι πρέπει να αποχωρήσουν<ref>Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί της Εκκλησιαστικής ιεραρχίας 3, 9 PG 3, 437BC, 7, 2-3 PG 3, 556Β-557C</ref>. Το στοιχείο αυτό αποδεικνύει το μυστηριακό χαρακτήρα του μνημοσύνου, αφού οι κατηχούμενοι, δηλαδή οι μη μυημένοι, θα πρέπει να αποχωρήσουν, κατ αναλογία με τα υπόλοιπα μυστήρια. Εκτός όμως του Διονυσίου Αρεοπαγίτου και ο [[Θεόδωρος Στουδίτης]] (+826), μιλώντας περί μυστηρίων, ανάμεσά τους τοποθετεί και τα μνημόσυνα<ref>Β. Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 464</ref>. Είναι λοιπόν φανερό πως ''"κατά την εποχή εκείνην (των πατέρων) υπήρχεν αστάθεια περί της εννοίας και του αριθμού των μυστηρίων"''<ref>Β. Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 464</ref> και αυτό διότι, δεν υπήρχε κανενός είδους σχολαστική καταμέτρησή τους.
Τα μνημόσυνα ακόμα και στην ορθόδοξη παράδοση πολλές φορές δεν κατατάσσονται στα μυστήρια. Τις περισσότερες φορές εννοούνται σαν απλές τελετές, εξ αιτίας της αρίθμησης των μυστηρίων σε ένα αριθμό κλειστών μυστηριακών τελετών, αποκομμένες και απομονωμένες από το συνολικό σώμα της εκκλησίας. Εννοούνται ουσιαστικά ως κάτι το πρόσθετο, το ανεξάρτητο, το αυτοτελές, το μαγικό<ref>Ν. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελ. 467</ref>. Μέσα όμως από τα συγγράμματα των δογματολόγων πατέρων της εκκλησίας, όπως του [[Ιωάννης Δαμασκηνός|Ιωάννη Δαμασκηνού]], του [[Διονύσιος Αρεοπαγίτης|Διονυσίου Αρεοπαγίτη]], του [[Νικόλαος Καβάσιλας|Νικολάου Καβάσιλα]] αλλά και τα λειτουργικά κείμενα της εκκλησίας, τα μυστήρια δεν αποτελούν απλώς μυστηριακές τελετές σε ένα κλειστό αριθμό, αλλά οργανικά μέλη στο χαρισματικό σώμα της εκκλησίας<ref>Ν. Ματσούκα, Μυστήριον επί των ιερώς κεκοιμημένων, σελ. 15</ref>. Η αντίληψη αυτή (αρίθμηση μυστηρίων) είναι μία θεωρία που πέρασε από τη σχολαστική θεολογία κυρίως μετά το 14ο αιώνα. Χαρακτηριστικό είναι πως μέχρι τον 13ο αιώνα σε κανένα κείμενο πατέρων της εκκλησίας δεν ευρίσκεται καμία απόδειξη περί κλειστού αριθμού, ενώ η πρώτη αναφορά σε επτά κλειστά μυστήρια, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, προέρχεται από τον ενωτικό [[Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος|Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο]] κατά το 13ο αιώνα, στην ενωτική σύνοδο της Λυών (1274), στην οποία σκοπό είχε να παρευρεθεί και ο πατήρ της σχολαστικής θεολογίας, [[Θωμάς Ακινάτης]]<ref>Ν. Ματσούκας, Μυστήριον επί των ιερώς κεκοιμημένων, σελ. 15</ref>. Στο έργο επίσης, του μεγάλου δογματολόγου της εκκλησίας Ιωάννη Δαμασκηνού, ''"Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως"'' διαφαίνεται σαφώς πως ''"καμία αρίθμηση δεν είναι νοητή, παρά μονάχα η περιγραφή της συνοχής του σώματος δια μέσου των μυστηριακών εκφάνσεων"''<ref>Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, 4, 13 PG 94, 1136BC-1153C</ref>.
Το σώμα της εκκλησίας χαρακτηρίζεται ως σώμα ''"ζώντων και τεθνεώτων"''. Η σχέση μάλιστα αυτή είναι ισχυρή στη συνείδηση του πληρώματος της εκκλησίας, γι αυτό και οι δεήσεις προς τα κεκοιμημένα μέλη της εκκλησίας αποτελούν την υπέρτατη εκδήλωση αγάπης και συνάμα την κορύφωση της πίστης και της ελπίδας στους ακατάλυτους δεσμούς των μελών του σώματος, όπου δεν μπορεί να κυριαρχήσει ο [[θάνατος]] και η λήθη<ref>Ν. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελ. 498</ref>. Η μνήμη λοιπόν των νεκρών κατά τη [[Θεία Λειτουργία]] και τα μνημόσυνα, αποτελεί μυστήριο το οποίο περιγράφει τον τρόπο δεσμού των μελών του σώματος, σε μια αδιάσπαστη ενότητα αισθητού και νοητού. Τα ζωντανά μέλη του σώματος γεύονται, κατανοούν και συνάμα νιώθουν την αγαπητική σχέση μεταξύ τους, υπερνικώντας το θάνατο και τη διάβρωση. Η μνήμη του Θεού τελικά είναι και μνήμη των αδελφών των κεκοιμημένων με την ελπίδα της [[Ανάσταση|ανάστασης]]<ref>Ν. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, 498</ref>.
Η μνήμη των νεκρών αποτελεί ένα μέλος της λειτουργικής δομής του σώματος της εκκλησίας<ref>Ν. Ματσούκας, Μυστήριον επί των ιερώς κεκοιμημένων, σελ. 12</ref>. Κατά το μυστήριο αυτό ουσιαστικά συντελείται μια δυναμική και αποκορυφωτική πορεία, η κοινωνία των ''"ζώντων και τεθνεώτων"'' στο ένα σώμα της σύναξης, κατά βάση στο σώμα του Χριστού<ref>ο.π., σελ. 23</ref>. Συντελείται ένας ζωηρός και εκφραστικός διάλογος μεταξύ κλήρου, λαού και κεκοιμημένων. Όπως λοιπόν όλος ο [[Αγίων Χοροί|χορός των αγίων]], έτσι και οι κεκοιμημένοι μέσω του μυστηρίου ''"αθανατίζονται"'' και ''"αφθαρτίζονται"'' μαζί με όλη την κτίση, σε ένα δράμα που κυριαρχεί η οδύνη και η χαρά, σε ένα περιβάλλον χαρμολύπης. Ο κεκοιμημένος πλέον οδηγείται στους κόλπους της Τριαδικής ζωοποιητικής θεότητος και αναζητεί το δώρο της αθανασίας. Αλλά αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της μετάνοιας. Γι αυτό και παρατηρούμε μέσω της ιερής ακολουθίας πως ο πιστός βρίσκει αυτή την οδό, την οδό της σωτηρίας, μέσα από τη μετάνοια. Τη μετάνοια μετά θάνατον ο τριαδικός Θεός τη δέχεται, αλλά ο άνθρωπος πλέον δε θέλει να μετανοήσει, σύμφωνα με τον Ιωάννη Δαμασκηνό<ref>Ιωάννου Δαμασκηνού, Κατά Μανσιχαίων Μανιχαίων PG 94, 1545D-1548A-1573AB</ref>. Γι αυτό το λόγο η μνήμη των νεκρών είναι σημαντική και απαραίτητη. Ο Θεός δέχεται τις δεήσεις των πιστών και λυτρώνει τον άνθρωπο διότι ''"η αγάπη του Θεού δεν υπόκειται σε κανένα νόμο, αν η ψυχή τον ζητάει και τον θέλει. Το έλεός του είναι απροσμέτρητο. Αυτό το νόημα έχουν οι ευχές και τα μνημόσυνα"''<ref>Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Γ΄, σελ. 547</ref>.
Η ψυχή πλέον οδηγείται στους κόλπους της ζωαρχικής Τριάδας. Εδώ και πάλι θα πρέπει να αποφεύγονται οι σχολαστικές αντιλήψεις περί κολάσεως και παραδείσων ως τόπων ξεχωριστών. Γι αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό πως στην πατερική θεολογία ''"όλες οι εικονικές παραστάσεις για τον παράδεισο και την κόλαση δεν αναφέρονται διόλου σε μια στατική μέση κατάσταση και σε μία φάση, όπου απονέμονται οι αμοιβές και οι τιμωρίες. Οτιδήποτε λέγεται για το θάνατο, τόπους παραδείσου και κόλασης, ανάσταση νεκρών, κρίση και δοξασμένη ζωή των φίλων και των αγίων του Θεού εντάσσεται στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της θείας ζωαρχικής δόξας...Πρόκειται για ανεπίτρεπτο και κωμικό σχολαστικισμό, αντίθετο προς τις πηγές μας, αν επιχειρούσαμε να καθορίσουμε τι ακριβώς ζει μετά θάνατον και τι δεν ζει! Τα πάντα και όλα τα όντα κινούνται και ζουν στους κόλπους της ζωαρχικής Τριάδας"''<ref>Νικόλαος Ματσούκας, Μυστήριον επί των ιερώς κεκοιμημένων, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 35-36</ref>. Τελικώς ''"όσα γράφονται σε δογματικά εγχειρίδια και άλλες μελέτες για τη μέση κατάσταση των ψυχών, για εσχατολογική αναμονή και άλλα παρόμοια, με τρόπο που θυμίζει ειδωλολατρικό κόσμο και δαντική θεία κωμωδία, δεν αντέχουν σε σοβαρή επιστημονική κριτική βάσει των κειμένων μας, και ούτε δίνουν συμβολικά και εικονικά το περιεχόμενο του μυστηρίου της κοινωνίας "ζώντων και τεθνεώτων""''<ref>ο.π., σελ. 36-37</ref>.
===Το μυστήριο στην εποχή του Διονυσίου Αρεοπαγίτη (6ος αι.)===
Το τελετουργικό των μνημοσύνων στη σημερινή εκκλησία διαφέρει από τελετουργικό της αρχαίας εκκλησίας, απηχεί όμως παλαιότερες παραδόσεις<ref>Ν. Ματσούκας, Μυστήριον..., σελ. 23</ref>. Χαρακτηριστικές επ αυτού είναι οι περιγραφές του Διονυσίου Αρεοπαγίτη. Η τελετή ξεκινούσε από το σπίτι του νεκρού<ref>Διονυσίου Αρεοπαγίτη, Περί της εκκλησιαστικής ιεραρχίας PG 3, 55A-568D</ref>. Οι οικείοι του κεκοιμημένου τον μακάριζαν και έψελναν ευχές και εν συνεχεία τον μετέφεραν στον ιεράρχη όπου και έκανε τη σύναξη των πιστών. Αν ήταν κληρικός τοποθετείτο ενώπιον του θυσιαστηρίου, αν ήταν μοναχός ή λαϊκός μπροστά στο πρεσβυτέριο. Ο ιεράρχης εν πρώτοις ανέπεμπε ευχαριστήρια ευχή, έπειτα διάβαζε ιερά αναγνώσματα σχετικά με την ανάσταση και εν συνεχεία ψέλνονταν ωδές. Ο λειτουργός απέλυε του κατηχούμενους και εν συνεχεία μνημόνευε κεκοιμημένους Αγίους, τους οποίους παρακαλούσε να πρεσβεύσουν υπέρ του κεκοιμημένου. Εν συνεχεία ο ιεράρχης πρώτος ασπάζετο τον κεκοιμημένο και ακολουθούσαν οι πιστοί. Στο τέλος ο ιεράρχης έρριπτε λάδι στον κεκοιμημένο, απαγγέλοντας ευχή για όλη τη σύναξη.
===Το κίνημα των [[Κολλυβάδες|Κολλυβάδων]]===
Στη νεκρώσιμη ακολουθία γίνεται ουσιαστικά ένα διάλογος μεταξύ των φίλων του κεκοιμημένου και του Θεού. Τονίζεται μέσα από τους ύμνους η ματαιότητα των εγκοσμίων και εξυμνείται η αξία των αιωνίων αγαθών. Οι ιερείς και ο λαός, ζητούν το έλεος του Θεού και παρηγορία, διότι ουδείς άνθρωπος μπορεί αξίως να σταθεί την ώρα του φοβερού βήματος. Πριν την ακολουθία τελείται η τελετή του τρισαγίου. Η ονομασία της δίδεται, διότι ξεκινά με το ''"Άγιος ο Θεός"'', τρεις φορές. Κατόπιν ψάλλονται τέσσερα τροπάρια όπου δέεται κλήρος και λαός να αναπαύσει το μεταστάντα μαζί με τους σεσωσμένους, παρακαλώντας συνάμα την Υπεραγία [[Θεοτόκος|Θεοτόκο]] να δεηθεί προς τον Κύριο. Στη συνέχεια ο ιερέας ικετεύει τον Θεό, ο οποίος νίκησε το θάνατο και το διάβολο με την παρουσία του στον κόσμο, να λάβει υπόψη την τρεπτότητα του ανθρώπου και τη ροπή προς την αμαρτία, να παραβλέψει τος αμαρτίες του ως αγαθός και φιλάνθρωπος και να κατατάξει το μέλος της εκκλησίας στους κόλπους της θείας δόξας<ref>Νικόλαος Βασιλειάδης, ενθ.αν., σελ. 361-362</ref>.
Σε παλαιότερες εποχές η ακολουθία ξεκινούσε με τον 90ο ψαλμό, σήμερα όμως η ευχή αυτή παραλείπεται, πλην της νεκρώσιμης ακολουθίας των κληρικών και των μοναχών<ref>Νικόλαος Βασιλειάδης, ενθ.αν., σελ. 362</ref>. Η ακολουθία λοιπόν ξεκινά με την εκφώνηση ''"Ευλογητός ο θεός ημών..."'' και ακολουθεί το τροπάριο του Αμώμου (118ος Ψαλμός). Εν συνεχεία ακολουθούν τα ευλογητάρια, όπου ζητείται το έλεος του Θεού και η ευσπλαχνία του, ενώ δηλώνεται η μετάνοιά του πιστού για τις αμαρτίες του. Τα ευλογητάρια είναι έξι και επακολουθούν ο 50ς ψαλμός και ο κανόνας του μοναχού Θεοφάνη, που εξιστορεί τα γεγονότα της θείας οικονομίας. Εν συνεχεία οδηγούμαστε στην κορωνίδα της ακολουθίας που είναι το τροπάριο ''"Μετά των αγίων ανάπαυσε Χριστέ τα ψυχάς του/της/των δούλων σου. Ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος."''. Ακολουθούν τα ιδιόμελα, τα οποία εναλλάσσουν το νόημά τους στη βάση των ανθρωπίνων συναισθημάτων (θρήνοι, απορίες, ελπίδα) και ακολουθούν οι [[Μακαρισμοί]] και τα αναγνώσματα, δηλαδή το προκείμενο, ο Απόστολος<ref>Α΄ Κορινθίους 15, 52 ή 45-57 ή 15, 20-28. Ρωμαίους 14, 6-9</ref> και το [[ευαγγέλιο]]<ref>Ιωάννης 15, 17-24</ref>. Πρέπει να τονιστεί πως μετά τον Απόστολο απαγγέλλονται τα αλληλουάρια, που κατά το [[Συμεών Θεσσαλονίκης]], δηλώνουν την έλευση της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου. Ακολουθεί τρισάγιο, δέηση υπέρ του κεκοιμημένου και απόλυση. Οι ψάλτες μελωδούν τρεις φορές το αιωνία η μνήμη, όπου κατά το Συμεών γίνεται η "ανακήρυξη" του κεκοιμένουκεκοιμημένου. Έτσι εισερχοπμαστε εισερχόμαστε το τελευταίο στάδιο που είναι ο αποχαιρετισμός. Οι πιστοί ασπάζονται ευλαβικά ένας-ένας το κεκοιμημένο μέλος. Ο αποχαιρετισμός αυτός είναι ένας οδυνηρός αποχαιρετισμός, συνάμα όμως ένα χαιρετισμός ελπίδος. Ο χορός ωδεί τον "δεύτε τελαυταίον τελευταίον ασπασμόν". Όπως παρατηρεί ο Άγιος Συμεών, ο ασπασμός υπογραμμίζει την κοινωνία και την ενότητα των πιστών, ζωντανών και κεκοιμημένων.
Εν συνεχεία ο κεκοιμημένος οδηγείται στην τελευταία επί γης κατοικία του, όπου ψάλλεται ο τρισάγιος ύμνος. Πολλές φορές ακολουθεί πομπή πρωτού προτού ο κεκοιμημένος εισέλθει στο κοιμητήριο, μία συνήθεια που τελείται ήδη από την εποχή του [[Γρηγόριος Νύσσης|Γρηγορίου Νύσσης]]<ref>Εις τον βίον της Οσίας Μακρίνης PG 46, 933C</ref>. Ο κεκοιμημένος τοποθετείται με προσοχή και την κεφαλή στραμμένη στην ανατολή. Χαρακτηριστική είναι η απαγγελία ''"χους ει και εις γην απελεύση"'' (Γεν. 3, 19). Τελικά ρίχνεται λάδι σε σταυρική φορά στον κεκοιμημένο ψαλλόμενος ο 50ος ψαλμός. Πρέπει να τονιστεί πως η νεκρώσιμη ακολουθία δεν τελείται κατά τη διακαινήσιμο εβδομάδα και την Κυριακή του [[Πάσχα]]<ref>Νικόλαος Βασιλειάδης, ενθ.αν., σελ. 400-420</ref>.
====Επιμνημόσυνη δέηση====
12.398
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης